Statistics Explained

Archive:Παραγωγή και εισαγωγές ενέργειας

Revision as of 11:14, 16 November 2018 by EXT-A-Redpath (talk | contribs)


Στοιχεία Ιουλίου 2018.

Προγραμματισμένη επικαιροποίηση του άρθρου: Δεκέμβριος 2019.

Highlights

Η παραγωγή πρωτογενούς ενέργειας στην ΕΕ ήταν κατά 15 % χαμηλότερη το 2016 σε σχέση με μία δεκαετία νωρίτερα.
Η Ρωσία ήταν ο μεγαλύτερος προμηθευτής της ΕΕ σε αργό πετρέλαιο, φυσικό αέριο και στερεά καύσιμα το 2016.
[[File:Development of the production of primary energy_EU-28_2006-2016.xlsx]]

Development of the production of primary energy (by fuel type), EU-28, 2006-2016


Η εξάρτηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) από τις εισαγωγές ενέργειας —ιδίως πετρελαίου και, πιο πρόσφατα, φυσικού αερίου— αποτελεί τη βάση στην οποία στηρίζονται οι προβληματισμοί για την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού. Το παρόν άρθρο εξετάζει την παραγωγή πρωτογενούς ενέργειας εντός της ΕΕ και, ως αποτέλεσμα της υστέρησης της παραγωγής έναντι της κατανάλωσης, την αυξανόμενη εξάρτηση της ΕΕ από τις εισαγωγές ενέργειας από τρίτες χώρες. Πράγματι, το 2016 περισσότερο από το ήμισυ (53,6 %) της ακαθάριστης εγχώριας κατανάλωσης ενέργειας της ΕΕ-28 καλύφθηκε από εισαγόμενες πηγές.

Full article

Η παραγωγή πρωτογενούς ενέργειας μειώθηκε την περίοδο 2006-2016

Το 2016 η παραγωγή πρωτογενούς ενέργειας στην ΕΕ-28 ανήλθε συνολικά σε 755 εκατομμύρια τόνους ισοδύναμου πετρελαίου (ΤΙΠ) — βλ. πίνακα 1. Ήταν κατά 1,6 % χαμηλότερη από το προηγούμενο έτος και διατήρησε τη γενικά πτωτική πορεία που παρατηρούνταν τα τελευταία χρόνια, με εξαίρεση κυρίως το 2010, όταν η παραγωγή ανέκαμψε μετά τη σχετικά αισθητή μείωσή της το 2009, η οποία συνέπεσε με την παγκόσμια χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση. Το 2016 η παραγωγή πρωτογενούς ενέργειας στην ΕΕ-28, εξεταζόμενη σε πιο μακροχρόνιο πλαίσιο, ήταν κατά 14,7 % χαμηλότερη απ’ ό,τι πριν από μία δεκαετία. Η γενικά πτωτική πορεία της παραγωγής πρωτογενούς ενέργειας στην ΕΕ-28 μπορεί, τουλάχιστον εν μέρει, να αποδοθεί στην εξάντληση των πρώτων υλών και/ή στο γεγονός ότι οι παραγωγοί θεωρούν την εκμετάλλευση περιορισμένων πόρων μη επικερδή.

Το 2016 το υψηλότερο επίπεδο παραγωγής πρωτογενούς ενέργειας μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ σημειώθηκε στη Γαλλία, με ποσοστό 17,3 % επί του συνόλου της ΕΕ-28, και ακολουθούσαν το Ηνωμένο Βασίλειο (15,8 %) και η Γερμανία (15,3 %). Σε σύγκριση με μία δεκαετία πριν, οι κύριες αλλαγές ήταν η μείωση του μεριδίου αγοράς του Ηνωμένου Βασιλείου και της Δανίας κατά 5,1 και 1,3 εκατοστιαίες μονάδες αντίστοιχα, και η αύξηση του μεριδίου αγοράς της Γαλλίας και της Ιταλίας κατά 2,1 και 1,1 εκατοστιαίες μονάδες αντίστοιχα· τα αντίστοιχα ποσοστά των υπόλοιπων κρατών μελών δεν παρουσίασαν διακυμάνσεις μεγαλύτερες από +/-1,0 εκατοστιαία μονάδα. Εκτός από το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Δανία, τα μόνα άλλα κράτη μέλη που κατέγραψαν μείωση του μεριδίου τους κατά την εξεταζόμενη περίοδο ήταν οι Κάτω Χώρες, η Γερμανία, η Ελλάδα, η Τσεχική Δημοκρατία και η Λιθουανία.

Σε απόλυτες τιμές, τα 15 από τα 28 κράτη μέλη της ΕΕ κατέγραψαν αύξηση όσον αφορά την παραγωγή πρωτογενούς ενέργειας κατά τη διάρκεια των τελευταίων 11 ετών έως το 2016. Η μεγαλύτερη αύξηση στην παραγωγή καταγράφηκε στην Ιταλία (3,7 εκατομμύρια ΤΙΠ), ενώ τις αμέσως επόμενες θέσεις καταλάμβαναν η Ισπανία (2,8 εκατομμύρια ΤΙΠ), η Ιρλανδία (2,5 εκατομμύρια ΤΙΠ), η Αυστρία (2,4 εκατομμύρια ΤΙΠ) και η Σουηδία (2,3 εκατομμύρια ΤΙΠ). Αντιθέτως, η παραγωγή πρωτογενούς ενέργειας στο Ηνωμένο Βασίλειο μειώθηκε κατά 66,0 εκατομμύρια ΤΙΠ, ενώ η Γερμανία (-22,8 εκατομμύρια ΤΙΠ), οι Κάτω Χώρες (-15,3 εκατομμύρια ΤΙΠ), η Δανία (-14,4 εκατομμύρια ΤΙΠ) και η Πολωνία (-10,4 εκατομμύρια ΤΙΠ) ανέφεραν επίσης συρρίκνωση μεγαλύτερη από 10 εκατομμύρια ΤΙΠ.

Πίνακας 1: Παραγωγή ενέργειας, 2006 και 2016
(εκατομμύρια τόνοι ισοδύναμου πετρελαίου)
Πηγή: Eurostat (nrg_100a)

Το 2016 η παραγωγή πρωτογενούς ενέργειας στην ΕΕ-28 κάλυπτε ευρύ φάσμα διαφορετικών πηγών ενέργειας, εκ των οποίων η πλέον σημαντική, με βάση τον βαθμό συμβολής της, ήταν η πυρηνική ενέργεια (28,7 % του συνόλου). Η σημασία της πυρηνικής ενέργειας ήταν ιδιαίτερα μεγάλη στη Γαλλία, όπου αναλογούσε σχεδόν στο 80 % της εθνικής παραγωγής πρωτογενούς ενέργειας, ενώ στο Βέλγιο το ποσοστό ήταν ακριβώς τρία τέταρτα και στη Σλοβακία ήταν πάνω από τρία πέμπτα (62,3 %). Σε άλλα κράτη μέλη το ποσοστό της πυρηνικής ενέργειας ήταν μικρότερο από το 50 % του συνόλου, ενώ στα μισά κράτη μέλη της ΕΕ η πυρηνική ενέργεια δεν είχε καμία συμβολή. Η γερμανική κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι σχεδιάζει να κλείσει όλους τους πυρηνικούς αντιδραστήρες της έως το 2022.

Το 2016 περισσότερο από το ένα τέταρτο (27,9 %) της συνολικής παραγωγής πρωτογενούς ενέργειας της ΕΕ-28 προερχόταν από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, ενώ το ποσοστό των στερεών καυσίμων (17,5 %, κυρίως άνθρακα) ήταν μόλις μικρότερο από το ένα πέμπτο, και το ποσοστό του φυσικού αερίου ήταν ελαφρώς χαμηλότερο (14,2 %). Το αργό πετρέλαιο (9,8 %) ήταν η μόνη άλλη σημαντική πηγή παραγωγής πρωτογενούς ενέργειας (βλ. διάγραμμα 1).

Διάγραμμα 1: Παραγωγή πρωτογενούς ενέργειας, ΕΕ-28, 2016
(% επί του συνόλου, με βάση τόνους ισοδύναμου πετρελαίου)
Πηγή: Eurostat (nrg_100a) και (nrg_107a)

Η αύξηση της πρωτογενούς παραγωγής της ΕΕ-28 από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας υπερέβη την παραγωγή όλων των άλλων τύπων ενέργειας. Αυτή η αύξηση ήταν σχετικά ομοιόμορφη κατά την περίοδο 2006-2016, με μια μικρή μείωση της παραγωγής το 2011 (βλ. διάγραμμα 2). Κατά τη διάρκεια αυτών των 11 ετών, η παραγωγή από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας αυξήθηκε κατά 66,5 %, αντικαθιστώντας, σε κάποιον βαθμό, την παραγωγή από άλλες πηγές ενέργειας. Αντιθέτως, τα επίπεδα παραγωγής για τις άλλες πηγές ενέργειας μειώθηκαν· οι μεγαλύτερες μειώσεις καταγράφηκαν για το φυσικό αέριο (-41,2 %), το αργό πετρέλαιο (-39,0 %) και τα στερεά καύσιμα (-30,8 %), ενώ μικρότερη μείωση (-15,2 %) καταγράφηκε για την πυρηνική ενέργεια.

Διάγραμμα 2: Εξέλιξη της παραγωγής πρωτογενούς ενέργειας (ανά είδος καυσίμου), ΕΕ-28, 2006-2016
(2006 = 100, με βάση τόνους ισοδύναμου πετρελαίου)
Πηγή: Eurostat (nrg_100a)

Η ΕΕ και τα κράτη μέλη της είναι καθαροί εισαγωγείς ενέργειας

Η μείωση της πρωτογενούς παραγωγής ενέργειας από λιθάνθρακα, λιγνίτη, αργό πετρέλαιο, φυσικό αέριο και, πιο πρόσφατα, πυρηνική ενέργεια είχε ως αποτέλεσμα την ολοένα μεγαλύτερη εξάρτηση της ΕΕ από τις εισαγωγές πρωτογενούς ενέργειας προκειμένου να καλυφθεί η ζήτησή της, αν και η κατάσταση αυτή σταθεροποιήθηκε μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση. Το 2016 οι εισαγωγές πρωτογενούς ενέργειας στην ΕΕ-28 υπερέβησαν τις εξαγωγές κατά σχεδόν 904 εκατομμύρια ΤΙΠ. Οι μεγαλύτεροι καθαροί εισαγωγείς πρωτογενούς ενέργειας ήταν, σε γενικές γραμμές, τα πολυπληθέστερα κράτη μέλη της ΕΕ, εξαιρουμένης της Πολωνίας (όπου εξακολουθούν να υπάρχουν εγχώρια αποθέματα άνθρακα). Το 2006 ο μόνος καθαρός εξαγωγέας πρωτογενούς ενέργειας μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ ήταν η Δανία, αλλά το 2013 οι εισαγωγές ενέργειας αυτής της χώρας υπερέβησαν τις εξαγωγές, με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν πλέον κράτη μέλη της ΕΕ που να είναι καθαροί εξαγωγείς ενέργειας (βλ. πίνακα 2). Ως προς το μέγεθος του πληθυσμού, οι μεγαλύτεροι καθαροί εισαγωγείς, το 2016, ήταν το Λουξεμβούργο, η Μάλτα και το Βέλγιο.

Πίνακας 2: Καθαρές εισαγωγές πρωτογενούς ενέργειας, 2006-2016
Πηγή: Eurostat (nrg_100a) και (demo_pjan)

Τα τελευταία χρόνια, η προέλευση των εισαγωγών ενέργειας στην ΕΕ-28 έχει αλλάξει κάπως, αν και η Ρωσία έχει διατηρήσει τη θέση της ως βασικού προμηθευτή αργού πετρελαίου και φυσικού αερίου (παρότι το μερίδιό της μειώθηκε ελαφρώς) και έχει επίσης αναδειχθεί κορυφαίος προμηθευτής στερεών καυσίμων (βλ. πίνακα 3).

Πίνακας 3: Κύρια προέλευση των εισαγωγών πρωτογενούς ενέργειας, ΕΕ-28, 2006-2016
(% των εισαγωγών εκτός της ΕΕ-28)
Πηγή: Eurostat (nrg_122a), (nrg_123a) και (nrg_124a)

Το 2016, περίπου το 30,2 % των εισαγωγών αργού πετρελαίου της ΕΕ-28 προερχόταν από τη Ρωσία, η οποία κατέστη ο κύριος προμηθευτής στερεών καυσίμων το 2006, ξεπερνώντας τη Νότια Αφρική. Το μερίδιο της Ρωσίας στις εισαγωγές στερεών καυσίμων της ΕΕ-28 έφθασε για πρώτη φορά στο μέγιστο ποσοστό του —30,0 %— το 2009, προτού σημειώσει ταχεία πτώση το 2010 και, στη συνέχεια, αυξηθεί εκ νέου, φθάνοντας στο 28,8 % το 2013. Μετά την άνοδο αυτή, το μερίδιό της παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητο την επόμενη διετία και έφτασε στο μέγιστο ποσοστό του το 2016. Μεταξύ 2006 και 2016 το μερίδιο των εισαγωγών στερεών καυσίμων της ΕΕ-28 από την Κολομβία διπλασιάστηκε, παρουσιάζοντας αύξηση από 11,7 % σε 23,4 % του συνόλου. Αντιθέτως, η Νότια Αφρική υπήρξε ο δεύτερος κυριότερος προμηθευτής στερεών καυσίμων για την ΕΕ-28 το 2006 (23,1 % του συνόλου) και το μερίδιό της μειώθηκε στο 5,1 % το 2016.

Η Ρωσία ήταν επίσης ο κύριος προμηθευτής αργού πετρελαίου για την ΕΕ-28. Το μερίδιό της ανήλθε στο 33,8 % το 2006 και κυμάνθηκε μεταξύ 34,8 % (που ήταν και το υψηλότερο ποσοστό που καταγράφηκε το 2011) και 29,1 % (που ήταν το χαμηλότερο ποσοστό που καταγράφηκε το 2015). Το 2016, το μερίδιό της ανήλθε σε 31,9 %. Κατά την ίδια περίοδο καταγράφηκε σχετικά βραδεία μείωση του ποσοστού της ΕΕ-28 όσον αφορά τις εισαγωγές αργού πετρελαίου από τη Νορβηγία: από 15,4 % το 2006 σε 12,4 % το 2016. Τα αντίστοιχα μερίδια προμηθειών αργού πετρελαίου στην ΕΕ-28 από το Ιράκ (2,8 φορές υψηλότερο), το Αζερμπαϊτζάν (2,0 φορές υψηλότερο) και τη Νιγηρία (1,6 φορές υψηλότερο) αυξήθηκαν με ταχύ ρυθμό μεταξύ 2006 και 2016.

Αντιθέτως, το μερίδιο της Ρωσίας στις εισαγωγές φυσικού αερίου στην ΕΕ-28 μειώθηκε από 39,3 % σε 31,9 % μεταξύ 2006 και 2010. Η πορεία αυτή, όμως, αντιστράφηκε και, το 2013, καταγράφηκε το υψηλότερο ποσοστό — 41,1 % — το οποίο στη συνέχεια μειώθηκε ελαφρώς, φθάνοντας σε μόλις κάτω από 40,0 %. Κατά την περίοδο των 11 ετών που αποτυπώνεται στον πίνακα 3, η Νορβηγία παρέμεινε ο δεύτερος μεγαλύτερος προμηθευτής φυσικού αερίου για την ΕΕ: το μερίδιό της μειώθηκε με αργούς ρυθμούς από περισσότερο από το ένα τέταρτο (25,9 % το 2006) σε μόλις λιγότερο από το ένα τέταρτο (24,8 % το 2016). Το μερίδιο των προμηθειών φυσικού αερίου στην ΕΕ-28 από τη Νιγηρία και τη Λιβύη μειώθηκε κατά το ήμισυ μεταξύ 2006 και 2016, ενώ το μερίδιο από το Κατάρ αυξήθηκε (3,2 φορές).

Η ασφάλεια του εφοδιασμού της ΕΕ σε πρωτογενή ενέργεια μπορεί να απειληθεί, αν μεγάλος όγκος εισαγωγών συγκεντρωθεί σε σχετικά μικρό αριθμό εταίρων. Μερίδιο μεγαλύτερο από τα τρία τέταρτα (77,1 %) των εισαγωγών φυσικού αερίου στην ΕΕ-28 το 2016 προήλθε από τη Ρωσία, τη Νορβηγία ή την Αλγερία. Παρόμοια ανάλυση δείχνει ότι μερίδιο μεγαλύτερο από τα δύο τρίτα (68,2 %) των εισαγωγών στερεών καυσίμων της ΕΕ-28 προερχόταν από τη Ρωσία, την Κολομβία και την Αυστραλία, ενώ οι εισαγωγές αργού πετρελαίου εμφάνιζαν ελαφρώς μικρότερη συγκέντρωση μεταξύ των βασικών προμηθευτών, καθώς το 52,6 % των εισαγωγών της ΕΕ-28 προερχόταν από τη Ρωσία, τη Νορβηγία και το Ιράκ.

Οι ενεργειακές ανάγκες της ΕΕ-28 καλύπτονται από τις εισαγωγές σε ποσοστό μεγαλύτερο από το 50 %

Η εξάρτηση της ΕΕ-28 από τις εισαγωγές ενέργειας αυξήθηκε: από μόλις πάνω από το 40 % της ακαθάριστης κατανάλωσης ενέργειας το 1990 στο 53,6 % το 2016 (βλ. διάγραμμα 3). Από το 2004 οι καθαρές εισαγωγές ενέργειας στην ΕΕ-28 ήταν υψηλότερες από την πρωτογενή παραγωγή της. Με άλλα λόγια, περισσότερο από το ήμισυ της ακαθάριστης εγχώριας κατανάλωσης ενέργειας στην ΕΕ-28 καλυπτόταν από καθαρές εισαγωγές και το ποσοστό εξάρτησης υπερέβαινε το 50,0 %.

Το 2016 τα ποσοστά ενεργειακής εξάρτησης παρέμειναν στο ίδιο επίπεδο με του 2006 (53,6 %). Την περίοδο αυτή παρατηρήθηκαν ελάχιστες διακυμάνσεις: το υψηλότερο ποσοστό —54,5 %— καταγράφηκε το 2008, ενώ το χαμηλότερο ποσσστό ενεργειακής εξάρτησης ήταν 52,7 % και καταγράφηκε το 2010. Αναλυτικότερα, τα υψηλότερα ποσοστά το 2016 καταγράφηκαν για το αργό πετρέλαιο (87,8 %) και για το φυσικό αέριο (70,4 %), ενώ, σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία, το ποσοστό για τα στερεά καύσιμα ήταν 40,2 %.

Διάγραμμα 3: Ποσοστό ενεργειακής εξάρτησης, ΕΕ-28, 2006-2016
(% των καθαρών εισαγωγών στην ακαθάριστη εγχώρια κατανάλωση και τις δεξαμενές αποθήκευσης, με βάση τόνους ισοδύναμου πετρελαίου)
Πηγή: Eurostat (nrg_100a), (nrg_102a) και (nrg_103a)

Μεταξύ 2006 και 2016, η εξάρτηση της ΕΕ από τρίτες χώρες για την προμήθεια φυσικού αερίου αυξήθηκε κατά 11,1 εκατοστιαίες μονάδες, δηλ. με ταχύτερο ρυθμό από την εξάρτηση σε αργό πετρέλαιο (+ 3,9 εκατοστιαίες μονάδες). Η εξάρτηση από τα στερεά καύσιμα την ίδια περίοδο μειώθηκε κατά 1,4 εκατοστιαίες μονάδες.

Η Δανία, καθώς δεν αποτελούσε πλέον καθαρό εξαγωγέα, κατέγραψε θετικό ποσοστό ενεργειακής εξάρτησης το 2013. Το ποσοστό αυτό παρέμεινε θετικό και το 2016, όπως και το αντίστοιχο ποσοστό όλων των άλλων κρατών μελών της ΕΕ (βλ. διάγραμμα 4). Το 2016 τα χαμηλότερα ποσοστά ενεργειακής εξάρτησης καταγράφηκαν στην Εσθονία, τη Δανία, τη Ρουμανία και την Πολωνία. Η Μάλτα, η Κύπρος και το Λουξεμβούργο εξαρτώνταν (σχεδόν) εξ ολοκλήρου από τις εισαγωγές πρωτογενούς ενέργειας, και τα ποσοστά εξάρτησής τους υπερέβαιναν το 96,0 %.

Όπως προκύπτει από την ανάλυση των εξελίξεων μεταξύ του 2006 και του 2016, η Δανία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Λιθουανία, οι Κάτω Χώρες και η Πολωνία εξαρτώνταν όλο και περισσότερο από τις εισαγωγές ενέργειας για να καλύψουν την ακαθάριστη εγχώριά τους κατανάλωση. Η εξέλιξη αυτή μπορεί να αποδοθεί, σε μεγάλο βαθμό, στη μείωση που κατέγραψε η παραγωγή πρωτογενούς ενέργειας (μείωση η οποία οφείλεται στο γεγονός ότι εξαντλούνται οι προμήθειες σε πρώτες ύλες). Αυξανόμενη, αν και λιγότερο έντονη, εξάρτηση παρατηρήθηκε επίσης στο Βέλγιο, στην Τσεχική Δημοκρατία, στην Ελλάδα, στη Γερμανία και στη Μάλτα. Όλα τα υπόλοιπα κράτη μέλη της ΕΕ κατέγραψαν μείωση των ποσοστών ενεργειακής τους εξάρτησης μεταξύ του 2006 και του 2016· η πλέον δραστική μεταβολή σημειώθηκε στην Εσθονία, όπου το αντίστοιχο ποσοστό μειώθηκε από 29,2 % σε 6,8 %. Τα αντίστοιχα ποσοστά μειώθηκαν επίσης κατά περισσότερο από 10,0 εκατοστιαίες μονάδες στην Ιρλανδία, τη Λετονία, την Πορτογαλία και την Αυστρία, γεγονός που οφείλεται στον συνδυασμό των αυξήσεων της ενεργειακής απόδοσης και/ή της μεταβολής στο ενεργειακό μείγμα με στόχο την προώθηση της πρωτογενούς παραγωγής από ανανεώσιμες πηγές.

Διάγραμμα 4: Ποσοστό ενεργειακής εξάρτησης — όλα τα προϊόντα, 2006 και 2016
(% των καθαρών εισαγωγών στην ακαθάριστη εγχώρια κατανάλωση και τις δεξαμενές αποθήκευσης, με βάση τόνους ισοδύναμου πετρελαίου)
Πηγή: Eurostat (t2020_rd320)

Πηγή στοιχείων για τους πίνακες και τα γραφήματα

Πηγές δεδομένων

Τα ενεργειακά βασικά προϊόντα που εξορύσσονται ή λαμβάνονται απευθείας από φυσικούς πόρους ονομάζονται πηγές πρωτογενούς ενέργειας, ενώ τα ενεργειακά βασικά προϊόντα που παράγονται από πηγές πρωτογενούς ενέργειας σε σταθμούς μετασχηματισμού ονομάζονται παράγωγα προϊόντα. Η παραγωγή πρωτογενούς ενέργειας καλύπτει την εθνική παραγωγή πηγών πρωτογενούς ενέργειας και πραγματοποιείται με την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, για παράδειγμα σε ανθρακωρυχεία, κοιτάσματα αργού πετρελαίου, σταθμούς παραγωγής υδροηλεκτρικής ενέργειας ή με την παρασκευή βιοκαυσίμων. Κάθε φορά που η κατανάλωση υπερβαίνει την πρωτογενή παραγωγή, η διαφορά πρέπει να καλύπτεται από εισαγωγές πρωτογενών ή παράγωγων προϊόντων.

Η θερμότητα που παράγεται σε αντιδραστήρα ως αποτέλεσμα της πυρηνικής σχάσης θεωρείται πρωτογενής παραγωγή πυρηνικής θερμότητας, η οποία καλείται, εναλλακτικά, πυρηνική ενέργεια. Υπολογίζεται είτε με βάση την πραγματικά παραγόμενη ποσότητα θερμότητας είτε με βάση τη δηλωθείσα ακαθάριστη παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και τη θερμική απόδοση του πυρηνικού σταθμού. Η πρωτογενής παραγωγή άνθρακα και λιγνίτη συνίσταται σε ποσότητες καυσίμων που εξορύσσονται ή παράγονται, και υπολογίζεται κατόπιν τυχόν ενεργειών απομάκρυνσης των αδρανών υλικών.

Ο μετασχηματισμός της ενέργειας από μια μορφή σε άλλη —όπως η παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος ή θερμότητας από θερμοηλεκτρικά εργοστάσια ή η παραγωγή οπτάνθρακα από εγκαταστάσεις οπτανθρακοποίησης— δεν θεωρείται πρωτογενής παραγωγή.

Οι καθαρές εισαγωγές υπολογίζονται ως η ποσότητα των εισαγωγών μείον την αντίστοιχη ποσότητα των εξαγωγών. Οι εισαγωγές αντιπροσωπεύουν το σύνολο της ενέργειας που εισέρχεται στην εθνική επικράτεια εκτός των ποσοτήτων ενέργειας που διαμετακομίζονται (κυρίως μέσω αγωγών φυσικού αερίου και πετρελαιαγωγών)· ομοίως, οι εξαγωγές καλύπτουν όλες τις ποσότητες που εξάγονται από την εθνική επικράτεια.

Πλαίσιο

Περισσότερο από το ήμισυ της ενέργειας της ΕΕ-28 προέρχεται από χώρες εκτός της ΕΕ και, μάλιστα, η αναλογία αυτή αυξάνεται, γενικά, κατά τις τελευταίες δεκαετίες (αν και υπάρχουν στοιχεία που δείχνουν ότι το ποσοστό εξάρτησης έχει σταθεροποιηθεί τα τελευταία χρόνια). Μεγάλο μέρος της ενέργειας που εισάγεται στην ΕΕ προέρχεται από τη Ρωσία, της οποίας οι διαφορές με τις χώρες διαμετακόμισης έχουν απειλήσει να διαταράξουν τον εφοδιασμό τα τελευταία χρόνια. Οι ανησυχίες σχετικά με την ασφάλεια του εφοδιασμού από τη Ρωσία εντάθηκαν περαιτέρω λόγω της σύγκρουσης στην Ουκρανία. Σχεδιάστηκαν νέα μέτρα που αφορούσαν τις αγορές πετρελαίου και φυσικού αερίου με σκοπό, αφενός, να εξασφαλιστεί ότι όλα τα μέρη μεριμνούν αποτελεσματικά για την πρόληψη και τον περιορισμό των επιπτώσεων που θα είχαν δυνητικές διαταραχές του εφοδιασμού και, αφετέρου, να δημιουργηθούν μηχανισμοί συνεργασίας των κρατών μελών της ΕΕ για την αποτελεσματική αντιμετώπιση τυχόν σοβαρών διαταραχών στον εφοδιασμό πετρελαίου ή φυσικού αερίου. Επιπλέον, συστάθηκε μηχανισμός συντονισμού, ώστε τα κράτη μέλη να έχουν ενιαία και άμεση αντίδραση σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης.

Τον Νοέμβριο του 2010, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε πρωτοβουλία με τίτλο «Ενέργεια 2020 – Μια στρατηγική για ανταγωνιστική, αειφόρο και ασφαλή ενέργεια» [COM(2010) 639 τελικό]. Η εν λόγω στρατηγική καθορίζει τις ενεργειακές προτεραιότητες για μια δεκαετία και προτείνει δράσεις που θα μπορούσαν να αναληφθούν προκειμένου να αντιμετωπιστεί πληθώρα προκλήσεων, όπως, μεταξύ άλλων, να επιτευχθεί η διαμόρφωση μιας αγοράς με ανταγωνιστικές τιμές και ασφαλή εφοδιασμό, να δοθεί ώθηση στο τεχνολογικό προβάδισμα και να πραγματοποιηθούν αποτελεσματικές διαπραγματεύσεις με τους διεθνείς εταίρους (π.χ. επιδίωξη καλών σχέσεων με τους εξωτερικούς προμηθευτές ενέργειας της ΕΕ και τις χώρες διαμετακόμισης ενέργειας). Αυτές οι εργασίες προωθήθηκαν περαιτέρω μέσω της ενεργειακής στρατηγικής έως το 2030, η οποία παρέχει ένα πλαίσιο για την κλιματική και την ενεργειακή πολιτική έως το 2030, καθώς και μέσω του ενεργειακού χάρτη πορείας για το 2050, ο οποίος θέτει ως μακροπρόθεσμο στόχο τη μείωση των ενωσιακών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 80-95 % έως το 2050.

Μέσω της Ενεργειακής Κοινότητας (που ιδρύθηκε τον Οκτώβριο του 2005), η ΕΕ καταβάλλει προσπάθειες και για την ένταξη γειτονικών χωρών στην εσωτερική της αγορά ενέργειας. Το ευρύ φάσμα ενεργειακών πηγών και η ποικιλία ως προς τους προμηθευτές, τις μεταφορικές οδούς και τους μηχανισμούς μεταφοράς μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην εξασφάλιση του ενεργειακού εφοδιασμού. Για παράδειγμα, υπάρχουν αρκετές πρωτοβουλίες σε εξέλιξη με σκοπό την ανάπτυξη αγωγών φυσικού αερίου μεταξύ της Ευρώπης και των γειτονικών της χωρών στην Ανατολή και στον Νότο. Σ’ αυτές τις πρωτοβουλίες συγκαταλέγονται ο αγωγός Nord Stream (μεταξύ Ρωσίας και ΕΕ μέσω της Βαλτικής Θάλασσας), ο οποίος τέθηκε σε λειτουργία τον Νοέμβριο του 2011, και ο Διαδριατικός Αγωγός Φυσικού Αερίου (TAP), ο οποίος συνδέει την Τουρκία με την Ιταλία μέσω της Ελλάδας και της Αλβανίας για τη μεταφορά φυσικού αερίου από την περιοχή της Κασπίας στην ΕΕ. Η οικοδόμηση αξιόπιστων εταιρικών σχέσεων με τις χώρες εφοδιασμού, διαμετακόμισης και κατανάλωσης θεωρείται ένας τρόπος για να περιοριστούν οι κίνδυνοι που συνδέονται με την ενεργειακή εξάρτηση της ΕΕ και, τον Σεπτέμβριο του 2011, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε ανακοίνωση με τίτλο «Η ενεργειακή πολιτική της ΕΕ: η συνεργασία με τους πέραν των συνόρων μας εταίρους» [COM(2011) 539 τελικό].

Τον Μάιο του 2014, σε απάντηση των συνεχιζόμενων ανησυχιών σχετικά με την εξάρτηση της ΕΕ από τις εισαγωγές ενέργειας, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε τη στρατηγική για την ενεργειακή ασφάλεια [COM(2014) 330 final], που αποσκοπεί στην εξασφάλιση σταθερού και άφθονου ενεργειακού εφοδιασμού. Μαζί με βραχυπρόθεσμα μέτρα για την αντιμετώπιση του αντικτύπου που θα είχε η παύση των εισαγωγών ρωσικού αερίου ή η διαταραχή των εισαγωγών μέσω της Ουκρανίας, η στρατηγική εξέτασε τις προκλήσεις της μακροπρόθεσμης ασφάλειας του εφοδιασμού και πρότεινε δράσεις σε πέντε τομείς, όπως την αύξηση της παραγωγής ενέργειας στην ΕΕ και τη διαφοροποίηση χωρών και οδών τροφοδοσίας, καθώς και την τήρηση ενιαίας στάσης στην εξωτερική ενεργειακή πολιτική. Το 2015 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε ανακοίνωση με τίτλο «Στρατηγική-πλαίσιο για μια ανθεκτική Ενεργειακή Ένωση με μακρόπνοη πολιτική για την κλιματική αλλαγή» [COM(2015) 80 final], στην οποία υποστηριζόταν ότι ένα σημαντικό στοιχείο για την εξασφάλιση ενεργειακής ασφάλειας (ιδίως όσον αφορά το φυσικό αέριο) ήταν η πλήρης συμμόρφωση των συμφωνιών σχετικά με την αγορά ενέργειας από τρίτες χώρες. Στη συνέχεια, τον Φεβρουάριο του 2016, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπέβαλε προτάσεις για τη θέσπιση νέων κανόνων σχετικά με την ασφάλεια του εφοδιασμού της ΕΕ με φυσικό αέριο [COM(2016) 52 final] και νέων κανόνων για τις ενεργειακές συμφωνίες μεταξύ της ΕΕ και τρίτων χωρών [COM(2016) 53 final].

Direct access to

Other articles
Tables
Database
Dedicated section
Publications
Methodology
Visualisations






Energy statistics - quantities (t_nrg_quant)


Energy statistics - quantities, annual data (nrg_quant)
Energy statistics - supply, transformation and consumption (nrg_10)
Energy statistics - imports (nrg_12)
Energy statistics - exports (nrg_13)