Statistics Explained

Archive:Στατιστικές για την ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές

Revision as of 11:47, 7 December 2017 by EXT-S-Allen (talk | contribs)
Στοιχεία εξαχθέντα τον Ιουνίου 2017. Πιο πρόσφατα στοιχεία: Περαιτέρω πληροφορίες της Eurostat, βασικοί πίνακες και βάση δεδομένων. Προγραμματισμένη επικαιροποίηση του άρθρου: Σεπτέμβριος 2018
Πίνακας 1: Πρωτογενής παραγωγή από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, 2005 και 2015
Πηγή: Eurostat (nrg_107a)
Πίνακας 2: Μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών στην ακαθάριστη εγχώρια κατανάλωση ενέργειας, 2015
(%)
Πηγή: Eurostat (nrg_100a) και (nrg_107a)
Διάγραμμα 1: Μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας, 2015 και 2020
(%)
Πηγή: Eurostat (nrg_ind_335a)
Διάγραμμα 2: Αναλογία της ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, 2005 και 2015
(% της ακαθάριστης κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας)
Πηγή: Eurostat (nrg_ind_335a)
Διάγραμμα 3: Ηλεκτρική ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές, ΕΕ-28, 2005-2015
Πηγή: Eurostat (nrg_105a) και (nrg_ind_335a)
Διάγραμμα 4: Μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών στην κατανάλωση καυσίμων μεταφορών, 2005 και 2015
(%)
Πηγή: Eurostat (nrg_ind_335a)

Το παρόν άρθρο παρέχει πρόσφατα στατιστικά στοιχεία σχετικά με τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας περιλαμβάνουν: την αιολική ενέργεια· την ηλιακή ενέργεια (θερμική —συμπεριλαμβανομένης της συμπυκνωμένης— και φωτοβολταϊκή)· την υδροηλεκτρική ενέργεια· την παλιρροϊκή, την κυματική και την ωκεανική ενέργεια· τη γεωθερμική ενέργεια· τα βιοκαύσιμα· και τα ανανεώσιμα απόβλητα.

Η χρήση ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές έχει πολλά δυνητικά πλεονεκτήματα, όπως τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, τη διαφοροποίηση του ενεργειακού εφοδιασμού και τον περιορισμό της εξάρτησης από τις αγορές ορυκτών καυσίμων (ειδικότερα, πετρελαίου και φυσικού αερίου). Η ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας μπορεί επίσης να έχει τη δυνατότητα να τονώσει την απασχόληση στην ΕΕ, με τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης σε νέες «πράσινες» τεχνολογίες.

Κύρια στατιστικά στοιχεία

Πρωτογενής παραγωγή

Η παραγωγή πρωτογενούς ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές εντός της ΕΕ-28 το 2015 ήταν 205 εκατομμύρια τόνοι ισοδύναμου πετρελαίου (ΤΙΠ) — δηλ. ποσοστό 26,7 % της συνολικής παραγωγής πρωτογενούς ενέργειας από όλες τις πηγές. Μεταξύ του 2005 και του 2015 η ποσότητα ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στην ΕΕ-28 αυξήθηκε συνολικά κατά 71,0 %, ποσοστό που ισοδυναμεί με μέση ετήσια αύξηση ύψους 5,5 %. Αυτή η ταχεία αύξηση της παραγωγής πρωτογενούς ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές θα μπορούσε να αντιπαραβληθεί με την κατάσταση που επικρατεί στην πρωτογενή παραγωγή από όλες τις πηγές ενέργειας, καθώς η συνολική παραγωγή μειώθηκε κατά 15,2 % (ή κατά μέσο ποσοστό ύψους 1,6 % ετησίως), γεγονός που επισημαίνει την αυξανόμενη σημασία των ανανεώσιμων πηγών στο ενεργειακό μείγμα της ΕΕ.

Το 2015 η μεγαλύτερη ανανεώσιμη πηγή ενέργειας στην ΕΕ-28 ήταν τα στερεά καύσιμα και τα ανανεώσιμα απόβλητα, τα οποία αντιστοιχούσαν σε μόλις λιγότερο από τα δύο τρίτα (63,5 %) της παραγωγής πρωτογενούς ενέργειας (βλ. πίνακα 1). Η υδροηλεκτρική ενέργεια ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη πηγή ενέργειας που συμμετείχε στο μείγμα ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (14,3 % του συνόλου), ακολουθούμενη από την αιολική ενέργεια (12,7 %). Παρά το γεγονός ότι τα επίπεδα παραγωγής τους παρέμειναν σχετικά χαμηλά, διαπιστώθηκε ιδιαίτερα ταχεία αύξηση της ηλιακής και αιολικής ενέργειας — η τελευταία αναλογούσε στο 6,4 % του μεριδίου της ΕΕ-28 στην ενέργεια που παρήχθη από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας το 2015, ενώ η γεωθερμική ενέργεια αναλογούσε στο 3,2 % του συνόλου. Επί του παρόντος, καταγράφονται ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα παλιρροϊκής, κυματικής και ωκεάνιας ενέργειας. Μάλιστα, αυτές οι τεχνολογίες υπάρχουν κυρίως στη Γαλλία και στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Ο μεγαλύτερος παραγωγός ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στην ΕΕ-28 το 2015 ήταν η Γερμανία, με ποσοστό 19,0 % του συνόλου. Η Ιταλία (11,5 %) και η Γαλλία (10,4 %) ήταν τα μόνα άλλα κράτη μέλη της ΕΕ που είχαν διψήφια ποσοστά. Στις επόμενες θέσεις βρίσκονταν η Σουηδία (9,0 %) και η Ισπανία (8,2 %).

Η παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στη Μάλτα αυξήθηκε κατά μέσο ποσοστό ύψους 40,3 % ετησίως μεταξύ του 2005 και του 2015, αν και το απόλυτο επίπεδο παραγωγής παρέμεινε, με διαφορά, το χαμηλότερο στην ΕΕ-28. Κατά την ίδια περίοδο, καταγράφηκε επίσης μέση ετήσια αύξηση άνω του 10,0 % για το Ηνωμένο Βασίλειο και το Βέλγιο (αμφότερες οι χώρες 13,0 % ετησίως), για την Ουγγαρία (10,5 % — αξίζει να σημειωθεί ότι έγινε σημαντική αναθεώρηση των ουγγρικών δεδομένων) και για την Ιρλανδία (10,4 %). Καταγράφηκε επίσης σχετικά ταχεία αύξηση της πρωτογενούς παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη (14,1 % ετησίως κατά την περίοδο 2005-2014). Ο ρυθμός μεταβολής όσον αφορά την πρωτογενή παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στα υπόλοιπα κράτη μέλη της ΕΕ και τρίτες χώρες ήταν χαμηλότερος από 10,0 % ετησίως, με σχετικά αργή αύξηση στην παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές —κατά μέσο όρο, λιγότερο από 3,0 % ετησίως— στη Ρουμανία, στην Κροατία, στη Σουηδία, στη Λετονία, στη Φινλανδία, στην Αυστρία και στη Σλοβενία, καθώς και στη Νορβηγία, στη Σερβία, στην Αλβανία, στο Μαυροβούνιο και στην πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας.

Υπήρχαν σημαντικές διαφορές στο μείγμα ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στα κράτη μέλη της ΕΕ, γεγονός το οποίο αντανακλάται, σε μεγάλο βαθμό, στα φυσικά πλεονεκτήματα και στις κλιματικές συνθήκες. Για παράδειγμα, πάνω από τα τέσσερα πέμπτα της ενέργειας που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές στη Μάλτα (83,1 %) και περίπου τα δύο τρίτα της αντίστοιχης παραγωγής στην Κύπρο (66,8 %) προέρχονταν από την ηλιακή ενέργεια. Αντιθέτως, σχεδόν το ένα τρίτο της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στις σχετικά ορεινές περιοχές της Σουηδίας, της Αυστρίας και της Σλοβενίας προερχόταν από την υδροηλεκτρική ενέργεια. Η υδροηλεκτρική ενέργεια αναλογούσε επίσης σε περισσότερο από το ένα τρίτο της παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στην Τουρκία, στο Μαυροβούνιο, στην πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας και στη Σερβία, ενώ ανερχόταν σε πάνω από τα δύο τρίτα στην Αλβανία, και κορυφωνόταν σε σχεδόν 90 % στη Νορβηγία. Σχεδόν το ένα τέταρτο (23,2 %) της παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στην Ιταλία προερχόταν από γεωθερμικές πηγές ενέργειας (όταν υπάρχουν ενεργές ηφαιστειακές διεργασίες)· το μερίδιό τους αυξήθηκε στο 30,8 % στην Τουρκία και κορυφώθηκε στο 75,8 % στην Ισλανδία. Το σχετικό μερίδιο της αιολικής ενέργειας ήταν ιδιαίτερα υψηλό στην Ιρλανδία (57,6 %) και στη Δανία (34,4 %), ενώ η αιολική ενέργεια κάλυπτε περισσότερο από το ένα τέταρτο της παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στο Ηνωμένο Βασίλειο και στην Ισπανία, και σχεδόν το ένα πέμπτο στην Πορτογαλία.

Κατανάλωση

Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας αντιστοιχούσαν στο 13,0 % του μεριδίου της ΕΕ-28 στην ακαθάριστη εγχώρια κατανάλωση ενέργειας το 2015 (βλ. πίνακα 2). Η σημασία των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην ακαθάριστη εγχώρια κατανάλωση ήταν σχετικά υψηλή στη Δανία (28,4 %), στην Αυστρία (29,0 %) και στη Φινλανδία (31,6 %). Υπερέβη το ένα τρίτο της εγχώριας κατανάλωσης στη Λετονία (35,1 %) και στη Σουηδία (42,2 %), όπως συνέβη στην Αλβανία (34,3 %), στη Νορβηγία (44,7 %) και στην Ισλανδία (84,9 %).

Η ΕΕ επιδιώκει το 20 % της ακαθάριστης τελικής ενεργειακής κατανάλωσής της να προέρχεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειες έως το 2020. Ο στόχος αυτός επιμερίζεται μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ, και έχουν καταρτιστεί εθνικά σχέδια δράσης, για να χαραχθεί η πορεία προς την ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας σε κάθε κράτος μέλος. Στο διάγραμμα 1 εμφανίζονται τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία για το μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας, καθώς και οι στόχοι που έχουν καθοριστεί για κάθε κράτος μέλος για το 2020. Το μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας ήταν 16,7 % στην ΕΕ-28 το 2015.

Μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ, το 2015 το υψηλότερο μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας καταγράφηκε στη Σουηδία (53,9 %), ενώ η Φινλανδία, η Λετονία, η Αυστρία και η Δανία ανέφεραν ότι πάνω από 30,0 % της τελικής τους κατανάλωσης ενέργειας προερχόταν από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Σε σύγκριση με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία για το 2015, οι στόχοι για τις Κάτω Χώρες, τη Γαλλία, την Ιρλανδία, το Ηνωμένο Βασίλειο και το Λουξεμβούργο επιβάλλουν σε καθένα από τα εν λόγω κράτη μέλη να αυξήσει το μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών στην ακαθάριστη τελική του ενεργειακή κατανάλωση κατά τουλάχιστον 6,0 εκατοστιαίες μονάδες. Αντίθετα, εννέα κράτη μέλη είχαν ήδη υπερβεί τον στόχο τους για το 2020· αυτό συνέβη σε ιδιαίτερα μεγάλο βαθμό στην Κροατία, στη Σουηδία και στην Εσθονία.

Ηλεκτρική ενέργεια

Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία για το 2015 (βλ. διάγραμμα 2), η ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές εξασφάλισε περισσότερο από το ένα τέταρτο (28,8 %) της ακαθάριστης κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας της ΕΕ-28. Στην Αυστρία (70,3 %) και στη Σουηδία (65,8 %) τουλάχιστον τα τρία πέμπτα της συνολικής ηλεκτρικής ενέργειας που καταναλώθηκε προέρχονταν από ανανεώσιμες πηγές —σε μεγάλο βαθμό, ως αποτέλεσμα της υδροηλεκτρικής ενέργειας και των στερεών βιοκαυσίμων—, ενώ περισσότερο από το ήμισυ της ηλεκτρικής ενέργεριας που καταναλώθηκε στην Πορτογαλία (52,6 %), στη Λετονία (52,2 %) και στη Δανία (51,3 %) προερχόταν από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.

Από τη σύγκριση μεταξύ των στοιχείων για το 2005 και το 2015 προκύπτει ότι η Εσθονία, το Βέλγιο, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Πολωνία κατέγραψαν τις ταχύτερες αυξήσεις στο μερίδιό τους όσον αφορά την ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές· το μερίδιο αυτό τουλάχιστον πενταπλασιάστηκε κατά την τελευταία δεκαετία για την οποία υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία. Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτό συνέβη συχνά από ένα χαμηλό επίπεδο, όπως στην περίπτωση της Κύπρου και της Μάλτας, όπου δεν παρήχθη ηλεκτρική ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές το 2005.

Η αύξηση της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας κατά την περίοδο 2005-2015 (βλ. διάγραμμα 3) αντικατοπτρίζει, σε μεγάλο βαθμό, την αύξηση που διαπιστώθηκε σε όλη την ΕΕ όσον αφορά τρεις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας: πρωτίστως τις ανεμογεννήτριες, αλλά και την ηλιακή ενέργεια και τα στερεά βιοκαύσιμα (συμπεριλαμβανομένων των ανανεώσιμων αποβλήτων). Αν και το 2015 η υδροηλεκτρική ενέργεια παρέμεινε η μεγαλύτερη ενιαία πηγή για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στην ΕΕ-28 (38,4 % του συνόλου), η ποσότητα της ηλεκτρικής ενέργειας που παρήχθη με τον τρόπο αυτό ήταν σχετικά ανάλογη με το επίπεδο που είχε καταγραφεί μία δεκαετία νωρίτερα, καθώς η παραγωγή αυξήθηκε συνολικά κατά 6,5 %. Αντιθέτως, η ποσότητα της ενέργειας που παρήχθη στην ΕΕ-28 από στερεά βιοκαύσιμα και από ανεμογεννήτριες ήταν 2,5 και 4,3 φορές υψηλότερη το 2015 απ’ ό,τι το 2005. Ως εκ τούτου, το μερίδιο των ανεμογεννητριών και των στερεών βιοκαυσίμων στη συνολική ποσότητα της ηλεκτρικής ενέργειας που παρήχθει από ανανεώσιμες πηγές αυξήθηκε σε 31,3 % και 18,4 % αντίστοιχα το 2015. Η αύξηση της ηλεκτρικής ενέργειας από ηλιακή ενέργεια ήταν ακόμη πιο έντονη, αφού αυξήθηκε από μόλις 1,5 TWh το 2005, ξεπέρασε τη γεωθερμική ενέργεια το 2008 και έφθασε σε 107,9 TWh το 2015. Κατά τη διάρκεια αυτών των 10 ετών, η συμβολή της ηλιακής ενέργειας στο σύνολο της ηλεκτρικής ενέργειας που παρήχθει στην ΕΕ-28 από ανανεώσιμες πηγές αυξήθηκε από 0,3 % σε 11,2 %. Το 2015 η παλιρροϊκή, η κυματική και η ωκεανική ενέργεια παρήγαγαν μόλις το 0,05 % του συνόλου της ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στην ΕΕ-28.

Μεταφορές

Στο τέλος του 2008, τέθηκε στόχος σύμφωνα με τον οποίο η κατανάλωση καυσίμων της ΕΕ-28 για τις μεταφορές θα πρέπει, έως το 2020, να προέρχεται κατά 10% από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (συμπεριλαμβανομένων των υγρών βιοκαυσίμων, του υδρογόνου ή της «πράσινης» ηλεκτρικής ενέργειας). Το μέσο ποσοστό των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην κατανάλωση των καυσίμων μεταφορών ήταν 6,7 % το 2015, 3,7 φορές υψηλότερο από ό,τι το 2005 (1,8 %).

Μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ το 2015, το σχετικό μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών στην κατανάλωση καυσίμων μεταφορών κυμαινόταν από 24,0 % στη Σουηδία και 22,0 % στη Φινλανδία (η Αυστρία ήταν το μόνο κράτος μέλος που είχε διψήφιο ποσοστό το 2015, 11,4 %) έως λιγότερο από 2,0 % στην Ισπανία, στην Ελλάδα και στην Εσθονία (βλ. διάγραμμα 4).

Σε ορισμένα κράτη μέλη της ΕΕ σημειώθηκε ταχεία ανταπόκριση όσον αφορά τη χρήση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας ως καυσίμου μεταφορών. Αυτό συνέβη κυρίως στην Ιρλανδία, το Λουξεμβούργο και στη Φινλανδία: μάλιστα, στην Ιρλανδία και στο Λουξεμβούργο το μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας αυξήθηκε από 0,1 % το 2005 σε 6,5 % το 2015, ενώ στη Φιλανδία αυξήθηκε από 0,9 % σε 22,0 % κατά την ίδια περίοδο. Το μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στα καύσιμα μεταφορών υπερδεκαπλασιάστηκε μεταξύ του 2005 και του 2015 στη Δανία, στην Πορτογαλία, στην Ελλάδα και στις Κάτω Χώρες.

Πηγές και διαθεσιμότητα δεδομένων

Οι στατιστικές για την ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές υπολογίζονται βάσει πληροφοριών που συλλέγονται δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1099/2008 για τις στατιστικές ενέργειας, ο οποίος τροποποιήθηκε τελευταία τον Απρίλιο του 2014 με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 431/2014· υπάρχει διαθέσιμη και ενοποιημένη έκδοση της εν λόγω νομοθετικής πράξης.

Το μερίδιο της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας προσδιορίζεται ως βασικός δείκτης για τη μέτρηση της προόδου στο πλαίσιο της στρατηγικής «Ευρώπη 2020» για έξυπνη, βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη. Ο δείκτης αυτός μπορεί να θεωρηθεί ως εκτίμηση για τους σκοπούς της παρακολούθησης της οδηγίας 2009/28/ΕΚ σχετικά με την προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές. Ωστόσο, το στατιστικό σύστημα σε ορισμένες χώρες δεν έχει ακόμη αναπτυχθεί πλήρως, ώστε να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της εν λόγω οδηγίας για συγκεκριμένες τεχνολογίες ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, π.χ. η θερμική ενέργεια περιβάλλοντος για τις αντλίες θερμότητας συχνά δεν αναφέρεται. Επιπλέον, για τον υπολογισμό του μεριδίου των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, η οδηγία απαιτεί την εξομάλυνση της υδροηλεκτρικής και της αιολικής ενέργειας, προκειμένου να αμβλυνθούν οι επιδράσεις των διακυμάνσεων λόγω των καιρικών συνθηκών. Δεδομένης της απαίτησης 15ετούς εξομάλυνσης για την παραγωγή υδροηλεκτρικής ενέργειας και βάσει της διαθεσιμότητας των στατιστικών ενέργειας (για την ΕΕ-28, από το 1990), δεν είναι ακόμη διαθέσιμες μακροχρόνιες σειρές στοιχείων για τον συγκεκριμένο δείκτη.

Το μερίδιο της ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ορίζεται ως ο λόγος της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές και της ακαθάριστης εθνικής κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας. Η ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές αποτελείται από την ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από υδροηλεκτρικές μονάδες (χωρίς άντληση), καθώς και την ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από στερεά βιοκαύσιμα/απόβλητα, την αιολική ενέργεια, την ηλιακή ενέργεια και τις γεωθερμικές εγκαταστάσεις.

Το μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην κατανάλωση καυσίμων στον τομέα των μεταφορών υπολογίζεται με βάση τις στατιστικές ενέργειας, σύμφωνα με τη μεθοδολογία που περιγράφεται στην οδηγία 2009/28/ΕΚ. Η συμβολή όλων των υγρών βιοκαυσίμων συνεκτιμάται στον υπολογισμό για τον συγκεκριμένο δείκτη έως το 2010. Από το 2011, τα στοιχεία για τα υγρά βιοκαύσιμα στις μεταφορές περιορίζονται μόνο στα υγρά βιοκαύσιμα που πληρούν τους όρους της οδηγίας 2009/28/ΕΚ (με άλλα λόγια, τα κριτήρια αειφορίας). Ως εκ τούτου, υπάρχει μια διακοπή της σειράς δεδομένων που αποτυπώνονται στο διάγραμμα 4.

Θα πρέπει να επισημανθεί ότι, ως αποτέλεσμα της οδηγίας για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, τα κράτη μέλη της ΕΕ παρακολουθούν στενότερα τις ροές των βασικών προϊόντων από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας εντός των οικονομιών τους. Ειδικά μία περίπτωση παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον όσον αφορά την κατανάλωση βιομάζας, όπου έχουν αρχίσει να πραγματοποιούνται νέες, πιο λεπτομερείς έρευνες, ώστε να δοθεί η δυνατότητα στα κράτη μέλη να συλλέξουν επιπλέον δεδομένα σχετικά με την τελική κατανάλωση ενέργειας από βιομάζα. Κατά συνέπεια, ορισμένα κράτη μέλη αναθεωρούν τις στατιστικές τους, και υπήρξαν περιπτώσεις όπου το μερίδιο της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές αυξήθηκε στη συνέχεια κατά πολύ. Αυτές οι αυξήσεις δεν αντικατοπτρίζουν πρόσθετες ροές ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, αλλά είναι αποτέλεσμα της βελτίωσης της λογιστικής καταγραφής των υφιστάμενων ροών. Μεταξύ των κρατών μελών που έχουν ήδη αναθεωρήσει τα στοιχεία τους σχετικά με τη βιομάζα, η Κροατία, η Λιθουανία και η Ουγγαρία αποτελούν τρεις ενδεικτικές περιπτώσεις. Αξίζει να σημειωθεί ότι και οι τρεις χώρες υλοποίησαν τους στόχους τους για το 2020 όσον αφορά τη χρήση ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ως συνέπεια αυτών των αναθεωρήσεων.

Πλαίσιο

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει καταρτίσει αρκετές ενεργειακές στρατηγικές για μια πιο ασφαλή και βιώσιμη οικονομία χαμηλών ανθρακούχων εκπομπών. Η χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, πέρα από την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής μέσω της μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, είναι πιθανό ότι θα οδηγήσει σε μεγαλύτερη ασφάλεια και διαφοροποίηση του ενεργειακού εφοδιασμού, θα μειώσει την ατμοσφαιρική ρύπανση και θα δώσει δυνατότητα να δημιουργηθούν θέσεις απασχόλησης στον τομέα του περιβάλλοντος και των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.

Η δέσμη μέτρων για το κλίμα και την ενέργεια με ορίζοντα το 2020, η οποία εγκρίθηκε τον Δεκέμβριο του2008, παρείχε επιπλέον κίνητρα προκειμένου να αυξηθεί η χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, ενώ παράλληλα ζητούσε τη μείωση της ενεργειακής κατανάλωσης και των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Η οδηγία 2009/28/ΕΚ σχετικά με την προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές θέτει συνολικό στόχο για ολόκληρη την ΕΕ, σύμφωνα με τον οποίο, μέχρι το 2020, ποσοστό 20 % της ενεργειακής κατανάλωσης και ποσοστό 10 % των καυσίμων που χρησιμοποιούνται στον τομέα των μεταφορών πρέπει να προέρχονται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Η οδηγία αλλάζει το νομικό πλαίσιο για την προώθηση της ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, απαιτεί εθνικά σχέδια δράσης όπου θα αποτυπώνεται ο τρόπος με τον οποίο θα αναπτυχθούν οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας σε κάθε κράτος μέλος της ΕΕ, δημιουργεί μηχανισμούς συνεργασίας και θεσπίζει κριτήρια αειφορίας για τα ρευστά βιοκαύσιμα (έπειτα από τις ανησυχίες που εκφράστηκαν σχετικά με τις δυνητικά αρνητικές συνέπειες στις τιμές των καλλιεργειών, στον εφοδιασμό τροφίμων, στην προστασία των δασών, στη βιοποικιλότητα, καθώς και στους υδάτινους και εδαφικούς πόρους). Στις 6 Ιουνίου 2012 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπέβαλε ανακοίνωση με τίτλο «Ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές: σημαντικός παράγοντας στην ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας» [COM(2012) 271 final], στην οποία παρουσιάζονται αδρομερώς οι επιλογές για την ενεργειακή πολιτική όσον αφορά τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας μετά το 2020. Η ανακοίνωση ζητούσε επίσης πιο συντονισμένη ευρωπαϊκή προσέγγιση όσον αφορά τη θέσπιση και τη μεταρρύθμιση των καθεστώτων στήριξης, καθώς και την αυξημένη χρήση της εμπορίας ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές μεταξύ των κρατών μελών. Τον Ιανουάριο του 2014 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε μια σειρά ενεργειακών και κλιματικών στόχων για το 2030, με σκοπό να ενθαρρυνθούν οι ιδιωτικές επενδύσεις σε υποδομές και τεχνολογίες χαμηλών ανθρακούχων εκπομπών. Ένας από τους βασικούς στόχους που προτείνονται είναι να αυξηθεί το μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας τουλάχιστον στο 27 % έως το 2030. Οι στόχοι αυτοί εκλαμβάνονται ως ένα βήμα προς την επίτευξη των στόχων ως προς τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου για το 2050 οι οποίοι καθορίζονται στο έγγραφο «Χάρτης πορείας για τη μετάβαση σε μια ανταγωνιστική οικονομία χαμηλών επιπέδων ανθρακούχων εκπομπών το 2050» [COM(2011) 112 τελικό]. Τον Ιούλιο του 2014 υποβλήθηκε έκθεση σχετικά με τη βιωσιμότητα των στερεών και αέριων βιοκαυσίμων που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, θερμότητας και ψύξης [SWD(2014) 259].

Μία από τις 10 προτεραιότητες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που υποβλήθηκαν το 2014 είναι η Ενεργειακή Ένωση. Η ένωση αυτή έχει σχεδιαστεί κατά τέτοιον τρόπο ώστε να εγγυάται ασφαλή, βιώσιμη, ανταγωνιστική και οικονομικά προσιτή ενέργεια. Τον Φεβρουάριο του 2015 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε τα σχέδιά της στην ανακοίνωση με τίτλο «Στρατηγική-πλαίσιο για μια ανθεκτική Ενεργειακή Ένωση με μακρόπνοη πολιτική για την κλιματική αλλαγή» [COM(2015) 80 final]. Η εν λόγω ανακοίνωση προτείνει η στρατηγική να εκτείνεται σε πέντε άξονες, ένας εκ των οποίων είναι η απαλλαγή της οικονομίας από τις ανθρακούχες εκπομπές. Ο άξονας αυτός καλύπτεται από μια σειρά μέτρων πολιτικής, όπως: την καθιέρωση εθνικών στόχων για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου· την κατάρτιση χάρτη πορείας για τη μετάβαση προς την κινητικότητα χαμηλών εκπομπών· και τον καθορισμό ενός στόχου για την ΕΕ: να καταστεί ο πρωτοπόρος σε θέματα ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές σε παγκόσμιο επίπεδο. Με βάση αυτά, τον Ιούλιο του 2016 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπέβαλε δέσμη μέτρων με τίτλο «Επιτάχυνση της μετάβασης της Ευρώπης προς μια οικονομία χαμηλών εκπομπών άνθρακα» [COM(2016) 500 final].

Βλέπε επίσης

Περαιτέρω πληροφορίες της Eurostat

Εκδόσεις

Βασικοί πίνακες

Energy statistics - main indicators (t_nrg_indic)
Energy statistics - quantities (t_nrg_quant)

Βάση δεδομένων

Energy statistics - quantities, annual data (nrg_quant)

Ειδική ενότητα

Μεθοδολογία / Μεταδεδομένα

Πηγή δεδομένων για πίνακες και γραφήματα (MS Excel)

Εξωτερικοί σύνδεσμοι