Statistics Explained

Archive:Παραγωγή και εισαγωγές ενέργειας

Revision as of 15:37, 23 December 2016 by EXT-A-Redpath (talk | contribs) (Update with YB2016 translation)
Στοιχεία Ιουλίου 2016. Πιο πρόσφατα στοιχεία: Περαιτέρω πληροφορίες της Eurostat, Βασικοί πίνακες και Βάση δεδομένων. Προγραμματισμένη επικαιροποίηση του άρθρου: Σεπτέμβριος του 2017.
Πίνακας 1: Παραγωγή ενέργειας, 2004 και 2014
(εκατομμύρια τόνοι ισοδύναμου πετρελαίου)
Πηγή: Eurostat (nrg_100a)
Διάγραμμα 1: Παραγωγή πρωτογενούς ενέργειας, ΕΕ-28, 2014
(% επί του συνόλου, με βάση τόνους ισοδύναμου πετρελαίου)
Πηγή: Eurostat (nrg_100a) και (nrg_107a)
Διάγραμμα 2: Εξέλιξη της παραγωγής πρωτογενούς ενέργειας
(ανά είδος καυσίμου), ΕΕ-28, 2004–14
(2004 = 100, με βάση τόνους ισοδύναμου πετρελαίου)
Πηγή: Eurostat (nrg_100a)
Πίνακας 2: Καθαρές εισαγωγές πρωτογενούς ενέργειας, 2004–14
Πηγή: Eurostat (nrg_100a) και (demo_pjan)
Πίνακας 3: Κύρια προέλευση των εισαγωγών πρωτογενούς ενέργειας, ΕΕ-28, 2004–14
(% των εισαγωγών εκτός της ΕΕ-28)
Πηγή: Eurostat (nrg_122a), (nrg_123a) και (nrg_124a)
Διάγραμμα 3: Ποσοστό ενεργειακής εξάρτησης, ΕΕ-28, 2004–14
(% επί των καθαρών εισαγωγών σε ακαθάριστη εγχώρια κατανάλωση και δεξαμενές αποθήκευσης, με βάση τόνους ισοδύναμου πετρελαίου)
Πηγή: Eurostat (nrg_100a), (nrg_102a) και (nrg_103a)
Διάγραμμα 4: Ποσοστό ενεργειακής εξάρτησης — όλα τα προϊόντα, 2014
(% επί των καθαρών εισαγωγών σε ακαθάριστη εγχώρια κατανάλωση και δεξαμενές αποθήκευσης, με βάση τόνους ισοδύναμου πετρελαίου)
Πηγή: Eurostat (tsdcc310)

Η εξάρτηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) από τις εισαγωγές ενέργειας –ιδίως πετρελαίου και, πιο πρόσφατα, φυσικού αερίου– αποτελεί τη βάση στην οποία στηρίζονται οι προβληματισμοί για την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού. Το παρόν άρθρο εξετάζει την παραγωγή πρωτογενούς ενέργειας στην ΕΕ και, ως αποτέλεσμα της υστέρησης της παραγωγής έναντι της κατανάλωσης, την αυξανόμενη εξάρτηση της ΕΕ από τις εισαγωγές ενέργειας από τρίτες χώρες. Πράγματι, το 2014 περισσότερο από το ήμισυ (53,5 %) της ακαθάριστης εγχώριας κατανάλωσης ενέργειας της ΕΕ-28 καλύφθηκε από εισαγόμενες πηγές.

Κύρια στατιστικά στοιχεία

Πρωτογενής παραγωγή

Το 2014 η παραγωγή πρωτογενούς ενέργειας στην ΕΕ-28 ανήλθε συνολικά σε 771 εκατομμύρια τόνους ισοδύναμου πετρελαίου (ΤΙΠ). Αυτό διατήρησε τη γενικά πτωτική πορεία που παρατηρούνταν τα τελευταία χρόνια, με εξαίρεση κυρίως το 2010, όταν η παραγωγή ανέκαμψε μετά τη σχετικά αισθητή μείωσή της το 2009, η οποία συνέπεσε με τη χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση. Το 2014 η παραγωγή πρωτογενούς ενέργειας στην ΕΕ-28, εξεταζόμενη σε πιο μακροχρόνιο πλαίσιο, ήταν κατά 17,3 % χαμηλότερη απ’ ό,τι πριν από μία δεκαετία. Η γενικά πτωτική πορεία της παραγωγής πρωτογενούς ενέργειας στην ΕΕ-28 μπορεί, τουλάχιστον εν μέρει, να αποδοθεί στην εξάντληση των πρώτων υλών και/ή στο γεγονός ότι οι παραγωγοί θεωρούν την εκμετάλλευση περιορισμένων πόρων μη επικερδή.

Το 2014, το υψηλότερο επίπεδο παραγωγής πρωτογενούς ενέργειας μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ σημειώθηκε στη Γαλλία, με ποσοστό 17,6 % επί του συνόλου της ΕΕ-28, και ακολουθούσαν η Γερμανία (15,6 %) και το Ηνωμένο Βασίλειο (14,0 %). Σε σύγκριση με μία δεκαετία νωρίτερα, η κυριότερη αλλαγή ήταν η μείωση στο ποσοστό του Ηνωμένου Βασιλείου από το 24,1 % — βλ. πίνακα 1. Τα μόνα άλλα κράτη μέλη των οποίων τα ποσοστά μειώθηκαν κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ήταν η Δανία (-1,3 ποσοστιαίες μονάδες) και η Λιθουανία (-0,4 ποσοστιαίες μονάδες). Δεν διαπιστώθηκε μεταβολή στα ποσοστά της Ελλάδας, της Κύπρου ή τη Μάλτας.

Σε απόλυτες τιμές, τα μισά κράτη μέλη της ΕΕ κατέγραψαν αύξηση όσον αφορά την πρωτογενή ενεργειακή παραγωγή κατά τη διάρκεια 10 ετών έως το 2014. Οι μεγαλύτερες αυξήσεις στην παραγωγή καταγράφηκαν στην Ιταλία (7,6 εκατ. ΤΙΠ), ενώ η Ισπανία, η Φινλανδία, η Αυστρία, η Πορτογαλία και η Εσθονία ανέφεραν αυξήσεις μεταξύ 2,0 και 2,5 εκατ. ΤΙΠ. Αντιθέτως, η παραγωγή πρωτογενούς ενέργειας στο Ηνωμένο Βασίλειο μειώθηκε κατά 116,7 εκατ. ΤΙΠ, ενώ η Γερμανία (-16,9 εκατ. ΤΙΠ), η Δανία (-15,1 εκατ. ΤΙΠ) και η Πολωνία (-11,2 εκατ. ΤΙΠ) ήταν τα μόνα άλλα κράτη μέλη της ΕΕ που ανέφεραν συρρίκνωση μεγαλύτερη των 10,0 εκατ. ΤΙΠ όσον αφορά το επίπεδο παραγωγής τους πρωτογενούς ενέργειας.

Το 2014, η παραγωγή πρωτογενούς ενέργειας στην ΕΕ-28 κάλυπτε ευρύ φάσμα διαφορετικών πηγών ενέργειας, εκ των οποίων η πλέον σημαντική, με βάση τον βαθμό συμβολής της, ήταν η πυρηνική ενέργεια (29,4 % του συνόλου). Η σημασία της πυρηνικής ενέργειας ήταν ιδιαίτερα υψηλή στη Γαλλία, όπου αναλογούσε σε περισσότερο από τα τέσσερα πέμπτα (82,8 %) της εθνικής παραγωγής πρωτογενούς ενέργειας, ενώ στο Βέλγιο το ποσοστό ήταν μόλις μικρότερο από τρία τέταρτα (71,2 %) και στη Σλοβακία ήταν σχεδόν δύο τρίτα (64,1 %). Σε άλλα κράτη μέλη το ποσοστό της πυρηνικής ενέργειας ήταν μικρότερο από το 50 % του συνόλου, ενώ σε 14 κράτη μέλη της ΕΕ η πυρηνική ενέργεια δεν είχε καμία συμβολή. Η γερμανική κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι σχεδιάζει να κλείσει όλους τους πυρηνικούς αντιδραστήρες της έως το 2022.

Το 2014, σχεδόν το ένα τέταρτο (25,5 %) της συνολικής παραγωγής πρωτογενούς ενέργειας της ΕΕ-28 αντιστοιχούσε σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, ενώ το ποσοστό των στερεών καυσίμων (19,4 %, κυρίως άνθρακα) ήταν μόλις μικρότερο από το ένα πέμπτο, και το ποσοστό του φυσικού αερίου ήταν ελαφρώς χαμηλότερο (15,2 %). Το αργό πετρέλαιο (9,1 %) ήταν η μόνη άλλη σημαντική πηγή παραγωγής πρωτογενούς ενέργειας (βλ. διάγραμμα 1).

Η αύξηση της πρωτογενούς παραγωγής από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας υπερέβη την παραγωγή όλων των άλλων τύπων ενέργειας. Αυτή η αύξηση ήταν σχετικά ομοιόμορφη κατά την περίοδο 2004–14, με μια μικρή μείωση στην παραγωγή το 2011 (βλ. διάγραμμα 2). Κατά τη διάρκεια αυτής της δεκαετούς περιόδου, η παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές αυξήθηκε κατά 73,1 %. Αντιθέτως, τα επίπεδα παραγωγής για τις άλλες πρωτογενείς πηγές ενέργειας μειώθηκαν, γενικά, κατά την εν λόγω περίοδο· οι μεγαλύτερες μειώσεις καταγράφηκαν για το αργό πετρέλαιο (-52,0 %), το φυσικό αέριο (-42,9 %) και τα στερεά καύσιμα (-25,5 %), ενώ μικρότερη μείωση (-13,1 %) καταγράφηκε για την πυρηνική ενέργεια.

Εισαγωγές

Η μείωση της πρωτογενούς παραγωγής ενέργειας από λιθάνθρακα, λιγνίτη, αργό πετρέλαιο, φυσικό αέριο και, πιο πρόσφατα, πυρηνική ενέργεια είχε ως αποτέλεσμα την ολοένα μεγαλύτερη εξάρτηση της ΕΕ από τις εισαγωγές πρωτογενούς ενέργειας προκειμένου να καλυφθεί η ζήτηση, αν και η κατάσταση αυτή παγιώθηκε μετά τη χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση. Το 2014 οι εισαγωγές πρωτογενούς ενέργειας στην ΕΕ-28 υπερέβησαν τις εξαγωγές κατά περίπου 881 εκατ. ΤΙΠ. Οι μεγαλύτεροι καθαροί εισαγωγείς πρωτογενούς ενέργειας ήταν, σε γενικές γραμμές, τα πολυπληθέστερα κράτη μέλη της ΕΕ, εξαιρουμένης της Πολωνίας (όπου εξακολουθούν να υπάρχουν εγχώρια αποθέματα άνθρακα). Το 2004 ο μόνος καθαρός εξαγωγέας πρωτογενούς ενέργειας μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ ήταν η Δανία, αλλά, το 2013, οι εισαγωγές ενέργειας αυτής της χώρας υπερέβησαν τις εξαγωγές, με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν πλέον κράτη μέλη της ΕΕ που να είναι καθαροί εξαγωγείς ενέργειας (βλ. πίνακα 2). Ως προς το μέγεθος του πληθυσμού, οι μεγαλύτεροι καθαροί εισαγωγείς, το 2014, ήταν το Λουξεμβούργο, η Μάλτα και το Βέλγιο.

Τα τελευταία χρόνια, η προέλευση των εισαγωγών ενέργειας στην ΕΕ-28 έχει αλλάξει κάπως, αν και η Ρωσία έχει διατηρήσει τη θέση της ως βασικού παρόχου αργού πετρελαίου και φυσικού αερίου (παρότι το μερίδιό της μειώθηκε ελαφρώς τα τελευταία χρόνια) και έχει επίσης αναδειχθεί κορυφαίος πάροχος στερεών καυσίμων (βλ. πίνακα 3). Το 2014, περίπου το 29,0 % των εισαγωγών αργού πετρελαίου της ΕΕ-28 προερχόταν από τη Ρωσία: η χώρα αυτή κατέστη ο κύριος πάροχος στερεών καυσίμων το 2006, ξεπερνώντας τη Νότια Αφρική, έχοντας ήδη ξεπεράσει την Αυστραλία το 2004 και την Κολομβία το 2002. Το μερίδιο της Ρωσίας στις εισαγωγές στερεών καυσίμων στην ΕΕ-28 αυξήθηκε από 18,0 % το 2004 σε 30,0 % έως το 2009, προτού μειωθεί ελαφρά σε 25,7 % έως το 2012 και ανέλθει εκ νέου σε 29,0 % το 2014. Αντιθέτως, το μερίδιο της Ρωσίας στις εισαγωγές φυσικού αερίου στην ΕΕ-28 μειώθηκε από 43,6 % σε 32,1 % μεταξύ 2004 και 2010, αλλά η εξέλιξη αυτή αντιστράφηκε όταν άρχισαν στη συνέχεια να καταγράφονται αυξήσεις, οι οποίες διαμόρφωσαν το μερίδιο στο 37,5 % το 2014. Στη διάρκεια των 10 ετών που παρουσιάζονται στον πίνακα 3, η Νορβηγία παρέμεινε ο δεύτερος μεγαλύτερος προμηθευτής εισαγωγών αργού πετρελαίου και φυσικού αερίου της ΕΕ.

Η ασφάλεια του εφοδιασμού της ΕΕ σε πρωτογενή ενέργεια μπορεί να απειληθεί σε περίπτωση που μεγάλος όγκος εισαγωγών συγκεντρωνόταν σε σχετικά μικρό αριθμό εταίρων. Περισσότερα από τα δύο τρίτα (69,1 %) των εισαγωγών φυσικού αερίου στην ΕΕ-28 το 2014 προήλθαν από τη Ρωσία ή τη Νορβηγία — ως εκ τούτου, υπήρξε μεγαλύτερη συγκέντρωση των εισαγωγών απ’ ό,τι το 2010, όταν στις δύο αυτές χώρες αναλογούσε το 59,6 % των εισαγωγών φυσικού αερίου. Μια παρόμοια ανάλυση δείχνει ότι, το 2014, το 43,5 % των εισαγωγών αργού πετρελαίου στην ΕΕ-28 προερχόταν από τη Ρωσία και τη Νορβηγία (η Νιγηρία, η Σαουδική Αραβία και το Καζαχστάν είχαν αξιόλογα ποσοστά), ενώ το 70,7 % των εισαγωγών στερεών καυσίμων στην ΕΕ-28 προερχόταν από τη Ρωσία, την Κολομβία και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Υπήρχαν ορισμένες ενδείξεις για την εμφάνιση νέων χωρών-εταίρων μεταξύ 2004 και 2014. Αυτό ίσχυε ειδικότερα για τις εισαγωγές αργού πετρελαίου από τη Νιγηρία, το Καζαχστάν, το Αζερμπαϊτζάν και το Ιράκ, ή για τις εισαγωγές φυσικού αερίου από το Κατάρ και τη Λιβύη.

Η εξάρτηση της ΕΕ-28 από τις εισαγωγές ενέργειας αυξήθηκε: από λιγότερο από 40 % της ακαθάριστης κατανάλωσης ενέργειας τη δεκαετία του 1980 σε 53,5 % το 2014 (βλ. διάγραμμα 3). Αυτό το τελευταίο στοιχείο σηματοδότησε μια ελαφρά μείωση του ποσοστού εξάρτησης, που το 2008 είχε φτάσει στη μέγιστη τιμή του: 54,5 %. Τα υψηλότερα ποσοστά ενεργειακής εξάρτησης το 2014 καταγράφηκαν για το αργό πετρέλαιο (88,2 %) και για το φυσικό αέριο (67,4 %). Κατά την τελευταία δεκαετία (μεταξύ 2004 και 2014), η εξάρτηση της ΕΕ από τρίτες χώρες για την προμήθεια φυσικού αερίου αυξήθηκε κατά 13,8 ποσοστιαίες μονάδες, δηλ. με ταχύτερο ρυθμό από την εξάρτηση σε αργό πετρέλαιο (7,5 ποσοστιαίες μονάδες) και σε στερεά καύσιμα (7,4 ποσοστιαίες μονάδες). Από το 2004 οι καθαρές εισαγωγές ενέργειας στην ΕΕ-28 ήταν υψηλότερες από την πρωτογενή παραγωγή της. Με άλλα λόγια, περισσότερο από το ήμισυ της ακαθάριστης εγχώριας κατανάλωσης ενέργειας στην ΕΕ-28 καλυπτόταν από καθαρές εισαγωγές.

Η Δανία, καθώς δεν αποτελούσε πλέον καθαρό εξαγωγέα, κατέγραψε θετικό ποσοστό ενεργειακής εξάρτησης το 2013. Το ποσοστό αυτό παρέμεινε θετικό και το 2014, όπως και το αντίστοιχο ποσοστό όλων των άλλων κρατών μελών της ΕΕ (βλ. διάγραμμα 4). Το 2014, τα χαμηλότερα ποσοστά ενεργειακής εξάρτησης καταγράφηκαν στην Εσθονία, τη Δανία, τη Ρουμανία και την Πολωνία (πρόκειται για τα μόνα άλλα κράτη μέλη που ανέφεραν ποσοστό εξάρτησης κάτω του 30,0 %). Η Μάλτα, το Λουξεμβούργο και η Κύπρος εξαρτώνταν (σχεδόν) εξ ολοκλήρου από τις εισαγωγές πρωτογενούς ενέργειας, και τα ποσοστά εξάρτησής τους υπερέβαιναν το 90 %.

Πηγές και διαθεσιμότητα στοιχείων

Τα ενεργειακά βασικά προϊόντα που εξορύσσονται ή λαμβάνονται απευθείας από φυσικούς πόρους ονομάζονται πηγές πρωτογενούς ενέργειας, ενώ τα ενεργειακά βασικά προϊόντα που παράγονται από πηγές πρωτογενούς ενέργειας σε σταθμούς μετασχηματισμού ονομάζονται παράγωγα προϊόντα. Η παραγωγή πρωτογενούς ενέργειας καλύπτει την εθνική παραγωγή πηγών πρωτογενούς ενέργειας και πραγματοποιείται με την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, για παράδειγμα σε ανθρακωρυχεία, κοιτάσματα αργού πετρελαίου, σταθμούς παραγωγής υδροηλεκτρικής ενέργειας ή με την παρασκευή βιοκαυσίμων. Κάθε φορά που η κατανάλωση υπερβαίνει την πρωτογενή παραγωγή, η διαφορά πρέπει να καλύπτεται από εισαγωγές πρωτογενών ή παράγωγων προϊόντων.

Η θερμότητα που παράγεται σε αντιδραστήρα ως αποτέλεσμα της πυρηνικής σχάσης θεωρείται πρωτογενής παραγωγή πυρηνικής θερμότητας, η οποία καλείται, εναλλακτικά, πυρηνική ενέργεια. Υπολογίζεται είτε με βάση την πραγματικά παραγόμενη ποσότητα θερμότητας είτε με βάση τη δηλωθείσα ακαθάριστη παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και τη θερμική απόδοση του πυρηνικού σταθμού. Η πρωτογενής παραγωγή άνθρακα και λιγνίτη συνίσταται σε ποσότητες καυσίμων που εξορύσσονται ή παράγονται, και υπολογίζεται κατόπιν τυχόν ενεργειών απομάκρυνσης των αδρανών υλικών.

Ο μετασχηματισμός της ενέργειας από μια μορφή σε άλλη –όπως η παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος ή θερμότητας από θερμοηλεκτρικά εργοστάσια ή η παραγωγή οπτάνθρακα από εγκαταστάσεις οπτανθρακοποίησης– δεν θεωρείται πρωτογενής παραγωγή.

Οι καθαρές εισαγωγές υπολογίζονται ως η ποσότητα των εισαγωγών μείον την αντίστοιχη ποσότητα των εξαγωγών. Οι εισαγωγές αντιπροσωπεύουν το σύνολο της ενέργειας που εισέρχεται στην εθνική επικράτεια εκτός των ποσοτήτων ενέργειας που διαμετακομίζονται (κυρίως μέσω αγωγών φυσικού αερίου και πετρελαιαγωγών)· ομοίως, οι εξαγωγές καλύπτουν όλες τις ποσότητες που εξάγονται από την εθνική επικράτεια.

Πλαίσιο

Ενεργειακή ασφάλεια

Περισσότερο από το ήμισυ της ενέργειας της ΕΕ-28 προέρχεται από χώρες εκτός της ΕΕ και, μάλιστα, η αναλογία αυτή αυξάνεται, γενικά, κατά τις τελευταίες δεκαετίες (αν και υπάρχουν στοιχεία που δείχνουν ότι το ποσοστό εξάρτησης έχει σταθεροποιηθεί τα τελευταία χρόνια). Μεγάλο μέρος της ενέργειας που εισάγεται στην ΕΕ προέρχεται από τη Ρωσία, της οποίας οι διαφορές με τις χώρες διαμετακόμισης έχουν απειλήσει να διαταράξουν τον εφοδιασμό τα τελευταία χρόνια. Οι ανησυχίες σχετικά με την ασφάλεια του εφοδιασμού από τη Ρωσία εντάθηκαν περαιτέρω λόγω της σύγκρουσης στην Ουκρανία.

Σε απάντηση στη ρωσοουκρανική κρίση αερίου τον Ιανουάριο του 2009, επανεξετάστηκε το νομοθετικό πλαίσιο σχετικά με την ασφάλεια του εφοδιασμού και, τον Σεπτέμβριο του 2009, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσε την οδηγία 2009/119/ΕΚ, με την οποία τα κράτη μέλη υποχρεώνονται να διατηρούν ένα ελάχιστο επίπεδο αποθεμάτων αργού πετρελαίου και/ή προϊόντων πετρελαίου. Τα εν λόγω μέτρα που αφορούσαν τις αγορές πετρελαίου και φυσικού αερίου σχεδιάστηκαν με σκοπό, αφενός, να εξασφαλιστεί ότι όλα τα μέρη μεριμνούν αποτελεσματικά για την πρόληψη και τον περιορισμό των επιπτώσεων που θα είχαν δυνητικές διαταραχές του εφοδιασμού και, αφετέρου, να δημιουργηθούν μηχανισμοί συνεργασίας των κρατών μελών για την αποτελεσματική αντιμετώπιση τυχόν σοβαρών διαταραχών στον εφοδιασμό πετρελαίου ή φυσικού αερίου. Επιπλέον, συστάθηκε μηχανισμός συντονισμού, ώστε τα κράτη μέλη να έχουν ενιαία και άμεση αντίδραση σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης.

Τον Νοέμβριο του 2010, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε πρωτοβουλία με τίτλο «Ενέργεια 2020 – Μια στρατηγική για ανταγωνιστική, αειφόρο και ασφαλή ενέργεια» [COM(2010) 639 τελικό] . Η εν λόγω στρατηγική καθόριζε τις ενεργειακές προτεραιότητες για περίοδο 10 ετών και προσδιόριζε τα μέτρα που θα μπορούσαν να ληφθούν προκειμένου να αντιμετωπιστούν διάφορες προκλήσεις, όπως, μεταξύ άλλων, η διαμόρφωση μιας αγοράς με ανταγωνιστικές τιμές και ασφαλή εφοδιασμό, η ενίσχυση του ηγετικού ρόλου στον τομέα της τεχνολογίας και οι αποτελεσματικές διαπραγματεύσεις με τους διεθνείς εταίρους. Μία από τις προτεραιότητες είναι η επιδίωξη καλών σχέσεων με τους εξωτερικούς προμηθευτές ενέργειας της ΕΕ και τις χώρες διαμετακόμισης ενέργειας. Αυτές οι εργασίες προωθήθηκαν περαιτέρω μέσω της ενεργειακής στρατηγικής έως το 2030, η οποία παρέχει ένα πλαίσιο για την κλιματική και την ενεργειακή πολιτική έως το 2030, καθώς και μέσω του ενεργειακού χάρτη πορείας για το 2050, ο οποίος θέτει ως μακροπρόθεσμο στόχο τη μείωση των ενωσιακών εκμπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 80–95 % έως το 2050.

Μέσω της Ενεργειακής Κοινότητας (που ιδρύθηκε τον Οκτώβριο του 2005), η ΕΕ καταβάλλει προσπάθειες και για την ένταξη γειτονικών χωρών στην εσωτερική της αγορά ενέργειας. Το ευρύ φάσμα ενεργειακών πηγών και η ποικιλία ως προς τους προμηθευτές, τις μεταφορικές οδούς και τους μηχανισμούς μεταφοράς μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην εξασφάλιση του ενεργειακού εφοδιασμού. Η οικοδόμηση αξιόπιστων εταιρικών σχέσεων με τις χώρες εφοδιασμού, διαμετακόμισης και κατανάλωσης θεωρείται τρόπος περιορισμού των κινδύνων που συνδέονται με την ενεργειακή εξάρτηση της ΕΕ και, τον Σεπτέμβριο του 2011, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε ανακοίνωση με τίτλο «Η ενεργειακή πολιτική της ΕΕ: η συνεργασία με τους πέραν των συνόρων μας εταίρους» [COM(2011) 539 τελικό].

Υπάρχουν αρκετές πρωτοβουλίες σε εξέλιξη με σκοπό την ανάπτυξη αγωγών φυσικού αερίου μεταξύ της Ευρώπης και των γειτονικών της χωρών στην Ανατολή και στον Νότο. Σε αυτές τις πρωτοβουλίες συγκαταλέγονται ο αγωγός Nord Stream (μεταξύ Ρωσίας και ΕΕ μέσω της Βαλτικής Θάλασσας), ο οποίος τέθηκε σε λειτουργία τον Νοέμβριο του 2011, και ο Aδριατικός Αγωγός Φυσικού Αερίου (TAP), ο οποίος συνδέει την Τουρκία με την Ιταλία μέσω της Ελλάδας και της Αλβανίας για τη μεταφορά φυσικού αερίου από την περιοχή της Κασπίας στην ΕΕ.

Τον Μάιο του 2014, σε απάντηση των συνεχιζόμενων ανησυχιών σχετικά με την εξάρτηση της ΕΕ από τις εισαγωγές ενέργειας, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε τη στρατηγική για την ενεργειακή ασφάλεια [COM(2014) 330], που αποσκοπεί στην εξασφάλιση σταθερού και άφθονου ενεργειακού εφοδιασμού. Μαζί με βραχυπρόθεσμα μέτρα για την αντιμετώπιση του αντικτύπου που θα είχε η παύση των εισαγωγών ρωσικού αερίου ή η διαταραχή των εισαγωγών μέσω της Ουκρανίας, η στρατηγική εξέτασε τις προκλήσεις της μακροπρόθεσμης ασφάλειας του εφοδιασμού και πρότεινε δράσεις σε πέντε τομείς, όπως: την αύξηση της παραγωγής ενέργειας στην ΕΕ και τη διαφοροποίηση χωρών και οδών τροφοδοσίας, καθώς και την τήρηση ενιαίας στάσης στην εξωτερική ενεργειακή πολιτική.

Βλέπε επίσης

Περαιτέρω πληροφορίες της Eurostat

Δημοσιεύσεις

Βασικοί πίνακες

Energy statistics - quantities (t_nrg_quant)

Βάση δεδομένων

Energy statistics - quantities, annual data (nrg_quant)
Energy statistics - supply, transformation and consumption (nrg_10)
Energy statistics - imports (nrg_12)
Energy statistics - exports (nrg_13)

Ειδική ενότητα

Μεθοδολογία / Μεταδεδομένα

Πηγή δεδομένων για τους πίνακες και τα σχήματα (MS Excel)

Εξωτερικοί σύνδεσμοι