Statistics Explained

Archive:Εθνικοί λογαριασμοί και ΑΕΠ

Revision as of 15:29, 9 January 2020 by EXT-A-Redpath (talk | contribs)


Στοιχεία Αυγούστου του 2019.

Προγραμματισμένη επικαιροποίηση του άρθρου: Νοέμβριος 2020.

Highlights

Το ΑΕΠ στην ΕΕ-28 αυξήθηκε το 2018 για έκτο κατά σειρά έτος· η αύξηση που καταγράφηκε στη ζώνη του ευρώ ήταν η πέμπτη κατά σειρά αύξηση.

Αποκλίνουσες διαρθρωτικές εξελίξεις την τελευταία δεκαετία στην ΕΕ-28: το ποσοστό των κατασκευών επί της συνολικής προστιθέμενης αξίας μειώθηκε, ενώ το ποσοστό των επιχειρηματικών υπηρεσιών αυξήθηκε.

Το 2018 η οικονομία της ΕΕ-28 σημείωσε την πέμπτη κατά σειρά ετήσια αύξηση επενδύσεων.

[[File:National accounts and GDP-interactive FP2019-EL.XLSX]]

Πραγματική αύξηση του ΑΕΠ, 2008-2018

Οι εθνικοί λογαριασμοί αποτελούν πηγή πολλών γνωστών οικονομικών δεικτών οι οποίοι παρουσιάζονται στο παρόν άρθρο. Το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) είναι η συχνότερα χρησιμοποιούμενη μονάδα μέτρησης του συνολικού μεγέθους μιας οικονομίας, ενώ παράγωγοι δείκτες, όπως το ΑΕΠ ανά κάτοικο (κατά κεφαλή ΑΕΠ) — για παράδειγμα, σε ευρώ ή προσαρμοσμένο ώστε να ληφθούν υπόψη οι διαφορές στα επίπεδα των τιμών (εκφραζόμενες σε μονάδες αγοραστικής δύναμης, ΜΑΔ) — χρησιμοποιούνται ευρέως για τη σύγκριση των συνθηκών διαβίωσης, ή για την παρακολούθηση της οικονομικής σύγκλισης ή απόκλισης στο εσωτερικό της Eυρωπαϊκής Ένωσης (EΕ).

Επιπροσθέτως, η ανάπτυξη ειδικών συνιστωσών του ΑΕΠ και συναφών δεικτών, όπως οι δείκτες οικονομικής απόδοσης, εισαγωγών και εξαγωγών, εγχώριας (ιδιωτικής και δημόσιας) κατανάλωσης ή επενδύσεων, καθώς και στοιχείων για την κατανομή του εισοδήματος και των αποταμιεύσεων, μπορεί να παράσχει πολύτιμες πληροφορίες για τις βασικές κινητήριες δυνάμεις της οικονομικής δραστηριότητας και, συνεπώς, να αποτελέσει τη βάση για τον σχεδιασμό, την παρακολούθηση και την αξιολόγηση συγκεκριμένων ενωσιακών πολιτικών.

Full article

Εξελίξεις του ΑΕΠ στην ΕΕ-28: αύξηση από το 2013

Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση οδήγησε σε σοβαρή ύφεση στην ΕΕ-28 το 2009 (βλέπε σχήμα 1), την οποία ακολούθησε ανάκαμψη το 2010. Η κρίση ξεκίνησε νωρίτερα στην Ιαπωνία και στις Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς ήδη από το 2008 είχαν καταγραφεί αρνητικά ετήσια ποσοστά μεταβολής του ΑΕΠ (σε πραγματικούς όρους), με επιδείνωση το 2009, πριν σημειωθεί ανάκαμψη το 2010. Αντιθέτως, η οικονομική απόδοση στην Κίνα (περιλαμβανομένου του Χονγκ Κονγκ) εξακολούθησε να αυξάνεται με σχετικά γρήγορο ρυθμό στη διάρκεια της κρίσης (σχεδόν κατά 10 % ετησίως), σημείωσε κάποια επιβράδυνση κατά τα επόμενα έτη, αλλά παρέμεινε σημαντικά υψηλότερη απ’ όλες τις άλλες οικονομίες που παρουσιάζονται στο σχήμα 1.

Η κρίση ήταν ήδη εμφανής στην EΕ-28 το 2008, όταν σημειώθηκε σημαντική μείωση του ποσοστού αύξησης του ΑΕΠ και στη συνέχεια ακολούθησε πτώση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 4,3 % το 2009. Κατά την ανάκαμψη στην ΕΕ-28 ο δείκτης όγκου του ΑΕΠ (με βάση αλυσιδωτούς δείκτες όγκου) αυξήθηκε κατά 2,1 % το 2010, ενώ σημειώθηκε νέα αύξηση 1,7 % το 2011. Στη συνέχεια, το ΑΕΠ συρρικνώθηκε κατά 0,4 % το 2012, ενώ αργότερα καταγράφηκαν σταδιακά μεγαλύτερα θετικά ποσοστά μεταβολής το 2013 (0,3 %), το 2014 (1,8 %) και το 2015 (2,3 %). Από το 2015 και μετά η ανάπτυξη ήταν σχετικά σταθερή, μεταξύ 2,0 % και 2,5 % κάθε χρόνο έως το 2018.

Στη ζώνη του ευρώ (ΖΕ-19), τα αντίστοιχα ποσοστά μεταβολής ήταν σχεδόν πανομοιότυπα με εκείνα που είχαν καταγραφεί στην EΕ-28 έως το 2011, ενώ η συρρίκνωση που καταγράφηκε το 2012 ήταν ισχυρότερη (-0,9 %) απ’ ό,τι στην ΕΕ-28 και διατηρήθηκε το 2013 (-0,2 %). Κατά την περίοδο 2014-2018 η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ στη ζώνη του ευρώ ήταν ελαφρώς ασθενέστερη από την αντίστοιχη για την ΕΕ-28 συνολικά.

Σχήμα 1: Ποσοστό μεταβολης του πραγματικού ΑΕΠ, 2008-2018
(% μεταβολής σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος)
Πηγή: Eurostat (naida_10_gdp)

Στο εσωτερικό της ΕΕ, η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ παρουσίασε μεγάλες διαφορές, τόσο χρονικά όσο και μεταξύ κρατών μελών της ΕΕ (βλέπε πίνακα 1). Έπειτα από συρρίκνωση σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ εκτός από την Πολωνία το 2009, η οικονομική αύξηση επανέκαμψε σε 23 κράτη μέλη το 2010 (και το ΑΕΠ ήταν αμετάβλητο στην Ισπανία), ενώ σε 24 κράτη μέλη καταγράφηκε αύξηση το 2011. Ωστόσο, το 2012 η εξέλιξη αυτή άλλαξε, δεδομένου ότι τα μισά (14) κράτη μέλη ανέφεραν οικονομική μεγέθυνση, ενώ δεν υπήρχε αλλαγή του επιπέδου οικονομικής δραστηριότητας στη Βουλγαρία και σημειώθηκε μείωση της οικονομικής απόδοσης στα υπόλοιπα κράτη μέλη. Στη συνέχεια, τα περισσότερα κράτη μέλη κατέγραψαν αύξηση εκ νέου, με τον αριθμό των χωρών που κατέγραψαν θετικό ποσοστό μεταβολής να φτάνει τα 17 το 2013 και να αυξάνεται σε 25 το 2014 και σε 27 το 2015 και 2016, ενώ και τα 28 κράτη μέλη κατέγραψαν θετικό ποσοστό μεταβολής το 2017 (για πρώτη φορά από το 2007) και το 2018. Το μοναδικό κράτος μέλος με αρνητικό ποσοστό μεταβολής το 2015 και το 2016 ήταν η Ελλάδα, η οποία κατέγραψε πτώση κατά 0,4 % και κατά 0,2 % ύστερα από αύξηση κατά 0,7 % το 2014 και έξι διαδοχικές μειώσεις της οικονομικής απόδοσης κατά την περίοδο 2008-2013.

Πίνακας 1: Ποσοστό μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ, 2008-2018
Πηγή: Eurostat (naida_10_gdp)

Tα υψηλότερα ποσοστά αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ το 2018 καταγράφηκαν στην Iρλανδία (8,2 %) και στη Μάλτα (6,7 %), ενώ τα χαμηλότερα ποσοστά μεταβολής καταγράφηκαν στη Φινλανδία, στη Γαλλία (σε αμφότερες 1,7%), στη Δανία (1,5 %), στη Γερμανία, στο Ηνωμένο Βασίλειο, στο Βέλγιο (και στις τρεις 1,4 %) και στην Ιταλία (0,9 %).

Μέση ετήσια αύξηση του ΑΕΠ 1,0 % την τελευταία δεκαετία στην ΕΕ-28 και 0,8 % στη ζώνη του ευρώ

Η Πολωνία κατέγραψε συστηματικά θετικά ποσοστά μεταβολής καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου που αναφέρεται στον πίνακα 1, όπως και η Αλβανία, το Κοσσυφοπέδιο [1] (στοιχεία από το 2008 έως το 2017) και η Κίνα, μεταξύ των τρίτων χωρών του πίνακα. Το Βέλγιο, η Δανία, η Γερμανία, η Εσθονία, η Ιρλανδία, η Γαλλία, η Λιθουανία, η Μάλτα, η Σλοβακία και το Ηνωμένο Βασίλειο σημείωσαν το ένατο κατά σειρά θετικό ετήσιο ποσοστό μεταβολής το 2018· το ίδιο ισχύει επίσης για τη Νορβηγία, την Ελβετία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ η Τουρκία σημείωσε το όγδοο κατά σειρά θετικό ετήσιο ποσοστό μεταβολής το 2017.

Οι συνέπειες της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης μείωσαν τις συνολικές επιδόσεις των οικονομιών των κρατών μελών της ΕΕ σύμφωνα με την ανάλυση των εξελίξεων την τελευταία δεκαετία. Tα ετήσια μέσα ποσοστά μεταβολής της ΕΕ-28 και της ζώνης του ευρώ (ΖE-19) μεταξύ του 2008 και του 2018 ήταν 1,0 % και 0,8 % αντίστοιχα (βλέπε πίνακα 1). Η υψηλότερη αύξηση μεταξύ των κρατών μελών, σύμφωνα με αυτή τη μέτρηση, καταγράφηκε για την Ιρλανδία (μέση ετήσια αύξηση 5,0 %), ενώ ακολούθησαν η Μάλτα (4,8 %) και η Πολωνία (3,4 %). Αντιθέτως, η συνολική εξέλιξη του πραγματικού ΑΕΠ ήταν αρνητική κατά τη διάρκεια της περιόδου από το 2008 έως το 2018 στην Ελλάδα, στην Ιταλία και στην Κροατία.

Το 2018 η Γερμανία αντιπροσώπευε το ένα πέμπτο του ΑΕΠ της ΕΕ-28 βάσει μετρήσεων σε ΜΑΔ

Συχνά, οι συγκρίσεις μεταξύ χωρών γίνονται χρησιμοποιώντας τις μονάδες αγοραστικής δύναμης (ΜΑΔ) οι οποίες προσαρμόζουν τις τιμές ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι διαφορές στα επίπεδα των τιμών μεταξύ των χωρών. Πρέπει να σημειωθεί ότι τα στοιχεία που παρουσιάζονται στα σχήματα 2 και 3 και στον πίνακα 2 είναι σε τρέχουσες τιμές και δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των ποσοστών μεταβολής λόγω του πληθωρισμού και των διακυμάνσεων των συναλλαγματικών ισοτιμιών.

Το 2018 το ΑΕΠ στην ΕE-28 έφτασε στα 15,9 τρισ. ΜΑΔ (15 900 δισ. ΜΑΔ) — να σημειωθεί ότι για την ΕΕ-28, μία ΜΑΔ ισοδυναμεί με ένα ευρώ. Ως εκ τούτου, το ΑΕΠ της ΕΕ-28 σε ΜΑΔ παρέμεινε υψηλότερο του αντίστοιχου για τις Ηνωμένες Πολιτείες για καθένα από τα έτη της περιόδου από το 2008 έως το 2018 (όπως φαίνεται στο σχήμα 2) [2]. Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι η Κίνα είχε κατά παράδοση χαμηλότερο επίπεδο οικονομικής απόδοσης από την ΕΕ-28 ή τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά ότι η κατάσταση αυτή έχει αλλάξει λόγω του ραγδαίου μετασχηματισμού και της συνεχούς ανάπτυξης της κινεζικής οικονομίας. Το 2013 το ΑΕΠ της Κίνας σε ΜΑΔ ήταν για πρώτη φορά ισοδύναμο με το επίπεδο που καταγράφηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ το 2015 η οικονομική απόδοση της Κίνας έφτασε σε επίπεδο υψηλότερο από εκείνο που καταγράφηκε στην ΕΕ-28 (κατάσταση η οποία διατηρήθηκε έκτοτε στην Κίνα).

Σχήμα 2: ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές αγοράς, 2008-2018
(δισ. ΜΑΔ)
Πηγή: Eurostat (prc_ppp_ind)

Η ζώνη του ευρώ αντιπροσώπευε το 70,5 % του ΑΕΠ της ΕE-28 το 2018 (βάσει μετρήσεων σε ΜΑΔ), σημειώνοντας μείωση από το 72,2 % που είχε καταγραφεί το 2008. Το 2018 το άθροισμα των πέντε μεγαλύτερων οικονομιών των κρατών μελών της ΕΕ (Γερμανία, Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ιταλία και Ισπανία) αντιπροσώπευε μόλις κάτω από τα δύο τρίτα (66,4 %) του ΑΕΠ της ΕΕ-28, το οποίο ήταν κατά 1,5 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερο από το ποσοστό τους πριν από μία δεκαετία (το 2008). Η Γερμανία αντιπροσώπευε από μόνη της το 19,9 % του ΑΕΠ της ΕΕ-28 το 2018, γεγονός που συνιστά αύξηση από το 18,9 % το 2008.

Το 2018 το ΑΕΠ ανά κάτοικο ήταν κατά μέσο όρο 30 900 ευρώ σε όλη την ΕΕ-28

Για την αξιολόγηση του βιοτικού επιπέδου είναι σύνηθες να χρησιμοποιείται το ΑΕΠ ανά κάτοικο, με άλλα λόγια, το ΑΕΠ προσαρμοσμένο για το μέγεθος μιας οικονομίας σε σχέση με τον πληθυσμό της. Το 2018 το μέσο ΑΕΠ ανά κάτοικο για την ΕΕ-28 (σε τρέχουσες τιμές) ήταν 30,9 χιλιάδες ευρώ. Οι τιμές που εκφράζονται σε ΜΑΔ έχουν προσαρμοστεί για να ληφθούν υπόψη οι διαφορές στα επίπεδα τιμών μεταξύ των χωρών. Η σχετική θέση των μεμονωμένων χωρών μπορεί να εκφραστεί συγκριτικά με τον μέσο όρο της ΕΕ-28, ο οποίος έχει οριστεί σε 100 (βλέπε το δεξί μέρος του πίνακα 2). Βάσει αυτής της μέτρησης, η υψηλότερη τιμή μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ καταγράφηκε για το Λουξεμβούργο, όπου το ΑΕΠ ανά κάτοικο σε ΜΑΔ ήταν περίπου 2,5 φορές υψηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ-28 το 2018 (γεγονός που εξηγείται εν μέρει από τη σημασία των διασυνοριακών εργαζομένων από το Βέλγιο, τη Γαλλία και τη Γερμανία). Από την άλλη, στη Βουλγαρία, το ΑΕΠ ανά κάτοικο σε ΜΑΔ ήταν το ήμισυ του μέσου όρου της ΕΕ-28.

Πίνακας 2: ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές αγοράς, 2008 και 2016-2018
Πηγή: Eurostat (prc_ppp_ind)

Η εξέλιξη των αριθμητικών στοιχείων για τις ΜΑΔ κατά την τελευταία δεκαετία δείχνει ότι υπήρξε κάποια σύγκλιση ως προς το βιοτικό επίπεδο. Τα περισσότερα κράτη μέλη που προσχώρησαν στην ΕΕ το 2004, το 2007 ή το 2013 μετακινήθηκαν από θέσεις κάτω του μέσου όρου της ΕΕ-28 το 2008, σε πλησιέστερες προς τον μέσο όρο της ΕΕ-28 το 2018, παρά την εμφάνιση ορισμένων εμποδίων στη διάρκεια της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης. Εξαιρούνται η Κροατία, η Σλοβενία και η Κύπρος: η Κροατία παρέμεινε στην ίδια απόσταση από τον μέσο όρο της ΕΕ-28 κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου· Η Σλοβενία μετακινήθηκε ακόμη χαμηλότερα από τον μέσο όρο της ΕΕ-28 (όπως και η Ελλάδα και η Πορτογαλία μεταξύ των κρατών μελών της EΕ-15) — βλ. σχήμα 3· και η Κύπρος μετακινήθηκε από πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ-28 σε μια θέση κάτω από αυτόν (όπως επίσης και η Ιταλία και η Ισπανία μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ-15). Παρά το ότι η Ιρλανδία, η Γερμανία, η Αυστρία, η Δανία και το Βέλγιο μετακινήθηκαν ακόμη υψηλότερα από τον μέσο όρο της ΕΕ-28, συγκρίνοντας την κατάσταση το 2018 με την αντίστοιχη το 2008, τα υπόλοιπα κράτη μέλη της ΕΕ-15 — οι Κάτω Χώρες, η Φινλανδία, το Λουξεμβούργο, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Σουηδία και η Γαλλία — μετακινήθηκαν από μια θέση πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ-28 το 2008 σε χαμηλότερη θέση (αλλά και πάλι πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ-28) το 2018.

Σχήμα 3: Κατά κεφαλή ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές αγοράς, 2008 και 2018
(EΕ-28 = 100· με βάση τις ΜΑΔ ανά κάτοικο)
Πηγή: Eurostat (prc_ppp_ind)

Ακαθάριστη προστιθέμενη αξία στην ΕΕ ανά οικονομική δραστηριότητα

Περίπου τα τρία τέταρτα της συνολικής προστιθέμενης αξίας της ΕΕ-28 το 2018 δημιουργήθηκαν στο τομέα των υπηρεσιών

Εξετάζοντας το ΑΕΠ από την πλευρά της παραγωγής, στον πίνακα 3 παρέχεται επισκόπηση της σχετικής σημασίας 10 οικονομικών δραστηριοτήτων (όπως ορίζονται από τη NACE Αναθ. 2) όσον αφορά τη συνεισφορά τους στη συνολική ακαθάριστη προστιθέμενη αξία σε τρέχουσες βασικές τιμές. Μεταξύ 2008 και 2018 το μερίδιο της βιομηχανίας στην προστιθέμενη αξία της EΕ-28 υποχώρησε κατά 0,3 ποσοστιαίες μονάδες σε 19,5 %, παρόλο που παρέμεινε ελαφρώς υψηλότερο από το διανεμητικό εμπόριο, τις μεταφορές, τις υπηρεσίες στέγασης και εστίασης, που είχαν ταυτόσημο μερίδιο στη συνολική ακαθάριστη προστιθέμενη αξία το 2008 και το 2018 (19,1 %). Αντιθέτως, το ποσοστό των δραστηριοτήτων δημόσιας διοίκησης, άμυνας, εκπαίδευσης, υγείας και κοινωνικής μέριμνας επί της συνολικής προστιθέμενης αξίας αυξήθηκε κατά 0,4 ποσοστιαίες μονάδες και έφτασε το 18,5 % το 2018. Οι επόμενες μεγαλύτερες δραστηριότητες το 2018 (βάσει μετρήσεων ανά ακαθάριστη προστιθέμενη αξία) ήταν οι επαγγελματικές, επιστημονικές, τεχνικές, διοικητικές υπηρεσίες και υπηρεσίες υποστήριξης — στο εξής, επιχειρηματικές υπηρεσίες — (11,2 %, το ποσοστό των οποίων αυξήθηκε κατά 0,9 μονάδα μεταξύ του 2008 και του 2018), οι δραστηριότητες ακίνητης περιουσίας (11,1 %, μείωση κατά 0,1 μονάδα), και στη συνέχεια οι κατασκευές (5,6 %, μείωση κατά 0,8 μονάδα), οι υπηρεσίες πληροφοριών και επικοινωνιών (5,1 %, αύξηση κατά 0,2 μονάδα) και οι χρηματοπιστωτικές και ασφαλιστικές υπηρεσίες (4,8 %, μείωση κατά 0,4 μονάδα). Οι μικρότερες εισφορές προήλθαν από τις τέχνες, την ψυχαγωγία και άλλες υπηρεσίες (3,4 %, καμία αλλαγή) και από τη γεωργία, τη δασοκομία και την αλιεία (1,6 %, μείωση κατά 0,1 μονάδα).

Πίνακας 3: Ακαθάριστη προστιθέμενη αξία σε τρέχουσες βασικές τιμές, 2008 και 2018
(% επί της συνολικής ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας)
Πηγή: Eurostat (nama_10_a10)

Οι υπηρεσίες συνεισέφεραν το 73,2 % της συνολικής ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας της ΕΕ-28 το 2018 σε σύγκριση με 72,2 % το 2008. Η σχετική σημασία των υπηρεσιών ήταν ιδιαίτερα υψηλή στο Λουξεμβούργο, στη Μάλτα, στην Κύπρο, στην Ελλάδα, στο Ηνωμένο Βασίλειο, στην Ελλάδα, στις Κάτω Χώρες, στο Βέλγιο, στην Πορτογαλία και στη Δανία, όπου αντιπροσώπευαν τουλάχιστον τα τρία τέταρτα της συνολικής προστιθέμενης αξίας. Αντιθέτως, το ποσοστό των υπηρεσιών προσέγγιζε τα τρία πέμπτα στην Ιρλανδία, στη Σλοβακία και στην Τσεχία (που κατέγραψαν όλες σχετικά υψηλά ποσοστά για τη βιομηχανία).

Αποκλίνουσες εξελίξεις των οικονομικών δραστηριοτήτων κατά την τελευταία δεκαετία

Οι διαρθρωτικές αλλαγές είναι, τουλάχιστον εν μέρει, το αποτέλεσμα φαινομένων όπως οι τεχνολογικές αλλαγές, εξελίξεις των σχετικών τιμών, η εξωτερική ανάθεση και η παγκοσμιοποίηση, που συχνά οδηγούν στη μετακίνηση των δραστηριοτήτων μεταποίησης και ορισμένων υπηρεσιών (εκείνων που μπορούν να παρέχονται εξ αποστάσεως, όπως διαδικτυακά ή μέσω τηλεφωνικών κέντρων) σε περιοχές με φθηνότερο κόστος εργασίας, τόσο εντός όσο και εκτός της ΕΕ. Επιπροσθέτως, αρκετές δραστηριότητες έχουν πληγεί ιδιαίτερα από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση και τα επακόλουθά της. Η βιομηχανία σημείωσε τη μεγαλύτερη συρρίκνωση — η προστιθέμενη αξία για την ΕΕ-28 μειώθηκε κατά 11,4 % σε όγκο — μεταξύ του 2008 και του 2009 (έχοντας ήδη μειωθεί ελαφρώς μεταξύ του 2007 και του 2008). Η βιομηχανική παραγωγή της ΕE-28 μειώθηκε κατά περαιτέρω 2,3 % μεταξύ του 2011 και του 2013, ενώ την τετραετία που ακολούθησε αυξήθηκε με σχετικά ταχύ ρυθμό (με ετήσιες αυξήσεις μεταξύ 2,5 % και 3,1 %) και με βραδύτερο ρυθμό (1,8 %) το 2018. O κλάδος των κατασκευών γνώρισε τη σοβαρότερη και πιο μακροχρόνια συρρίκνωση, καθώς η παραγωγή του μειώθηκε κατά 18,1 % σε όλη την ΕΕ-28 μεταξύ του 2008 και του 2013 (παρόλο που είχε ήδη υπάρξει πτώση το 2008), με μειώσεις της παραγωγής σε ετήσια βάση κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής: επομένως, η αύξηση κατά 1,3 % που καταγράφηκε στον κλάδο των κατασκευών το 2014 ήταν η πρώτη ετήσια αύξηση της επταετίας, ενώ ακολούθησε αύξηση μεταξύ 1,6 % και 4,2 % έως το 2018. Οι επιχειρηματικές υπηρεσίες καθώς και το διανεμητικό εμπόριο, οι μεταφορές, οι υπηρεσίες στέγασης και εστίασης κατέγραψαν, επίσης, σχετικά μεγάλες μειώσεις επί της προστιθέμενης αξίας για την ΕΕ-28 το 2009, κατά 7,0 % και 5,8 % αντίστοιχα, αλλά στη συνέχεια σημείωσαν θετικά ετήσια ποσοστά μεταβολής κάθε χρόνο έως το 2018 (με εξαίρεση μια ελαφρά μείωση κατά 0,1 % για το διανεμητικό εμπόριο, τις μεταφορές, τις υπηρεσίες στέγασης και εστίασης το 2013). Έπειτα από σχετική σταθερότητα (καμία αλλαγή) το 2009, η παραγωγή της γεωργίας, των δασών και της αλιείας στην ΕΕ-28 μειώθηκε το 2010 κατά 3,9 % και ξανά το 2012 κατά 5,5 %· έπειτα από αύξηση κατά 3,8 % το 2013 και 6,1 % το 2014, η παραγωγή της γεωργίας, των δασών και της αλιείας μειώθηκε κατά 0,9 % το 2015 και ξανά το 2016, ενώ στη συνέχεια ανέκαμψε το 2017 (αύξηση 2,1 %) και το 2018 (αύξηση 0,6%). Για δύο από τις δραστηριότητες που παρουσιάζονται στα διαγράμματα 4 και 5 δεν καταγράφηκε ετήσια μείωση της προστιθέμενης αξίας σε κανένα έτος κατά την εξεταζόμενη περίοδο: δραστηριότητες ακίνητης περιουσίας· δημόσια διοίκηση, άμυνα, εκπαίδευση, δραστηριότητες σχετικές με την ανθρώπινη υγεία και την κοινωνική μέριμνα. Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι, παρά την προστιθέμενη αξία για τις δραστηριότητες ακίνητης περιουσίας της ΕΕ-28 που παρουσίασε αύξηση κάθε χρόνο κατά τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου (αν και με σχετικά χαμηλό ρυθμό), το συνολικό ποσοστό των δραστηριοτήτων ακίνητης περιουσίας επί της συνολικής ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας μειώθηκε ελαφρά.

Το 2018 όλες οι δραστηριότητες σε όλη την ΕΕ_28 κατέγραψαν αύξηση της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας τους σε σύγκριση με το 2017. Οι δραστηριότητες με τη μεγαλύτερη αύξηση ήταν οι δραστηριότητες πληροφοριών και επικοινωνιών (4,7 %), οι κατασκευές (3,6 %) και οι επιχειρηματικές υπηρεσίες (3,3 %).

Σχήμα 4: Εξελίξεις για την πραγματική ακαθάριστη προστιθέμενη αξία, ΕΕ-28, 2008-2018
(2010 = 100)
Πηγή: Eurostat (nama_10_a10)


Σχήμα 5: Εξελίξεις για την πραγματική ακαθάριστη προστιθέμενη αξία, ΕΕ-28, 2008-2018
(2010 = 100)
Πηγή: Eurostat (nama_10_a10)

Παραγωγικότητα της εργασίας

Για να εξαλειφθούν οι επιπτώσεις του πληθωρισμού, η παραγωγικότητα της εργασίας ανά απασχολούμενο μπορεί να υπολογιστεί χρησιμοποιώντας στοιχεία προσαρμοσμένα ώστε να ληφθούν υπόψη οι μεταβολές των τιμών. Η ανάλυση της παραγωγικότητας της εργασίας ανά απασχολούμενο σε πραγματικούς όρους (με βάση αλυσιδωτούς δείκτες όγκου) στη διάρκεια της δεκαετίας 2008-2018 δείχνει ότι υπήρξε αύξηση για τις περισσότερες οικονομικές δραστηριότητες, ενώ τα υψηλότερα κέρδη παραγωγικότητας καταγράφηκαν στη γεωργία, τα δάση και την αλιεία (συνολική αύξηση κατά 28,0 %), στις υπηρεσίες πληροφοριών και επικοινωνιών (17,5 %) και στη βιομηχανία (16,3 %) — βλέπε σχήμα 6. Επισημαίνεται ότι μια ακριβής σύγκριση των επιπέδων παραγωγικότητας της εργασίας σε πραγματικούς όρους μεταξύ δραστηριοτήτων μπορεί να αναλυθεί μόνο για το έτος αναφοράς 2010, λόγω της μη προσθετικότητας των αλυσιδωτών δεικτών όγκου.

Σχήμα 6: Παραγωγικότητα της πραγματικής εργασίας, EΕ-28, 2008, 2013 και 2018
(χιλιάδες ευρώ ανά εργαζόμενο)
Πηγή: Eurostat (nama_10_a10) και (nama_10_a10e)

Περαιτέρω στοιχεία σχετικά με την εξέλιξη της παραγωγικότητας της πραγματικής εργασίας, μετρούμενα είτε ανά απασχολούμενο είτε ανά ώρα εργασίας παρουσιάζονται στον πίνακα 4. Η παραγωγικότητα της εργασίας ανά απασχολούμενο αυξήθηκε, σε πραγματικούς όρους, μεταξύ 2008 και 2018 σε όλα σχεδόν τα κράτη μέλη της ΕΕ, ενώ στη Φινλανδία, στην Ιταλία, στο Λουξεμβούργο και στην Ελλάδα καταγράφηκαν μειώσεις (δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία για τη Μάλτα). Κατά την ίδια περίοδο, η παραγωγικότητα της εργασίας ανά ώρα εργασίας αυξήθηκε σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ πλην του Λουξεμβούργου και της Ελλάδας (και εδώ, δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία για τη Μάλτα). Αν εξαιρεθούν τα κράτη μέλη με διακοπή της χρονικής σειράς (βλ. πίνακα 4), οι μεγαλύτερες αυξήσεις (σε ποσοστό επί τοις εκατό) για αμφότερες τις εν λόγω μονάδες μέτρησης της παραγωγικότητας της εργασίας καταγράφηκαν στη Βουλγαρία, στην Εσθονία, στη Λετονία, στη Λιθουανία, στη Ρουμανία και στη Σλοβακία.

Πίνακας 4: Πραγματική παραγωγικότητα της εργασίας, 2008, 2013 και 2018
Πηγή: Eurostat (nama_10_gdp) και (nama_10_a10_e)

Καταναλωτικές δαπάνες

Περνώντας στην ανάλυση της εξέλιξης των συνιστωσών του ΑΕΠ από πλευράς δαπανών, σημειώνεται ότι οι τελικές καταναλωτικές δαπάνες σε όλη την EE-28 αυξήθηκαν κατά 8,8 % σε όγκο μεταξύ του 2008 και του 2018 (βλέπε σχήμα 7), παρά τις ελαφρές μειώσεις που σημειώθηκαν το 2009 και το 2012. Οι τελικές καταναλωτικές δαπάνες της γενικής κυβέρνησης αυξήθηκαν με κάπως ταχύτερο ρυθμό, κατά 9,8 % μεταξύ του 2008 και του 2018. Κατά την ίδια περίοδο, ο ακαθάριστος σχηματισμός κεφαλαίου ήταν σχετικά ασταθής: μειώθηκε με ταχύ ρυθμό το 2009, ενώ μεταξύ του 2010 και του 2013 παρουσίασε διακύμανση, πριν ακολουθήσει ανοδική πορεία έως το 2018. Η αύξηση των εξαγωγών υπερέβη την αύξηση των εισαγωγών, τα περισσότερα έτη, εξαιρουμένου του 2009 και της περιόδου 2014-2016· κατά την περίοδο 2008-2018 οι εξαγωγές αυξήθηκαν συνολικά κατά 36,3 %, ενώ οι εισαγωγές αυξήθηκαν κατά 30,1 %.

Σχήμα 7: Εξελίξεις σχετικά με τις πραγματικές καταναλωτικές δαπάνες, τον ακαθάριστο σχηματισμό κεφαλαίου, τις εξαγωγές και τις εισαγωγές, EΕ-28, 2008-2018
(2010 = 100)
Πηγή: Eurostat (nama_10_gdp)

Έπειτα από πτώση το 2009, οι δαπάνες κατανάλωσης των νοικοκυριών και των μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων που εξυπηρετούν νοικοκυριά (ΜΚΙΕΝ) στην ΕΕ-28 ανέκαμψαν το 2010 (αύξηση κατά 0,8 % σε όγκο) και δεν παρουσίασαν μεταβολή το 2011 (0,0 %), ενώ στη συνέχεια μειώθηκαν ξανά το 2012 (-0,6 %) και το 2013 (-0,1 %)· Στη συνέχεια οι εν λόγω δαπάνες αυξήθηκαν επί πέντε συναπτά έτη, με αυξήσεις που σημείωσαν αρχικά επιτάχυνση από 1,2 % σε 2,4 % και κατόπιν επιβράδυνση σε 1,6 %.

Το 2010 ο ρυθμός ανάπτυξης για τις δαπάνες της γενικής κυβέρνησης της ΕΕ-28 επιβραδύνθηκε σε όγκο και αυτό το ποσοστό μεταβολής παρέμεινε σχετικά σταθερό (εντός του φάσματος του -0,1 % έως 0,4 %) μεταξύ του 2011 και του 2013, ενώ στη συνέχεια επανήλθε σε κάπως μεγαλύτερη αύξηση (μεταξύ 1,0 % και 1,7 %) από το 2014 έως το 2018.

Επενδύσεις

Παρά την αύξηση που καταγράφηκε το 2011 (1,9 %), o ακαθάριστος σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου στην ΕΕ-28 δεν κατόρθωσε να ανακάμψει πλήρως από την απότομη πτώση του το 2009 (-11,7 %) και σημείωσε ξανά αρνητικό ποσοστό μεταβολής το 2012 και το 2013· εντούτοις, κατά την περίοδο 2014-2018 ο ακαθάριστος σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου στην ΕΕ-28 αυξήθηκε, σημειώνοντας ετήσιες αυξήσεις της τάξης του 2,3 % έως 4,9 %.

Σχήμα 8: Πραγματικό ετήσιο ποσοστό μεταβολής των συνιστωσών δαπάνης του ΑΕΠ, EΕ-28, 2008-2018
(%)
Πηγή: Eurostat (nama_10_gdp)

Σε όρους τρεχουσών τιμών, οι δαπάνες κατανάλωσης των νοικοκυριών και των μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων που εξυπηρετούν νοικοκυριά συνεισέφεραν το 55,4 % του ΑΕΠ της EE-28 το 2018, ενώ το ποσοστό του ακαθάριστου σχηματισμού πάγιου κεφαλαίου ήταν 21,1 και το ποσοστό των δαπανών της γενικής κυβέρνησης ήταν 20,1 %, ενώ το εξωτερικό ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών ήταν 3,4 % (βλ. σχήμα 9).

Σχήμα 9: Συνιστώσες δαπάνης του ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές αγοράς, EΕ-28, 2018
(% ποσοστό του ΑΕΠ)
Πηγή: Eurostat (nama_10_gdp), (tec00009), (tec00010), (tec00011) και (tec00110)

Μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ υπήρξαν μεγάλες διακυμάνσεις ως προς την ένταση επενδύσεων και αυτό μπορεί, εν μέρει, να αντανακλά τα διαφορετικά στάδια οικονομικής ανάπτυξης καθώς και αναπτυξιακής δυναμικής τα τελευταία χρόνια (βλέπε σχήμα 10). To 2018 ο ακαθάριστος σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου (σε τρέχουσες τιμές) ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν 20,5 % στην EE-28 και 20,9 % στη ζώνη του ευρώ. Ήταν υψηλότερος στην Τσεχία, στην Ουγγαρία και στη Σουηδία (και στις τρεις 25,5 %) και χαμηλότερος στην Ελλάδα (11,1 %).

Σχήμα 10: Ακαθάριστος σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου σε τρέχουσες τιμές αγοράς, 2018
(% ποσοστό του ΑΕΠ)
Πηγή: Eurostat (nama_10_gdp)

Η μεγάλη πλειονότητα των επενδύσεων στην ΕΕ-28 πραγματοποιήθηκε από τον ιδιωτικό τομέα, όπως φαίνεται στον πίνακα 5: το 2018 οι επενδύσεις από επιχειρήσεις και νοικοκυριά αποτελούσαν το 18,1 % του ΑΕΠ της EE-28, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό των επενδύσεων του δημόσιου τομέα ήταν 2,9 %. Σε σχετικούς όρους, η Εσθονία (5,4 %· στοιχεία του 2017) και η Σουηδία (4,8 %) είχαν τα υψηλότερα ποσοστά δημόσιων επενδύσεων, ενώ οι επενδύσεις του επιχειρηματικού τομέα ήταν υψηλότερες στην Ιρλανδία (19,7 %· στοιχεία του 2017), στη Σουηδία (17,4 %) και στην Τσεχία (16,7 %· στοιχεία του 2017) και οι επενδύσεις των νοικοκυριών ήταν υψηλότερες στην Κύπρο (6,8 %· στοιχεία του 2017) και στη Φινλανδία (6,7 %). Οι επενδύσεις των νοικοκυριών (ως ποσοστό του ΑΕΠ) το 2017 ήταν σημαντικά χαμηλότερες απ’ ό,τι το 2008 στην Ελλάδα, στην Ιρλανδία, στην Κύπρο, στην Ισπανία και στη Λετονία, ενώ ήταν σημαντικά υψηλότερες στη Βουλγαρία (το 2016 σε σύγκριση με το 2008)· το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γερμανία, η Φινλανδία, η Σουηδία και η Λιθουανία ήταν τα μόνα άλλα κράτη μέλη της ΕΕ που ανέφεραν αύξηση του ποσοστού τους όσον αφορά το ποσοστό των επενδύσεων των νοικοκυριών στο ΑΕΠ μεταξύ του 2008 και του 2017 (2018 για τη Φινλανδία και τη Σουηδία).

Πίνακας 5: Επενδύσεις σε τρέχουσες τιμές αγοράς, 2008, 2013 και 2018
(% ποσοστό του ΑΕΠ)
Πηγή: Eurostat (nasa_10_ki)

Εισόδημα

Η ανάλυση του ΑΕΠ στην ΕΕ-28 από την πλευρά του εισοδήματος δείχνει ότι στην κατανομή μεταξύ των συντελεστών παραγωγής του εισοδήματος που προκύπτει από την παραγωγική διαδικασία κυριάρχησε το εισόδημα εξαρτημένης εργασίας, το οποίο αντιπροσώπευε το 47,6 % του ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές της αγοράς το 2018. Tο ποσοστό του ακαθάριστου λειτουργικού πλεονάσματος και του μεικτού εισοδήματος ήταν 40,5 % του ΑΕΠ, ενώ το ποσοστό των φόρων επί της παραγωγής και των εισαγωγών μείον επιδοτήσεις ήταν 11,9 % (βλ. σχήμα 11). Η Iρλανδία είχε το χαμηλότερο ποσοστό εισοδήματος εξαρτημένης εργασίας στο ΑΕΠ (28,8 %), και ακολουθούσαν η Ελλάδα (33,4 %), ενώ ποσοστά που υπερέβαιναν το 50,0 % καταγράφηκαν στο Λουξεμβούργο, στη Γερμανία, στη Γαλλία και στη Δανία (όπου και το υψηλότερο ποσοστό 52,4 %). Στην περίπτωση της Ιρλανδίας το ιδιαίτερα χαμηλό ποσοστό αυτό αποτελεί συνέπεια των επιπτώσεων της παγκοσμιοποίησης.

Σχήμα 11: Κατανομή εισοδήματος σε τρέχουσες τιμές αγοράς, 2018
(% ποσοστό του ΑΕΠ)
Πηγή: Eurostat (nama_10_gdp)

Το σχήμα 12 (που βασίζεται επίσης σε στοιχεία τρεχουσών τιμών αγοράς) δείχνει ότι τα μακροοικονομικά μεγέθη εισοδήματος είχαν ανακάμψει, πριν από το 2011 ή το 2013, από τις απώλειες που σημείωσαν κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης. To 2009 το εισόδημα εξαρτημένης εργασίας στην EE-28 υποχώρησε κατά 2,8 %, αλλά το 2018 ήταν κατά 23,0 % υψηλότερο απ’ ό,τι το αντίστοιχο επίπεδο που είχε καταγραφεί το 2008.

Για το ακαθάριστο λειτουργικό πλεόνασμα και το μεικτό εισόδημα, υπήρξε ήδη μόνο περιορισμένη αύξηση στην ΕΕ-28 το 2008, ενώ ακολούθησε πτώση κατά 8,2 % το 2009· το 2013 αυτό το μακροοικονομικό μέγεθος του εισοδήματος είχε επιστρέψει σε επίπεδο παρόμοιο με το ανώτατο επίπεδο προ της κρίσης (το 2008), ενώ το 2018 ήταν κατά 17,6 % πάνω από το εν λόγω ανώτατο επίπεδο.

Η μείωση των φόρων επί της παραγωγής και των εισαγωγών μείον επιδοτήσεις στην EE-28 είχε ήδη ξεκινήσει το 2008 (μείωση κατά 3,1 %) και επιταχύνθηκε το 2009 (μείωση 9,2 %)· το 2011 οι απώλειες αυτές είχαν υπεραναπληρωθεί και το 2018 αυτό το συνολικό μέγεθος του εισοδήματος ήταν κατά 29,0 % υψηλότερο από το επίπεδό του το 2008 (και κατά 25,1 % υψηλότερο από το ανώτατο επίπεδό του πριν από την κρίση το 2007).

Σχήμα 12: Εξέλιξη του εισοδήματος σε τρέχουσες τιμές αγοράς, EE-28, 2008-2018
(2008 = 100)
Πηγή: Eurostat (nama_10_gdp)

Κατανάλωση νοικοκυριών

Η καταναλωτική δαπάνη νοικοκυριών αντιπροσώπευε τουλάχιστον το ήμισυ του ΑΕΠ (σε τρέχουσες τιμές αγοράς) το 2018 σε 17 από τα 28 κράτη μέλη της ΕΕ· το ποσοστό αυτό ήταν υψηλότερο στην Κύπρο (66,5 %) και στην Ελλάδα (65,3 %). Αντιθέτως, ήταν χαμηλότερο στο Λουξεμβούργο (28,7 %) που όμως είχε, με μεγάλη διαφορά, την υψηλότερη μέση καταναλωτική δαπάνη νοικοκυριών ανά κάτοικο ( 22 600 ΜΑΔ) — βλέπε πίνακα 6 — ακόμη και μετά την προσαρμογή ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι διαφορές στα επίπεδα των τιμών μεταξύ των κρατών μελών.

Πίνακας 6: Καταναλωτική δαπάνη νοικοκυριών, 2008, 2013 και 2018
Πηγή: Eurostat (nama_10_gdp) και (nama_10_pc)

Εκτός από το Λουξεμβούργο, η μέση καταναλωτική δαπάνη νοικοκυριών ανά κάτοικο σε όρους ΜΑΔ ήταν επίσης σχετικά υψηλή το 2018 στο Ηνωμένο Βασίλειο ( 19 400 ΜΑΔ), στην Aυστρία ( 19 500 ΜΑΔ) και στη Γερμανία ( 19 300 ΜΑΔ). Στο άλλο άκρο, η Βουλγαρία ήταν το μόνο κράτος μέλος της ΕΕ που ανέφερε ότι η μέση καταναλωτική δαπάνη νοικοκυριών ανά κάτοικο ήταν χαμηλότερη από 10 000 ΜΑΔ.

Η ανάλυση των πραγματικών εξελίξεων της μέσης καταναλωτικής δαπάνης ανά κάτοικο σε όρους ευρώ (με βάση αλυσιδωτό δείκτη όγκου) κατά την περίοδο 2013-2018 δείχνει ότι η ταχύτερη αύξηση καταγράφηκε στη Ρουμανία, στη Λιθουανία, στη Βουλγαρία και στην Ουγγαρία. Η Αυστρία κατέγραψε τη χαμηλότερη αύξηση στην καταναλωτική δαπάνη νοικοκυριών ανά κάτοικο, κατά μέσο όρο κατά 0,1 % ετησίως κατά την περίοδο από το 2013 έως το 2018, ενώ αυξήσεις κατά μέσο όρο μικρότερο του 1,0 % ετησίως καταγράφηκαν επίσης στο Βέλγιο, στο Λουξεμβούργο, στη Γαλλία και στην Ελλάδα.

Πηγή δεδομένων για πίνακες και γραφήματα

Πηγές δεδομένων

Το ευρωπαϊκό σύστημα εθνικών και περιφερειακών λογαριασμών (ΕΣΛ) παρέχει τη μεθοδολογία για τους εθνικούς λογαριασμούς στην ΕΕ. Η τρέχουσα έκδοση, ESA 2010 (στα αγγλικά), εγκρίθηκε τον Μάιο του 2013 και εφαρμόζεται από τον Σεπτέμβριο του 2014. Είναι πλήρως συμβατή με τις παγκόσμιες κατευθυντήριες γραμμές για τους εθνικούς λογαριασμούς 2008 SNA. Σημειωτέον ότι τα περισσότερα κράτη μέλη της ΕΕ πραγματοποιούν αναθεωρήσεις αναφοράς το 2019 κατά την περίοδο Αυγούστου-Οκτωβρίου. Για περισσότερες λεπτομέρειες, μπορείτε να συμβουλευτείτε τον ιστότοπο της Eurostat και ειδικότερα αυτό το έγγραφο.

ΑΕΠ και κύριες συνιστώσες

Tα κύρια μακροοικονομικά μεγέθη των εθνικών λογαριασμών συγκεντρώνονται από θεσμικές μονάδες, ιδίως μη χρηματοδοτικές ή χρηματοδοτικές εταιρείες, τη γενική κυβέρνηση, τα νοικοκυριά και μη κερδοσκοπικά ιδρύματα που εξυπηρετούν νοικοκυριά (ΜΚΙΕΝ).

Τα στοιχεία του τομέα των εθνικών λογαριασμών περιλαμβάνουν πληροφορίες σχετικά με τις συνιστώσες του ΑΕΠ, την απασχόληση, τα συγκεντρωτικά μεγέθη της τελικής κατανάλωσης και την αποταμίευση. Πολλές από τις μεταβλητές αυτές υπολογίζονται σε ετήσια όσο και σε τριμηνιαία βάση.

Το ΑΕΠ είναι η κεντρική μονάδα μέτρησης των εθνικών λογαριασμών, που συνοψίζει την οικονομική θέση μιας χώρας (ή μιας περιφέρειας). Μπορεί να υπολογιστεί μέσω διαφορετικών προσεγγίσεων: της προσέγγισης εκροών, της προσέγγισης δαπανών και της προσέγγισης εισοδήματος.

Η ανάλυση του ΑΕΠ ανά κάτοικο απομακρύνει την επιρροή του απόλυτου μεγέθους του πληθυσμού, διευκολύνοντας τις συγκρίσεις μεταξύ διαφόρων χωρών. Το ΑΕΠ ανά κάτοικο είναι ένας ευρύς οικονομικός δείκτης του επιπέδου διαβίωσης. Τα στοιχεία για το ΑΕΠ σε εθνικά νομίσματα μπορούν να μετατρέπονται σε μονάδες αγοραστικής δύναμης (ΜΑΔ) χρησιμοποιώντας ισοτιμίες αγοραστικής δύναμης (ΙΑΔ) που αντικατοπτρίζουν την αγοραστική δύναμη κάθε νομίσματος, αντί να χρησιμοποιούνται αγοραίες συναλλαγματικές ισοτιμίες· με τον τρόπο αυτό, εξαλείφονται οι διαφορές στα επίπεδα τιμών μεταξύ των χωρών. Ο δείκτης όγκου του ΑΕΠ ανά κάτοικο σε ΜΑΔ εκφράζεται σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ-28 ( ο οποίος έχει οριστεί σε 100). Εάν ο δείκτης μίας χώρας είναι υψηλότερος/χαμηλότερος από 100, το επίπεδο του ΑΕΠ ανά κάτοικο της συγκεκριμένης χώρας βρίσκεται πάνω/κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ-28· ο δείκτης αυτός προορίζεται για συγκρίσεις μεταξύ χωρών και όχι χρονικές συγκρίσεις.

Ο υπολογισμός του ετήσιου ποσοστού αύξησης του ΑΕΠ με χρήση αλυσιδωτών δεικτών όγκου (πραγματικές μεταβολές) αποσκοπεί στο να καθίστανται δυνατές οι συγκρίσεις της δυναμικής της οικονομικής ανάπτυξης, τόσο χρονικά όσο και ανάμεσα σε οικονομίες διαφορετικών μεγεθών, ανεξάρτητα από τα επίπεδα των τιμών.

Συμπληρωματικά στοιχεία

Η οικονομική απόδοση μπορεί επίσης να αναλυθεί ανά δραστηριότητα. Στο πλέον μακροοικονομικό επίπεδο ανάλυσης που χρησιμοποιείται για τους εθνικούς λογαριασμούς, προσδιορίζονται 10 τίτλοι της NACE: γεωργία, δάση και αλιεία· βιομηχανία· κατασκευές· διανεμητικό εμπόριο, μεταφορές, υπηρεσίες στέγασης και εστίασης· υπηρεσίες πληροφοριών και επικοινωνιών· χρηματοπιστωτικές και ασφαλιστικές υπηρεσίες· δραστηριότητες ακίνητης περιουσίας· επαγγελματικές, επιστημονικές, τεχνικές, διοικητικές δραστηριότητες και δραστηριότητες υποστήριξης· δημόσια διοίκηση, άμυνα, εκπαίδευση, ανθρώπινη υγεία και κοινωνική μέριμνα· τέχνες, ψυχαγωγία, δραστηριότητες ελεύθερου χρόνου, άλλες υπηρεσίες και δραστηριότητες εγχώριων και εξωχώριων οργανισμών και φορέων.

Η ανάλυση της απόδοσης ανά δραστηριότητα με την πάροδο του χρόνου μπορεί να διευκολυνθεί με τη χρήση μιας μονάδας μέτρησης όγκου (πραγματικές αλλαγές), με άλλα λόγια, μέσω του αποπληθωρισμού της αξίας της παραγωγής ώστε να εξαλειφθούν οι επιπτώσεις των μεταβολών της τιμής· κάθε δραστηριότητα αποπληθωρίζεται μεμονωμένα ώστε να αντικατοπτρίζονται οι μεταβολές των τιμών των συναφών της προϊόντων.

Μια περαιτέρω δέσμη στοιχείων εθνικών λογαριασμών χρησιμοποιείται στο πλαίσιο της ανάλυσης της ανταγωνιστικότητας, ιδίως δείκτες που συνδέονται με την παραγωγικότητα του εργατικού δυναμικού, όπως μέτρα της παραγωγικότητας της εργασίας. Τα μέτρα της παραγωγικότητας που είναι εκφρασμένα σε ΜΑΔ είναι ιδιαίτερα χρήσιμα για συγκρίσεις μεταξύ των χωρών. Το κατά κεφαλή ΑΕΠ ανά απασχολούμενο έχει στόχο να δώσει μια συνολική εικόνα της παραγωγικότητας των εθνικών οικονομιών. Δεν πρέπει να λησμονείται, ωστόσο, ότι το μέτρο αυτό εξαρτάται από τη δομή της συνολικής απασχόλησης και μπορεί, για παράδειγμα, να περιοριστεί από τη μετάβαση από εργασία πλήρους απασχόλησης σε εργασία με μερική απασχόληση. Το ΑΕΠ ανά ώρα εργασίας δίνει σαφέστερη εικόνα της παραγωγικότητας, δεδομένου ότι η συχνότητα της μερικής απασχόλησης διαφέρει σημαντικά μεταξύ χωρών και δραστηριοτήτων.

Ετήσιες πληροφορίες σχετικά με τις δαπάνες των νοικοκυριών είναι διαθέσιμες από τους εθνικούς λογαριασμούς που καταρτίζονται μέσω μακροοικονομικής προσέγγισης. Μια εναλλακτική πηγή για την ανάλυση των δαπανών των νοικοκυριών είναι η έρευνα για τον προϋπολογισμό των νοικοκυριών (HBS): οι πληροφορίες της έρευνας αυτής λαμβάνονται ζητώντας από τα νοικοκυριά να τηρούν ημερολόγιο των αγορών τους και είναι πολύ πιο αναλυτικές όσον αφορά την κάλυψη των προϊόντων και των υπηρεσιών, καθώς και των τύπων κοινωνικοοικονομικής ανάλυσης που δημοσιοποιούνται. Η HBS διεξάγεται και δημοσιεύεται μόνο κάθε πέντε χρόνια: το τελευταίο έτος αναφοράς για το οποίο υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία είναι το 2015, αν και (κατά τη στιγμή της σύνταξης του εγγράφου) δεν είναι ακόμη διαθέσιμα δεδομένα για δύο από τα κράτη μέλη της ΕΕ (Δανία και Γαλλία).

Πλαίσιο

Τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, οι κυβερνήσεις, οι κεντρικές τράπεζες, καθώς και άλλοι οικονομικοί και κοινωνικοί φορείς δημόσιου και ιδιωτικού τομέα χρειάζονται ένα σύνολο συγκρίσιμων και αξιόπιστων στατιστικών στοιχείων επί των οποίων θα βασίζουν τις αποφάσεις τους. Οι εθνικοί λογαριασμοί μπορούν να χρησιμοποιηθούν για διάφορους τύπους ανάλυσης και αξιολόγησης. Η χρήση διεθνώς αποδεκτών εννοιών και ορισμών καθιστά δυνατή την ανάλυση διαφορετικών οικονομιών, όπως τις αλληλεξαρτήσεις μεταξύ των οικονομιών των κρατών μελών της ΕΕ, ή μια σύγκριση μεταξύ της ΕΕ και τρίτων χωρών.

Επιχειρηματικός κύκλος και ανάλυση της μακροοικονομικής πολιτικής

Μια από τις κύριες χρήσεις των στοιχείων των εθνικών λογαριασμών συνδέεται με την ανάγκη να δοθεί υποστήριξη στις αποφάσεις της ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής και στην επίτευξη των στόχων της οικονομικής και νομισματικής ένωσης (ΟΝΕ) με υψηλής ποιότητας βραχυπρόθεσμες στατιστικές που καθιστούν δυνατή την παρακολούθηση των μακροοικονομικών εξελίξεων και τη διαμόρφωση συμβουλών για τη μακροοικονομική πολιτική. Για παράδειγμα, μια από τις βασικότερες και πιο μακροχρόνιες χρήσεις των εθνικών λογαριασμών είναι ο ποσοτικός προσδιορισμός του ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας, με απλά λόγια, της αύξησης του ΑΕΠ. Τα βασικά στοιχεία των εθνικών λογαριασμών χρησιμοποιούνται, ιδίως, για την ανάπτυξη και την παρακολούθηση μακροοικονομικών πολιτικών, ενώ τα λεπτομερή στοιχεία των εθνικών λογαριασμών μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν για την κατάρτιση τομεακών ή κλαδικών πολιτικών, ιδίως με ανάλυση των πινάκων εισροών-εκροών.

Από την αρχή της ΟΝΕ το 1999, η Eυρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (EΚΤ) είναι από τους κύριους χρήστες των εθνικών λογαριασμών. Η στρατηγική της ΕΚΤ για την εκτίμηση των κινδύνων για τη σταθερότητα των τιμών βασίζεται σε δύο αναλυτικές διαστάσεις, οι οποίες καλούνται «οι δύο πυλώνες»: οικονομική ανάλυση και νομισματική ανάλυση. Συνεπώς, ένας μεγάλος αριθμός νομισματικών και χρηματοοικονομικών δεικτών αξιολογείται σε σχέση με άλλα σχετικά στοιχεία που επιτρέπουν τον συνδυασμό νομισματικής, χρηματοοικονομικής και οικονομικής ανάλυσης, για παράδειγμα, τα κύρια συγκεντρωτικά μεγέθη των εθνικών λογαριασμών. Με τον τρόπο αυτό οι νομισματικοί και οι χρηματοοικονομικοί δείκτες μπορούν να αναλυθούν στο πλαίσιο της υπόλοιπης οικονομίας.

Η Γενική Διεύθυνση Οικονομικών και Χρηματοδοτικών Υποθέσεων παρακολουθεί τις οικονομικές εξελίξεις. Η ΕΕ έχει ετήσιο κύκλο συντονισμού των οικονομικών πολιτικών που καλείται Eυρωπαϊκό Εξάμηνο. Κάθε χρόνο, η Eυρωπαϊκή Επιτροπή διεξάγει λεπτομερή ανάλυση των σχεδίων των κρατών μελών της ΕΕ για δημοσιονομικές, μακροοικονομικές και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, και παρέχει συστάσεις ανά χώρα για τους επόμενους 12-18 μήνες.

Η Γενική Διεύθυνση Οικονομικών και Χρηματοδοτικών Υποθέσεων παρουσιάζει επίσης τις μακροοικονομικές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής forecasts τέσσερις φορές τον χρόνο (το φθινόπωρο, τον χειμώνα, την άνοιξη και το καλοκαίρι), σε συντονισμό με τον ετήσιο κύκλο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου. Οι προβλέψεις αυτές καλύπτουν όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ προκειμένου να εξαχθούν προβλέψεις για τη ζώνη του ευρώ και την ΕΕ, και συχνά περιλαμβάνουν επίσης προβλέψεις για τις υποψήφιες χώρες, καθώς και για ορισμένες τρίτες χώρες.

Η ανάλυση των δημόσιων οικονομικών μέσω των εθνικών λογαριασμών είναι άλλη μια καθιερωμένη χρήση αυτών των στατιστικών. Στο εσωτερικό της ΕΕ έχει αναπτυχθεί μια ειδική εφαρμογή σε σχέση με τα κριτήρια σύγκλισης για την ΟΝΕ, δύο από τα οποία αναφέρονται ευθέως στα δημόσια οικονομικά. Τα κριτήρια αυτά καθορίστηκαν με βάση τα στοιχεία των εθνικών λογαριασμών, δηλαδή του δημόσιου ελλείμματος και του δημόσιου χρέους σε σχέση με το ΑΕΠ· βλέπε το άρθρο για τις στατιστικές δημόσιων οικονομικών για περισσότερες πληροφορίες.

Περιφερειακές, διαρθρωτικές και τομεακές πολιτικές

Εκτός από την ανάλυση του οικονομικού κύκλου και της μακροοικονομικής πολιτικής, υπάρχουν άλλες χρήσεις των στοιχείων των ενωσιακών εθνικών και περιφερειακών λογαριασμών στις πολιτικές, ιδίως όσον αφορά περιφερειακά, διαρθρωτικά και τομεακά ζητήματα.

Η κατανομή των δαπανών για τα διαρθρωτικά ταμεία βασίζεται εν μέρει σε περιφερειακούς λογαριασμούς. Επιπλέον, οι περιφερειακές στατιστικές χρησιμοποιούνται για την εκ των υστέρων αξιολόγηση των αποτελεσμάτων της περιφερειακής πολιτικής και της πολιτικής συνοχής.

Η ενθάρρυνση της ανάπτυξης, της απασχόλησης και των επενδύσεων αποτελεί στρατηγική προτεραιότητα τόσο για την ΕΕ όσο και για τα κράτη μέλη. Για την υποστήριξη αυτών των στρατηγικών προτεραιοτήτων, εφαρμόζονται κοινές πολιτικές σε όλους τους τομείς της ενωσιακής οικονομίας, ενώ τα κράτη μέλη υλοποιούν τις δικές τους εθνικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διεξάγει οικονομικές αναλύσεις που συμβάλλουν στην ανάπτυξη της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΚΓΠ) με ανάλυση της αποδοτικότητας των διαφόρων μηχανισμών στήριξης της ΚΓΠ και με ανάπτυξη μακροπρόθεσμης προοπτικής. Σε αυτά περιλαμβάνονται έρευνα, αναλύσεις και εκτιμήσεις επιπτώσεων σχετικά με θέματα που αφορούν τη γεωργία και την αγροτική οικονομία στην ΕΕ και σε τρίτες χώρες, εν μέρει με τη χρήση των οικονομικών λογαριασμών της γεωργίας.

Ορισμός στόχων, συγκριτική ανάλυση και συνεισφορές

Οι πολιτικές στο εσωτερικό της ΕΕ θέτουν ολοένα και περισσότερο μεσοπρόθεσμους ή μακροπρόθεσμους στόχους, είτε δεσμευτικούς είτε όχι. Για κάποιους από αυτούς, το επίπεδο του ΑΕΠ χρησιμοποιείται ως παρονομαστής συγκριτικής ανάλυσης· για παράδειγμα, ο καθορισμός στόχου για τις δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη σε επίπεδο 3,00 % του ΑΕΠ (που είναι ένας από τους στόχους της στρατηγικής «Ευρώπη 2020»).

Οι εθνικοί λογαριασμοί χρησιμοποιούνται επίσης για τον καθορισμό των πόρων της ΕΕ, με τους βασικούς κανόνες που ορίζονται σε απόφαση του Συμβουλίου. Tο συνολικό ποσό των ιδίων πόρων που χρειάζονται για τη χρηματοδότηση του ενωσιακού προϋπολογισμού καθορίζεται από τις συνολικές δαπάνες μείον τα άλλα έσοδα, ενώ το ανώτατο μέγεθος των ιδίων πόρων συνδέεται με το ακαθάριστο εθνικό εισόδημα της ΕE.

Πέρα από τη χρήση τους για τον καθορισμό των δημοσιονομικών συνεισφορών στο εσωτερικό της ΕE, τα στοιχεία των εθνικών λογαριασμών χρησιμοποιούνται και για τον καθορισμό των συνεισφορών σε άλλους διεθνείς οργανισμούς, όπως τα Ηνωμένα Έθνη (ΟΗΕ). Οι συνεισφορές στον προϋπολογισμό του ΟΗΕ βασίζονται στο ακαθάριστο εθνικό εισόδημα μαζί με διάφορες προσαρμογές και όρια.

Αναλυτές και προγνώστες

Οι εθνικοί λογαριασμοί χρησιμοποιούνται επίσης ευρέως από τους αναλυτές και τους ερευνητές για να εξετάσουν την οικονομική κατάσταση και τις εξελίξεις. Οι κοινωνικοί εταίροι, όπως οι εκπρόσωποι των επιχειρήσεων (π.χ. εμπορικές ενώσεις) ή οι εκπρόσωποι των εργαζομένων (π.χ. συνδικαλιστικές οργανώσεις), δείχνουν επίσης ενδιαφέρον για τους εθνικούς λογαριασμούς για σκοπούς ανάλυσης των εξελίξεων που επηρεάζουν τις εργασιακές σχέσεις. Μεταξύ των λοιπών χρήσεων, οι ερευνητές και οι αναλυτές χρησιμοποιούν τους εθνικούς λογαριασμούς για ανάλυση του επιχειρηματικού κύκλου, ανάλυση των μακροχρόνιων οικονομικών κύκλων και σύνδεσή τους με τις οικονομικές, πολιτικές ή τεχνολογικές εξελίξεις.

Σημειώσεις

  1. Η ονομασία αυτή χρησιμοποιείται με επιφύλαξη των θέσεων ως προς το καθεστώς και συνάδει με την απόφαση 1244 (1999) του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών και τη γνώμη του Διεθνούς Δικαστηρίου σχετικά με τη διακήρυξη της ανεξαρτησίας του Κοσσυφοπεδίου.
  2. Πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι τα αριθμητικά στοιχεία για τις ΜΑΔ πρέπει να χρησιμοποιούνται για συγκρίσεις μεταξύ χωρών και όχι για χρονικές συγκρίσεις, δεδομένου ότι δεν μπορούν να θεωρηθούν χρονοσειρές για μεθοδολογικούς λόγους.

Direct access to

Other articles
Tables
Database
Dedicated section
Publications
Methodology
Visualisations




Κύρια μακροοικονομικά μεγέθη του ΑΕΠ (t_nama_10_ma)
Βοηθητικοί δείκτες (πληθυσμός, κατά κεφαλή ΑΕΠ και παραγωγικότητα) (t_nama_10_aux)
Βασικές κατανομές των κύριων μακροοικονομικών μεγεθών του ΑΕΠ και της απασχόλησης (κατά οικονομικό κλάδο και περιουσιακά στοιχεία) (t_nama_10_bbr)
Αναλυτικές κατανομές των κύριων μακροοικονομικών μεγεθών του ΑΕΠ (κατά οικονομικό κλάδο και σκοπό κατανάλωσης) (t_nama_10_dbr)
Περιφερειακοί οικονομικοί λογαριασμοί - EΣΛ 2010 (t_nama_10reg)
Κύρια μακροοικονομικά μεγέθη του ΑΕΠ (nama_10_ma)
Βοηθητικοί δείκτες (πληθυσμός, κατά κεφαλή ΑΕΠ και παραγωγικότητα) (nama_10_aux)
Βασικές κατανομές των κύριων μακροοικονομικών μεγεθών του ΑΕΠ και της απασχόλησης (κατά οικονομικό κλάδο και περιουσιακά στοιχεία) (nama_10_bbr)
Αναλυτικές κατανομές των κύριων μακροοικονομικών μεγεθών του ΑΕΠ (κατά οικονομικό κλάδο και σκοπό κατανάλωσης) (nama_10_dbr)
Κατανομές μη χρηματοπιστωτικών περιουσιακών στοιχείων κατά είδος, οικονομικό κλάδο και τομέα (nama_10_nfa)
Περιφερειακοί οικονομικοί λογαριασμοί (nama_10reg)

Αρχεία μεταδεδομένων ESMS

Εγχειρίδια μεθοδολογίας

Άλλες μεθοδολογικές πληροφορίες