Statistics Explained

Archive:Εθνικοί λογαριασμοί και ΑΕΠ

Revision as of 17:19, 14 November 2018 by EXT-A-Redpath (talk | contribs)


Στοιχεία Ιουλίου 2018.

Προγραμματισμένη επικαιροποίηση του άρθρου: Δεκέμβριος 2019.

Highlights

Το 2017, το ΑΕΠ αυξήθηκε για πέμπτη συνεχή χρονιά στην ΕΕ και για τέταρτη συνεχή χρονιά στη ζώνη του ευρώ.
Αποκλίνουσες διαρθρωτικές εξελίξεις την τελευταία δεκαετία στην ΕΕ: το ποσοστό των κατασκευών επί της συνολικής προστιθέμενης αξίας μειώθηκε, ενώ το ποσοστό των επιχειρηματικών υπηρεσιών αυξήθηκε.
Το 2017 η οικονομία της ΕΕ σημείωσε την τέταρτη κατά σειρά ετήσια αύξηση επενδύσεων.
[[File:National_accounts_and_GDP-interactive_FP2018.xlsx]]

Real GDP growth, 2007-2017

Οι εθνικοί λογαριασμοί αποτελούν πηγή πολλών γνωστών οικονομικών δεικτών οι οποίοι παρουσιάζονται στο παρόν άρθρο. Το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) είναι η συχνότερα χρησιμοποιούμενη μονάδα μέτρησης του συνολικού μεγέθους μιας οικονομίας, ενώ παράγωγοι δείκτες, όπως το κατά κεφαλή ΑΕΠ — για παράδειγμα, σε ευρώ ή προσαρμοσμένο ώστε να ληφθούν υπόψη οι διαφορές στα επίπεδα των τιμών (εκφραζόμενες σε μονάδες αγοραστικής δύναμης, PPS) — χρησιμοποιούνται ευρέως για τη σύγκριση των συνθηκών διαβίωσης, ή για την παρακολούθηση της οικονομικής σύγκλισης ή απόκλισης στο εσωτερικό της Eυρωπαϊκής Ένωσης (EΕ).

Επιπροσθέτως, η ανάπτυξη ειδικών συνιστωσών του ΑΕΠ και συναφών δεικτών, όπως οι δείκτες οικονομικής απόδοσης, εισαγωγών και εξαγωγών, εγχώριας (ιδιωτικής και δημόσιας) κατανάλωσης ή επενδύσεων, καθώς και στοιχείων για την κατανομή του εισοδήματος και των αποταμιεύσεων, μπορεί να παράσχει πολύτιμες πληροφορίες για τις βασικές κινητήριες δυνάμεις της οικονομικής δραστηριότητας και, συνεπώς, να αποτελέσει τη βάση για τον σχεδιασμό, την παρακολούθηση και την αξιολόγηση συγκεκριμένων ενωσιακών πολιτικών.

Full article

Εξελίξεις του ΑΕΠ στην ΕΕ: αύξηση από το 2013

Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση οδήγησε σε σοβαρή ύφεση στην ΕΕ το 2009 (βλέπε σχήμα 1), την οποία ακολούθησε ανάκαμψη το 2010. Η κρίση ξεκίνησε νωρίτερα στην Ιαπωνία και στις Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς ήδη από το 2008 είχαν καταγραφεί αρνητικά ετήσια ποσοστά μεταβολής του ΑΕΠ (σε πραγματικούς όρους), με επιδείνωση το 2009, πριν σημειωθεί ανάκαμψη το 2010. Αντιθέτως, η οικονομική απόδοση στην Κίνα εξακολούθησε να αυξάνεται με σχετικά γρήγορο ρυθμό στη διάρκεια της κρίσης (σχεδόν κατά 10 % ετησίως), σημείωσε κάποια επιβράδυνση κατά τα επόμενα έτη, αλλά παρέμεινε σημαντικά υψηλότερη απ’ όλες τις άλλες οικονομίες που παρουσιάζονται στο σχήμα 1.

Η κρίση ήταν ήδη εμφανής στην EΕ-28 το 2008 όταν σημειώθηκε σημαντική μείωση του ποσοστού αύξησης του ΑΕΠ και στη συνέχεια ακολούθησε πτώση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 4,3 % το 2009. Κατά την ανάκαμψη στην ΕΕ-28 ο δείκτης του ΑΕΠ (με βάση αλυσιδωτούς δείκτες όγκου) αυξήθηκε κατά 2,1 % το 2010, ενώ σημειώθηκε νέα αύξηση 1,8 % το 2011. Στη συνέχεια, το ΑΕΠ συρρικνώθηκε κατά 0,4 % το 2012, ενώ αργότερα καταγράφηκαν σταδιακά μεγαλύτερα θετικά ποσοστά μεταβολής το 2013 (0,3 %), το 2014 (1,7 %) και το 2015 (2,3 %). Το 2016 η ανάπτυξη συνεχίστηκε, αλλά σε αργότερο ρυθμό (1,9 %), ενώ το 2017 επανέκαμψε η προηγούμενη σειρά επιταχύνσεων της ανάπτυξης, καθώς το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 2,4 %, το υψηλότερο ετήσιο ποσοστό μεταβολής από την έναρξη της κρίσης.

Στη ζώνη του ευρώ (ΖE-19) τα αντίστοιχα ποσοστά μεταβολής ήταν σχεδόν πανομοιότυπα με εκείνα της EΕ-28 έως το 2010, ενώ η αύξηση που καταγράφηκε το 2011 ήταν ελαφρώς ασθενέστερη (1,6 %) η δε συρρίκνωση το 2012 ήταν ισχυρότερη (-0,9 %) και διατηρήθηκε το 2013 (-0,2 %). Κατά την περίοδο 2014-2016, η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ στη ζώνη του ευρώ ήταν ελαφρώς ασθενέστερη από την αντίστοιχη για την ΕΕ-28 συνολικά, μολονότι το 2017 το μοτίβο άλλαξε, καθώς και τα δύο συγκεντρωτικά στοιχεία είχαν το ίδιο ποσοστό μεταβολής.

Σχήμα 1: Πραγματική αύξηση του ΑΕΠ, 2007-2017
(% μεταβολής σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος)
Πηγή: Eurostat (naida_10_gdp) και ΟΟΣΑ

Στο εσωτερικό της ΕΕ, η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ παρουσίασε μεγάλες διαφορές, τόσο χρονικά όσο και μεταξύ κρατών μελών της ΕΕ (βλέπε πίνακα 1). Έπειτα από συρρίκνωση σε όλα τα κράτη μέλη εκτός από την Πολωνία το 2009, η οικονομική αύξηση επανέκαμψε σε 23 κράτη μέλη το 2010 (και ήταν αμετάβλητη στην Ισπανία), ενώ σε 24 κράτη μέλη καταγράφηκε αύξηση το 2011. Ωστόσο, το 2012 η εξέλιξη αυτή άλλαξε, δεδομένου ότι τα μισά (14) κράτη μέλη ανέφεραν οικονομική μεγέθυνση, ενώ δεν υπήρχε αλλαγή του επιπέδου οικονομικής δραστηριότητας στη Βουλγαρία και σημειώθηκε μείωση της οικονομικής απόδοσης στα υπόλοιπα κράτη μέλη. Το 2013 τα περισσότερα κράτη μέλη κατέγραψαν αύξηση εκ νέου, με τον αριθμό των κρατών που κατέγραψαν θετικό ποσοστό μεταβολής να φτάνει τα 17 το 2013 και να αυξάνεται σε 25 το 2014 και σε 27 το 2015 και 2016, ενώ και τα 28 κράτη μέλη κατέγραψαν θετικό ποσοστό μεταβολής το 2017 (αυτό συνέβη για πρώτη φορά από το 2007). Το μοναδικό κράτος μέλος με αρνητικό ποσοστό μεταβολής το 2015 και το 2016 ήταν η Ελλάδα, η οποία κατέγραψε πτώση κατά 0,3 % και κατά 0,2 % ύστερα από αύξηση κατά 0,7 % το 2014 και έξι διαδοχικές μειώσεις της οικονομικής απόδοσης κατά την περίοδο 2008-2013.

Πίνακας 1: Αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ, 2007-2017
(% μεταβολής σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος· % ετησίως)
Πηγή: Eurostat (naida_10_gdp) και Παγκόσμια Τράπεζα

Tα υψηλότερα ποσοστά αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ το 2017 καταγράφηκαν στην Iρλανδία (7,2 %), στη Ρουμανία (6,9 %), στη Mάλτα (6,4 %) και στη Σλοβενία (5,0 %), ενώ τα χαμηλότερα ποσοστά μεταβολής καταγράφηκαν στο Βέλγιο και στο Ηνωμένο Βασίλειο (σε αμφότερα 1,7 %), στην Ιταλία (1,5 %) και στην Ελλάδα (1,4 %).

Μέση ετήσια αύξηση του ΑΕΠ κάτω από % την τελευταία δεκαετία στην ΕΕ και στη ζώνη του ευρώ

Η Πολωνία σημείωνε διαρκώς θετικά ποσοστά αλλαγής σε όλη τη διάρκεια της περιόδου που παρουσιάζεται στον πίνακα 1, όπως επίσης και η Αλβανία, το Κοσσυφοπέδιο (απόφαση 1244 του ΣΑΗΕ· στοιχεία από το 2009 έως το 2016) και η Κίνα (πιο πρόσφατα στοιχεία και για το 2016), μεταξύ των τρίτων χωρών που παρουσιάζονται. Το Βέλγιο, η Δανία, η Γερμανία, η Εσθονία, η Ιρλανδία, η Γαλλία, η Λιθουανία, η Μάλτα, η Σλοβακία και το Ηνωμένο Βασίλειο σημείωσαν το όγδοο συνεχές θετικό ετήσιο ποσοστό μεταβολής το 2017· το ίδιο ισχύει επίσης για τη Νορβηγία, την Ελβετία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ η Τουρκία σημείωσε το έβδομο συνεχές θετικό ετήσιο ποσοστό μεταβολής το 2016.

Οι συνέπειες της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης μείωσαν τις συνολικές επιδόσεις των οικονομιών των κρατών μελών της ΕΕ σύμφωνα με την ανάλυση για την τελευταία δεκαετία. Tα ετήσια μέσα ποσοστά μεταβολής της ΕΕ-28 και της ζώνης του ευρώ (ΖE-19) μεταξύ του 2007 και του 2017 ήταν 0,8 % και 0,6 % αντίστοιχα (βλέπε πίνακα 1). Η υψηλότερη αύξηση μεταξύ των κρατών μελών, σύμφωνα με αυτή τη μέτρηση, μεταξύ του 2007 και του 2017 καταγράφηκε για τη Μάλτα (μέση ετήσια αύξηση 4,2 %), ενώ ακολούθησαν η Ιρλανδία (4,1 %) και η Πολωνία (3,3 %). Αντιθέτως, η συνολική εξέλιξη του πραγματικού ΑΕΠ ήταν αρνητική κατά τη διάρκεια της περιόδου από το 2007 έως το 2017 στην Ελλάδα, στην Ιταλία, στην Κροατία και στην Πορτογαλία.

Το 2017 η Γερμανία αντιπροσώπευε περίπου το ένα πέμπτο του ΑΕΠ της ΕΕ-28 βάσει μετρήσεων σε ΜΑΔ

Συχνά, οι συγκρίσεις μεταξύ χωρών γίνονται χρησιμοποιώντας τις μονάδες αγοραστικής δύναμης (ΜΑΔ) οι οποίες προσαρμόζουν τις τιμές ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι διαφορές στα επίπεδα των τιμών μεταξύ των χωρών. Πρέπει να σημειωθεί ότι τα στοιχεία που παρουσιάζονται στο σχήμα 2 και στο σχήμα 3, καθώς και στον πίνακα 2 , είναι σε τρέχουσες τιμές και δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούνται για διαχρονικές συγκρίσεις λόγω του πληθωρισμού και των διακυμάνσεων των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Το 2017 το ΑΕΠ στην ΕE-28 έφτασε στα 15,3 τρισ. ΜΑΔ (15 300 δισ.) — να σημειωθεί ότι για την ΕΕ-28, μία ΜΑΔ ισοδυναμεί με ένα ευρώ· ως εκ τούτου, το ΑΕΠ της ΕΕ-28 σε ΜΑΔ παρέμεινε υψηλότερο του αντίστοιχου για τις Ηνωμένες Πολιτείες για καθένα από τα έτη για τα οποία παρουσιάζεται ανάλυση. Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι η Κίνα είχε κατά παράδοση χαμηλότερο επίπεδο οικονομικής απόδοσης από την ΕΕ-28 ή τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά ότι η κατάσταση αυτή έχει αλλάξει λόγω του ραγδαίου μετασχηματισμού και της συνεχούς ανάπτυξης της κινεζικής οικονομίας. Το 2013 το ΑΕΠ της Κίνας σε ΜΑΔ ήταν για πρώτη φορά υψηλότερο από το επίπεδο που καταγράφηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ το 2015 η οικονομική απόδοση της Κίνας έφτασε σε επίπεδο υψηλότερο από εκείνο που καταγράφηκε στην ΕΕ-28 (κατάσταση η οποία διατηρήθηκε το 2016 και το 2017).

Σχήμα 2: ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές αγοράς, 2007-2017
(δισ. ΜΑΔ)
Πηγή: Eurostat (prc_ppp_ind) και Παγκόσμια Τράπεζα

Η ζώνη του ευρώ (ΖE-19) αντιπροσώπευε το 70,7 % του ΑΕΠ της ΕE-28 το 2017 (βάσει μετρήσεων σε ΜΑΔ), σημειώνοντας μείωση από το 72,6 % που είχε καταγραφεί το 2007. Το 2017 το άθροισμα των πέντε μεγαλύτερων οικονομιών των κρατών μελών της ΕΕ (Γερμανία, Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ιταλία και Ισπανία) αντιπροσώπευε μόλις πάνω από τα δύο τρίτα (66,8 %) του ΑΕΠ της ΕΕ-28, το οποίο ήταν κατά 1,8ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερο από το ποσοστό τους πριν από μία δεκαετία (το 2007).

Το 2017 το κατά κεφαλή ΑΕΠ ήταν κατά μέσο όρο 29 900 ευρώ σε όλη την ΕΕ-28

Για την αξιολόγηση του βιοτικού επιπέδου είναι σύνηθες να χρησιμοποιείται το κατά κεφαλή ΑΕΠ, με άλλα λόγια, το ΑΕΠ προσαρμοσμένο για το μέγεθος μιας οικονομίας σε σχέση με τον πληθυσμό της. Το 2017 το μέσο κατά κεφαλή ΑΕΠ για την ΕΕ-28 (σε τρέχουσες τιμές) ήταν 29,9 χιλιάδες ευρώ. Οι τιμές που εκφράζονται σε ΜΑΔ έχουν προσαρμοστεί για να ληφθούν υπόψη οι διαφορές στα επίπεδα τιμών μεταξύ των χωρών. Η σχετική θέση των μεμονωμένων χωρών μπορεί να εκφραστεί συγκριτικά με τον μέσο όρο της ΕΕ-28, ο οποίος έχει οριστεί σε 100 (βλέπε πίνακα 2). Βάσει αυτής της μέτρησης, η υψηλότερη τιμή μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ καταγράφηκε για το Λουξεμβούργο, όπου το κατά κεφαλή ΑΕΠ σε ΜΑΔ ήταν περίπου 2,5 φορές υψηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ-28 το 2017 (γεγονός που εξηγείται εν μέρει από τη σημασία των διασυνοριακών εργαζομένων από το Βέλγιο, τη Γαλλία και τη Γερμανία). Από την άλλη, στη Βουλγαρία, το κατά κεφαλή ΑΕΠ σε ΜΑΔ ήταν λιγότερο από το ήμισυ του μέσου όρου της ΕΕ-28.

Πίνακας 2: ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές αγοράς, 2007 και 2015-2017
Πηγή: Eurostat (prc_ppp_ind) και Παγκόσμια Τράπεζα

Μολονότι τα αριθμητικά στοιχεία για τη ΜΑΔ θα πρέπει, κατ’ αρχήν, να χρησιμοποιούνται για συγκρίσεις μεταξύ χωρών σε ένα μόνο έτος και όχι διαχρονικά, η εξέλιξη των εν λόγω αριθμητικών στοιχείων την τελευταία δεκαετία φανερώνει ότι υπήρξε κάποια σύγκλιση στο βιοτικό επίπεδο. Τα περισσότερα κράτη μέλη που προσχώρησαν στην ΕΕ το 2004, το 2007 ή το 2013 μετακινήθηκαν από θέσεις κάτω του μέσου όρου της ΕΕ-28 το 2007, σε πλησιέστερες προς τον μέσο όρο της ΕΕ-28 το 2017, παρά την εμφάνιση ορισμένων εμποδίων στη διάρκεια της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης. Η Σλοβενία και η Κύπρος αποτέλεσαν εξαιρέσεις· η Σλοβενία μετακινήθηκε ακόμη λίγο χαμηλότερα από τον μέσο όρο της ΕΕ-28 στη διάρκεια αυτής της περιόδου, όπως επίσης και η Ελλάδα και η Πορτογαλία μεταξύ των κρατών μελών της EΕ-15 (βλέπε σχήμα 3). Η Κύπρος μετακινήθηκε από πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ-28 σε μια θέση κάτω από αυτόν, όπως επίσης και η Ιταλία και η Ισπανία. Παρά το ότι η Ιρλανδία, η Γερμανία, η Αυστρία και η Δανία μετακινήθηκαν ακόμη υψηλότερα από τον μέσο όρο της ΕΕ-28, συγκρίνοντας την κατάσταση το 2017 με την αντίστοιχη το 2007, αρκετά άλλα κράτη μέλη της ΕΕ-15 και συγκεκριμένα το Λουξεμβούργο, η Φινλανδία, οι Κάτω Χώρες, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Σουηδία και η Γαλλία, μετακινήθηκαν από μια θέση πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ-28 το 2007 σε χαμηλότερη θέση (αλλά και πάλι πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ-28) το 2017. Κατά την ίδια περίοδο, το Βέλγιο και η Κροατία κατέγραψαν μηδενική αύξηση στο επίπεδο του ΑΕΠ τους σε ΜΑΔ, σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ-28.

Σχήμα 3: Κατά κεφαλή ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές αγοράς, 2007 και 2017
(EΕ-28 = 100· με βάση τη ΜΑΔ ανά κάτοικο)
Πηγή: Eurostat (prc_ppp_ind), ΟΟΣΑ και Παγκόσμια Τράπεζα

Ακαθάριστη προστιθέμενη αξία στην ΕΕ ανά οικονομική δραστηριότητα

Περίπου τα τρία τέταρτα της συνολικής προστιθέμενης αξίας της ΕΕ-28 το 2017 δημιουργήθηκαν στο τομέα των υπηρεσιών

Εξετάζοντας το ΑΕΠ από την πλευρά της παραγωγής, στον πίνακα 3 παρέχεται επισκόπηση της σχετικής σημασίας 10 οικονομικών δραστηριοτήτων (βάσει μετρήσεων από τη NACE Αναθ. 2) όσον αφορά τη συνεισφορά τους στη συνολική ακαθάριστη προστιθέμενη αξία σε βασικές τιμές. Μεταξύ 2007 και 2017 το μερίδιο της βιομηχανίας στην προστιθέμενη αξία της EΕ-28 υποχώρησε κατά 0,5 ποσοστιαίες μονάδες σε 19,6 %, παρόλο που παρέμεινε ελαφρώς υψηλότερο από το διανεμητικό εμπόριο, τις μεταφορές, τις υπηρεσίες στέγασης και εστίασης, που είχαν ταυτόσημο μερίδιο στη συνολική ακαθάριστη προστιθέμενη αξία το 2007 και το 2017 (19,0 %). Αντιθέτως, το μερίδιο της δημόσιας διοίκησης, της εκπαίδευσης και της υγείας επί της συνολικής προστιθέμενης αξίας αυξήθηκε κατά 0,8 ποσοστιαίες μονάδες και έφτασε το 18,6 % το 2017. Οι επόμενες μεγαλύτερες δραστηριότητες το 2017 — βάσει μετρήσεων ανά ακαθάριστη προστιθέμενη αξία — ήταν οι δραστηριότητες διαχείρισης ακίνητης περιουσίας (11,3 %), και ακολούθησαν οι επαγγελματικές, επιστημονικές, τεχνικές, διοικητικές υπηρεσίες και υπηρεσίες υποστήριξης — στο εξής, επιχειρηματικές υπηρεσίες — (11,2 %, το μερίδιο των οποίων αυξήθηκε κατά 1,0 μονάδα μεταξύ του 2007 και του 2017), οι κατασκευές (5,4 %, το μερίδιο των οποίων μειώθηκε κατά 1,0 μονάδα κατά την ίδια περίοδο), οι υπηρεσίες πληροφοριών και επικοινωνιών (5,0 %) και οι χρηματοπιστωτικές και ασφαλιστικές υπηρεσίες (4,9 %). Η μικρότερη συνεισφορά προήλθε από τις τέχνες, τις ψυχαγωγικές δραστηριότητες και λοιπές υπηρεσίες (3,5 %) και από τη γεωργία, τα δάση και την αλιεία (1,5 %).

Πίνακας 3: Ακαθάριστη προστιθέμενη αξία σε βασικές τιμές, 2007 και 2017
(% επί της συνολικής ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας)
Πηγή: Eurostat (nama_10_a10)

Οι υπηρεσίες συνεισέφεραν το 73,5 % της συνολικής ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας της ΕΕ-28 το 2017 σε σύγκριση με 71,9 % το 2007. Η σχετική σημασία των υπηρεσιών ήταν ιδιαίτερα υψηλή στο Λουξεμβούργο, στην Κύπρο, στη Μάλτα, στο Ηνωμένο Βασίλειο, στην Ελλάδα, στη Γαλλία, στις Κάτω Χώρες, στο Βέλγιο, στη Δανία και στην Πορτογαλία, όπου αντιπροσώπευαν πάνω από τα τρία τέταρτα της συνολικής προστιθέμενης αξίας. Αντιθέτως, το ποσοστό των υπηρεσιών προσέγγιζε τα τρία πέμπτα στην Τσεχική Δημοκρατία και στην Ιρλανδία.

Αποκλίνουσες εξελίξεις των οικονομικών δραστηριοτήτων κατά την τελευταία δεκαετία

Οι διαρθρωτικές αλλαγές είναι, τουλάχιστον εν μέρει, το αποτέλεσμα φαινομένων όπως οι τεχνολογικές αλλαγές, εξελίξεις των σχετικών τιμών, η εξωτερική ανάθεση και η παγκοσμιοποίηση, που συχνά οδηγούν στη μετακίνηση των δραστηριοτήτων μεταποίησης και ορισμένων υπηρεσιών (εκείνων που μπορούν να παρέχονται εξ αποστάσεως, όπως μέσω τηλεφωνικών κέντρων) σε περιοχές με φθηνότερο κόστος εργασίας, τόσο εντός όσο και εκτός της ΕΕ. Επιπροσθέτως, αρκετές δραστηριότητες έχουν πληγεί ιδιαίτερα από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση και τα επακόλουθά της. Η βιομηχανία γνώρισε την εντονότερη συρρίκνωση μεταξύ του 2007 και του 2009, όταν η προστιθέμενη αξία στην ΕΕ-28 μειώθηκε, συνολικά, κατά 12,5 % (σε όγκο)· η βιομηχανική παραγωγή της ΕE-28 μειώθηκε κατά περαιτέρω 2,3 % μεταξύ του 2011 και του 2013, ενώ στη συνέχεια αυξήθηκε με σχετικά ταχύ ρυθμό το 2014, το 2015 και το 2017 (με ετήσιες αυξήσεις 2,7 %, 3,2 % και 3,2 % αντίστοιχα) και με βραδύτερο ρυθμό (1,9 %) το 2016. O κλάδος των κατασκευών γνώρισε τη σοβαρότερη και πιο μακροχρόνια συρρίκνωση, καθώς η παραγωγή του μειώθηκε κατά 19,0 % μεταξύ του 2007 και του 2013, με μειώσεις της παραγωγής σε ετήσια βάση κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής: επομένως, η αύξηση κατά 1,3 % που καταγράφηκε στον κλάδο των κατασκευών το 2014 ήταν η πρώτη ετήσια αύξηση της επταετίας, ενώ ακολούθησε αύξηση κατά 2,0 % το 2015, 1,5 % το 2016 και 4,2 % το 2017. Οι επιχειρηματικές υπηρεσίες καθώς και το διανεμητικό εμπόριο, οι μεταφορές, οι υπηρεσίες στέγασης και εστίασης κατέγραψαν, επίσης, σχετικά μεγάλες μειώσεις της προστιθέμενης αξίας το 2009, -6,9 % και -5,9 % αντίστοιχα, αλλά στη συνέχεια σημείωσαν θετικά ετήσια ποσοστά μεταβολής κάθε χρόνο έως το 2017 (με εξαίρεση μια ελαφρά μείωση κατά 0,1 % για το διανεμητικό εμπόριο, τις μεταφορές, τις υπηρεσίες στέγασης και εστίασης το 2013). Έπειτα από σχετική σταθερότητα (καμία αλλαγή) το 2009, η παραγωγή της γεωργίας, των δασών και της αλιείας μειώθηκε το 2010 κατά 3,6 % και ξανά το 2012 κατά 5,5 %· έπειτα από αύξηση 3,7 %, 3,0 % και 1,5 % το 2013, το 2014 και το 2015, η παραγωγή της γεωργίας, των δασών και της αλιείας μειώθηκε κατά 1,1 % το 2016 και στη συνέχεια ανέκαμψε με αύξηση 1,0 % το 2017. Για δύο από τις δραστηριότητες που παρουσιάζονται στα διαγράμματα 4 και 5 δεν καταγράφηκε ετήσια μείωση της προστιθέμενης αξίας σε κανένα έτος κατά την εξεταζόμενη περίοδο: δραστηριότητες ακίνητης περιουσίας· δημόσια διοίκηση, άμυνα, εκπαίδευση, δραστηριότητες σχετικές με την ανθρώπινη υγεία και την κοινωνική μέριμνα.

Το 2017 όλες οι δραστηριότητες — με εξαίρεση τη γεωργία, τα δάση και την αλιεία — ανέφεραν αύξηση της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας τους σε σύγκριση με το 2016. Οι δραστηριότητες με τη μεγαλύτερη αύξηση ήταν οι δραστηριότητες πληροφοριών και επικοινωνιών (4,6 %), οι κατασκευές (4,2 %) και οι επιχειρηματικές υπηρεσίες (4,1 %).

Σχήμα 4: Εξελίξεις για την πραγματική ακαθάριστη προστιθέμενη αξία, ΕΕ-28, 2007-2017
(2005 = 100)
Πηγή: Eurostat (nama_10_a10)
Σχήμα 5: Εξελίξεις για την πραγματική ακαθάριστη προστιθέμενη αξία, ΕΕ-28, 2007-2017
(2005 = 100)
Πηγή: Eurostat (nama_10_a10)

Παραγωγικότητα της εργασίας

Για να εξαλειφθούν οι επιπτώσεις του πληθωρισμού, η παραγωγικότητα της εργασίας ανά απασχολούμενο μπορεί να υπολογιστεί χρησιμοποιώντας στοιχεία προσαρμοσμένα ώστε να ληφθούν υπόψη οι μεταβολές των τιμών. Η ανάλυση της παραγωγικότητας της εργασίας ανά απασχολούμενο σε πραγματικούς όρους (με βάση αλλαγές των αλυσιδωτών δεικτών όγκου) στη διάρκεια της δεκαετίας 2007-2017 δείχνει ότι υπήρξε αύξηση για τις περισσότερες οικονομικές δραστηριότητες, ενώ τα υψηλότερα κέρδη παραγωγικότητας καταγράφηκαν στη γεωργία, τα δάση και την αλιεία (συνολική αύξηση κατά 28,9 %), στις υπηρεσίες πληροφοριών και επικοινωνιών (20,0 %), και στη βιομηχανία (13,7 %)— βλέπε σχήμα 6. Επισημαίνεται ότι μια ακριβής σύγκριση των επιπέδων παραγωγικότητας της εργασίας μεταξύ δραστηριοτήτων μπορεί να αναλυθεί μόνο για το έτος αναφοράς 2010, λόγω της μη προσθετικότητας των αλυσιδωτών δεικτών όγκου. To 2010 το υψηλότερο επίπεδο παραγωγικότητας της εργασίας παρατηρήθηκε στις χρηματοπιστωτικές και ασφαλιστικές υπηρεσίες· ακολουθούσαν με μικρή διαφορά οι υπηρεσίες πληροφοριών και επικοινωνιών, ενώ η γεωργία, τα δάση και η αλιεία κατέγραψαν, με διαφορά, το χαμηλότερο επίπεδο.

Σχήμα 6: Παραγωγικότητα της πραγματικής εργασίας, EΕ-28, 2007, 2012 και 2017
(χιλιάδες ευρώ ανά εργαζόμενο)
Πηγή: Eurostat (nama_10_a10) και (nama_10_a10e)

Περαιτέρω στοιχεία σχετικά με την εξέλιξη της παραγωγικότητας της πραγματικής εργασίας, μετρούμενα είτε ανά απασχολούμενο είτε ανά ώρα εργασίας παρουσιάζονται στον πίνακα 4. Η παραγωγικότητα της εργασίας ανά απασχολούμενο αυξήθηκε, σε πραγματικούς όρους, από το 2007 έως το 2017 σε όλα σχεδόν τα κράτη μέλη της ΕΕ, ενώ στο Λουξεμβούργο, στην Ελλάδα, στην Ιταλία και στη Φινλανδία καταγράφηκαν μειώσεις (δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία για τη Μάλτα, ενώ δεν υπήρξε μεταβολή στην Αυστρία). Κατά την ίδια περίοδο, από το 2007 έως το 2017, η παραγωγικότητα της εργασίας ανά ώρα εργασίας αυξήθηκε σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ πλην του Λουξεμβούργου και της Ελλάδας (δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία για τη Μάλτα). Αν εξαιρεθούν τα κράτη μέλη με διακοπή της χρονικής σειράς, οι μεγαλύτερες αυξήσεις (σε ποσοστό επί τοις εκατό) για αμφότερες τις εν λόγω μονάδες μέτρησης της παραγωγικότητας της εργασίας καταγράφηκαν στη Βουλγαρία, στη Λετονία, στη Λιθουανία, στη Σλοβακία, στην Ισπανία και στην Τσεχική Δημοκρατία.

Πίνακας 4: Πραγματική παραγωγικότητα της εργασίας, 2007, 2012 και 2017
Πηγή: Eurostat (nama_10_gdp) και (nama_10_a10_e)

Καταναλωτικές δαπάνες

Περνώντας στην ανάλυση της εξέλιξης των συνιστωσών του ΑΕΠ από πλευράς δαπανών, σημειώνεται ότι οι τελικές καταναλωτικές δαπάνες σε όλη την EE-28 αυξήθηκαν κατά 8,1 % σε όγκο μεταξύ του 2007 και του 2017 (βλέπε σχήμα 7), παρά τις ελαφρές μειώσεις που σημειώθηκαν το 2009 και το 2012. Οι τελικές καταναλωτικές δαπάνες της γενικής κυβέρνησης αυξήθηκαν με κάπως ταχύτερο ρυθμό, κατά 11,1 % μεταξύ του 2007 και του 2017. Κατά την ίδια περίοδο, ο ακαθάριστος σχηματισμός κεφαλαίου ήταν σχετικά ασταθής: μειώθηκε με ταχύ ρυθμό το 2009, ενώ μεταξύ του 2010 και του 2013 παρουσίασε διακύμανση, πριν ακολουθήσει ανοδική πορεία έως το 2017. Η αύξηση των εξαγωγών υπερέβη την αύξηση των εισαγωγών, τα περισσότερα έτη, εξαιρουμένου του 2009 και της περιόδου 2014-2016· κατά την περίοδο 2007-2017 οι εξαγωγές αυξήθηκαν συνολικά κατά 33,4 %, ενώ οι εισαγωγές αυξήθηκαν κατά 26,5 %.

Σχήμα 7: Εξελίξεις σχετικά με τις πραγματικές καταναλωτικές δαπάνες, τον ακαθάριστο σχηματισμό κεφαλαίου, τις εξαγωγές και τις εισαγωγές, EΕ-28, 2007-2017
(2005 = 100)
Πηγή: Eurostat (nama_10_gdp)

Έπειτα από πτώση το 2009, οι δαπάνες κατανάλωσης των νοικοκυριών και των μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων που εξυπηρετούν νοικοκυριά (ΜΚΙΕΝ) ανέκαμψαν το 2010 (αύξηση κατά 0,8 % σε όγκο) και δεν παρουσίασαν μεταβολή το 2011 (0,0 %), ενώ στη συνέχεια μειώθηκαν ξανά το 2012 (-0,6 %) και το 2013 (-0,1 %)· στη συνέχεια, οι δαπάνες αυξήθηκαν επί τέσσερα συνεχή έτη, με αύξηση κατά 1,2 %, 2,1 %, 2,4 % και 1,9 %.

Το 2010 ο ρυθμός ανάπτυξης για τις δαπάνες της γενικής κυβέρνησης της ΕΕ-28 επιβραδύνθηκε σε όγκο και αυτό το ποσοστό μεταβολής παρέμεινε σχετικά σταθερό (εντός του φάσματος του -0,1 % έως 0,4 %) μεταξύ του 2011 και του 2013, ενώ στη συνέχεια επανήλθε σε κάπως μεγαλύτερη αύξηση, κατά 1,1 % το 2014, 1,4 % το 2015, 1,6 % το 2016 και 1,0 % το 2017.

Επενδύσεις

Παρά την αύξηση που καταγράφηκε το 2011 (1,9 %), o ακαθάριστος σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου στην ΕΕ-28 δεν κατόρθωσε να ανακάμψει πλήρως από την απότομη πτώση του το 2009 (-11,8 %) και σημείωσε ξανά αρνητικό ποσοστό μεταβολής το 2012 και το 2013· εντούτοις, κατά την περίοδο 2014-2017 ο ακαθάριστος σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου στην ΕΕ-28 αυξήθηκε κατά 2,8 %, 4,8 %, 2,9 % και 3,1 % αντίστοιχα.

Σχήμα 8: Πραγματικό ετήσιο ποσοστό μεταβολής των συνιστωσών δαπάνης του ΑΕΠ, EΕ-28, 2007-2017
(%)
Πηγή: Eurostat (nama_10_gdp)

Σε όρους τρεχουσών τιμών, οι δαπάνες κατανάλωσης των νοικοκυριών και των μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων που εξυπηρετούν νοικοκυριά συνεισέφεραν το 55,7 % του ΑΕΠ της EE-28 το 2017, ενώ το ποσοστό του ακαθάριστου σχηματισμού πάγιου κεφαλαίου ήταν 20,5 % και το ποσοστό των δαπανών της γενικής κυβέρνησης ήταν 20,1 % (βλ. σχήμα 9).

Σχήμα 9: Συνιστώσες δαπάνης του ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές αγοράς, EΕ-28, 2017
(% ποσοστό του ΑΕΠ)
Πηγή: Eurostat (nama_10_gdp), (or), (tec00009), (tec00010), (tec00011) και (tec00110)

Μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ υπήρξαν μεγάλες διακυμάνσεις ως προς την ένταση επενδύσεων και αυτό μπορεί, εν μέρει, να αντανακλά τα διαφορετικά στάδια οικονομικής ανάπτυξης καθώς και αναπτυξιακής δυναμικής τα τελευταία χρόνια (βλέπε σχήμα 10). To 2017 ο ακαθάριστος σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου (σε τρέχουσες τιμές) ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν 20,1 % στην ΕΕ-28 και 20,5 % στη ζώνη του ευρώ (ΖE-19). Τα υψηλότερα ποσοστά καταγράφηκαν στη Σουηδία (24,9 %), στην Τσεχική Δημοκρατία (24,7 %), στην Εσθονία (23,7 %), στην Ιρλανδία και στην Αυστρία (αμφότερες 23,5 %) και τα χαμηλότερα στην Πορτογαλία (16,2 %) και στην Ελλάδα (12,6 %).

Σχήμα 10: Ακαθάριστος σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου σε τρέχουσες τιμές αγοράς, 2017
(% ποσοστό του ΑΕΠ)
Πηγή: Eurostat (nama_10_gdp)

Η μεγάλη πλειονότητα των επενδύσεων στην ΕΕ-28 πραγματοποιήθηκε από τον ιδιωτικό τομέα, όπως φαίνεται στον πίνακα 5: το 2017 οι επενδύσεις από επιχειρήσεις και νοικοκυριά αποτελούσαν το 17,9 % του ΑΕΠ της EE-28, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό των επενδύσεων του δημόσιου τομέα ήταν 2,8 %. Σε σχετικούς όρους, η Ουγγαρία (6,6 % του ΑΕΠ) και η Εσθονία (4,8 %· στοιχεία του 2016) είχαν τα υψηλότερα ποσοστά δημόσιων επενδύσεων, ενώ οι επενδύσεις του επιχειρηματικού τομέα ήταν υψηλότερες στην Ιρλανδία (27,2 %· στοιχεία του 2016) και στη Σουηδία (17,2 %), ενώ οι επενδύσεις των νοικοκυριών ήταν υψηλότερες στη Φινλανδία (6,5 %) και στη Γερμανία (6,0 % · στοιχεία του 2016). Οι επενδύσεις από τα νοικοκυριά (ως ποσοστό του ΑΕΠ) το 2016 ήταν σημαντικά χαμηλότερες απ’ ό,τι το 2007 στην Ελλάδα, στην Ιρλανδία, στην Κύπρο και στην Ισπανία, ενώ ήταν σημαντικά υψηλότερες στη Ρουμανία· η Βουλγαρία, η Λιθουανία και η Γερμανία ήταν τα μόνα άλλα κράτη μέλη της ΕΕ που δήλωσαν αύξηση στο μερίδιο των επενδύσεων των νοικοκυριών επί του ΑΕΠ.

Πίνακας 5: Επενδύσεις σε τρέχουσες τιμές αγοράς, 2007, 2012 και 2017
(% ποσοστό του ΑΕΠ)
Πηγή: Eurostat (nasa_10_ki)

Εισόδημα

Η ανάλυση του ΑΕΠ στην ΕΕ-28 από την πλευρά του εισοδήματος δείχνει ότι στην κατανομή μεταξύ των συντελεστών παραγωγής του εισοδήματος που προκύπτει από την παραγωγική διαδικασία κυριάρχησε το εισόδημα εξαρτημένης εργασίας, το οποίο αντιπροσώπευε το 47,3 % του ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές της αγοράς το 2017. Tο ποσοστό του ακαθάριστου λειτουργικού πλεονάσματος και του μεικτού εισοδήματος ήταν 40,8 % του ΑΕΠ, ενώ το ποσοστό των φόρων επί της παραγωγής και των εισαγωγών μείον επιδοτήσεις ήταν 11,9 % (βλ. σχήμα 11). Η Iρλανδία είχε το χαμηλότερο ποσοστό εισοδήματος εξαρτημένης εργασίας στο ΑΕΠ (29,4 %), και ακολουθούσαν η Ελλάδα (33,6 %) και η Ρουμανία (36,0 %), ενώ ποσοστά που υπερέβαιναν το 50,0 % καταγράφηκαν σε τέσσερα κράτη μέλη της ΕΕ, μεταξύ των οποίων το Λουξεμβούργο, η Γερμανία και η Δανία, με υψηλότερο όλων το 52,2 % στη Γαλλία. Στην περίπτωση της Ιρλανδίας, πάντως, το ποσοστό συνδέεται με τις συνέπειες της παγκοσμιοποίησης.

Σχήμα 11: Κατανομή εισοδήματος σε τρέχουσες τιμές αγοράς, 2017
(% ποσοστό του ΑΕΠ)
Πηγή: Eurostat (nama_10_gdp)

Το σχήμα 12 (που βασίζεται επίσης σε στοιχεία τρεχουσών τιμών αγοράς) δείχνει ότι τα μακροοικονομικά μεγέθη εισοδήματος είχαν ανακάμψει, πριν από το 2011 ή το 2012, από τις απώλειες που σημείωσαν κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης. To 2009 το εισόδημα εξαρτημένης εργασίας στην EE-28 υποχώρησε κατά 2,8 %, αλλά το 2017 ήταν κατά 18,1 % υψηλότερο απ’ ό,τι το αντίστοιχο επίπεδο που είχε καταγραφεί το 2008.

Για το ακαθάριστο λειτουργικό πλεόνασμα και το μεικτό εισόδημα, υπήρξε ήδη μόνο περιορισμένη αύξηση στην ΕΕ-28 το 2008, ενώ ακολούθησε πτώση κατά 8,2 % το 2009· το 2012 αυτό το μακροοικονομικό μέγεθος του εισοδήματος είχε επιστρέψει σε επίπεδο παρόμοιο με το ανώτατο επίπεδο προ της κρίσης (το 2008), ενώ το 2017 ήταν κατά 14,3 % πάνω από το εν λόγω ανώτατο επίπεδο.

Η μείωση των φόρων επί της παραγωγής και των εισαγωγών μείον επιδοτήσεις στην EE-28 είχε ήδη ξεκινήσει το 2008 (-3,1 %) και επιταχύνθηκε το 2009 (-9,2 %)· το 2011 οι απώλειες αυτές είχαν υπεραναπληρωθεί και το 2016 αυτό το συνολικό μέγεθος του εισοδήματος ήταν κατά 20,4 % υψηλότερο από το ανώτατο επίπεδό του πριν από την κρίση (2007).

Σχήμα 12: Εξέλιξη του εισοδήματος σε τρέχουσες τιμές αγοράς, EE-28, 2007-2017
(2007 = 100)
Πηγή: Eurostat (nama_10_gdp)

Κατανάλωση νοικοκυριών

Η καταναλωτική δαπάνη νοικοκυριών αντιπροσώπευε τουλάχιστον το ήμισυ του ΑΕΠ (σε τρέχουσες τιμές αγοράς) σχεδόν στα δύο τρίτα (19) των κρατών μελών της EE το 2017· το ποσοστό αυτό ήταν υψηλότερο στην Κύπρο (67,7 %), στην Ελλάδα (66,6 %), στη Λιθουανία (63,8 %), στην Πορτογαλία (63,1 %) και στο Ηνωμένο Βασίλειο (63,0 %). Αντιθέτως, ήταν χαμηλότερο στο Λουξεμβούργο (28,6 %) που όμως είχε, με μεγάλη διαφορά, την υψηλότερη κατά κεφαλή μέση καταναλωτική δαπάνη νοικοκυριών (ΜΑΔ 21 700) — βλέπε πίνακα 6 — ακόμη και μετά την προσαρμογή ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι διαφορές στα επίπεδα των τιμών μεταξύ των κρατών μελών.

Πίνακας 6: Καταναλωτική δαπάνη νοικοκυριών, 2007, 2012 και 2017
Πηγή: Eurostat (nama_10_gdp) και (nama_10_pc)

Εκτός από το Λουξεμβούργο, η κατά κεφαλή μέση καταναλωτική δαπάνη νοικοκυριών σε όρους ΜΑΔ ήταν επίσης σχετικά υψηλή το 2017 στο Ηνωμένο Βασίλειο (ΜΑΔ 19 800), στην Aυστρία (ΜΑΔ 19 100) και στη Γερμανία (ΜΑΔ 18 900). Στο άλλο άκρο, η Ουγγαρία και η Βουλγαρία ήταν τα μόνα κράτη μέλη της ΕΕ που ανέφεραν ότι η κατά κεφαλή μέση καταναλωτική δαπάνη νοικοκυριών ήταν χαμηλότερη από ΜΑΔ 10 000.

Η ανάλυση των πραγματικών εξελίξεων της κατά κεφαλή μέσης καταναλωτικής δαπάνης σε όρους ευρώ (με βάση αλυσιδωτό δείκτη όγκου) κατά την περίοδο 2012-2017 δείχνει ότι η ταχύτερη αύξηση καταγράφηκε στακράτη μέλη της Βαλτικής και στη Ρουμανία. Η Αυστρία ήταν το μόνο κράτος μέλος της ΕΕ που ανέφερε ότι η κατά κεφαλή καταναλωτική δαπάνη νοικοκυριών μειώθηκε, κατά μέσο όρο, κατά 0,2 % ετησίως κατά τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου, ενώ δεν υπήρχε καμία αλλαγή στην Ελλάδα.

Πηγή δεδομένων για πίνακες και γραφήματα

Πηγές δεδομένων

Tο ευρωπαϊκό σύστημα εθνικών και περιφερειακών λογαριασμών (ΕΣΛ) παρέχει τη μεθοδολογία των εθνικών λογαριασμών στην ΕΕ. Η τρέχουσα έκδοση, ESA 2010(στα αγγλικά), εγκρίθηκε τον Μάιο του 2013 και τέθηκε σε εφαρμογή τον Σεπτέμβριο του 2014. Είναι πλήρως συμβατή με τις παγκόσμιες κατευθυντήριες γραμμές για τους εθνικούς λογαριασμούς 2008 SNA.

ΑΕΠ και κύριες συνιστώσες

Tα κύρια μακροοικονομικά μεγέθη των εθνικών λογαριασμών συγκεντρώνονται από θεσμικές μονάδες, ιδίως μη χρηματοδοτικές ή χρηματοδοτικές εταιρείες, τη γενική κυβέρνηση, τα νοικοκυριά και μη κερδοσκοπικά ιδρύματα που εξυπηρετούν νοικοκυριά (ΜΚΙΕΝ).

Τα στοιχεία του τομέα των εθνικών λογαριασμών περιλαμβάνουν πληροφορίες σχετικά με τις συνιστώσες του ΑΕΠ, την απασχόληση, τα συγκεντρωτικά μεγέθη της τελικής κατανάλωσης και την αποταμίευση. Πολλές από τις μεταβλητές αυτές υπολογίζονται σε ετήσια όσο και σε τριμηνιαία βάση.

Το ΑΕΠ είναι η κεντρική μονάδα μέτρησης των εθνικών λογαριασμών, που συνοψίζει την οικονομική θέση μιας χώρας (ή μιας περιφέρειας). Μπορεί να υπολογιστεί μέσω διαφορετικών προσεγγίσεων: της προσέγγισης εκροών· της προσέγγισης δαπανών· και της προσέγγισης εισοδήματος.

Η ανάλυση του κατά κεφαλή ΑΕΠ απομακρύνει την επιρροή του απόλυτου μεγέθους του πληθυσμού, διευκολύνοντας τις συγκρίσεις μεταξύ διαφόρων χωρών. Το κατά κεφαλή ΑΕΠ είναι ένας ευρύς οικονομικός δείκτης του επιπέδου διαβίωσης. Τα στοιχεία για το ΑΕΠ σε εθνικά νομίσματα μπορούν να μετατρέπονται σε μονάδες αγοραστικής δύναμης (ΜΑΔ) χρησιμοποιώνταςισοτιμίες αγοραστικής δύναμης (ΙΑΔ) που αντικατοπτρίζουν την αγοραστική δύναμη κάθε νομίσματος, αντί να χρησιμοποιούνται αγοραίες συναλλαγματικές ισοτιμίες· με τον τρόπο αυτό, εξαλείφονται οι διαφορές στα επίπεδα τιμών μεταξύ των χωρών. Ο δείκτης όγκου του κατά κεφαλή ΑΕΠ σε ΜΑΔ εκφράζεται σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ-28 ( ο οποίος έχει οριστεί σε 100). Εάν ο δείκτης μίας χώρας είναι υψηλότερος/χαμηλότερος από 100, το επίπεδο του κατά κεφαλή ΑΕΠ της συγκεκριμένης χώρας βρίσκεται πάνω/κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ-28· ο δείκτης αυτός προορίζεται για συγκρίσεις μεταξύ χωρών και όχι χρονικές συγκρίσεις.

Ο υπολογισμός του ετήσιου ποσοστού αύξησης του ΑΕΠ με χρήση αλυσιδωτών δεικτών όγκου (πραγματικές μεταβολές) αποσκοπεί στο να καθίστανται δυνατές οι συγκρίσεις της δυναμικής της οικονομικής ανάπτυξης, τόσο χρονικά όσο και ανάμεσα σε οικονομίες διαφορετικών μεγεθών, ανεξάρτητα από τα επίπεδα των τιμών.

Συμπληρωματικά στοιχεία

Η οικονομική απόδοση μπορεί επίσης να αναλυθεί ανά δραστηριότητα: στο πλέον μακροοικονομικό επίπεδο ανάλυσης προσδιορίζονται 10 τίτλοι της NACE: γεωργία, δάση και αλιεία· βιομηχανία· κατασκευές· διανεμητικό εμπόριο, μεταφορές, υπηρεσίες στέγασης και εστίασης· υπηρεσίες πληροφοριών και επικοινωνιών· χρηματοπιστωτικές και ασφαλιστικές υπηρεσίες· δραστηριότητες ακίνητης περιουσίας· επαγγελματικές, επιστημονικές, τεχνικές, διοικητικές δραστηριότητες και δραστηριότητες υποστήριξης· δημόσια διοίκηση, άμυνα, εκπαίδευση, ανθρώπινη υγεία και κοινωνική μέριμνα· τέχνες, ψυχαγωγία, δραστηριότητες ελεύθερου χρόνου, άλλες υπηρεσίες και δραστηριότητες εγχώριων και εξωχώριων οργανισμών και φορέων.

Η ανάλυση της απόδοσης ανά δραστηριότητα με την πάροδο του χρόνου μπορεί να διευκολυνθεί με τη χρήση μιας μονάδας μέτρησης όγκου (πραγματικές αλλαγές) — με άλλα λόγια, μέσω του αποπληθωρισμού της αξίας της παραγωγής ώστε να εξαλειφθούν οι επιπτώσεις των μεταβολών της τιμής· κάθε δραστηριότητα αποπληθωρίζεται μεμονωμένα ώστε να αντικατοπτρίζονται οι μεταβολές των τιμών των συναφών της προϊόντων.

Μια περαιτέρω δέσμη στοιχείων εθνικών λογαριασμών χρησιμοποιείται στο πλαίσιο της ανάλυσης της ανταγωνιστικότητας, ιδίως δείκτες που συνδέονται με την παραγωγικότητα του εργατικού δυναμικού, όπως μέτρα της παραγωγικότητας της εργασίας. Τα μέτρα της παραγωγικότητας που είναι εκφρασμένα σε ΜΑΔ είναι ιδιαίτερα χρήσιμα για συγκρίσεις μεταξύ των χωρών. Το κατά κεφαλή ΑΕΠ ανά απασχολούμενο έχει στόχο να δώσει μια συνολική εικόνα της παραγωγικότητας των εθνικών οικονομιών. Δεν πρέπει να λησμονείται, ωστόσο, ότι το μέτρο αυτό εξαρτάται από τη δομή της συνολικής απασχόλησης και μπορεί, για παράδειγμα, να περιοριστεί από τη μετάβαση από εργασία πλήρους απασχόλησης σε εργασία με μερική απασχόληση. Το ΑΕΠ ανά ώρα εργασίας δίνει σαφέστερη εικόνα της παραγωγικότητας, δεδομένου ότι η συχνότητα της μερικής απασχόλησης διαφέρει σημαντικά μεταξύ χωρών και δραστηριοτήτων.

Ετήσιες πληροφορίες σχετικά με τις δαπάνες των νοικοκυριών είναι διαθέσιμες από τους εθνικούς λογαριασμούς που καταρτίζονται μέσω μακροοικονομικής προσέγγισης. Μια εναλλακτική πηγή για την ανάλυση των δαπανών των νοικοκυριών είναι η έρευνα για τον προϋπολογισμό των νοικοκυριών (HBS): οι πληροφορίες αυτές λαμβάνονται ζητώντας από τα νοικοκυριά να τηρούν ημερολόγιο των αγορών τους και είναι πολύ πιο αναλυτικές όσον αφορά την κάλυψη των προϊόντων και των υπηρεσιών, καθώς και των τύπων κοινωνικοοικονομικής ανάλυσης που δημοσιοποιούνται. Η HBS διεξάγεται και δημοσιεύεται μόνο κάθε πέντε έτη — το πιο πρόσφατο έτος αναφοράς για το οποίο υπάρχουν στοιχεία επί του παρόντος είναι το 2015, αν και δεν υπάρχουν ακόμη διαθέσιμα στοιχεία για όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ.

Πλαίσιο

Τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, οι κυβερνήσεις, οι κεντρικές τράπεζες, καθώς και άλλοι οικονομικοί και κοινωνικοί φορείς δημόσιου και ιδιωτικού τομέα χρειάζονται ένα σύνολο συγκρίσιμων και αξιόπιστων στατιστικών στοιχείων επί των οποίων θα βασίζουν τις αποφάσεις τους. Οι εθνικοί λογαριασμοί μπορούν να χρησιμοποιηθούν για διάφορους τύπους ανάλυσης και αξιολόγησης. Η χρήση διεθνώς αποδεκτών εννοιών και ορισμών επιτρέπει την ανάλυση διαφορετικών οικονομιών, όπως τις αλληλεξαρτήσεις μεταξύ των οικονομιών των κρατών μελών της ΕΕ, ή μια σύγκριση μεταξύ της ΕΕ και τρίτων χωρών.

Επιχειρηματικός κύκλος και ανάλυση της μακροοικονομικής πολιτικής

Μια από τις κύριες χρήσεις των στοιχείων των εθνικών λογαριασμών συνδέεται με την ανάγκη να δοθεί υποστήριξη στις αποφάσεις της ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής και στην επίτευξη των στόχων της οικονομικής και νομισματικής ένωσης (ΟΝΕ) με υψηλής ποιότητας βραχυπρόθεσμες στατιστικές που καθιστούν δυνατή την παρακολούθηση των μακροοικονομικών εξελίξεων και τη διαμόρφωση συμβουλών για τη μακροοικονομική πολιτική. Για παράδειγμα, μια από τις βασικότερες και πιο μακροχρόνιες χρήσεις των εθνικών λογαριασμών είναι ο ποσοτικός προσδιορισμός του ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας, με απλά λόγια, της αύξησης του ΑΕΠ. Τα βασικά στοιχεία των εθνικών λογαριασμών χρησιμοποιούνται, ιδίως, για την ανάπτυξη και την παρακολούθηση μακροοικονομικών πολιτικών, ενώ τα λεπτομερή στοιχεία των εθνικών λογαριασμών μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν για την κατάρτιση τομεακών ή κλαδικών πολιτικών, ιδίως με ανάλυση των πινάκων εισροών-εκροών.

Από την αρχή της ΟΝΕ το 1999, η Eυρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (EΚΤ) είναι από τους κύριους χρήστες των εθνικών λογαριασμών. Η στρατηγική της ΕΚΤ για την εκτίμηση των κινδύνων για τη σταθερότητα των τιμών βασίζεται σε δύο αναλυτικές διαστάσεις, οι οποίες καλούνται «οι δύο πυλώνες»: οικονομική ανάλυση και νομισματική ανάλυση. Συνεπώς, ένας μεγάλος αριθμός νομισματικών και χρηματοοικονομικών δεικτών αξιολογείται σε σχέση με άλλα σχετικά στοιχεία που επιτρέπουν τον συνδυασμό νομισματικής, χρηματοοικονομικής και οικονομικής ανάλυσης, για παράδειγμα, τα κύρια συγκεντρωτικά μεγέθη των εθνικών λογαριασμών. Με τον τρόπο αυτό οι νομισματικοί και οι χρηματοοικονομικοί δείκτες μπορούν να αναλυθούν στο πλαίσιο της υπόλοιπης οικονομίας.

Η Γενική Διεύθυνση Οικονομικών και Χρηματοδοτικών Υποθέσεων παρακολουθεί τις οικονομικές εξελίξεις. Η ΕΕ έχει ετήσιο κύκλο συντονισμού των οικονομικών πολιτικών που καλείται Eυρωπαϊκό Εξάμηνο. Κάθε χρόνο, η Eυρωπαϊκή Επιτροπή διεξάγει λεπτομερή ανάλυση των σχεδίων των κρατών μελών της ΕΕ για δημοσιονομικές, μακροοικονομικές και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, και παρέχει συστάσεις ανά χώρα για τους επόμενους 12-18 μήνες.

Η Γενική Διεύθυνση Οικονομικών και Χρηματοδοτικών Υποθέσεων παρουσιάζει επίσης τις μακροοικονομικές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής forecasts τέσσερις φορές τον χρόνο (το φθινόπωρο, τον χειμώνα, την άνοιξη και το καλοκαίρι), σε συντονισμό με τον ετήσιο κύκλο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου. Οι προβλέψεις αυτές καλύπτουν όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ προκειμένου να εξαχθούν προβλέψεις για την ευρωζώνη και την ΕΕ, αλλά περιλαμβάνουν και προβλέψεις για τις υποψήφιες χώρες, καθώς και για ορισμένες τρίτες χώρες.

Η ανάλυση των δημόσιων οικονομικών μέσω των εθνικών λογαριασμών είναι άλλη μια καθιερωμένη χρήση αυτών των στατιστικών. Στο εσωτερικό της ΕΕ έχει αναπτυχθεί μια ειδική εφαρμογή σε σχέση με τα κριτήρια σύγκλισης για την ΟΝΕ, δύο από τα οποία αναφέρονται ευθέως στα δημόσια οικονομικά. Τα κριτήρια αυτά καθορίστηκαν με βάση τα στοιχεία των εθνικών λογαριασμών, δηλαδή του δημόσιου ελλείμματος και του δημόσιου χρέους σε σχέση με το ΑΕΠ. Βλέπε το άρθρο για τις στατιστικές δημόσιων οικονομικών για περισσότερες πληροφορίες.

Περιφερειακές, διαρθρωτικές και τομεακές πολιτικές

Εκτός από την ανάλυση του οικονομικού κύκλου και της μακροοικονομικής πολιτικής, υπάρχουν άλλες χρήσεις των στοιχείων των ευρωπαϊκών εθνικών και περιφερειακών λογαριασμών στις πολιτικές, ιδίως όσον αφορά περιφερειακά, διαρθρωτικά και τομεακά ζητήματα.

Η κατανομή των δαπανών για τα διαρθρωτικά ταμεία βασίζεται εν μέρει σε περιφερειακούς λογαριασμούς. Επιπλέον, οι περιφερειακές στατιστικές χρησιμοποιούνται για την εκ των υστέρων αξιολόγηση των αποτελεσμάτων της περιφερειακής πολιτικής και της πολιτικής συνοχής.

Η ενθάρρυνση της μεγαλύτερης ανάπτυξης και της μεγαλύτερης δημιουργίας θέσεων εργασίας αποτελεί στρατηγική προτεραιότητα τόσο για την ΕΕ όσο και για τα κράτη μέλη, και αποτελεί μέρος της στρατηγικής «Eυρώπη 2020». Για την υποστήριξη αυτών των στρατηγικών προτεραιοτήτων, εφαρμόζονται κοινές πολιτικές σε όλους τους τομείς της ενωσιακής οικονομίας, ενώ τα κράτη μέλη υλοποιούν τις δικές τους εθνικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διεξάγει οικονομικές αναλύσεις που συμβάλλουν στην ανάπτυξη της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΚΓΠ) με ανάλυση της αποδοτικότητας των διαφόρων μηχανισμών στήριξης της ΚΓΠ και με ανάπτυξη μακροπρόθεσμης προοπτικής. Σε αυτά περιλαμβάνονται έρευνα, αναλύσεις και εκτιμήσεις επιπτώσεων σχετικά με θέματα που αφορούν τη γεωργία και την αγροτική οικονομία στην ΕΕ και σε τρίτες χώρες, εν μέρει με τη χρήση των οικονομικών λογαριασμών της γεωργίας.

Ορισμός στόχων, συγκριτική ανάλυση και συνεισφορές

Οι πολιτικές στο εσωτερικό της ΕΕ θέτουν ολοένα και περισσότερο μεσοπρόθεσμους ή μακροπρόθεσμους στόχους, είτε δεσμευτικούς είτε όχι. Για κάποιους από αυτούς, το επίπεδο του ΑΕΠ χρησιμοποιείται ως παρονομαστής συγκριτικής ανάλυσης· για παράδειγμα, ο καθορισμός στόχου για τις δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη σε επίπεδο 3,00 % του ΑΕΠ (που είναι ένας από τους στόχους της στρατηγικής «Ευρώπη 2020»).

Οι εθνικοί λογαριασμοί χρησιμοποιούνται επίσης για τον καθορισμό των πόρων της ΕΕ, με τους βασικούς κανόνες που ορίζονται σε απόφαση του Συμβουλίου. Tο συνολικό ποσό των ιδίων πόρων που χρειάζονται για τη χρηματοδότηση του ενωσιακού προϋπολογισμού καθορίζεται από τις συνολικές δαπάνες μείον τα άλλα έσοδα, ενώ το ανώτατο μέγεθος των ιδίων πόρων συνδέεται με το ακαθάριστο εθνικό εισόδημα της ΕE.

Πέρα από τη χρήση τους για τον καθορισμό των δημοσιονομικών συνεισφορών στο εσωτερικό της ΕE, τα στοιχεία των εθνικών λογαριασμών χρησιμοποιούνται και για τον καθορισμό των συνεισφορών σε άλλους διεθνείς οργανισμούς, όπως τα Ηνωμένα Έθνη (ΟΗΕ). Οι συνεισφορές στον προϋπολογισμό του ΟΗΕ βασίζονται στο ακαθάριστο εθνικό εισόδημα μαζί με διάφορες προσαρμογές και όρια.

Αναλυτές και προγνώστες

Οι εθνικοί λογαριασμοί χρησιμοποιούνται επίσης ευρέως από τους αναλυτές και τους ερευνητές για να εξετάσουν την οικονομική κατάσταση και τις εξελίξεις. Οι κοινωνικοί εταίροι, όπως οι εκπρόσωποι των επιχειρήσεων (π.χ. εμπορικές ενώσεις) ή οι εκπρόσωποι των εργαζομένων (π.χ. συνδικαλιστικές οργανώσεις), δείχνουν επίσης ενδιαφέρον για τους εθνικούς λογαριασμούς για σκοπούς ανάλυσης των εξελίξεων που επηρεάζουν τις εργασιακές σχέσεις. Μεταξύ των λοιπών χρήσεων, οι ερευνητές και οι αναλυτές χρησιμοποιούν τους εθνικούς λογαριασμούς για ανάλυση του επιχειρηματικού κύκλου, ανάλυση των μακροχρόνιων οικονομικών κύκλων και σύνδεσή τους με τις οικονομικές, πολιτικές ή τεχνολογικές εξελίξεις.

Direct access to

Other articles
Tables
Database
Dedicated section
Publications
Methodology
Visualisations






ΑΕΠ και κύριες συνιστώσες (t_nama_10_gdp)
Εξαγωγές και εισαγωγές από κράτη μέλη της ΕΕ/τρίτες χώρες (t_nama_10_exi)
Τελική καταναλωτική δαπάνη νοικοκυριών ανά σκοπό κατανάλωσης (COICOP) (t_nama_10_co)
Βοηθητικοί δείκτες στους εθνικούς λογαριασμούς — ετήσια στοιχεία (t_nama_10_aux)
Περιφερειακοί οικονομικοί λογαριασμοί (t_nama_10_reg)


Κύρια μακροοικονομικά μεγέθη του ΑΕΠ (nama_10_ma)
Βοηθητικοί δείκτες (πληθυσμός, κατά κεφαλή ΑΕΠ και παραγωγικότητα) (nama_10_aux)
Βασικές κατανομές των κύριων μακροοικονομικών μεγεθών του ΑΕΠ και της απασχόλησης (κατά οικονομικό κλάδο και περιουσιακά στοιχεία) (nama_10_bbr)
Αναλυτικές κατανομές των κύριων μακροοικονομικών μεγεθών του ΑΕΠ (κατά οικονομικό κλάδο και σκοπό κατανάλωσης) (nama_10_dbr)
Κατανομή μη χρηματοπιστωτικών περιουσιακών στοιχείων κατά είδος, οικονομικό κλάδο και τομέα (nama_10_nfa)
Περιφερειακοί οικονομικοί λογαριασμοί - EΣΛ 2010 (nama_10_reg)
Τριμηνιαίοι εθνικοί λογαριασμοί (namq_10)
Εθνικοί λογαριασμοί - συνεργασία διεθνών δεδομένων (naid_10)