Archive:Στατιστικές για την ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές
Δεδομένα του Ιανουαρίου 2019.
Προγραμματισμένη επικαιροποίηση του άρθρου: Μάιος 2020.
Highlights
Το παρόν άρθρο παρέχει πρόσφατα στατιστικά στοιχεία σχετικά με τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας περιλαμβάνουν την αιολική ενέργεια, την ηλιακή ενέργεια (θερμική, φωτοβολταϊκή και συμπυκνωμένη), την υδροηλεκτρική ενέργεια, την παλιρροϊκή ενέργεια, τη γεωθερμική ενέργεια, τη θερμότητα του περιβάλλοντος που απορροφάται από τις αντλίες θερμότητας, τα βιοκαύσιμα και το ανανεώσιμο τμήμα των αποβλήτων.
Η χρήση ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές έχει πολλά δυνητικά πλεονεκτήματα, όπως τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, τη διαφοροποίηση του ενεργειακού εφοδιασμού και τον περιορισμό της εξάρτησης από τις αγορές ορυκτών καυσίμων (ειδικότερα, πετρελαίου και φυσικού αερίου). Η ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας μπορεί επίσης να έχει τη δυνατότητα να τονώσει την απασχόληση στην ΕΕ, με τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης σε νέες «πράσινες» τεχνολογίες.
Full article
Η ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές που παράγεται στην ΕΕ αυξήθηκε κατά δύο τρίτα την περίοδο 2007-2017
Η παραγωγή πρωτογενούς ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές εντός της ΕΕ-28 το 2017 ήταν 226,5 εκατομμύρια τόνοι ισοδύναμου πετρελαίου (ΤΙΠ). Μεταξύ του 2007 και του 2017 η ποσότητα ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές που παρήχθη στην ΕΕ-28 αυξήθηκε συνολικά κατά 64,0 %, ποσοστό που ισοδυναμεί με μέση ετήσια αύξηση ύψους 5,1 %.
Από τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, η σημαντικότερη πηγή στην ΕΕ-28 ήταν το ξύλο και άλλα στερεά βιοκαύσιμα, αφού το 2017 αντιπροσώπευαν το 42,0 % της παραγωγής πρωτογενούς ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές (βλ. διάγραμμα 1). Για πρώτη φορά η αιολική ενέργεια είχε τη δεύτερη σημαντικότερη συμβολή στο ενεργειακό μείγμα από ανανεώσιμες πηγές (13,8 % του συνόλου), ακολουθούμενη από την υδροηλεκτρική ενέργεια (11,4 %). Παρά το γεγονός ότι τα επίπεδα παραγωγής τους παρέμειναν σχετικά χαμηλά, υπήρξε ιδιαίτερα ταχεία αύξηση της παραγωγής βιοαερίου, υγρών βιοκαυσίμων και ηλιακής ενέργειας, που αναλογούσαν αντίστοιχα στο 7,4 %, 6,7 % και 6,4 % του μεριδίου της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές που παρήχθη στην ΕΕ-28 το 2017. Η θερμότητα του περιβάλλοντος (που απορροφάται από τις αντλίες θερμότητας) και η γεωθερμική ενέργεια αναλογούσαν αντίστοιχα στο 5,0 % και στο 3,0 % του συνόλου, ενώ τα ανανεώσιμα απόβλητα αυξήθηκαν στο 4,4 %. Επί του παρόντος, καταγράφονται ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα παλιρροϊκής, κυματικής και ωκεάνιας ενέργειας. Μάλιστα, αυτές οι τεχνολογίες υπάρχουν κυρίως στη Γαλλία και στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Τα υψηλότερα ποσοστά διαθέσιμης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές καταγράφονται στη Λετονία και στη Σουηδία
Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας αντιστοιχούσαν στο 13,9 % του μεριδίου της ΕΕ-28 στην ακαθάριστη εγχώρια κατανάλωση ενέργειας το 2017. Το ξύλο και αλλά είδη στερεών βιοκαυσίμων εξακολουθούν να έχουν το μεγαλύτερο ποσοστό στη σύνθεση του μείγματος των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Η υδροηλεκτρική ενέργεια και το ξύλο αναλογούσαν στο 91,3 % το 1990. Ωστόσο, το συνδυασμένο σχετικό ποσοστό αύξησής τους ήταν έκτοτε σημαντικά χαμηλότερο από ό,τι άλλων πηγών. Κατά συνέπεια, το μερίδιο και των δύο μαζί μειώθηκε στο 53,4 % το 2017. Η εξέλιξη της ακαθάριστης εγχώριας κατανάλωσης ενέργειας των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας αποτυπώνεται στο γράφημα 2 (όπου η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας δεν είναι κανονικοποιημένη).
Η σημασία των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην ακαθάριστη εγχώρια κατανάλωση (βλ. πίνακα 1) ήταν σχετικά υψηλή στη Δανία (32,8 %) και στην Αυστρία (28,9 %). Υπερέβη το ένα τρίτο της εγχώριας κατανάλωσης στη Λετονία (42,5 %), στη Σουηδία (41,2 %) και στη Φινλανδία (34,7 %), όπως συνέβη και στη Νορβηγία (45,7 %).
Το μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην ακαθάριστη εγχώρια κατανάλωση δεν πρέπει να συγχέεται με το μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας (η οποία αποτελεί τον επίσημο δείκτη για την παρακολούθηση του στόχου για το 2020 που καθορίστηκε στην οδηγία 2009/28/ΕΚ σχετικά με την προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές). Οι ακριβείς ορισμοί της ακαθάριστης εγχώριας κατανάλωσης και της ακαθάριστης τελικής κατανάλωσης ενέργειας βρίσκονται στην ενότητα Πηγές και διαθεσιμότητα στοιχείων.
Η κατανάλωση ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές υπερδιπλασιάστηκε μεταξύ 2004 και 2017
Η ΕΕ επιδιώκει το 20 % της ακαθάριστης τελικής ενεργειακής κατανάλωσής της να προέρχεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειες έως το 2020. Ο στόχος αυτός επιμερίζεται μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ, και έχουν καταρτιστεί εθνικά σχέδια δράσης, για να χαραχθεί η πορεία προς την ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας σε κάθε κράτος μέλος. Στο διάγραμμα 3 εμφανίζονται τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία για το μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας, καθώς και οι στόχοι που έχουν καθοριστεί για το 2020. Στην ΕΕ-28 το μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας ήταν 17,5 % το 2017, έναντι 8,5 % το 2004.
Η θετική αυτή εξέλιξη ήταν αποτέλεσμα των νομικώς δεσμευτικών στόχων για αύξηση του μεριδίου της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, οι οποίοι τέθηκαν σε εφαρμογή με την οδηγία 2009/28/ΕΚ σχετικά με την προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές. Ενώ η ΕΕ στο σύνολό της βρίσκεται κοντά στην επίτευξη των στόχων που έχει θέσει για το 2020, ορισμένα κράτη μέλη θα χρειαστεί να καταβάλουν επιπλέον προσπάθειες προκειμένου να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους όσον αφορά τους δύο βασικούς στόχους: το συνολικό μερίδιο ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας (βλ. σχήμα 3) και το συγκεκριμένο μερίδιο ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στον τομέα των μεταφορών (βλ. γράφημα 4).
Μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ, η Σουηδία κατέγραψε, το 2017, με διαφορά το υψηλότερο ποσοστό (54,5 %) ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στην τελική κατανάλωση ενέργειας, ξεπερνώντας τη Φινλανδία (41,0 %), τη Λετονία (39,0 %), τη Δανία (35,8 %) και την Αυστρία (32,6 %). Στο άλλο άκρο της κλίμακας, τα χαμηλότερα ποσοστά ανανεώσιμων πηγών καταγράφηκαν στο Λουξεμβούργο (6,4 %), στις Κάτω Χώρες (6,6 %), στη Μάλτα (7,2 %), στο Βέλγιο (9,1 %), στην Κύπρο (9,9 %) και στο Ηνωμένο Βασίλειο (10,2 %). Σε σύγκριση με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία για το 2017, οι στόχοι για τη Γαλλία, τις Κάτω Χώρες και την Ιρλανδία επιβάλλουν σε καθένα από τα εν λόγω κράτη μέλη να αυξήσει το μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών στην τελική του κατανάλωση ενέργειας κατά τουλάχιστον 5,0 εκατοστιαίες μονάδες. Αντίθετα, έντεκα κράτη μέλη είχαν ήδη υπερβεί τον στόχο τους για το 2020· αυτό συνέβη σε ιδιαίτερα μεγάλο βαθμό στην Κροατία, τη Σουηδία, τη Δανία και την Εσθονία.
Στον πίνακα 2 περιλαμβάνονται στοιχεία για όλες τις χώρες που υποβάλλουν δεδομένα, καθώς και οι τιμές της ενδεικτικής πορείας.
Το μερίδιο της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές αποτελείται από τρεις διαφορετικές συνιστώσες: το μερίδιο της ηλεκτρικής ενέργειας, το μερίδιο της θέρμανσης και της ψύξης και το μερίδιο του τομέα των μεταφορών. Οι υπόλοιπες στατιστικές διαπιστώσεις του παρόντος άρθρου αφορούν τις εξελίξεις σε κάθε μία από αυτές τις συνιστώσεις από το 1990 έως το 2017.
Η αιολική ενέργεια καθίσταται η σημαντικότερη ανανεώσιμη πηγή ηλεκτρικής ενέργειας
Το 2017 η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές αναλογούσε σε περισσότερο από το ένα τέταρτο (30,7 %) της συνολικήςακαθάριστης κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας της ΕΕ-28. Η αιολική ενέργεια αποτελεί, για πρώτη φορά, τη σημαντικότερη πηγή ενέργειας, ακολουθούμενη σε μικρή απόσταση από την υδροηλεκτρική ενέργεια (βλ. διάγραμμα 5).
Οι λογιστικοί κανόνες της οδηγίας 2009/28/ΕΚ ορίζουν ότι η ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από υδροηλεκτρική και αιολική ενέργεια πρέπει να είναι κανονικοποιημένη, ώστε να συνυπολογίζονται οι ετήσιες κλιματικές διακυμάνσεις (η υδροηλεκτρική ενέργεια είναι κανονικοποιημένη τα τελευταία 15 έτη και η αιολική ενέργεια τα τελευταία 5 έτη). Η αύξηση της ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές την περίοδο 2007-2017 αντικατοπτρίζει, σε μεγάλο βαθμό, την αύξηση που διαπιστώθηκε σε όλη την ΕΕ όσον αφορά τρεις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας: πρωτίστως την αιολική ενέργεια, αλλά και την ηλιακή ενέργεια και τα στερεά βιοκαύσιμα (συμπεριλαμβανομένων των ανανεώσιμων αποβλήτων). Το 2017 η υδροηλεκτρική ενέργεια αντικαταστάθηκε για πρώτη φορά από την αιολική ενέργεια ως η μεγαλύτερη πηγή ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στην ΕΕ-28. Πράγματι, η ποσότητα της ηλεκτρικής ενέργειας που παρήχθη από υδροηλεκτρική ενέργεια ήταν σχετικά παρόμοια με το επίπεδο που είχε καταγραφεί πριν από μία δεκαετία. Αντιθέτως, η ποσότητα της ενέργειας που παρήχθη στην ΕΕ-28 από τον ήλιο και τις ανεμογεννήτριες ήταν 31,6 και 3,5 φορές υψηλότερη το 2017 απ’ ό,τι το 2007. Ως εκ τούτου, το 2017 το μερίδιο της αιολικής και της ηλιακής ενέργειας στη συνολική ποσότητα της ηλεκτρικής ενέργειας που παρήχθη από ανανεώσιμες πηγές αυξήθηκε σε 37,2 % και 12,3 %, αντίστοιχα. Η αύξηση της ηλεκτρικής ενέργειας από ηλιακή ενέργεια υπήρξε ραγδαία, αφού ήταν μόλις 3,8 TWh το 2007, ξεπέρασε τη γεωθερμική ενέργεια το 2008 και έφθασε σε 119,5 TWh το 2017. Κατά τη διάρκεια αυτών των 10 ετών, η συμβολή της ηλιακής ενέργειας στο σύνολο της ηλεκτρικής ενέργειας που παρήχθη στην ΕΕ-28 από ανανεώσιμες πηγές αυξήθηκε από 0,7 % σε 12,3 %.
Υπάρχουν σημαντικές αποκλίσεις μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ. Στην Αυστρία (72,2 %), στη Σουηδία (65,9 %) και στη Δανία (60,4 %) τουλάχιστον τα τρία πέμπτα της συνολικής ηλεκτρικής ενέργειας που καταναλώθηκε προέρχονταν από ανανεώσιμες πηγές —σε μεγάλο βαθμό, ως αποτέλεσμα της υδροηλεκτρικής ενέργειας και των στερεών βιοκαυσίμων—, ενώ περισσότερο από το ήμισυ της ηλεκτρικής ενέργειας που καταναλώθηκε στην Πορτογαλία (54,2 %) και στη Λετονία (54,4 %) προερχόταν από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Από την άλλη πλευρά, στην Κύπρο, την Ουγγαρία, το Λουξεμβούργο και τη Μάλτα το μερίδιο της ηλεκτρικής ενέργειας που παρήχθη από ανανεώσιμες πηγές ήταν μικρότερο από 10 % (βλ. πίνακα 3).
Σχεδόν το ένα πέμπτο της ενέργειας που χρησιμοποιείται για θέρμανση και ψύξη προέρχεται από ανανεώσιμες πηγές
Το 2017 η ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές αντιπροσώπευε το 19,5 % της συνολικής ενέργειας που χρησιμοποιήθηκε για θέρμανση και ψύξη στην ΕΕ-28. Το ποσοστό αυτό συνιστά σημαντική αύξηση από το 10,4 % το 2004. Η αυξημένη χρήση ενέργειας στους βιομηχανικούς κλάδους, τις υπηρεσίες και τα νοικοκυριά (κατασκευαστικός τομέας) συνέβαλε στην αύξηση αυτού του ποσοστού. Η αεροθερμική, η γεωθερμική και η υδροθερμική ενέργεια που απορροφάται από αντλίες θερμότητας λαμβάνεται υπόψη, στον βαθμό που έχουν έχει δηλωθεί από τις χώρες. Το μερίδιο της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στον τομέα της θέρμανσης και της ψύξης παρουσιάζεται στον πίνακα 4.
Το 7,6% της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές χρησιμοποιήθηκε στις δραστηριότητες του τομέα των μεταφορών το 2016
Η ΕΕ συμφώνησε να καθορίσει ως κοινό στόχο το μερίδιο της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές (συμπεριλαμβανομένων των υγρών βιοκαυσίμων, του υδρογόνου, του βιομεθανίου, της «πράσινης» ηλεκτρικής ενέργειας κ.λπ.) να ανέρχεται στο 10 % στον τομέα των μεταφορών έως το 2020.
Το μέσο μερίδιο της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στις μεταφορές αυξήθηκε από 1,4 % το 2004 σε 7,6 % το 2017. Μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ το σχετικό μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην κατανάλωση καυσίμων μεταφορών κυμάνθηκε από 38,6 % στη Σουηδία, 18,8 % στη Φινλανδία και 9,7 % στην Αυστρία έως λιγότερο από 2,0 % στην Κροατία, την Ελλάδα και την Εσθονία (βλ. διάγραμμα 2).
Σε ορισμένα κράτη μέλη της ΕΕ σημειώθηκε ταχεία ανταπόκριση όσον αφορά τη χρήση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας ως καυσίμου μεταφορών. Αυτό συνέβη κυρίως στην Ιρλανδία, το Λουξεμβούργο, τη Μάλτα, τη Φινλανδία και τη Σουηδία.
Περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με το μερίδιο της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στον τομέα των μεταφορών περιλαμβάνονται στον πίνακα 5.
Στον τομέα των μεταφορών η ευρύτερα χρησιμοποιούμενη πηγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές είναι τα υγρά βιοκαύσιμα, που συνήθως είναι αναμειγμένα με ορυκτά καύσιμα. Στο διάγραμμα 6 παρουσιάζεται η εξέλιξη της παραγωγής υγρών βιοκαυσίμων στην Ευρωπαϊκή Ένωση τα τελευταία έτη.
Λόγω του δεσμευτικού στόχου για το 2020, η παραγωγή υγρών βιοκαυσίμων στην ΕΕ έχει αυξηθεί σημαντικά, δεδομένου ότι το βιοντίζελ είναι το υγρό βιοκαύσιμο με τη μεγαλύτερη παραγωγή, μετά τη βιοβενζίνη και άλλα υγρά βιοκαύσιμα.
Πηγή δεδομένων για πίνακες και γραφήματα
- Renewable energy: tables and figures (στα αγγλικά)
Πηγές δεδομένων
Τα στατιστικά στοιχεία που παρουσιάζονται στο παρόν άρθρο βασίζονται σε στοιχεία που συλλέχθηκαν σύμφωνα με τους λογιστικούς κανόνες που ορίζονται στην οδηγία 2009/28/ΕΚ σχετικά με την προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και υπολογίζονται με βάση τις στατιστικές ενέργειας που καλύπτονται από τον κανονισμό 1099/2008 για τις στατιστικές ενέργειας, ο οποίος τροποποιήθηκε τελευταία τον Νοέμβριο του 2017 με τον κανονισμό 2017/2010.
Τα πλέον πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία σχετικά με το μερίδιο ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές αφορούν το έτος αναφοράς 2017. Υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία για όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ, καθώς και για την Αλβανία, το Μαυροβούνιο, τη Σερβία, την Τουρκία, το Κοσσυφοπέδιο [1] και τη Βόρεια Μακεδονία. Σε γενικές γραμμές, τα στοιχεία είναι πλήρη, πρόσφατα και αξιόπιστα συγκρίσιμα μεταξύ των χωρών.
Το μερίδιο της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας προσδιορίζεται ως βασικός δείκτης για τη μέτρηση της προόδου στο πλαίσιο της στρατηγικής «Ευρώπη 2020» για έξυπνη, βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη. Ο δείκτης αυτός μπορεί να θεωρηθεί ως εκτίμηση για τους σκοπούς της παρακολούθησης της οδηγίας 2009/28/ΕΚ σχετικά με την προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές. Ωστόσο, το στατιστικό σύστημα ορισμένων χωρών για συγκεκριμένες τεχνολογίες ανανεώσιμων πηγών ενέργειας δεν έχει ακόμη αναπτυχθεί πλήρως, ώστε να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της εν λόγω οδηγίας· π.χ. πολλές χώρες δεν δηλώνουν τη θερμική ενέργεια περιβάλλοντος για τις αντλίες θερμότητας.
Όλοι οι υπολογισμοί λαμβάνουν υπόψη ειδικές διατάξεις της οδηγίας 2009/28/ΕΚ μετά την τροποποίησή της με την οδηγία (ΕΕ) 2015/1513 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, για την τροποποίηση της οδηγίας 98/70/ΕΚ σχετικά με την ποιότητα των καυσίμων βενζίνης και ντίζελ και για την τροποποίηση της οδηγίας 2009/28/ΕΚ σχετικά με την προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές.
Ένα σημαντικό ζήτημα που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την ερμηνεία των στοιχείων είναι οι στατιστικές αναθεωρήσεις. Τα τελευταία στοιχεία για το 2005 δείχνουν μια μικρή διακύμανση σε σχέση με τα δεδομένα που ήταν διαθέσιμα κατά την εκπόνηση και την έκδοση της οδηγίας την περίοδο 2007-2008. Οι αλλαγές οφείλονται στις αναθεωρήσεις των συνόλων δεδομένων που διαβιβάζονται από τις χώρες που υποβάλλουν στοιχεία στο πλαίσιο των απαντήσεών τους στα ετήσια ερωτηματολόγια σχετικά με την ενέργεια. Λόγω της αναθεώρησης των στοιχείων σχετικά με την κατανάλωση βιομάζας στα νοικοκυριά, τα επικαιροποιημένα στοιχεία για την Κροατία δείχνουν ότι η κατανάλωση ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές υπερέβαινε τον στόχο της χώρας για το 2020 ήδη από το 2004 (το πρώτο έτος για το οποίο υπάρχουν διαθέσιμες τιμές). Όμως η Κροατία δεν είναι η μόνη περίπτωση. Ως αποτέλεσμα της οδηγίας για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, οι χώρες παρακολουθούν πολύ στενότερα τις ροές των βασικών προϊόντων από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας εντός των οικονομιών τους. Πολύ σημαντική είναι η κατανάλωση βιομάζας, για την οποία οι χώρες δρομολογούν νέες λεπτομερέστερες έρευνες ικανές να αποτυπώνουν περισσότερα στοιχεία σχετικά με την τελική κατανάλωση ενέργειας από βιομάζα. Κατά συνέπεια, αρκετές χώρες αναθεωρούν τα στοιχεία τους, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση του μεριδίου τους όσον αφορά την ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές (π.χ. Κροατία, Γαλλία, Λιθουανία και Ουγγαρία).
Η ακαθάριστη εγχώρια κατανάλωση ενέργειας συνιστά τη συνολική ποσότητα των ενεργειακών πόρων που χρησιμοποιούνται για όλους τους σκοπούς.
Η διαθέσιμη ενέργεια για τελική κατανάλωση συνιστά τη συνολική ποσότητα των ενεργειακών πόρων που έχουν στη διάθεσή τους οι καταναλωτές (ιδιώτες και εμπορικός και βιομηχανικός τομέας). Εξαιρείται η ενέργεια που χρησιμοποιείται για μεταποιητικές διεργασίες (π.χ. μονάδες ηλεκτροπαραγωγής, διυλιστήρια καυσίμων, υψικάμινοι). Περιλαμβάνει επίσης τα ενεργειακά προϊόντα που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για μη ενεργειακούς σκοπούς (π.χ. σε χημικές διεργασίες).
Στην οδηγία 2009/28/ΕΚ για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, η ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας ορίζεται ως τα ενεργειακά βασικά προϊόντα που παραδίδονται για ενεργειακούς σκοπούς στη βιομηχανία, στις μεταφορές, στα νοικοκυριά, στις υπηρεσίες (συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων υπηρεσιών), στη γεωργία, στη δασοκομία και στην αλιεία, συμπεριλαμβανομένης της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας και θερμότητας από τον ενεργειακό κλάδο για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και θερμότητας, και συμπεριλαμβανομένων των απωλειών ηλεκτρικής ενέργειας και θερμότητας κατά τη διανομή και τη μεταφορά.
Η παραγωγή ενέργειας από μη ανανεώσιμα αστικά απόβλητα αφαιρέθηκε από τη συμβολή της βιομάζας στην παραγωγή θερμότητας και ηλεκτρικής ενέργειας. Η κατανάλωση για μεταφορά μέσω αγωγών συμπεριλήφθηκε στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας, σύμφωνα με την τομεακή ταξινόμηση του κανονισμού για τις στατιστικές ενέργειας. Για να βελτιωθεί η ακρίβεια και η συνέπεια με τις εθνικές στατιστικές κατά τον υπολογισμό των μεριδίων ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, χρησιμοποιήθηκαν εθνικές θερμογόνες δυνάμεις, όπου ήταν διαθέσιμες, με σκοπό τη μετατροπή των ποσοτήτων όλων των ενεργειακών προϊόντων σε μονάδες ενέργειας, αντί των προκαθορισμένων θερμογόνων δυνάμεων.
Η Επιτροπή μόλις πρόσφατα κατάρτισε οριστικές κατευθυντήριες γραμμές για τον καταλογισμό της παραγωγής ενέργειας από αντλίες θερμότητας. Ορισμένες χώρες δεν έχουν ακόμη βελτιώσει το εθνικό τους στατιστικό σύστημα ώστε να αποτυπώνει πλήρως όλες τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (π.χ. την ανανεώσιμη ενέργεια όσον αφορά τις αντλίες θερμότητας). Παρά την έλλειψη εγκεκριμένης στατιστικής μεθοδολογίας κατά τη στιγμή της συλλογής των στοιχείων και για λόγους πληρότητας, η συμβολή της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές από αντλίες θερμότητας συνυπολογίστηκε στις περιπτώσεις που οι χώρες που υπέβαλαν στοιχεία είχαν υποβάλει επαρκείς πληροφορίες. Για τους λόγους αυτούς, υπάρχουν κάποιες μικρές διαφορές μεταξύ των στοιχείων που χρησιμοποιήθηκαν για το παρόν άρθρο και των στοιχείων που δημοσιεύθηκαν στα ισοζύγια ενέργειας.
Οι στατιστικές ενέργειας και τα ισοζύγια ενέργειας που διατίθενται από την Eurostat δεν κάνουν διάκριση μεταξύ βιώσιμων και μη βιώσιμων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Ο διαχωρισμός αυτός είναι εφικτός με το λογιστικό εργαλείο SHARES ([2]), που αναπτύχθηκε από την Eurostat και στο πλαίσιο του οποίου οι χώρες που υποβάλλουν στοιχεία πρέπει να παρέχουν συμπληρωματικές σχετικές πληροφορίες. Κατά συνέπεια, πρέπει να υπομνησθεί, εκτός αν αναφέρεται ρητώς, ότι οι ανανεώσιμες πηγές περιλαμβάνουν όλες τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, τόσο εκείνες που ανταποκρίνονται στα κριτήρια αειφορίας όσο και εκείνες που δεν συμμορφώνονται με τα κριτήρια αυτά.
Στοιχεία για την περίοδο 2004-2010: Η οδηγία 2009/28/ΕΚ δεν είχε εκδοθεί ακόμα ή είχε εκδοθεί πολύ πρόσφατα. Δεν είχε μεταφερθεί στην εθνική νομοθεσία των περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών. Οι τιμές κατά τα έτη αυτά δεν χρησιμοποιούνται για τη μέτρηση της συμμόρφωσης της νομοθεσίας με την ενδεικτική πορεία που καθορίζεται στο μέρος Β του παραρτήματος Ι της οδηγίας. Η οδηγία 2009/28/ΕΚ για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας ορίζει ότι μόνο τα βιοκαύσιμα και τα βιορευστά που πληρούν τα κριτήρια αειφορίας θα πρέπει να προσμετρώνται για την επίτευξη των στόχων. Αποφασίστηκε ότι, για την περίοδο 2004-2010, όλα τα βιοκαύσιμα και βιορευστά θα συνυπολογίζονται στον αριθμητή του μεριδίου της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές.
Στοιχεία για το 2011 και μετά: Η συμμόρφωση με το άρθρο 17 («Κριτήρια αειφορίας για τα βιοκαύσιμα και τα βιορευστά») πρέπει να αξιολογείται σε σχέση με το άρθρο 18 («Επαλήθευση της τήρησης των κριτηρίων αειφορίας για τα βιοκαύσιμα και τα βιορευστά»). Από το έτος αναφοράς 2011, οι χώρες πρέπει να δηλώνουν ως συμμορφούμενα μόνο τα βιοκαύσιμα και τα βιορευστά των οποίων η συμμόρφωση τόσο με το άρθρο 17 όσο και με το άρθρο 18 μπορεί να αποδειχθεί πλήρως. Μόνο τα δηλωμένα και συμμορφούμενα βιοκαύσιμα και βιορευστά συνυπολογίζονται στα αντίστοιχα μερίδια των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Σε ορισμένες χώρες η κατανάλωση βιοκαυσίμων και βιορευστών κατά την περίοδο 2011-2015 δεν είχε πιστοποιηθεί ως συμμορφούμενη (αειφόρος) λόγω της καθυστερημένης εφαρμογής της οδηγίας 2009/28/ΕΚ. Ενώ από το 2004 το συνολικό μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας αυξάνεται, μεταξύ 2010 και 2011 μειώθηκε όσον αφορά τις μεταφορές. Αυτό μπορεί να αποδοθεί εν μέρει στην ολοσχερή απουσία συμμορφούμενων βιοκαυσίμων που δηλώθηκαν από αρκετές χώρες της ΕΕ (οι χώρες πράγματι δήλωσαν κάποια χρήση βιοκαυσίμων, αλλά κανένα ή πολύ λίγα από αυτά ήταν συμμορφούμενα το 2011). Δεδομένου ότι ορισμένες χώρες δεν έχουν ακόμη εφαρμόσει πλήρως όλες τις διατάξεις της οδηγίας για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, ορισμένα βιοκαύσιμα και βιορευστά δεν λογίζονται ως συμμορφούμενα (αειφόρα) την περίοδο 2011-2015.
Το μερίδιο της ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ορίζεται ως ο λόγος της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές και της ακαθάριστης εθνικής κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας. Όπως ορίζεται στην οδηγία 2009/28/ΕΚ για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, η ακαθάριστη τελική κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές είναι η ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Αυτό περιλαμβάνει τις υδροηλεκτρικές μονάδες (με εξαίρεση την ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από υδροηλεκτρικούς σταθμούς με συστήματα αποθήκευσης μέσω της άντλησης νερού που έχει προηγουμένως αντληθεί στον άνω ταμιευτήρα), καθώς και την ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από στερεά βιοκαύσιμα/απόβλητα, αιολική ενέργεια, ηλιακή ενέργεια και γεωθερμία. Η οδηγία απαιτεί επίσης να εξομαλυνθεί η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από υδροηλεκτρική και αιολική ενέργεια. Δεδομένης της απαίτησης 15ετούς εξομάλυνσης για την παραγωγή υδροηλεκτρικής ενέργειας και βάσει της διαθεσιμότητας των στατιστικών ενέργειας (για την ΕΕ-28, από το 1990), δεν είναι ακόμη διαθέσιμες μακροχρόνιες σειρές στοιχείων για τον συγκεκριμένο δείκτη.
Για να υπολογιστεί το μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στον τομέα της θέρμανσης και της ψύξης, η τελική κατανάλωση ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ορίζεται ως η τελική κατανάλωση ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στη βιομηχανία, τα νοικοκυριά, τις υπηρεσίες, τη γεωργία, τη δασοκομία και την αλιεία για τη θέρμανση και την ψύξη, καθώς και η τηλεθέρμανση που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές. Η συνολική τελική κατανάλωση ενέργειας για τη θέρμανση και την ψύξη είναι η τελική κατανάλωση όλων των βασικών ενεργειακών προϊόντων, εκτός από την ηλεκτρική ενέργεια, για σκοπούς άλλους από τις μεταφορές, συν η κατανάλωση θερμότητας για ίδια χρήση σε σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και θερμότητας και οι θερμικές απώλειες σε δίκτυα. Για λεπτομερέστερο ορισμό, βλ. SHARES tool manual (στα αγγλικά).
Το μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην κατανάλωση καυσίμων στον τομέα των μεταφορών υπολογίζεται με βάση τις στατιστικές ενέργειας, σύμφωνα με τη μεθοδολογία που περιγράφεται στην οδηγία 2009/28/ΕΚ. Η συμβολή όλων των υγρών βιοκαυσίμων συνεκτιμάται στον υπολογισμό για τον συγκεκριμένο δείκτη έως το 2010. Από το 2011, τα στοιχεία για τα υγρά βιοκαύσιμα στις μεταφορές περιορίζονται μόνο στα υγρά βιοκαύσιμα που πληρούν τους όρους της οδηγίας 2009/28/ΕΚ (με άλλα λόγια, τα κριτήρια αειφορίας).
Πλαίσιο
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει καταρτίσει αρκετές ενεργειακές στρατηγικές για μια πιο ασφαλή και βιώσιμη οικονομία χαμηλών ανθρακούχων εκπομπών. Η χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, πέρα από την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής μέσω της μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, είναι πιθανό ότι θα οδηγήσει σε μεγαλύτερη ασφάλεια και διαφοροποίηση του ενεργειακού εφοδιασμού, θα μειώσει την ατμοσφαιρική ρύπανση και θα δώσει δυνατότητα να δημιουργηθούν θέσεις απασχόλησης στον τομέα του περιβάλλοντος και των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.
Η δέσμη μέτρων για το κλίμα και την ενέργεια με ορίζοντα το 2020, η οποία εγκρίθηκε τον Δεκέμβριο του2008, παρείχε επιπλέον κίνητρα προκειμένου να αυξηθεί η χρήση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στο 20 % της συνολικής κατανάλωσης ενέργειας έως το 2020, ενώ παράλληλα ζητούσε τη μείωση της ενεργειακής κατανάλωσης και των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 20 %. Η οδηγία 2009/28/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές θέτει συνολικό στόχο για ολόκληρη την ΕΕ, σύμφωνα με τον οποίο, μέχρι το 2020, ποσοστό 20 % της ενεργειακής κατανάλωσης και ποσοστό 10 % των καυσίμων που χρησιμοποιούνται στον τομέα των μεταφορών πρέπει να προέρχονται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Η οδηγία αλλάζει το νομικό πλαίσιο για την προώθηση της ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, απαιτεί εθνικά σχέδια δράσης όπου θα αποτυπώνεται ο τρόπος με τον οποίο θα αναπτυχθούν οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας σε κάθε κράτος μέλος της ΕΕ, δημιουργεί μηχανισμούς συνεργασίας και θεσπίζει κριτήρια αειφορίας για τα ρευστά βιοκαύσιμα (έπειτα από τις ανησυχίες που εκφράστηκαν σχετικά με τις δυνητικά αρνητικές συνέπειες στις τιμές των καλλιεργειών, στον εφοδιασμό τροφίμων, στην προστασία των δασών, στη βιοποικιλότητα, καθώς και στους υδάτινους και εδαφικούς πόρους). Τον Ιούλιο του 2014 υποβλήθηκε έκθεση σχετικά με τη βιωσιμότητα των στερεών και αέριων βιοκαυσίμων που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, θερμότητας και ψύξης [SWD(2014) 259].
Στις 6 Ιουνίου 2012 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε ανακοίνωση με τίτλο «Ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές: σημαντικός παράγοντας στην ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας» [COM(2012) 271 final], στην οποία παρουσιάζονται αδρομερώς οι επιλογές όσον αφορά την κατάρτιση πολιτικής για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας για την περίοδο μετά το 2020. Η ανακοίνωση ζητούσε επίσης πιο συντονισμένη ευρωπαϊκή προσέγγιση όσον αφορά τη θέσπιση και τη μεταρρύθμιση των καθεστώτων στήριξης, καθώς και την αυξημένη χρήση της εμπορίας ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ. Τον Ιανουάριο του 2014 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε μια σειρά ενεργειακών και κλιματικών στόχων για το 2030, με σκοπό να ενθαρρυνθούν οι ιδιωτικές επενδύσεις σε υποδομές και τεχνολογίες χαμηλών ανθρακούχων εκπομπών. Ένας από τους βασικούς στόχους που προτείνονται είναι να αυξηθεί το μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας τουλάχιστον στο 27 % έως το 2030. Οι στόχοι αυτοί εκλαμβάνονται ως ένα βήμα προς την επίτευξη των στόχων ως προς τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου για το 2050 οι οποίοι καθορίζονται στο έγγραφο «Χάρτης πορείας για τη μετάβαση σε μια ανταγωνιστική οικονομία χαμηλών επιπέδων ανθρακούχων εκπομπών το 2050» [COM(2011) 112 τελικό].
Μία από τις 10 προτεραιότητες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που υποβλήθηκαν το 2014 είναι η Ενεργειακή Ένωση. Στόχος είναι η ευρωπαϊκή ενεργειακή ένωση να εγγυάται ασφαλή, βιώσιμη, ανταγωνιστική και οικονομικά προσιτή ενέργεια. Τον Φεβρουάριο του 2015 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε τα σχέδιά της στην ανακοίνωση με τίτλο «Στρατηγική-πλαίσιο για μια ανθεκτική Ενεργειακή Ένωση με μακρόπνοη πολιτική για την κλιματική αλλαγή» [COM(2015) 80 final]. Η εν λόγω ανακοίνωση προτείνει η στρατηγική να εκτείνεται σε πέντε άξονες, ένας εκ των οποίων είναι η απαλλαγή της οικονομίας από τις ανθρακούχες εκπομπές.
Στις 11 Δεκεμβρίου 2018 η ΕΕ εξέδωσε την οδηγία 2018/2001/ΕΕ σχετικά με την προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές. Το νέο ρυθμιστικό πλαίσιο περιλαμβάνει έναν δεσμευτικό στόχο για την ΕΕ όσον αφορά τη χρήση ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές το 2030, η οποία θα πρέπει να ανέρχεται στο 32 % με ρήτρα αναθεώρησης προς τα πάνω έως το 2023. Αυτό αναμένεται ότι θα συμβάλει σημαντικά στην πολιτική προτεραιότητα της Επιτροπής, όπως προσδιορίστηκε από τον πρόεδρο κ. Γιούνκερ το 2014: η Ευρωπαϊκή Ένωση να κατακτήσει την πρώτη θέση στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Αυτό θα δώσει τη δυνατότητα στην Ευρώπη να διατηρήσει τον ηγετικό της ρόλο όσον αφορά την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, τη μετάβαση σε καθαρές μορφές ενέργειας και την επίτευξη των στόχων που καθορίζονται στη συμφωνία του Παρισιού.
Direct access to
- Calculation methodologies for the share of renewables in energy consumption (στα αγγλικά)
- Energy statistics introduced (στα αγγλικά)
- Energy statistics - an overview (στα αγγλικά)
- Electricity production, consumption and market overview (στα αγγλικά)
- Παραγωγή και εισαγωγές ενέργειας
- The EU in the world - energy (στα αγγλικά)
- Shedding light on energy in the EU — A guided tour of energy statistics (digital publication) — έκδοση 2018 (στα αγγλικά)
- Energy balance sheets — 2017 data — έκδοση 2018 (στα αγγλικά)
- Energy, transport and environment indicators — έκδοση 2018 (στα αγγλικά)
- Energy (t_nrg), βλ.:
- Energy statistics - main indicators (t_nrg_ind)
- Energy statistics - quantities (t_nrg_quant)
- Energy Statistics Manual (στα αγγλικά)
- Energy statistics — quantities (ESMS metadata file — nrg_quant_esms) (στα αγγλικά)
- Share of energy from renewable sources (nrg_ind_ren) (ESMS metadata file — nrg_ind_ren_esms) (στα αγγλικά)
- EURObserv'ER
- Ευρωπαϊκή Επιτροπή — Γενική Διεύθυνση Ενέργειας — Ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (στα αγγλικά)
- Europe's EnergyPortal (στα αγγλικά)
- Διεθνής Οργανισμός Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (στα αγγλικά)
- Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (ΔΟΕ) — Ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (στα αγγλικά)
- Concerted Action on Renewable Energy Sources Directive (στα αγγλικά)
Σημειώσεις
- ↑ Η ονομασία αυτή χρησιμοποιείται με επιφύλαξη των θέσεων ως προς το καθεστώς και συνάδει με την ΑΣΑΗΕ 1244/1999 και τη γνώμη του ΔΔ σχετικά με τη διακήρυξη της ανεξαρτησίας του Κοσσυφοπεδίου.
- ↑ SHARES tool