Statistics Explained

Στατιστικές στέγασης

Revision as of 17:52, 14 August 2017 by EXT-G-Albertone (talk | contribs)
'Στοιχεία εξαχθέντα τον Φεβρουαρίου 2017. Πιο πρόσφατα στοιχεία: Περαιτέρω πληροφορίες της Eurostat, Βασικοί πίνακες και Βάση δεδομένων. Προγραμματισμένη επικαιροποίηση του άρθρου: Μάιος 2018.
Γράφημα 1: Κατανομή του πληθυσμού ανά είδος κατοικίας, 2015
(% του πληθυσμού)
Πηγή: Eurostat (ilc_lvho01)
Γράφημα 2: Κατανομή του πληθυσμού ανά καθεστώς ιδιοκτησίας, 2015
(% του πληθυσμού)
Πηγή: Eurostat (ilc_lvho02)
Γράφημα 3: Ποσοστό υπερπληρότητας, 2015
(% του συγκεκριμένου πληθυσμού)
Πηγή: Eurostat (ilc_lvho05a)
Γράφημα 4: Σοβαρή στέρηση στέγασης, 2014 και 2015
(% του πληθυσμού)
Πηγή: Eurostat (ilc_mdho06a)
Πίνακας 1: Ποσοστό επιβάρυνσης του κόστους στέγασης ανά καθεστώς ιδιοκτησίας, 2015
(% του πληθυσμού)
Πηγή: Eurostat (ilc_lvho07c) και (ilc_lvho07a)

Το παρόν άρθρο προσφέρει μια επισκόπηση των τελευταίων στατιστικών για τη στέγαση στις χώρες της της Eυρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), σε τρεις από τις χώρες ΕΖΕΣ και στη Σερβία, με έμφαση στα είδη κατοικιών, στο καθεστώς ιδιοκτησίας (ιδιοκτήτης ή μισθωτής ακινήτου), στην ποιότητα της στέγασης και στην οικονομική προσιτότητα.

Η αξιοπρεπής στέγαση, σε προσιτή τιμή και σε ασφαλές περιβάλλον, αποτελεί θεμελιώδη ανάγκη και δικαίωμα. Η εξασφάλιση αυτής της ανάγκης, που είναι πιθανόν να μετριάσει τη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό, παραμένει μια σημαντική πρόκληση σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες.

Κύρια στατιστικά στοιχεία

Είδος κατοικίας

Το 2015, πάνω από 4 στα 10 άτομα (42,0 %) στην ΕΕ-28 ζούσαν σε διαμερίσματα, σχεδόν το ένα τέταρτο (24,1 %) σε δίδυμες κατοικίες και το ένα τρίτο (33,3 %) σε ανεξάρτητες μονοκατοικίες (βλέπε Γράφημα 1). Το ποσοστό των ατόμων που ζούσαν σε διαμερίσματα στα κράτη μέλη της ΕΕ ήταν υψηλότερο στην Ισπανία (65,9 %), τη Λετονία (65.0 %) και την Εσθονία (62,6 %), ενώ τα υψηλότερα ποσοστά ατόμων που ζούσαν σε δίδυμες κατοικίες αναφέρθηκαν στις Κάτω Χώρες, το Ηνωμένο Βασίλειο (αμφότερα 59,9 %) και την Ιρλανδία (51,6 %)· αυτά ήταν τα μόνα κράτη μέλη όπου πάνω από το ήμισυ του πληθυσμού ζούσε σε δίδυμη κατοικία. Το ποσοστό των ατόμων που ζούσαν σε ανεξάρτητες μονοκατοικίες ήταν υψηλότερο στην Κροατία (73,4 %), τη Σλοβενία (65,1 %), την Ουγγαρία (62,1 %) και τη Ρουμανία (60,1 %)· η Σερβία (66,1 %) και η Νορβηγία (61,2 %) ανέφεραν επίσης ότι από 6 στα 10 άτομα του πληθυσμού τους ζούσαν σε ανεξάρτητες μονοκατοικίες.

Καθεστώς ιδιοκτησίας

Το 2015, πάνω από το ένα τέταρτο (26,9 %) του πληθυσμού της ΕΕ-28 ζούσε σε ιδιόκτητη κατοικία για την οποία υπήρχε δάνειο ή υποθήκη σε εκκρεμότητα, ενώ περισσότερο από τα δύο πέμπτα (42,5 %) του πληθυσμού ζούσαν σε ιδιόκτητη κατοικία χωρίς δάνειο ούτε υποθήκη. Σ’ αυτό το πλαίσιο, επτά στα δέκα άτομα (69,4 %) στην ΕΕ-28 ζούσαν σε ιδιόκτητες κατοικίες, ενώ το 19,7 % ζούσε σε κατοικίες με ενοίκιο στην αγοραία τιμή και το 10,9 % σε κατοικίες με μειωμένο ενοίκιο ή δωρεάν.

Πάνω από το ήμισυ του πληθυσμού σε κάθε κράτος μέλος της ΕΕ (βλέπε Γράφημα 2) ζούσε σε ιδιόκτητη κατοικία το 2015, ποσοστό το οποίο κυμαινόταν από 51,8 % στη Γερμανία ως 96,5 % στη Ρουμανία. Σ’ αυτό το πλαίσιο, κανένα από τα κράτη μέλη της ΕΕ δεν κατέγραψε ποσοστό μισθωτών υψηλότερο από το ποσοστό των ατόμων που ζουν σε ιδιόκτητες κατοικίες. Αντιθέτως, στην Ελβετία (στοιχεία του 2014), το ποσοστό των ατόμων που ζούσαν σε κατοικίες με ενοίκιο ήταν μεγαλύτερο από το ποσοστό των ατόμων που ζούσαν σε ιδιόκτητες κατοικίες, δεδομένου ότι περίπου το 55,5 % του πληθυσμού ήταν μισθωτές. Στη Σουηδία (63,4 %) και στις Κάτω Χώρες (60,1 %), πάνω από το ήμισυ του πληθυσμού ζούσε σε ιδιόκτητη κατοικία για την οποία υπήρχε δάνειο ή υποθήκη σε εκκρεμότητα· αυτό συνέβη και στην Ισλανδία (62,8 %) και στη Νορβηγία (61,9 %).

Το 2015, το ποσοστό των ατόμων που ζούσαν σε κατοικία με ενοίκιο στην αγοραία τιμή ήταν χαμηλότερο από 10,0 % σε 11 κράτη μέλη της ΕΕ. Από την άλλη πλευρά, τα δύο πέμπτα περίπου του πληθυσμού της Γερμανίας (39,9 %) και της Δανίας (37,3 %) ζούσαν σε κατοικίες με ενοίκιο στην αγοραία τιμή, όπως επίσης και τα τρία δέκατα σχεδόν του πληθυσμού των Κάτω Χωρών (31,7 %), της Αυστρίας (29,6 %) και της Σουηδίας (29,1 %), και μόλις πάνω από το ένα πέμπτο του πληθυσμού του Λουξεμβούργου (21,7 %). Το ποσοστό του πληθυσμού που ζούσε σε κατοικίες με ενοίκιο στην αγοραία τιμή ήταν ακόμη υψηλότερο στην Ελβετία, όπου έφθασε το 49,2 % (στοιχεία του 2014). Το ποσοστό του πληθυσμού που ζούσε σε κατοικία με μειωμένο ενοίκιο ή δωρεάν ήταν μικρότερο του 20,0 % σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ και σε έξι χώρες εκτός ΕΕ για τις οποίες εμφανίζονται στοιχεία.

Ποιότητα της στέγασης

Μία από τις θεμελιώδεις παραμέτρους για την αξιολόγηση της ποιότητας της στέγασης είναι η διαθεσιμότητα επαρκούς χώρου στην κατοικία. Tο ποσοστό υπερπληρότητας περιγράφει το ποσοστό των ατόμων που ζουν σε υπερπλήρεις κατοικίες, όπως ορίζεται με βάση τον αριθμό των δωματίων που διαθέτει το νοικοκυριό, το μέγεθος του νοικοκυριού, καθώς και τις ηλικίες των μελών του και την οικογενειακή τους κατάσταση.

Το 2015, το 16,7 % του πληθυσμού της ΕΕ-28 ζούσε σε υπερπλήρεις κατοικίες (βλέπε Γράφημα 3)· Τα υψηλότερα ποσοστά υπερπληρότητας στα κράτη μέλη της ΕΕ καταγράφηκαν στη Ρουμανία (49,7 %) και την Πολωνία (43,4 %), ενώ ποσοστά άνω του 50 % καταγράφηκαν στη Σερβία (53,4 %) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (51,1 %), με την Τουρκία (45,9 %, στοιχεία του 2013) να καταγράφει επίσης σχετικά υψηλό ποσοστό υπερπληρότητας. Αντιθέτως, στην Κύπρο (1,4 %), το Βέλγιο (1,6 %), τις Κάτω Χώρες (3,3 %), την Ιρλανδία (3,4 %) και τη Μάλτα (3,5 %) καταγράφηκαν τα χαμηλότερα ποσοστά υπερπληρότητας, ενώ επτά άλλα κράτη μέλη της ΕΕ, όπως η Νορβηγία, η Ελβετία (στοιχεία του 2014) και η Ισλανδία ανέφεραν ποσοστά κάτω του 10,0 % του πληθυσμού τους που ζούσε σε υπερπλήρεις κατοικίες.

Δεν σημειώθηκε μεταβολή του ποσοστού του πληθυσμού που ζούσε σε υπερπλήρεις κατοικίες στην ΕΕ-28 κατά την περίοδο 2014-2015. Η μεγαλύτερη αύξηση μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ αναφέρθηκε από τη Λετονία, κατά 1,6 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ στη Σουηδία, την Ελλάδα και την Ιταλία, το ποσοστό αυξήθηκε επίσης κατά πάνω από 0,5 ποσοστιαίες μονάδες. Αντιθέτως, το ποσοστό υπερπληρότητας μειώθηκε σε 17 από τα κράτη μέλη της ΕΕ. Οι μειώσεις κατά την περίοδο 2014-2015 υπερέβαιναν τη 1,0 ποσοστιαία μονάδα στη Σλοβενία, τη Δημοκρατία της Τσεχίας, τη Βουλγαρία και τη Λιθουανία. Στον πληθυσμό που αντιμετωπίζει κίνδυνο φτώχειας (με άλλα λόγια, τα άτομα που ζουν σε νοικοκυριά όπου το ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα ανά άτομο ήταν κάτω από το 60 % της εθνικής διάμεσης τιμής), το ποσοστό υπερπληρότητας στην EΕ-28 ήταν 29,5 % το 2015, περίπου 12,8 ποσοστιαίες μονάδες πάνω από το ποσοστό για τον συνολικό πληθυσμό. Τα υψηλότερα ποσοστά υπερπληρότητας στον πληθυσμό που αντιμετωπίζει κίνδυνο φτώχειας καταγράφηκαν στην Ουγγαρία (62,0 %), τη Ρουμανία (61,7 %), την Πολωνία (59,7 %) και τη Σλοβακία (57,6 %)· η Τουρκία (72,9 %, στοιχεία του 2013), η Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (68,1 %) και η Σερβία (63,6 %) ανέφεραν επίσης υψηλά ποσοστά υπερπληρότητας στον πληθυσμό που αντιμετωπίζει κίνδυνο φτώχειας. Στο άλλο άκρο του φάσματος, τα χαμηλότερα ποσοστά διαβίωσης σε υπερπλήρεις κατοικίες όσον αφορά άτομα που αντιμετωπίζουν κίνδυνο φτώχειας καταγράφηκαν στην Κύπρο (3,5 %), την Ιρλανδία (6,0 %), το Βέλγιο (6,5 %) και τη Μάλτα (7,7 %)· αυτά ήταν τα μόνα κράτη μέλη της ΕΕ που ανέφεραν ότι κάτω από 1 στα 10 άτομα σε κίνδυνο φτώχειας ζούσαν σε συνθήκες υπερπληρότητας (βλέπε Γράφημα 3).

Εκτός από τις υπερπλήρεις κατοικίες, ορισμένες άλλες πτυχές της στέρησης στέγασης —όπως έλλειψη λουτρού ή τουαλέτας, πρόβλημα στεγανότητας στη στέγη της κατοικίας ή κατοικία που θεωρείται πολύ σκοτεινή— λαμβάνονται υπόψη για τη διαμόρφωση ενός πληρέστερου δείκτη για την ποιότητα της στέγασης. Το ποσοστό σοβαρής στέρησης στέγασης ορίζεται ως το ποσοστό των ατόμων που ζουν σε κατοικία η οποία θεωρείται υπερπλήρης και ταυτόχρονα έχει τουλάχιστον ένα από τα προαναφερόμενα χαρακτηριστικά της στέρησης στέγασης.

Σε όλη την ΕΕ-28, το 4,9 % του πληθυσμού αντιμετώπιζε σοβαρή στέρηση στέγασης το 2015 (βλέπε Γράφημα 4). Σε τέσσερα κράτη μέλη της ΕΕ, 1 στα 10 άτομα του πληθυσμού αντιμετώπιζε σοβαρή στέρηση στέγασης το 2015: Στη Βουλγαρία καταγράφηκε ποσοστό 11,4 %, με την Ουγγαρία και τη Λετονία να καταγράφουν ποσοστό 15,5 % και τη Ρουμανία να καταγράφει το υψηλότερο ποσοστό, ήτοι ένα στα πέντε άτομα (19,8 %). Αντιθέτως, στις Κάτω Χώρες, το Βέλγιο, τη Φινλανδία και την Κύπρο, λιγότερο από 1,0 % του πληθυσμού αντιμετώπιζε σοβαρή στέρηση στέγασης το 2015.

Την περίοδο 2014-2015, το συνολικό ποσοστό των ατόμων στην ΕΕ-28 που αντιμετώπιζαν σοβαρή στέρηση στέγασης μειώθηκε οριακά κατά 0,1 ποσοστιαίες μονάδες. Οι μεγαλύτερες αυξήσεις στο ποσοστό των ατόμων που αντιμετωπίζουν σοβαρή στέρηση στέγασης αναφέρθηκαν για την Πολωνία και την Ελλάδα, ήτοι έως 0,7 ποσοστιαίες μονάδες και για τις δύο χώρες κατά την περίοδο 2014-2015. Οι μεγαλύτερες μειώσεις παρατηρήθηκαν στην Ουγγαρία, τη Βουλγαρία, τα κράτη μέλη της Βαλτικής και την Κύπρο, όπου το ποσοστό σοβαρής στέρησης στέγασης μειώθηκε κατά τουλάχιστον 1,0 ποσοστιαία μονάδα.

Οικονομική προσιτότητα στέγασης

Το 2015, εκτιμάται ότι το 11,3 % του πληθυσμού της ΕΕ-28 ζούσε σε νοικοκυριά που δαπανούσαν το 40 % ή και περισσότερο του ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματός τους για στέγαση (βλέπε Πίνακα 1). Το ποσοστό του πληθυσμού του οποίου το κόστος στέγασης υπερέβαινε το 40 % του ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος ήταν υψηλότερο για μισθωτές με ενοίκιο στην αγοραία τιμή (27,0 %) και χαμηλότερο για άτομα σε ιδιόκτητες κατοικίες χωρίς δάνειο ούτε υποθήκη (6,7 %).

Ο μέσος όρος της ΕΕ-28 συγκαλύπτει σημαντικές διαφορές μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ: στο ένα άκρο, υπήρχαν ορισμένα κράτη μέλη με σχετικά μικρό ποσοστό του πληθυσμού που ζούσε σε νοικοκυριά των οποίων το κόστος στέγασης υπερέβαινε το 40 % του διαθέσιμου εισοδήματός τους, όπως, ιδίως, η Μάλτα (1,1 %), η Κύπρος (3,9 %), η Ιρλανδία (4.6 %) και η Φινλανδία (4,9 %). Στο άλλο άκρο, μόλις πάνω από δύο στα πέντε άτομα (40,9 %) στην Ελλάδα και μόλις κάτω από ένα στα έξι άτομα του πληθυσμού της Ρουμανίας (15,9 %), της Γερμανίας (15,6 %) και της Δανίας (15,1 %) δαπανούσαν πάνω από το 40 % του ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματός του για στέγαση.

Πηγές και διαθεσιμότητα δεδομένων

Τα στοιχεία που χρησιμοποιούνται στο παρόν άρθρο προέρχονται πρωτίστως από μικροδεδομένα από τις στατιστικές της ΕΕ για το εισόδημα και τις συνθήκες διαβίωσης (EU-SILC). Ο πληθυσμός αναφοράς είναι όλα τα ιδιωτικά νοικοκυριά και τα μέλη τους που διέμεναν στην επικράτεια κράτους μέλους της ΕΕ κατά τον χρόνο συλλογής των στοιχείων· τα άτομα που ζουν σε συλλογικά νοικοκυριά και σε ιδρύματα αποκλείονται, κατά κανόνα, από τον πληθυσμό-στόχο. Το συγκεντρωτικό μέγεθος της ΕΕ-28 είναι ένας μέσος όρος των επιμέρους εθνικών στοιχείων σταθμισμένος ως προς τον πληθυσμό.

Πλαίσιο

Η ΕΕ δεν έχει ειδικές αρμοδιότητες όσον αφορά τη στέγαση· οι εθνικές κυβερνήσεις αναπτύσσουν δικές τους πολιτικές για τη στέγαση. Ωστόσο, πολλά κράτη μέλη της ΕΕ αντιμετωπίζουν παρόμοιες προκλήσεις: για παράδειγμα, με ποιον τρόπο μπορούν να ανανεωθούν τα στεγαστικά αποθέματα, να σχεδιαστεί και να καταπολεμηθεί η αστική εξάπλωση, να προωθηθεί με τον καλύτερο τρόπο η βιώσιμη ανάπτυξη, να βοηθηθούν οι νέοι και οι μειονεκτούσες ομάδες να εισέλθουν στην αγορά ακινήτων, ή να προωθηθεί η ενεργειακή απόδοση μεταξύ των ιδιοκτητών κατοικιών.

Τα ζητήματα των εργατικών κατοικιών, των αστέγων και της κοινωνικής ένταξης διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στο πλαίσιο της ατζέντας για την κοινωνική πολιτική της ΕΕ. Ο χάρτης των θεμελιωδών δικαιωμάτων ορίζει, στον τίτλο IV άρθρο 34, ότι «Η Ένωση, προκειμένου να καταπολεμηθεί ο κοινωνικός αποκλεισμός και η φτώχεια, αναγνωρίζει και σέβεται το δικαίωμα κοινωνικής αρωγής και στεγαστικής βοήθειας προς εξασφάλιση αξιοπρεπούς διαβίωσης σε όλους όσους δεν διαθέτουν επαρκείς πόρους, σύμφωνα με τους κανόνες που ορίζονται στο δίκαιο της Ένωσης και τις εθνικές νομοθεσίες και πρακτικές». Σ’ αυτό το πλαίσιο, επιτεύχθηκε συμφωνία στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Νίκαιας το 2000 για μια σειρά κοινών στόχων της στρατηγικής της ΕΕ κατά της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται δύο στόχοι που αφορούν τη στέγαση, συγκεκριμένα «Θα εφαρμοσθούν πολιτικές με στόχο την πρόσβαση όλων σε μια αξιοπρεπή και υγιεινή κατοικία, καθώς και στις απαιτούμενες βασικές υπηρεσίες, λαμβανομένου υπόψη του τοπικού πλαισίου, για μια ομαλή ζωή στην κατοικία αυτή (ηλεκτρικό ρεύμα, νερό, θέρμανση κ.λπ.)» και «Υλοποίηση πολιτικών με στόχο την αποφυγή των κρίσιμων τομών στις συνθήκες διαβίωσης που μπορούν να οδηγήσουν σε καταστάσεις αποκλεισμού, ιδίως όσον αφορά τις περιπτώσεις υπερχρέωσης, τον σχολικό αποκλεισμό ή την απώλεια της στέγης». Αυτή η εντολή διευρύνθηκε το 2010 όταν η Ευρωπαϊκή πλατϕόρμα για την καταπολέμηση της ϕτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού [COM(2010) 758 final] όρισε σειρά δράσεων με σκοπό τη μείωση του αριθμού των ατόμων που κινδυνεύουν από φτώχεια ή κοινωνικό αποκλεισμό τουλάχιστον κατά 20 εκατομμύρια άτομα ως το 2020 (σε σύγκριση με το 2008) —βλέπε επίσης άρθρο για τις στατιστικές κοινωνικής ένταξης.

Βλέπε επίσης

Περαιτέρω πληροφορίες της Eurostat

Εκδόσεις

Βασικοί πίνακες

Income and living conditions (t_ilc), βλέπε (στα αγγλικά)
Living conditions (t_ilc_lv)
Housing conditions (t_ilc_lvho)
Overcrowding rate (t_ilc_lvho_or)
Housing cost burden (t_ilc_lvho_hc)
Material deprivation (t_ilc_md)
Housing deprivation (t_ilc_mdho)

Βάση δεδομένων

Income and living conditions (ilc), βλέπε (στα αγγλικά)
Living conditions (ilc_lv)
Housing conditions (ilc_lvho)
Overcrowding rate (ilc_lvho_or)
Under-occupied dwellings (ilc_lvho_uo)
Housing cost burden (ilc_lvho_hc)
Material deprivation (ilc_md)
Housing deprivation (ilc_mdho)

Ειδική ενότητα

Μεθοδολογία / Μεταδεδομένα

Πηγή δεδομένων για πίνακες και γραφήματα (MS Excel)

Excel.jpg Housing statistics: tables and figures (στα αγγλικά)

Άλλες πληροφορίες

  • Κανονισμός (ΕΚ) 1177/2003, της 16ης Ιουνίου 2003, σχετικά με τις κοινοτικές στατιστικές για το εισόδημα και τις συνθήκες διαβίωσης (EU-SILC)
  • Κανονισμός (ΕΚ) 1553/2005, της 7ης Σεπτεμβρίου 2005, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1177/2003 σχετικά με τις κοινοτικές στατιστικές για το εισόδημα και τις συνθήκες διαβίωσης (EU-SILC)
  • Κανονισμός (ΕΚ) 1791/2006, της 20ής Νοεμβρίου 2006, για την προσαρμογή ορισμένων κανονισμών και αποφάσεων στους τομείς ... των στατιστικών, ..., λόγω της προσχώρησης της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας
  • Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1157/2010, της 9ης Δεκεμβρίου 2010, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1177/2003 σχετικά με τις κοινοτικές στατιστικές για το εισόδημα και τις συνθήκες διαβίωσης (EU-SILC), όσον αφορά τον κατάλογο των δευτερευουσών μεταβλητών-στόχων για τις συνθήκες στέγασης για το 2012

Εξωτερικοί σύνδεσμοι