Statistics Explained

Στατιστικές στέγασης

Revision as of 15:31, 25 October 2019 by Piirtju (talk | contribs)


Στοιχεία Μαΐου 2018.

Προγραμματισμένη επικαιροποίηση του άρθρου: Ιανουάριος 2020.

Η αγγλική έκδοση είναι πιο πρόσφατη.

Ενδιαφέροντα σημεία

Πάνω από το ήμισυ του πληθυσμού σε κάθε κράτος μέλος της ΕΕ ζούσαν σε ιδιόκτητη κατοικία το 2016, ποσοστό το οποίο κυμαινόταν από 52 % στη Γερμανία ως 96 % στη Ρουμανία.

Το 2016, το ένα έκτο του πληθυσμού της ΕΕ ζούσαν σε υπερπλήρεις κατοικίες· το υψηλότερο ποσοστό μεταξύ των κρατών μελών ήταν στη Ρουμανία (48,4 %).

Σε ολόκληρη την ΕΕ, περίπου 1 στα 20 άτομα του πληθυσμού αντιμετώπισε σοβαρή στέρηση στέγασης το 2016.

Το 2016 στην ΕΕ, το ποσοστό επιβάρυνσης του κόστους στέγασης για τους ενοικιαστές που πλήρωναν ενοίκιο στην αγοραία τιμή ήταν υψηλότερο στην Ελλάδα: το 84,6 % από αυτούς δαπανούσαν περισσότερο από το 40 % του ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματός του για στέγαση. Ο μέσος όρος της ΕΕ ήταν 28,0 %.

[[File:Housing_statistics-interactive_YB2018.xlsx]]

Overcrowding rate, 2016

Το παρόν άρθρο προσφέρει μια επισκόπηση των τελευταίων στατιστικών για τη στέγαση στις χώρες της Eυρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), σε τρεις από τις χώρες ΕΖΕΣ και σε τρεις από τιςυποψήφιες χώρες, με έμφαση στα είδη κατοικιών, στο καθεστώς ιδιοκτησίας (ιδιοκτήτης ή ενοικιαστής ακινήτου), στην ποιότητα της στέγασης και στην οικονομική προσιτότητα.

Η αξιοπρεπής στέγαση, σε προσιτή τιμή και σε ασφαλές περιβάλλον, αποτελεί θεμελιώδη ανάγκη και θεωρείται από πολλούς ανθρώπινο δικαίωμα. Η διασφάλιση ότι αυτή η ανάγκη καλύπτεται, η οποία είναι πιθανόν να μετριάσει τη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό, παραμένει μια σημαντική πρόκληση σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες.

Πλήρες άρθρο

Είδος κατοικίας

Το 2016, πάνω από 4 στα 10 άτομα (41,8 %) στην ΕΕ-28 ζούσαν σε διαμερίσματα, σχεδόν το ένα τέταρτο (23,9 %) σε δίδυμες κατοικίες και λίγο πάνω από το ένα τρίτο (33,6 %) σε ανεξάρτητες μονοκατοικίες (βλέπε γράφημα 1). Το ποσοστό των ατόμων που ζούσαν σε διαμερίσματα στα κράτη μέλη της ΕΕ ήταν υψηλότερο στην Ισπανία, τη Λετονία (και οι δύο 66,1 %) και την Εσθονία (62,0 %), ενώ παρόμοιο ποσοστό ατόμων ζούσαν σε διαμερίσματα στην Ελβετία (62,7 %). Τα υψηλότερα ποσοστά ατόμων που ζούσαν σε δίδυμες κατοικίες αναφέρθηκαν στο Ηνωμένο Βασίλειο (60,1 %), τις Κάτω Χώρες (58,4 %) και την Ιρλανδία (52,4 %)· αυτά ήταν τα μόνα κράτη μέλη στα οποία πάνω από τα δύο πέμπτα του πληθυσμού ζούσαν σε δίδυμες κατοικίες. Το ποσοστό των ατόμων που ζούσαν σε ανεξάρτητες μονοκατοικίες ήταν υψηλότερο στην Κροατία (71,0 %), τη Σλοβενία (65,5 %), την Ουγγαρία (62,8 %) και τη Ρουμανία (61,9 %)· Η πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (72,9 %), η Σερβία (64,2 %) και η Νορβηγία (59,9 %) ανέφεραν επίσης ότι ένα υψηλό ποσοστό του πληθυσμού τους ζούσαν σε ανεξάρτητες μονοκατοικίες.

Γράφημα 1: Κατανομή του πληθυσμού ανά είδος κατοικίας, 2016
(% του πληθυσμού)
Πηγή: Eurostat (ilc_lvho01)

Καθεστώς ιδιοκτησίας

Το 2016, πάνω από το ένα τέταρτο (26,6 %) του πληθυσμού της ΕΕ-28 ζούσαν σε ιδιόκτητη κατοικία για την οποία υπήρχε δάνειο ή υποθήκη σε εκκρεμότητα, ενώ περισσότερο από τα δύο πέμπτα (42,6 %) του πληθυσμού ζούσαν σε ιδιόκτητη κατοικία χωρίς δάνειο ούτε υποθήκη. Σ’ αυτό το πλαίσιο, επτά στα δέκα άτομα (69,2 %) στην ΕΕ-28 ζούσαν σε ιδιόκτητες κατοικίες, ενώ το 19,9 % ζούσαν σε κατοικίες με ενοίκιο στην αγοραία τιμή και το 10,8 % σε κατοικίες με μειωμένο ενοίκιο ή δωρεάν.

Πάνω από το ήμισυ του πληθυσμού σε κάθε κράτος μέλος της ΕΕ (βλέπε γράφημα 2) ζούσαν σε ιδιόκτητη κατοικία το 2016, ποσοστό το οποίο κυμαινόταν από 51,7 % στη Γερμανία ως 96,0 % στη Ρουμανία. Σ’ αυτό το πλαίσιο, κανένα από τα κράτη μέλη της ΕΕ δεν κατέγραψε ποσοστό μισθωτών υψηλότερο από το ποσοστό των ατόμων που ζουν σε ιδιόκτητες κατοικίες. Αντιθέτως, στην Ελβετία, το ποσοστό των ατόμων που ζούσαν σε κατοικίες με ενοίκιο ήταν μεγαλύτερο από το ποσοστό των ατόμων που ζούσαν σε ιδιόκτητες κατοικίες, δεδομένου ότι περίπου το 57,5 % του πληθυσμού ήταν ενοικιαστές. Στις Κάτω Χώρες (61,0 %) και στη Σουηδία (54,8 %), πάνω από το ήμισυ του πληθυσμού ζούσαν σε ιδιόκτητη κατοικία για την οποία υπήρχε δάνειο ή υποθήκη σε εκκρεμότητα· αυτό συνέβη και στην Ισλανδία (63,9 %) και στη Νορβηγία (62,3 %).

Γράφημα 2: Κατανομή του πληθυσμού ανά καθεστώς ιδιοκτησίας, 2016
(% του πληθυσμού)
Πηγή: Eurostat (ilc_lvho02)


Το 2016, το ποσοστό των ατόμων που ζούσαν σε κατοικία με ενοίκιο στην αγοραία τιμή ήταν χαμηλότερο από 10,0 % σε 11 κράτη μέλη της ΕΕ. Από την άλλη πλευρά, τα δύο πέμπτα περίπου του πληθυσμού της Γερμανίας (39,8 %) και της Δανίας (37,9 %) ζούσαν σε κατοικίες με ενοίκιο στην αγοραία τιμή, όπως επίσης και τα τρία δέκατα σχεδόν του πληθυσμού στη Σουηδία (34,0 %), τις Κάτω Χώρες (30,3 %) και την Αυστρία (29,7 %), και μόλις πάνω από το ένα πέμπτο του πληθυσμού του Λουξεμβούργου (21,5 %), της Ελλάδας (20,8 %) και του Βελγίου (20,0 %). Το ποσοστό του πληθυσμού που ζούσαν σε κατοικίες με ενοίκιο στην αγοραία τιμή ήταν ακόμη υψηλότερο στην Ελβετία, όπου έφθασε το 50,2 %. Το ποσοστό του πληθυσμού που ζούσαν σε κατοικία με μειωμένο ενοίκιο ή δωρεάν ήταν μικρότερο του 20,0 % σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ και σε έξι χώρες εκτός ΕΕ για τις οποίες εμφανίζονται στοιχεία.

Ποιότητα της στέγασης

Μία από τις θεμελιώδεις παραμέτρους για την αξιολόγηση της ποιότητας της στέγασης είναι η διαθεσιμότητα επαρκούς χώρου στην κατοικία. Tο ποσοστό υπερπληρότητας περιγράφει το ποσοστό των ατόμων που ζουν σε υπερπλήρεις κατοικίες, όπως ορίζεται με βάση τον αριθμό των δωματίων που διαθέτει το νοικοκυριό, το μέγεθος του νοικοκυριού, καθώς και τις ηλικίες των μελών του και την οικογενειακή τους κατάσταση.

Το 2016, το 16,6 % του πληθυσμού της ΕΕ-28 ζούσε σε υπερπλήρεις κατοικίες (βλέπε γράφημα 3). Το υψηλότερο ποσοστό υπερπληρότητας στα κράτη μέλη της ΕΕ καταγράφηκε στη Ρουμανία (48,4 %), ενώ ποσοστά άνω του 50 % καταγράφηκαν στη Σερβία (55,5 %) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (50,1 %), με την Τουρκία (46,0 %, στοιχεία του 2015) να καταγράφει επίσης σχετικά υψηλό ποσοστό υπερπληρότητας. Αντιθέτως, στην Κύπρο (2,4 %), τη Μάλτα (2,9 %), την Ιρλανδία (3,2 %), το Βέλγιο (3,7 %) και τις Κάτω Χώρες (4,0 %) καταγράφηκαν τα χαμηλότερα ποσοστά υπερπληρότητας, ενώ επτά άλλα κράτη μέλη της ΕΕ, όπως η Νορβηγία, η Ελβετία και η Ισλανδία ανέφεραν ποσοστά κάτω του 10,0 % του πληθυσμού τους που ζούσαν σε υπερπλήρεις κατοικίες.

Γράφημα 3: Ποσοστό υπερπληρότητας, 2016
(% του συγκεκριμένου πληθυσμού)
Πηγή: Eurostat (ilc_lvho05a)


Στον πληθυσμό που αντιμετωπίζει κίνδυνο φτώχειας (με άλλα λόγια, τα άτομα που ζουν σε νοικοκυριά όπου το ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα ανά άτομο ήταν κάτω από το 60 % της εθνικής διάμεσης τιμής), το ποσοστό υπερπληρότητας στην EΕ-28 ήταν 29,5 % το 2016, περίπου 12,9 ποσοστιαίες μονάδες πάνω από το ποσοστό για τον συνολικό πληθυσμό. Τα υψηλότερα ποσοστά υπερπληρότητας στον πληθυσμό που αντιμετωπίζει κίνδυνο φτώχειας καταγράφηκαν στη Ρουμανία (60,6 %), την Πολωνία (59,2 %), την Ουγγαρία (54,7 %), τη Σλοβακία (54,2 %) και τη Βουλγαρία (51,1 %)· Η Τουρκία (71,8 %, στοιχεία του 2015), η Σερβία (65,0 %) και η πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (63,6 %) ανέφεραν επίσης υψηλά ποσοστά υπερπληρότητας στον πληθυσμό που αντιμετωπίζει κίνδυνο φτώχειας. Στο άλλο άκρο του φάσματος, τα χαμηλότερα ποσοστά διαβίωσης σε υπερπλήρεις κατοικίες όσον αφορά άτομα που αντιμετωπίζουν κίνδυνο φτώχειας καταγράφηκαν στην Κύπρο (5,7 %), την Ιρλανδία (6,0 %) και τη Μάλτα (7,5 %)· αυτά ήταν τα μόνα κράτη μέλη της ΕΕ που ανέφεραν ότι κάτω από 1 στα 10 άτομα σε κίνδυνο φτώχειας ζούσαν σε συνθήκες υπερπληρότητας (βλέπε γράφημα 3). Εκτός από τις υπερπλήρεις κατοικίες, ορισμένες άλλες πτυχές της στέρησης στέγασης — όπως έλλειψη λουτρού ή τουαλέτας, πρόβλημα στεγανότητας στη στέγη της κατοικίας ή κατοικία που θεωρείται πολύ σκοτεινή — λαμβάνονται υπόψη για τη διαμόρφωση ενός πληρέστερου δείκτη για την ποιότητα της στέγασης. Το ποσοστό σοβαρής στέρησης στέγασης ορίζεται ως το ποσοστό των ατόμων που ζουν σε κατοικία η οποία θεωρείται υπερπλήρης και ταυτόχρονα έχουν τουλάχιστον ένα από τα προαναφερόμενα χαρακτηριστικά της στέρησης στέγασης. Σε όλη την ΕΕ-28, το 4,8 % του πληθυσμού αντιμετώπιζαν σοβαρή στέρηση στέγασης το 2016 (βλέπε Γράφημα 4). Σε τέσσερα κράτη μέλη της ΕΕ, 1 στα 10 άτομα του πληθυσμού αντιμετώπιζε σοβαρή στέρηση στέγασης το 2016: Στη Βουλγαρία καταγράφηκε ποσοστό 11,4 %, ενώ το ποσοστό ήταν υψηλότερο στη Λετονία (14,6 %) και την Ουγγαρία (16,9 %), καθώς και στη Ρουμανία στην οποία καταγράφηκε το υψηλότερο ποσοστό, δηλαδή ένα στα πέντε άτομα (19,8 %) αντιμετώπιζε σοβαρή στέρηση στέγασης. Αντιθέτως, 1,0 % ή και λιγότερο του πληθυσμού της Φινλανδίας αντιμετώπιζαν σοβαρή στέρηση στέγασης το 2016.

Γράφημα 4: Σοβαρή στέρηση στέγασης, 2015 και 2016
(% του πληθυσμού)
Πηγή: Eurostat (ilc_mdho06a)


Την περίοδο 2015-2016, το συνολικό ποσοστό των ατόμων στην ΕΕ-28 που αντιμετώπιζαν σοβαρή στέρηση στέγασης μειώθηκε οριακά κατά 0,1 ποσοστιαίες μονάδες. Μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ, η μεγαλύτερη αύξηση στο ποσοστό ατόμων που αντιμετώπιζαν σοβαρή στέρηση στέγασης αναφέρθηκε για την Ουγγαρία και το Βέλγιο, μέχρι 1,4 και 1,0 ποσοστιαίες μονάδες αντίστοιχα μεταξύ 2015 και 2016· η μεγαλύτερη αύξηση παρατηρήθηκε στην πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας δεδομένου ότι η σοβαρή στέρηση στέγασης αυξήθηκε κατά 2,4 μονάδες. Η μεγαλύτερη μείωση μεταξύ των κρατών μελών, σημειώθηκε στην Ιταλία, μείωση 2,0 ποσοστιαίων μονάδων, ενώ μειώσεις ύψους 1,1 μονάδων σημειώθηκαν στην Δανία και τη Σλοβενία· στην Ισλανδία καταγράφηκε μείωση 1,0 μονάδας.

Οικονομική προσιτότητα στέγασης

Το 2016, εκτιμάται ότι το 11,1 % του πληθυσμού της ΕΕ-28 ζούσαν σε νοικοκυριά που δαπανούσαν το 40 % ή και περισσότερο του ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματός τους για στέγαση (βλέπε Πίνακα 1). Το ποσοστό του πληθυσμού του οποίου το κόστος στέγασης υπερέβαινε το 40 % του ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος ήταν υψηλότερο για ενοικιαστές με ενοίκιο στην αγοραία τιμή (28,0 %) και χαμηλότερο για άτομα σε ιδιόκτητες κατοικίες με δάνειο ή υποθήκη (5,4 %).

Πίνακας 1: Ποσοστό επιβάρυνσης του κόστους στέγασης ανά καθεστώς ιδιοκτησίας, 2016
(% του πληθυσμού)
Πηγή: Eurostat (ilc_lvho07c) και (ilc_lvho07a)


Ο μέσος όρος της ΕΕ-28 συγκαλύπτει σημαντικές διαφορές μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ: στο ένα άκρο, υπήρχαν ορισμένα κράτη μέλη με σχετικά μικρό ποσοστό του πληθυσμού που ζούσαν σε νοικοκυριά των οποίων το κόστος στέγασης υπερέβαινε το 40 % του διαθέσιμου εισοδήματός τους, όπως, ιδίως, η Μάλτα (1,1 %) και η Κύπρος (3.1 %). Στο άλλο άκρο, μόλις πάνω από δύο στα πέντε άτομα (40,5 %) στην Ελλάδα και λίγο πάνω από ένα στα πέντε άτομα του πληθυσμού της Βουλγαρίας (20,7 %) δαπανούσαν πάνω από το 40 % του ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματός τους για στέγαση, όπως και ένα στα έξι άτομα στη Γερμανία (15,8 %) και τη Δανία (15,0 %).

Εξετάζοντας το καθεστώς ιδιοκτησίας με το υψηλότερο ποσοστό του πληθυσμού, όπου το κόστος στέγασης υπερέβαινε 40 % του διαθέσιμου εισοδήματός τους, δηλαδή των ενοικιαστών με ενοίκιο στην αγοραία τιμή, διαπιστώθηκαν επίσης μεγάλες διαφορές μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ, μερικά από τα οποία ανέφεραν πολύ υψηλά ποσοστά το 2016. Στα 10 κράτη μέλη, πάνω από το ένα τρίτο του πληθυσμού που ζούσαν ως ενοικιαστές με ενοίκιο στην αγοραία τιμή δαπανούσαν πάνω από το 40 % του ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματός του για στέγαση, και αυτό το ποσοστό του πληθυσμού ξεπερνούσε τα δύο πέμπτα στην Ισπανία (43,0 %), στην Κροατία (45,2 %) και τη Λιθουανία (48,3 %), ήταν μόλις πάνω από το μισό (50,4 %) στη Βουλγαρία και έφτανε το 84,6 % στην Ελλάδα.

Πηγή στοιχείων για τους πίνακες και τα γραφήματα

Πηγές δεδομένων

Τα στοιχεία που χρησιμοποιούνται στο παρόν άρθρο προέρχονται πρωτίστως από μικροδεδομένα από τις στατιστικές της ΕΕ για το εισόδημα και τις συνθήκες διαβίωσης (EU-SILC). Ο πληθυσμός αναφοράς είναι όλα τα ιδιωτικά νοικοκυριά και τα μέλη τους που διέμεναν στην επικράτεια κράτους μέλους της ΕΕ κατά τον χρόνο συλλογής των στοιχείων· τα άτομα που ζουν σε συλλογικά νοικοκυριά και σε ιδρύματα αποκλείονται, κατά κανόνα, από τον πληθυσμό-στόχο. Τα στοιχεία για την ΕΕ-28 και τη ζώνη του ευρώ είναι ο μέσος όρος των στοιχείων για τα κράτη μέλη σταθμισμένος ως προς τον πληθυσμό.

Πλαίσιο

Οι κατοικίες επηρεάζουν την ποιότητα ζωής των νοικοκυριών με πολλούς τρόπους: παρέχουν στέγη, ασφάλεια, ιδιωτικότητα και έναν χώρο στον οποίο τα άτομα μπορούν να ξεκουράζονται, να μαθαίνουν και να ζουν. Οι κατοικίες μπορούν επίσης εξεταστούν στο πλαίσιο του τοπικού περιβάλλοντός τους, όσον αφορά την εύκολη πρόσβαση σε παιδική μέριμνα, εκπαιδευτικά ιδρύματα, απασχόληση, ευκαιρίες ψυχαγωγίας, μαγαζιά, δημόσιες υπηρεσίες κ.τλ. Η χρηματοδότηση της στέγασης, με αγορά ή μίσθωση, είναι ένα σημαντικό κεφάλαιο για πολλά νοικοκυριά και συχνά συνδέεται με την ποιότητα της στέγασης.

Η ΕΕ δεν έχει ειδικές αρμοδιότητες όσον αφορά τη στέγαση· οι εθνικές κυβερνήσεις αναπτύσσουν δικές τους πολιτικές για τη στέγαση. Ωστόσο, πολλά κράτη μέλη της ΕΕ αντιμετωπίζουν παρόμοιες προκλήσεις: για παράδειγμα, με ποιον τρόπο μπορούν να ανανεωθούν τα στεγαστικά αποθέματα, να σχεδιαστεί και να καταπολεμηθεί η αστική εξάπλωση, να προωθηθεί με τον καλύτερο τρόπο η βιώσιμη ανάπτυξη, να βοηθηθούν οι νέοι και οι μειονεκτούσες ομάδες να εισέλθουν στην αγορά ακινήτων, ή να προωθηθεί η ενεργειακή απόδοση μεταξύ των ιδιοκτητών κατοικιών.

Τα ζητήματα των εργατικών κατοικιών, των άστεγων και της κοινωνικής ένταξης διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στο πλαίσιο της ατζέντας για την κοινωνική πολιτική. Ο χάρτης των θεμελιωδών δικαιωμάτων ορίζει, στον τίτλο IV άρθρο 34, ότι «Η Ένωση, προκειμένου να καταπολεμηθεί ο κοινωνικός αποκλεισμός και η φτώχεια, αναγνωρίζει και σέβεται το δικαίωμα κοινωνικής αρωγής και στεγαστικής βοήθειας προς εξασφάλιση αξιοπρεπούς διαβίωσης σε όλους όσους δεν διαθέτουν επαρκείς πόρους, σύμφωνα με τους κανόνες που ορίζονται στο δίκαιο της Ένωσης και τις εθνικές νομοθεσίες και πρακτικές». Σ’ αυτό το πλαίσιο, επιτεύχθηκε συμφωνία στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Νίκαιας το 2000 για μια σειρά κοινών στόχων της στρατηγικής της ΕΕ κατά της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται δύο στόχοι που αφορούν τη στέγαση, συγκεκριμένα «Θα εφαρμοσθούν πολιτικές με στόχο την πρόσβαση όλων σε μια αξιοπρεπή και υγιεινή κατοικία, καθώς και στις απαιτούμενες βασικές υπηρεσίες, λαμβανομένου υπόψη του τοπικού πλαισίου, για μια ομαλή ζωή στην κατοικία αυτή (ηλεκτρικό ρεύμα, νερό, θέρμανση κ.λπ.)» και «Υλοποίηση πολιτικών με στόχο την αποφυγή των κρίσιμων τομών στις συνθήκες διαβίωσης που μπορούν να οδηγήσουν σε καταστάσεις αποκλεισμού, ιδίως όσον αφορά τις περιπτώσεις υπερχρέωσης, τον σχολικό αποκλεισμό ή την απώλεια της στέγης». Αυτή η εντολή διευρύνθηκε το 2010 όταν η Ευρωπαϊκή πλατϕόρμα για την καταπολέμηση της ϕτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού [COM(2010) 758 final] όρισε σειρά δράσεων με σκοπό τη μείωση του αριθμού των ατόμων που κινδυνεύουν από φτώχεια ή κοινωνικό αποκλεισμό τουλάχιστον κατά 20 εκατομμύρια άτομα ως το 2020 (σε σύγκριση με το 2008) — βλέπε επίσης άρθρο για τα άτομα που κινδυνεύουν από φτώχεια ή κοινωνικό αποκλεισμό.

Άμεση πρόσβαση σε

Άλλα άρθρα
Πίνακες
Βάση δεδομένων
Θεματική ενότητα
Δημοσιεύσεις
Μεθοδολογία
Απεικονίσεις




Living conditions (t_ilc_lv)
Housing conditions (t_ilc_lvho)
Overcrowding rate (t_ilc_lvho_or)
Housing cost burden (t_ilc_lvho_hc)
Material deprivation (t_ilc_md)
Housing deprivation (t_ilc_mdho)
Living conditions (ilc_lv)
Housing conditions (ilc_lvho)
Overcrowding rate (ilc_lvho_or)
Under-occupied dwellings (ilc_lvho_uo)
Housing cost burden (ilc_lvho_hc)
Material deprivation (ilc_md)
Housing deprivation (ilc_mdho)