Statistics Explained

Archive:Μισθοί και κόστος εργασίας

Revision as of 15:19, 26 September 2019 by Piirtju (talk | contribs)
Στοιχεία εξαχθέντα τον Απριλίου 2017. Πιο πρόσφατα δεδομένα: Περαιτέρω πληροφορίες της Eurostat, Βασικοί πίνακες και Βάση δεδομένων. Προγραμματισμένη επικαιροποίηση του άρθρου: Μάρτιος 2020. Η αγγλική έκδοση είναι πιο πρόσφατη.
Συνιστώσες του κόστους εργασίας
Γράφημα 1: Ωριαίο κόστος εργασίας, κατ’ εκτίμηση, 2016
(EUR)
Πηγή: Eurostat (lc_lci_lev)
Γράφημα 2: Διάμεσες ακαθάριστες ωριαίες αποδοχές, σύνολο μισθωτών
(εκτός των μαθητευομένων), 2014
Πηγή: Eurostat (earn_ses_pub2s)
Γράφημα 3: Χαμηλόμισθοι — μισθωτοί
(εκτός των μαθητευομένων) με αποδοχές κάτω των δύο τρίτων των διάμεσων ακαθάριστων ωριαίων αποδοχών, 2014
(% των μισθωτών)
Πηγή: Eurostat (earn_ses_pub1s)
Γράφημα 4: Μισθολογικό χάσμα μεταξύ των δύο φύλων, 2015
(% διαφορά μεταξύ των μέσων ακαθάριστων ωριαίων αποδοχών ανδρών και γυναικών μισθωτών, ως ποσοστό % των ακαθάριστων αποδοχών των ανδρών, σε μη διορθωμένη μορφή)
Πηγή: Eurostat (earn_gr_gpgr2)
Γράφημα 5: Ετήσιες καθαρές αποδοχές, 2015
(EUR)
Πηγή: Eurostat (earn_nt_net)
Πίνακας 1: Δείκτες φορολογικού συντελεστή για τους χαμηλόμισθους, 2015
(%)
Πηγή: Eurostat (earn_nt_taxwedge), (earn_nt_unemtrp) και (earn_nt_lowwtrp)

Στο παρόν άρθρο συγκρίνονται και αντιπαραβάλλονται αριθμητικά στοιχεία όσον αφορά τους μισθούς και το κόστος εργασίας (δαπάνες των εργοδοτών για το προσωπικό) στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) και στις υποψήφιες χώρες για ένταξη στην ΕΕ καθώς και στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών (ΕΖΕΣ).

Η εργασία διαδραματίζει καίριο ρόλο στη λειτουργία μιας οικονομίας. Από την πλευρά των επιχειρήσεων, αντιπροσωπεύει κόστος (κόστος εργασίας) που περιλαμβάνει, πέραν των μισθών και των ημερομίσθιων των εργαζομένων, και το μη μισθολογικό κόστος, κυρίως τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης που καταβάλλονται από τον εργοδότη. Επομένως, αποτελεί καθοριστικό παράγοντα της επιχειρηματικής ανταγωνιστικότητας, η οποία ωστόσο επηρεάζεται επίσης από το κόστος κεφαλαίου (για παράδειγμα, τους τόκους των δανείων και τα μερίσματα των μετοχών) και από μη τιμολογιακά στοιχεία, όπως η επιχειρηματικότητα, οι δεξιότητες και η παραγωγικότητα της εργασίας, η καινοτομία και η τοποθέτηση μάρκας / προϊόντων στην αγορά.

Όσον αφορά τους εργαζομένους, η αμοιβή που λαμβάνουν για την εργασία τους, και η οποία συνήθως ονομάζεται μισθός ή αποδοχές, αποτελεί γενικότερα την κύρια πηγή του εισοδήματός τους και επηρεάζει, ως εκ τούτου, σημαντικά την ικανότητά τους να δαπανούν και/ή να αποταμιεύουν. Ενώ στον ακαθάριστο μισθό / στις ακαθάριστες αποδοχές περιλαμβάνονται οι εισφορές κοινωνικής ασφάλισης που καταβάλλονται από τον εργαζόμενο, οι καθαρές αποδοχές υπολογίζονται μετά την αφαίρεση των εν λόγω εισφορών και τυχόν ποσών που οφείλονται στο κράτος, όπως οι φόροι εισοδήματος. Δεδομένου ότι το ύψος των φόρων εξαρτάται σε γενικές γραμμές από την κατάσταση του νοικοκυριού ως προς το εισόδημα και τη σύνθεσή του, οι καθαρές αποδοχές υπολογίζονται για διάφορες χαρακτηριστικές περιπτώσεις νοικοκυριών. Το διάγραμμα συνοψίζει τη σχέση μεταξύ καθαρών αποδοχών, ακαθάριστων αποδοχών / μισθών και κόστους εργασίας.

Κύρια στατιστικά στοιχεία

Κόστος εργασίας

Το μέσο ωριαίο κόστος εργασίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 28 υπολογίστηκε σε 25,40 EUR το 2016 και σε 29,80 EUR στη ζώνη του ευρώ (ευρωζώνη των 19). Ωστόσο, αυτό το μέσο κόστος συγκαλύπτει σημαντικές διαφορές μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ, αφού το ωριαίο κόστος εργασίας κυμαίνεται από 4,40 EUR στη Βουλγαρία ως 42,00 EUR στη Δανία (γράφημα 1)· Το μέσο ωριαίο κόστος ήταν ακόμη υψηλότερο στη Νορβηγία (50,20 EUR).

Το κόστος εργασίας συνίσταται στο κόστος μισθών και ημερομισθίων συν το μη μισθολογικό κόστος, όπως είναι οι εισφορές κοινωνικής ασφάλισης που καταβάλλουν οι εργοδότες. Το 2016, η αναλογία του μη μισθολογικού κόστους στο συνολικό κόστος εργασίας ήταν 23,9 % στην ΕΕ των 28 και 26,0 % στην ευρωζώνη. Η αναλογία του μη μισθολογικού κόστους επίσης διέφερε σημαντικά μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ: η υψηλότερη αναλογία μη μισθολογικού κόστους σημειώθηκε στη Γαλλία (33,2 %), στη Σουηδία (32,5 %), στο Βέλγιο (27,5 %), στη Λιθουανία (27,8 %) και στην Ιταλία (27,4 %), ενώ η χαμηλότερη αναλογία σημειώθηκε στη Μάλτα (6,6 %), στο Λουξεμβούργο (13,4 %), στην Ιρλανδία (13,8 %), στη Δανία (13,9 %) και στην Κροατία (14,9 %).

Ακαθάριστοι μισθοί / αποδοχές

Διάμεσες αποδοχές

Οι ακαθάριστες αποδοχές αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος του κόστους εργασίας. Το 2014, οι υψηλότερες διάμεσες ακαθάριστες ωριαίες αποδοχές σε ευρώ καταγράφηκαν στη Δανία (25,52 EUR) και ακολουθούσαν η Ιρλανδία (20,16 EUR), η Σουηδία (18,46 EUR), το Λουξεμβούργο (18,38 EUR), το Βέλγιο (17,32 EUR) και η Φινλανδία (17,24 EUR). Στο άλλο άκρο, οι χαμηλότερες διάμεσες ακαθάριστες ωριαίες αποδοχές σε ευρώ καταγράφηκαν στη Βουλγαρία (1,67 EUR) και στη Ρουμανία (2,03 EUR) ενώ ακολουθούσαν η Λιθουανία (3,11 EUR), η Λετονία (3,35 EUR) και η Ουγγαρία (3,59 EUR). Με άλλα λόγια, σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ, οι υψηλότερες εθνικές διάμεσες ακαθάριστες ωριαίες αποδοχές ήταν 15 φορές υψηλότερες από τις χαμηλότερες εκφραζόμενες σε ευρώ· όταν προσαρμόζονταν με βάση τα επίπεδα των τιμών [δηλαδή μετατρέπονταν σε μονάδες αγοραστικής δύναμης (ΜΑΔ)], η υψηλότερη μέση τιμή ήταν πέντε φορές υψηλότερη από τη χαμηλότερη μέση τιμή, οι δε Δανία και Βουλγαρία αντιπροσώπευαν και πάλι τα δύο άκρα του φάσματος.

Χαμηλόμισθοι

Ως χαμηλόμισθοι ορίζονται οι εργαζόμενοι που κερδίζουν δύο τρίτα ή λιγότερο των εθνικών διάμεσων ακαθάριστων ωριαίων αποδοχών. Το 2014, ποσοστό 17,2 % των εργαζομένων ήταν χαμηλόμισθοι στην ΕΕ των 28, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στη ζώνη του ευρώ ήταν 15,9 %. Το ποσοστό των χαμηλόμισθων εργαζομένων ποικίλλει σημαντικά μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ το 2014: Το υψηλότερο ποσοστό παρατηρήθηκε στη Λετονία (25,5 %), στη Ρουμανία (24,4 %), στη Λιθουανία (24,0 %) και στην Πολωνία (23,6 %), ενώ ακολουθούσαν η Εσθονία (22,8 %), η Γερμανία (22,5 %), η Ιρλανδία (21,6 %) και το Ηνωμένο Βασίλειο (21,3 %). Στο άλλο άκρο του φάσματος, λιγότεροι από το 10 % των εργαζομένων ήταν χαμηλόμισθοι στη Σουηδία (2,6 %), στο Βέλγιο (3,8 %), στη Φινλανδία (5,3 %), στη Δανία (8,6 %), στη Γαλλία (8,8 %) και στην Ιταλία (9,4 %).

Μισθολογικό χάσμα μεταξύ των δύο φύλων

Το μισθολογικό χάσμα μεταξύ των δύο φύλων σε μη διορθωμένη μορφή είναι σημαντικός δείκτης για τη μέτρηση των διαφορών στις μέσες αποδοχές μεταξύ ανδρών και γυναικών στην ΕΕ. Το 2015, στο σύνολο της ΕΕ των 28, οι γυναίκες αμείβονταν κατά 16,3 % λιγότερο από τους άνδρες, ενώ στην ευρωζώνη η διαφορά αυτή ήταν 16,8 %. Οι μικρότερες διαφορές ως προς τη μέση αμοιβή μεταξύ των δύο φύλων διαπιστώθηκαν στο Λουξεμβούργο, την Ιταλία, τη Ρουμανία, το Βέλγιο, την Πολωνία και τη Σλοβενία (διαφορά μικρότερη από 10,0 % στην κάθε χώρα). Το μεγαλύτερο μισθολογικό χάσμα μεταξύ των δύο φύλων εντοπίστηκε στην Εσθονία (26,9 %), στην Τσεχική Δημοκρατία (22,5 %), στη Γερμανία (22,0 %), στην Αυστρία (21,7 %) και στο Ηνωμένο Βασίλειο (20,8 %) — βλέπε γράφημα 4.

Διάφορα θέματα συμβάλλουν σε αυτό το μισθολογικό χάσμα μεταξύ των δύο φύλων, όπως: οι διαφορές ως προς τον βαθμό συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό, οι διαφορές ως προς τις δραστηριότητες και τα επαγγέλματα που τείνουν να είναι ανδροκρατούμενα ή γυναικοκρατούμενα, οι διαφορές ως προς τον βαθμό στον οποίο άνδρες και γυναίκες εργάζονται με καθεστώς μερικής απασχόλησης, καθώς και η νοοτροπία των τμημάτων προσωπικού στο πλαίσιο ιδιωτικών και δημόσιων φορέων έναντι της εξέλιξης της σταδιοδρομίας και της άδειας άνευ αποδοχών και/ή της άδειας μητρότητας/γονικής άδειας. Ορισμένοι υποκείμενοι παράγοντες που μπορούν, εν μέρει τουλάχιστον, να εξηγήσουν το μισθολογικό χάσμα μεταξύ των δύο φύλων περιλαμβάνουν τον τομεακό και επαγγελματικό διαχωρισμό, την εκπαίδευση και κατάρτιση, την ενημέρωση και τη διαφάνεια, καθώς και τις άμεσες διακρίσεις. Το μισθολογικό χάσμα μεταξύ των φύλων αντικατοπτρίζει επίσης και άλλες ανισότητες, ειδικότερα τη δυσανάλογη συχνά συμμετοχή των γυναικών στις οικογενειακές υποχρεώσεις και τις συνακόλουθες δυσκολίες ως προς τον συνδυασμό επαγγελματικής και ιδιωτικής ζωής. Πολλές γυναίκες εργάζονται με καθεστώς μερικής απασχόλησης ή βάσει άτυπων συμβάσεων: αν και αυτό τους επιτρέπει να παραμένουν στην αγορά εργασίας ενώ παράλληλα διαχειρίζονται τις οικογενειακές υποχρεώσεις, ενδέχεται να έχει αρνητικό αντίκτυπο στην αμοιβή, την εξέλιξη της σταδιοδρομίας, τις προοπτικές προαγωγής και τις συντάξεις τους.

Καθαρές αποδοχές και φορολογική επιβάρυνση

Καθαρές αποδοχές

Οι πληροφορίες που αφορούν τις καθαρές αποδοχές συμπληρώνουν τα στοιχεία που αφορούν τις ακαθάριστες αποδοχές ως προς το διαθέσιμο εισόδημα, με άλλα λόγια μετά την αφαίρεση του φόρου εισοδήματος και των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης των εργαζομένων από τα ακαθάριστα ποσά και την προσθήκη των οικογενειακών επιδομάτων (χρηματικά ποσά που καταβάλλονται για τα συντηρούμενα τέκνα), στην περίπτωση νοικοκυριών με παιδιά.

Το 2015, οι καθαρές αποδοχές άγαμου ατόμου χωρίς παιδιά, που κέρδιζε ποσοστό 100 % των μέσων αποδοχών ενός εργαζομένου στην επιχειρηματική οικονομία, κυμάνθηκαν από 4,3 χιλιάδες EUR στη Βουλγαρία ως 38,5 χιλιάδες EUR στο Λουξεμβούργο. Στα ίδια δύο κράτη μέλη της ΕΕ καταγράφηκαν, αντίστοιχα, οι χαμηλότερες (4,9 χιλιάδες EUR) και οι υψηλότερες (52,5 EUR) μέσες καθαρές αποδοχές για έγγαμο ζευγάρι με δύο παιδιά και ένα μόνο εισόδημα (γράφημα 5).

Για την περίπτωση που εργάζονται και τα δύο μέρη ενός έγγαμου ζευγαριού (και κερδίζουν και οι δύο τις αποδοχές ενός μέσου εργαζομένου), στο Λουξεμβούργο καταγράφηκαν οι υψηλότερες ετήσιες καθαρές αποδοχές, ύψους 86,4 χιλιάδων EUR για ζευγάρι με δύο παιδιά και 78,8 χιλιάδων EUR για ζευγάρι χωρίς παιδιά· στη Βουλγαρία καταγράφηκαν οι χαμηλότερες καθαρές αποδοχές ύψους 8,7 χιλιάδων EUR, ανεξαρτήτως του αν το ζευγάρι είχε δύο παιδιά ή κανένα.

Φορολογική επιβάρυνση

Οι σχετικές με τη φορολογική επιβάρυνση πληροφορίες υπολογίζουν την επιβάρυνση των φόρων και των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης στο κόστος εργασίας. Οι εν λόγω πληροφορίες παρέχονται σχετικά με τους χαμηλόμισθους. Η φορολογική επιβάρυνση για την ΕΕ των 28 ανήλθε σε ποσοστό 38,4 % το 2015 (βλέπε πίνακα 1). Οι υψηλότερες φορολογικές επιβαρύνσεις για τους χαμηλόμισθους το 2015 καταγράφηκαν στο Βέλγιο, στην Ουγγαρία, στη Γερμανία, στην Αυστρία, στη Γαλλία, στην Ιταλία, στη Λετονία και στη Σουηδία (σε κάθε χώρα άνω του 40,0 %). Από την άλλη πλευρά, η χαμηλότερη φορολογική επιβάρυνση για τους χαμηλόμισθους καταγράφηκε στη Μάλτα, στην Ιρλανδία και στο Ηνωμένο Βασίλειο (και στις τρεις χώρες κάτω του 30,0 %).

Οι λοιποί τρεις δείκτες που παρουσιάζονται στον πίνακα 1 παρέχουν πληροφορίες σχετικά με το ποσοστό των ακαθάριστων αποδοχών που «χάνεται» λόγω φορολόγησης (υψηλότεροι φορολογικοί συντελεστές και εισφορές κοινωνικής ασφάλισης και/ή μείωση ή απώλεια των επιδομάτων) κατά την επιστροφή στην απασχόληση ή κατά τη μετάβαση από χαμηλότερο σε υψηλότερο εισόδημα. Το 2015, το συνολικό ποσοστό εισοδήματος που «χανόταν» λόγω φορολόγησης κατά τη μετάβαση ενός ανέργου στην εργασία ήταν 74,0 % στην ΕΕ των 28 (76,5 % στην ευρωζώνη). Το υψηλότερο ποσοστό καταγραφόταν στο Βέλγιο (92,0 %) ενώ το χαμηλότερο στη Σλοβακία (44,7 %).

Οι χαμηλόμισθοι που αναζητούν υψηλότερο εισόδημα «χάνουν» λόγω φορολόγησης μεγαλύτερο ποσοστό των αποδοχών τους. Για έγγαμο ζευγάρι με ένα εισόδημα και δύο παιδιά, η παγίδα εργασίας με χαμηλές αποδοχές καταγράφηκε σε ποσοστό 59,8 % στην ΕΕ των 28 το 2015 (58,0 % στην ευρωζώνη)· το χαμηλότερο ποσοστό παρατηρήθηκε στην Ιταλία (5,2 %) ενώ το υψηλότερο στο Λουξεμβούργο (105,8 %). Απεναντίας, για άγαμο άτομο χωρίς παιδιά, η παγίδα εργασίας με χαμηλές αποδοχές αντιπροσώπευε ποσοστό 44,6 % το 2015 στην ΕΕ των 28 (44,9 %στην ευρωζώνη)· Το υψηλότερο ποσοστό παρατηρήθηκε στις Κάτω Χώρες (75,2 %) και το χαμηλότερο στη Βουλγαρία (21,6 %) και στην Ελλάδα (21,7 %).

Πηγές και διαθεσιμότητα δεδομένων

Κόστος εργασίας

Το κόστος εργασίας περιλαμβάνει την αμοιβή των εργαζομένων (συμπεριλαμβανομένων των μισθών, των αποδοχών σε χρήμα και σε είδος, των εργοδοτικών εισφορών κοινωνικής ασφάλισης), το κόστος επαγγελματικής κατάρτισης και άλλες δαπάνες (όπως το κόστος πρόσληψης, τις δαπάνες για την αγορά ρουχισμού εργασίας, και τους φόρους απασχόλησης που θεωρούνται κόστος εργασίας μείον τυχόν ληφθείσες επιδοτήσεις). Οι εν λόγω συνιστώσες του κόστους εργασίας και τα επιμέρους στοιχεία αυτών ορίζονται στον κανονισμό 1737/2005 της 21ης Οκτωβρίου 2005.

Οι στατιστικές του κόστους εργασίας αποτελούν ένα ιεραρχικό σύστημα πολυετών, ετήσιων και τριμηνιαίων στατιστικών στοιχείων σχεδιασμένων με σκοπό να παρέχουν μια ολοκληρωμένη και λεπτομερή εικόνα του επιπέδου, της δομής και της βραχυπρόθεσμης ανάπτυξης του κόστους εργασίας στους διάφορους τομείς οικονομικής δραστηριότητας στα κράτη μέλη της ΕΕ και σε ορισμένες τρίτες χώρες. Όλες οι στατιστικές βασίζονται σε έναν εναρμονισμένο ορισμό του κόστους εργασίας. Τα επίπεδα του κόστους εργασίας βασίζονται στην πλέον πρόσφατη έρευνα σχετικά με το κόστος εργασίας (επί του παρόντος στην έρευνα του 2012) και σε παρέκταση βασιζόμενη στον τριμηνιαίο δείκτη του κόστους εργασίας. Η μελέτη του κόστους εργασίας συνιστά μελέτη που διενεργείται ανά τετραετία και συγκεντρώνει ιδιαίτερα λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με τα επίπεδα του κόστους εργασίας. Για την παρέκταση του δείκτη του κόστους εργασίας, τα δεδομένα χρησιμοποιούνται μόνο σε συγκεντρωτική μορφή. Ο τριμηνιαίος δείκτης του κόστους εργασίας (ένας ευρωπαϊκός οικονομικός δείκτης) (στα αγγλικά) μετρά την πίεση από πλευράς κόστους που απορρέει από την εργασία ως συντελεστή παραγωγής. Τα δεδομένα που καλύπτει η συλλογή των δεικτών κόστους εργασίας αφορούν το συνολικό μέσο ωριαίο κόστος εργασίας και δύο κατηγορίες κόστους εργασίας: μισθούς και ημερομίσθια· εισφορές κοινωνικής ασφάλισης που καταβάλλονται από τους εργοδότες συν τους φόρους που καταβάλλονται μείον τυχόν επιδοτήσεις που λαμβάνει ο εργοδότης. Τα δεδομένα είναι διαθέσιμα για τα ευρωπαϊκά συγκεντρωτικά στοιχεία (ΕΕ και ευρωζώνη) και για τα επιμέρους κράτη μέλη της ΕΕ για ένα συγκεντρωτικό μέγεθος που καλύπτει τη βιομηχανία, τις κατασκευές και τις υπηρεσίες (εκτός από τη δημόσια διοίκηση, την άμυνα και την υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση), όπως καλύπτονται από τη NACE αναθ. 2, τομείς Β έως Ν και Ο έως Σ (οι πληροφορίες αναλύονται επίσης ανά οικονομική δραστηριότητα), ανά εργάσιμη ημέρα και με εποχιακή προσαρμογή.

Ακαθάριστοι μισθοί / αποδοχές

Οι βασικοί ορισμοί όσον αφορά τις αποδοχές παρέχονται στον κανονισμό 1738/2005 της 21ης Οκτωβρίου 2005. Τα δεδομένα προέρχονται από την έρευνα για τη διάρθρωση των αποδοχών (ΕΔΑ) που πραγματοποιείται ανά τετραετία και της οποίας η πιο πρόσφατη έκδοση χρονολογείται από τον Οκτώβριο του 2014. Οι ακαθάριστες αποδοχές καλύπτουν τη χρηματική αμοιβή που καταβάλλεται απευθείας από τον εργοδότη, πριν από την αφαίρεση των φόρων και των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης που καταβάλλονται από τους μισθωτούς και παρακρατούνται από τον εργοδότη. Συμπεριλαμβάνονται όλα τα επιμίσθια, ανεξαρτήτως του αν καταβάλλονται τακτικά (όπως ο 13ος ή ο 14ος μισθός, το επίδομα αδείας, η συμμετοχή στα κέρδη, η αποζημίωση μη ληφθείσας άδειας, τυχόν έκτακτες προμήθειες κ.ο.κ.).

Τα δεδομένα όσον αφορά τις διάμεσες αποδοχές βασίζονται στις ακαθάριστες ωριαίες αποδοχές όλων των εργαζομένων (πλήρους και μερικής απασχόλησης, εξαιρουμένων των μαθητευομένων) που εργάζονται σε επιχειρήσεις με 10 και πλέον εργαζομένους και σε όλους τους κλάδους της οικονομίας, εκτός της γεωργίας, της αλιείας, της δημόσιας διοίκησης, των ιδιωτικών νοικοκυριών και ετερόδικων οργανισμών. Οι διάμεσες αποδοχές συνίστανται σε μια τιμή η οποία είναι μικρότερη από τις αποδοχές του μισού πληθυσμού και μεγαλύτερη από τις αποδοχές του υπόλοιπου μισού πληθυσμού.

Μισθολογικό χάσμα μεταξύ των δύο φύλων

Το μισθολογικό χάσμα μεταξύ των δύο φύλων, στη μη διορθωμένη μορφή του, ορίζεται ως η διαφορά μεταξύ των μέσων ακαθάριστων ωριαίων αποδοχών των ανδρών και των γυναικών μισθωτών, εκφραζόμενη ως ποσοστό των μέσων ακαθάριστων ωριαίων αποδοχών των ανδρών μισθωτών. Η μεθοδολογία για την κατάρτιση αυτού του δείκτη έχει ως στοιχείο αναφοράς τα δεδομένα που συλλέγονται μέσω της έρευνας για τη διάρθρωση των αποδοχών (ΕΔΑ), που αναθεωρείται ανά τετραετία, όταν καθίστανται διαθέσιμα τα νέα στοιχεία από την έρευνα για τη διάρθρωση των αποδοχών.

Σύμφωνα με την εν λόγω μεθοδολογία, ο δείκτης που αφορά το μη διορθωμένο μισθολογικό χάσμα μεταξύ των δύο φύλων καλύπτει όλους τους εργαζομένους (δεν υπάρχουν περιορισμοί όσον αφορά την ηλικία και τις ώρες εργασίας) των επιχειρήσεων (που διαθέτουν τουλάχιστον 10 υπαλλήλους) στους κλάδους της βιομηχανίας, των κατασκευών και των υπηρεσιών (που καλύπτονται από τη NACE αναθ. 2 τομείς Β έως Σ εξαιρουμένου του Ξ). Ορισμένες χώρες παρέχουν επίσης πληροφορίες για τη NACE αναθ. 2 τομέας Ξ (δημόσια διοίκηση και άμυνα· υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση), μολονότι αυτό δεν είναι υποχρεωτικό. Οι πληροφορίες παρέχονται επίσης με ανάλυση σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, ανά χρόνο εργασίας (πλήρης ή μερική απασχόληση) και με βάση την ηλικία των εργαζομένων.

Καθαρές αποδοχές και φορολογική επιβάρυνση

Οι καθαρές αποδοχές απορρέουν από τις ακαθάριστες αποδοχές και αντιπροσωπεύουν το τμήμα της αμοιβής που οι εργαζόμενοι μπορούν πραγματικά να κρατήσουν προκειμένου να το δαπανήσουν ή να το αποταμιεύσουν. Σε σύγκριση με τις ακαθάριστες αποδοχές, οι καθαρές αποδοχές δεν περιλαμβάνουν τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης και τους φόρους, αλλά περιλαμβάνουν τα οικογενειακά επιδόματα.

Οι δείκτες φορολογικού συντελεστή (φορολογική επιβάρυνση επί του κόστους εργασίας, παγίδα ανεργίας και παγίδα εργασίας με χαμηλές αποδοχές) στοχεύουν στην παρακολούθηση της ελκυστικότητας της εργασίας. Η φορολογική επιβάρυνση επί του κόστους εργασίας ορίζεται ως φόρος εισοδήματος επί των ακαθάριστων μισθολογικών αποδοχών συν τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης που καταβάλλουν εργαζόμενοι και εργοδότες, εκφραζόμενος ως ποσοστό του συνολικού κόστους εργασίας. Ο δείκτης αυτός καταρτίζεται για άγαμους χωρίς παιδιά που κερδίζουν ποσοστό 67 % των μέσων αποδοχών ενός εργαζομένου στην επιχειρηματική οικονομία (NACE αναθ. 2 τομείς Β έως Ν).

Με την παγίδα της ανεργίας μετριέται το ποσοστό των ακαθάριστων αποδοχών που «χάνεται» λόγω φορολόγησης με υψηλότερο φορολογικό συντελεστή και καταβολής υψηλότερων εισφορών κοινωνικής ασφάλισης και λόγω της κατάργησης του επιδόματος ανεργίας και άλλων επιδομάτων όταν ένας άνεργος βρίσκει εργασία· ορίζεται ως η διαφορά μεταξύ των ακαθάριστων αποδοχών και της αύξησης του καθαρού εισοδήματος κατά τη μετάβαση από την ανεργία στην εργασία, εκφραζόμενη ως ποσοστό επί των ακαθάριστων αποδοχών. Ο δείκτης αυτός καταρτίζεται για άγαμους χωρίς παιδιά που κερδίζουν ποσοστό 67 % των μέσων αποδοχών ενός εργαζομένου στην επιχειρηματική οικονομία (NACE αναθ. 2 τομείς Β έως Ν).

Με την παγίδα της εργασίας με χαμηλές αποδοχές μετριέται η αναλογία (ως ποσοστό) των ακαθάριστων αποδοχών που «χάνεται» λόγω φορολόγησης, μέσω των συνδυασμένων επιπτώσεων του φόρου εισοδήματος, των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, και τυχόν κατάργησης επιδομάτων σε περίπτωση που οι ακαθάριστες αποδοχές αυξηθούν από 33 % σε 67 % των μέσων αποδοχών ενός εργαζομένου στην επιχειρηματική οικονομία (NACE αναθ. 2 τομείς Β έως Ν). Ο εν λόγω δείκτης καταρτίζεται για άγαμους χωρίς παιδιά καθώς και για ζευγάρια με ένα εισόδημα και δύο παιδιά ηλικίας μεταξύ 6 και 11 ετών.

Πλαίσιο

Η δομή και η ανάπτυξη του κόστους εργασίας και των αποδοχών αποτελούν σημαντικά χαρακτηριστικά κάθε αγοράς εργασίας, αντικατοπτρίζοντας την προσφορά εργασίας από ιδιώτες και τη ζήτηση εργασίας από επιχειρήσεις.

Σκοπός της ΕΕ είναι η προώθηση των ίσων ευκαιριών, δηλαδή η προοδευτική εξάλειψη του μισθολογικού χάσματος μεταξύ των δύο φύλων. Στο άρθρο 157 παράγραφος 1 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) θεσπίζεται η αρχή της ισότητας της αμοιβής μεταξύ ανδρών και γυναικών για όμοια εργασία ή για εργασία της αυτής αξίας, και στο άρθρο 157 παράγραφος 3 παρέχεται η νομική βάση για τη νομοθεσία σχετικά με την ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας. Τον Δεκέμβριο του 2015, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε το έγγραφο Strategic engagement for gender equality 2016–2019 (στα αγγλικά). Σ’ αυτό το πρόγραμμα εργασίας, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επιβεβαίωσε εκ νέου τη δέσμευσή της να εξακολουθήσει να εργάζεται για την προώθηση της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών. Ένας από τους θεματικούς τομείς προτεραιότητας είναι η μείωση των διαφορών λόγω φύλου στις αμοιβές, στις πληρωμές και στις συντάξεις, και συνεπώς η καταπολέμηση της φτώχειας των γυναικών. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προσδιόρισε τις βασικές δράσεις που πρέπει να εφαρμοστούν σ’ αυτόν τον τομέα προτεραιότητας. Μία από αυτές είναι η διοργάνωση κάθε χρόνο της εκδήλωσης European Equal Pay Day (στα αγγλικά), ώστε να αυξηθεί η ευαισθητοποίηση για το μισθολογικό χάσμα μεταξύ των δύο φύλων και για τα αίτια που το προκαλούν.

Βλέπε επίσης

Περαιτέρω πληροφορίες της Eurostat

Εκδόσεις

Βασικοί πίνακες

Gender pay gap in unadjusted form (tsdsc340)
Labour cost index by NACE Rev. 2 (teilm100)
Labour cost index by NACE Rev. 2 - percentage change Q/Q-1 (teilm120)
Labour cost index by NACE Rev. 2 - percentage change Q/Q-4 (teilm130)
Labour cost index by NACE Rev. 2 - Index (2012=100) (teilm140)

Βάση δεδομένων

Ειδική ενότητα

Μεθοδολογία / Μεταδεδομένα

Πηγή δεδομένων για πίνακες και γραφήματα (MS Excel)

Εξωτερικοί σύνδεσμοι