Statistics Explained

Archive:Εθνικοί λογαριασμοί και ΑΕΠ

Revision as of 16:26, 7 November 2017 by EXT-G-Albertone (talk | contribs)
Στοιχεία εξαχθέντα τον Ιούνιο 2017. Πιο πρόσφατα δεδομένα: Περαιτέρω πληροφορίες της Eurostat, βασικοί πίνακες και βάση δεδομένων. Προγραμματισμένη επικαιροποίηση του άρθρου: Σεπτέμβριος 2018.
Γράφημα 1: Πραγματική αύξηση του ΑΕΠ, 2006-2016
(% μεταβολής σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος)
Πηγή: Eurostat (naida_10_gdp), OΟΣΑ και Παγκόσμια Τράπεζα
Πίνακας 1: Πραγματική αύξηση του ΑΕΠ, 2006-2016
(% μεταβολής σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος· % ετησίως)
Πηγή: Eurostat (naida_10_gdp), OΟΣΑ και Παγκόσμια Τράπεζα
Γράφημα 2: ΑΕΠ και τρέχουσες τιμές αγοράς, 2006-2016
(δισ. ΜΑΔ)
Πηγή: Eurostat (prc_ppp_ind), OΟΣΑ και Παγκόσμια Τράπεζα
Πίνακας 2: ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές αγοράς, 2006 και 2014-2016
Πηγή: Eurostat (prc_ppp_ind), (nama_10_pe) και (naida_10_pe), OΟΣΑ και Παγκόσμια Τράπεζα
Γράφημα 3: Κατά κεφαλή ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές αγοράς, 2006 και 2016
(ΕΕ-28 = 100· με βάση τη ΜΑΔ ανά κάτοικο)
Πηγή: Eurostat (naida_10_gdp), (nama_10_pc) και (naida_10_pe), OΟΣΑ και Παγκόσμια Τράπεζα
Πίνακας 3: Ακαθάριστη προστιθέμενη αξία σε βασικές τιμές, 2006 και 2016
(% επί της συνολικής ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας)
Πηγή: Eurostat (nama_10_a10)
Γράφημα 4: Εξελίξεις για την πραγματική ακαθάριστη προστιθέμενη αξία, EΕ-28, 2006-2016
(2005 = 100)
Πηγή: Eurostat (nama_10_a10)
Γράφημα 5: Εξελίξεις για την πραγματική ακαθάριστη προστιθέμενη αξία, EΕ-28, 2006-2016
(2005 = 100)
Πηγή: Eurostat (nama_10_a10)
Γράφημα 6: Παραγωγικότητα της πραγματικής εργασίας, EΕ-28, 2006, 2011 και 2016
(χιλιάδες EUR ανά εργαζόμενο)
Πηγή: Eurostat (nama_10_a10) και (nama_10_a10e)
Πίνακας 4: Πραγματική παραγωγικότητα της εργασίας, 2006, 2011 και 2016
Πηγή: Eurostat (nama_10_gdp) και (nama_10_a10_e)
Γράφημα 7: Εξελίξεις σχετικά με τις πραγματικές καταναλωτικές δαπάνες, τον ακαθάριστο σχηματισμό κεφαλαίου, τις εξαγωγές και τις εισαγωγές, EΕ-28, 2006-2016
(2005 = 100)
Πηγή: Eurostat (nama_10_gdp)
Γράφημα 8: Πραγματικό ετήσιο ποσοστό μεταβολής των συνιστωσών δαπάνης του ΑΕΠ, EΕ-28, 2006-2016
(%)
Πηγή: Eurostat (nama_10_gdp)
Γράφημα 9: Συνιστώσες δαπάνης του ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές αγοράς, EΕ-28, 2016
(% ποσοστό του ΑΕΠ)
Πηγή: Eurostat (nama_10_gdp), ή (tec00009), (tec00010), (tec00011) και (tec00110)
Γράφημα 10: Ακαθάριστος σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου σε τρέχουσες τιμές αγοράς, 2016
(% ποσοστό του ΑΕΠ)
Πηγή: Eurostat (nama_10_gdp)
Πίνακας 5: Επενδύσεις σε τρέχουσες τιμές αγοράς, 2005, 2010 και 2015
(% ποσοστό του ΑΕΠ)
Πηγή: Eurostat (nasa_10_ki)
Γράφημα 11: Κατανομή εισοδήματος σε τρέχουσες τιμές αγοράς, 2016
(% ποσοστό του ΑΕΠ)
Πηγή: Eurostat (nama_10_gdp)
Γράφημα 12: Εξέλιξη του εισοδήματος σε τρέχουσες τιμές αγοράς, EΕ-28, 2006-2016
(2005 = 100)
Πηγή: Eurostat (nama_10_gdp)
Πίνακας 6: Καταναλωτικές δαπάνες των νοικοκυριών, 2006, 2011, 2015 και 2016
Πηγή: Eurostat (nama_10_gdp) και (nama_10_pc)

Οι εθνικοί λογαριασμοί αποτελούν πηγή πολλών γνωστών οικονομικών δεικτών οι οποίοι παρουσιάζονται στο παρόν άρθρο. Το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) είναι η συχνότερα χρησιμοποιούμενη μονάδα μέτρησης του συνολικού μεγέθους μιας οικονομίας, ενώ παράγωγοι δείκτες, όπως το κατά κεφαλή ΑΕΠ — για παράδειγμα, σε EUR ή προσαρμοσμένο ώστε να ληφθούν υπόψη οι διαφορές στα επίπεδα των τιμών — χρησιμοποιούνται ευρέως για τη σύγκριση των συνθηκών διαβίωσης, ή για την παρακολούθηση της οικονομικής σύγκλισης ή απόκλισης στο εσωτερικό της Eυρωπαϊκής Ένωσης (EΕ).

Επιπροσθέτως, η ανάπτυξη ειδικών συνιστωσών του ΑΕΠ και συναφών δεικτών, όπως οι δείκτες οικονομικής απόδοσης, εισαγωγών και εξαγωγών, εγχώριας (ιδιωτικής και δημόσιας) κατανάλωσης επενδύσεων, καθώς και στοιχείων για την κατανομή του εισοδήματος και των αποταμιεύσεων, μπορεί να παράσχει πολύτιμες πληροφορίες για τις βασικές κινητήριες δυνάμεις της οικονομικής δραστηριότητας και, συνεπώς, να αποτελέσει τη βάση για τον σχεδιασμό, την παρακολούθηση και την αξιολόγηση συγκεκριμένων ενωσιακών πολιτικών.

Κύρια στατιστικά στοιχεία

Εξελίξεις του ΑΕΠ

Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση οδήγησε σε σοβαρή ύφεση στην ΕΕ, την Ιαπωνία και τις Ηνωμένες Πολιτείες το 2009 (βλ. γράφημα 1), την οποία ακολούθησε ανάκαμψη το 2010. Η κρίση ήταν ήδη εμφανής το 2008, όταν σημειώθηκε σημαντική μείωση του ποσοστού αύξησης του ΑΕΠ στην ΕΕ-28 και στη συνέχεια ακολούθησε πτώση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 4,4 % το 2009. Κατά την ανάκαμψη στην ΕΕ-28 ο δείκτης όγκου του ΑΕΠ (με βάση αλυσιδωτούς δείκτες όγκου) αυξήθηκε κατά 2,1 % το 2010, ενώ σημειώθηκε νέα αύξηση 1,7 % το 2011. Στη συνέχεια, το ΑΕΠ συρρικνώθηκε κατά 0,5 % το 2012 σε πραγματικούς όρους, ενώ αργότερα καταγράφηκαν σταδιακά μεγαλύτερα θετικά ποσοστά μεταβολής το 2013 (0,2 %), το 2014 (1,6 %) και το 2015 (2,2 %). Στην ευρωζώνη (EΖ-19) τα αντίστοιχα ποσοστά μεταβολής ήταν σχεδόν πανομοιότυπα με εκείνα της EΕ-28 έως το 2010, ενώ η αύξηση που καταγράφηκε το 2011 ήταν ελαφρώς ασθενέστερη (1,5 %), η δε συρρίκνωση το 2012 ήταν ισχυρότερη (-0,9 %) και διατηρήθηκε το 2013 (-0,3 %). Το 2014 και το 2015 η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ στην ευρωζώνη ήταν ελαφρώς ασθενέστερη από την αντίστοιχη για την ΕΕ-28 συνολικά.

Στο εσωτερικό της ΕΕ, η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ παρουσίασε μεγάλες διαφορές, τόσο χρονικά όσο και μεταξύ κρατών μελών της ΕΕ (βλέπε πίνακα 1). Έπειτα από συρρίκνωση σε όλα τα κράτη μέλη εκτός από την Πολωνία το 2009, η οικονομική ανάπτυξη επανέκαμψε σε 23 κράτη μέλη το 2010, ενώ η ίδια κατάσταση επαναλήφθηκε το 2011. Ωστόσο, το 2012 η εξέλιξη αυτή αντιστράφηκε, καθώς μόλις λιγότερα από τα μισά (13) κράτη μέλη ανέφεραν οικονομική μεγέθυνση. Το 2013 τα περισσότερα κράτη μέλη κατέγραψαν αύξηση εκ νέου, με τον αριθμό των κρατών που κατέγραψαν θετικό ποσοστό μεταβολής να φτάνει 17 το 2013 και να αυξάνεται σε 25 το 2014 και σε 27 το 2015· το μοναδικό κράτος μέλος με αρνητικό ποσοστό μεταβολής το 2015 ήταν η Ελλάδα, η οποία κατέγραψε πτώση κατά 0,2 % ύστερα από αύξηση κατά 0,4 % το 2014 και έξι διαδοχικές μειώσεις της οικονομικής απόδοσης κατά την περίοδο 2008-2013. Το 2016 για πρώτη φορά από το 2007 κανένα κράτος μέλος δεν ανέφερε πτώση του ΑΕΠ, ενώ τα 27 ανέφεραν αύξηση και η Ελλάδα δεν είχε μεταβολή.

Tα υψηλότερα ποσοστά αύξησης το 2016 καταγράφηκαν στην Ιρλανδία (5,2 %) και στη Μάλτα (5,0 %), ενώ τα χαμηλότερα ποσοστά — εκτός του 0,0 % ποσοστού μεταβολής στην Ελλάδα — ήταν η αύξηση κατά 0,9 % στην Ιταλία και κατά 1,2 % στη Γαλλία και στο Βέλγιο.

Η Πολωνία κατέγραψε θετικά ποσοστά μεταβολής καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου, όπως φαίνεται στον πίνακα 1, ενώ η Δανία, η Γερμανία, η Εσθονία, η Γαλλία, η Λιθουανία, η Μάλτα, η Αυστρία, η Σλοβακία και το Ηνωμένο Βασίλειο σημείωσαν το έβδομο συνεχές θετικό ετήσιο ποσοστό μεταβολής το 2016· με άλλα λόγια, το τελευταίο τους αρνητικό ετήσιο ποσοστό μεταβολής ήταν στο αποκορύφωμα της κρίσης το 2009· το ίδιο ισχύει επίσης για τη Νορβηγία και τις Ηνωμένες Πολιτείες καθώς και την Ελβετία, την Αλβανία, την Τουρκία, το Κοσσυφοπέδιο (απόφαση του ΣΑΗΕ 1244) και την Κίνα, όπου τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία αναφέρονται στο 2015.

Οι συνέπειες της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης μείωσαν τις συνολικές επιδόσεις των οικονομιών των κρατών μελών της ΕΕ σύμφωνα με την ανάλυση για την τελευταία δεκαετία. Τα μέσα ποσοστά ανάπτυξης της ΕΕ-28 και της ευρωζώνης (EΖ-19) μεταξύ του 2006 και του 2015 ήταν 0,7 % ετησίως και 0,5 % ετησίως, αντίστοιχα (βλέπε πίνακα 1). Η υψηλότερη ανάπτυξη, σύμφωνα με την εν λόγω μέτρηση, μεταξύ του 2006 και του 2016, καταγράφηκε στη Μάλτα (μέση ανάπτυξη 3,7 % ετησίως) και ακολούθησαν η Πολωνία (3,5 %), η Ιρλανδία (3,4 %) και η Σλοβακία (3,1 %). Αντιθέτως, η συνολική εξέλιξη του πραγματικού ΑΕΠ κατά τη διάρκεια της περιόδου από το 2006 έως το 2016 στην Ελλάδα, στην Ιταλία, στην Κροατία και στην Πορτογαλία ήταν αρνητική.

Οι συγκρίσεις μεταξύ χωρών θα πρέπει να γίνονται χρησιμοποιώντας τις μονάδες αγοραστικής δύναμης (ΜΑΔ) οι οποίες προσαρμόζουν τις τιμές ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι διαφορές στα επίπεδα των τιμών μεταξύ των χωρών. Πρέπει να σημειωθεί ότι τα στοιχεία που παρουσιάζονται στο γράφημα 2 και στο γράφημα 3, καθώς και στον πίνακα 2, είναι σε τρέχουσες τιμές και δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούνται για διαχρονικές συγκρίσεις λόγω του πληθωρισμού και των διακυμάνσεων των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Το 2016 το ΑΕΠ στην ΕΕ-28 έφτασε στις 14,8 τρισ. ΜΑΔ (14 800 δις)· ως εκ τούτου, το ΑΕΠ της ΕΕ-28 σε ΜΑΔ παρέμεινε υψηλότερο του αντίστοιχου για τις Ηνωμένες Πολιτείες για καθένα από τα έτη για τα οποία παρουσιάζεται ανάλυση. Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι η Κίνα είχε κατά παράδοση χαμηλότερο επίπεδο οικονομικής απόδοσης από την ΕΕ-28 ή τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά ότι η κατάσταση αυτή έχει αλλάξει λόγω της ραγδαίας και συνεχούς ανάπτυξης της κινεζικής οικονομίας. Το 2014 το ΑΕΠ της Κίνας σε ΜΑΔ ήταν για πρώτη φορά υψηλότερο από το επίπεδο που καταγράφηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ το 2016 η οικονομική απόδοση της Κίνας έφτασε τα 15,6 τρισ. ΜΑΔ, ένα επίπεδο που ήταν κατά 5,3 % υψηλότερο από το αντίστοιχο για την EΕ-28.

Η ευρωζώνη (EΖ-19) αντιπροσώπευε το 70,6 % του ΑΕΠ της ΕΕ-28 το 2016 (βάσει μετρήσεων σε ΜΑΔ), σημειώνοντας μείωση από το 72,3 % που είχε καταγραφεί το 2006 και το 2007. Το 2016, το άθροισμα των πέντε μεγαλύτερων οικονομιών των κρατών μελών της ΕΕ (Γερμανία, Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ιταλία και Ισπανία) αντιπροσώπευε το 67,1 % του ΑΕΠ της ΕΕ-28, το οποίο ήταν κατά 2,0 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερο από το ποσοστό τους πριν από μια δεκαετία (το 2006).

Για την αξιολόγηση του βιοτικού επιπέδου είναι σύνηθες να χρησιμοποιείται το κατά κεφαλή ΑΕΠ, με άλλα λόγια, το ΑΕΠ προσαρμοσμένο για το μέγεθος μιας οικονομίας σε σχέση με τον πληθυσμό της. Το μέσο κατά κεφαλή ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές στο εσωτερικό της ΕΕ-28 το 2016 ήταν 29 χιλιάδες ευρώ. Με διαχρονική σύγκριση από άποψη όγκου (χρησιμοποιώντας αλυσιδωτούς δείκτες όγκου με έτος αναφοράς το 2010), το κατά κεφαλή ΑΕΠ για την EΕ-28 το 2016 ήταν 26,9 χιλιάδες EUR, αριθμός που, για δεύτερη συνεχή χρονιά, υπερέβαινε τον ανώτατο αριθμό ο οποίος είχε καταγραφεί το 2008 ( 26,2 χιλιάδες EUR) προτού γίνουν αισθητές οι επιπτώσεις της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης.

Για τη σύγκριση του κατά κεφαλή ΑΕΠ μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ (και με τις τρίτες χώρες), αναλύθηκαν οι τιμές που εκφράζονται σε ΜΑΔ, καθώς είναι προσαρμοσμένες ώστε να ληφθούν υπόψη οι διαφορές στα επίπεδα τιμών μεταξύ των χωρών. Οι ΜΑΔ υπολογίζονται κατά τρόπον ώστε, για την ΕΕ-28, μία ΜΑΔ να ισοδυναμεί με ένα ευρώ. Η σχετική θέση των μεμονωμένων χωρών μπορεί να εκφραστεί συγκριτικά με τον μέσο όρο της ΕΕ-28, ο οποίος έχει οριστεί σε 100 (βλέπε πίνακα 2). Η υψηλότερη τιμή μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ καταγράφηκε για το Λουξεμβούργο, όπου το κατά κεφαλή ΑΕΠ σε ΜΑΔ ήταν περίπου 2,7 φορές υψηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ-28 το 2016 (γεγονός που εξηγείται εν μέρει από τη σημασία των διασυνοριακών εργαζομένων από το Βέλγιο, τη Γαλλία και τη Γερμανία). Από την άλλη, στη Βουλγαρία, το κατά κεφαλή ΑΕΠ σε ΜΑΔ ήταν λιγότερο από το ήμισυ του μέσου όρου της ΕΕ-28.

Μολονότι τα αριθμητικά στοιχεία για τη ΜΑΔ θα πρέπει, κατ’ αρχήν, να χρησιμοποιούνται για συγκρίσεις μεταξύ χωρών σε ένα μόνο έτος και όχι διαχρονικά, η εξέλιξη των εν λόγω αριθμητικών στοιχείων την τελευταία δεκαετία φανερώνει ότι υπήρξε κάποια σύγκλιση στο βιοτικό επίπεδο. Τα περισσότερα κράτη μέλη που προσχώρησαν στην ΕΕ το 2004, το 2007 ή το 2013 μετακινήθηκαν από θέσεις κάτω του μέσου όρου της ΕΕ-28 το 2006, σε πλησιέστερες προς τον μέσο όρο της ΕΕ το 2016, παρά την εμφάνιση ορισμένων εμποδίων στη διάρκεια της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης. Η Σλοβενία και η Κύπρος αποτέλεσαν εξαιρέσεις· η Σλοβενία μετακινήθηκε ακόμη λίγο χαμηλότερα από τον μέσο όρο της ΕΕ-28 στη διάρκεια αυτής της περιόδου, όπως επίσης και η Ελλάδα και η Πορτογαλία μεταξύ των κρατών μελών της EΕ-15 (βλέπει γράφημα 3). η Κύπρος μετακινήθηκε από πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ-28 σε μια θέση κάτω από αυτόν, όπως επίσης και η Ιταλία και η Ισπανία. Παρά το ότι το Λουξεμβούργο, η Ιρλανδία, η Γερμανία, η Δανία και η Αυστρία μετακινήθηκαν ακόμη υψηλότερα από τον μέσο όρο της ΕΕ-28, συγκρίνοντας την κατάσταση το 2016 με την αντίστοιχη το 2006, αρκετά άλλα κράτη μέλη της ΕΕ-15 και συγκεκριμένα το Ηνωμένο Βασίλειο, η Φινλανδία, οι Κάτω Χώρες, η Γαλλία και το Βέλγιο, μετακινήθηκαν από μια θέση πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ-28 το 2006 σε χαμηλότερη θέση (αλλά και πάλι πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ-28) το 2016. Κατά την ίδια περίοδο, η Δανία και η Αυστρία κατέγραψαν σχεδόν μηδενική αύξηση το επίπεδο του ΑΕΠ τους σε ΜΑΔ, όσον αφορά τον μέσο όρο της ΕΕ-28.

Κύρια μακροοικονομικά μεγέθη του ΑΕΠ

Εξετάζοντας το ΑΕΠ από την πλευρά της παραγωγής, στον πίνακα 3 παρέχεται επισκόπηση της σχετικής σημασίας 10 δραστηριοτήτων όσον αφορά τη συνεισφορά τους στη συνολική ακαθάριστη προστιθέμενη αξία σε βασικές τιμές. Μεταξύ 2006 και 2016 το μερίδιο της βιομηχανίας στην προστιθέμενη αξία της EΕ-28 υποχώρησε κατά 0,9 ποσοστιαίες μονάδες σε 19,3 %, παρόλο που παρέμεινε ελαφρώς υψηλότερο στο διανεμητικό εμπόριο, στις μεταφορές, στις υπηρεσίες στέγασης και εστίασης, που είχαν παρόμοιο μερίδιο στη συνολική ακαθάριστη προστιθέμενη αξία το 2016 (19,1 %) και το 2006 (19,0 %). Αντιθέτως, το μερίδιο της δημόσιας διοίκησης, της εκπαίδευσης και της υγείας αυξήθηκε κατά 0,8 ποσοστιαίες μονάδες και έφτασε το 19,0 % το 2016. Οι επόμενες μεγαλύτερες δραστηριότητες το 2016 ήταν οι δραστηριότητες διαχείρισης ακίνητης περιουσίας (11,2 %), και ακολούθησαν οι επαγγελματικές, επιστημονικές, τεχνικές, διοικητικές υπηρεσίες και υπηρεσίες υποστήριξης — στο εξής, επιχειρηματικές υπηρεσίες — (11,0 %), τα οικοδομικά έργα (5,3 %), οι χρηματοπιστωτικές και ασφαλιστικές υπηρεσίες (5,1 %) και οι υπηρεσίες πληροφοριών και επικοινωνιών (5,0 %). Η μικρότερη συνεισφορά προήλθε από τις ψυχαγωγικές δραστηριότητες και λοιπές υπηρεσίες (3,5 %) και από τη γεωργία, τα δάση και την αλιεία (1,5 %).

Οι υπηρεσίες συνεισέφεραν το 73,9 % της συνολικής ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας της ΕΕ-28 το 2016 σε σύγκριση με 71,8 % το2006. Η σχετική σημασία των υπηρεσιών ήταν ιδιαίτερα υψηλή στο Λουξεμβούργο, στην Κύπρο, στη Μάλτα, στην Ελλάδα, στο Ηνωμένο Βασίλειο, στη Γαλλία, στις Κάτω Χώρες, στο Βέλγιο, στην Πορτογαλία και στη Δανία, όπου αντιπροσώπευαν τουλάχιστον τα τρία τέταρτα της συνολικής προστιθέμενης αξίας. Αντιθέτως, το ποσοστό των υπηρεσιών ήταν χαμηλότερο από τα τρία πέμπτα στην Τσεχική Δημοκρατία και στην Ιρλανδία.

Οι διαρθρωτικές αλλαγές είναι, τουλάχιστον εν μέρει, το αποτέλεσμα φαινομένων όπως οι τεχνολογικές αλλαγές, εξελίξεις των σχετικών τιμών, η εξωτερική ανάθεση και η παγκοσμιοποίηση, που συχνά οδηγούν στη μετακίνηση των δραστηριοτήτων μεταποίησης και ορισμένων υπηρεσιών (εκείνων που μπορούν να παρέχονται εξ αποστάσεως, όπως μέσω τηλεφωνικών κέντρων) σε περιοχές με φθηνότερο κόστος εργασίας, τόσο εντός όσο και εκτός της ΕΕ. Αρκετές δραστηριότητες έχουν πληγεί ιδιαίτερα από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση και τα επακόλουθά της. Η βιομηχανία γνώρισε την εντονότερη συρρίκνωση μεταξύ του 2007 και του 2009, όταν η προστιθέμενη αξία στην ΕΕ-28 μειώθηκε, συνολικά, κατά 12,7 % (σε όγκο)· η βιομηχανική παραγωγή της ΕE-28 μειώθηκε κατά περαιτέρω 2,2 % μεταξύ του 2011 και του 2013, ενώ στη συνέχεια αυξήθηκε με σχετικά ταχύ ρυθμό το 2014 και το 2015 (με αυξήσεις κατά 2,3 % και 3,9 %, αντίστοιχα) και με βραδύτερο ρυθμό (1,5 %) το 2016. O κλάδος των κατασκευών γνώρισε τη σοβαρότερη και πιο μακροχρόνια συρρίκνωση, καθώς η παραγωγή του μειώθηκε κατά 18,7 % μεταξύ του 2007 και του 2013, με μειώσεις της παραγωγής σε ετήσια βάση κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής: επομένως, η αύξηση κατά 1,2 % που καταγράφηκε στον κλάδο των κατασκευών το 2014 ήταν η πρώτη ετήσια αύξηση της επταετίας, ενώ ακολούθησε αύξηση κατά 1,5 % το 2015 και 1,1 % το 2016. Οι επιχειρηματικές υπηρεσίες καθώς και το διανεμητικό εμπόριο, οι μεταφορές, οι υπηρεσίες στέγασης και εστίασης κατέγραψαν, επίσης, σχετικά μεγάλες μειώσεις της προστιθέμενης αξίας το 2009, -6,9 % και -6,0 % αντίστοιχα, αλλά στη συνέχεια σημείωσαν θετικά ετήσια ποσοστά μεταβολής κάθε χρόνο έως το 2016. Έπειτα από σχετική σταθερότητα (-0,3 %) το 2009, η παραγωγή της γεωργίας, των δασών και της αλιείας μειώθηκε το 2010 κατά 2,9 % και ξανά το 2012 κατά 5,5 %· μετά την αύξηση κατά 3,5 % και κατά 2,8 % που σημειώθηκε το 2013 και το 2014, η παραγωγή της γεωργίας, των δασών και της αλιείας μειώθηκε κατά περίπου 1 % τόσο το 2015, όσο και το 2016. Για άλλες δραστηριότητες προέκυψαν σχετικά μικρές μειώσεις της προστιθέμενης αξίας κατά τη διάρκεια της κρίσης, ιδίως το 2009, 2010, 2012 και 2014 για τις χρηματοπιστωτικές και ασφαλιστικές υπηρεσίες, και το 2009, 2010, 2012 και 2013 για τις τέχνες, την ψυχαγωγία, τις δραστηριότητες ελεύθερου χρόνου και άλλες υπηρεσίες (βλ. γράφημα 5). Για δύο από τις δραστηριότητες που παρουσιάζονται στα γραφήματα 4 και 5 δεν υπήρξε ετήσια μείωση της προστιθέμενης αξίας σε κανένα έτος κατά τη διάρκεια της κρίσης: δραστηριότητες ακίνητης περιουσίας· δημόσια διοίκηση, άμυνα, εκπαίδευση, δραστηριότητες σχετικές με την ανθρώπινη υγεία και την κοινωνική μέριμνα.

Το 2016 όλες οι δραστηριότητες — με εξαίρεση τη γεωργία, τα δάση και την αλιεία — ανέφεραν αύξηση της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας τους σε σύγκριση με το 2015. Οι δραστηριότητες με τη μεγαλύτερη αύξηση ήταν οι δραστηριότητες πληροφοριών και επικοινωνιών (4,1 %), οι επιχειρηματικές υπηρεσίες (3,1 %), και το διανεμητικό εμπόριο, οι μεταφορές, οι υπηρεσίες στέγασης και εστίασης (2,8 %).

Παραγωγικότητα της εργασίας

Για να εξαλειφθούν οι επιπτώσεις του πληθωρισμού, η παραγωγικότητα της εργασίας ανά απασχολούμενο μπορεί να υπολογιστεί χρησιμοποιώντας στοιχεία προσαρμοσμένα ώστε να ληφθούν υπόψη οι μεταβολές των τιμών. Η ανάλυση της παραγωγικότητας της εργασίας ανά απασχολούμενο σε πραγματικούς όρους (με βάση αλλαγές των αλυσιδωτών δεικτών όγκου) στη διάρκεια της δεκαετίας 2006-2016 δείχνει ότι υπήρξε αύξηση για τις περισσότερες δραστηριότητες, ενώ τα υψηλότερα κέρδη παραγωγικότητας καταγράφηκαν στη γεωργία, τα δάση και την αλιεία (28,0 %), στις υπηρεσίες πληροφοριών και επικοινωνιών (22,8 %) και στη βιομηχανία (14,8 %)— βλέπε γράφημα 6. Επισημαίνεται ότι μια ακριβής σύγκριση των επιπέδων παραγωγικότητας της εργασίας μεταξύ δραστηριοτήτων μπορεί να αναλυθεί μόνο για το έτος αναφοράς 2010, λόγω της μη προσθετικότητας των αλυσιδωτών δεικτών όγκου. To 2010 το υψηλότερο επίπεδο παραγωγικότητας της εργασίας παρατηρήθηκε στις χρηματοπιστωτικές και ασφαλιστικές υπηρεσίες· ακολουθούσαν με μικρή διαφορά οι υπηρεσίες πληροφοριών και επικοινωνιών, ενώ η γεωργία, τα δάση και η αλιεία κατέγραψαν το χαμηλότερο επίπεδο.

Περαιτέρω στοιχεία σχετικά με την εξέλιξη της παραγωγικότητας της πραγματικής εργασίας, μετρούμενα είτε ανά απασχολούμενο ή ανά ώρα εργασίας παρουσιάζονται στον πίνακα 4. Η παραγωγικότητα της εργασίας ανά απασχολούμενο αυξήθηκε, σε πραγματικούς όρους, από το 2006 έως το 2016 σε όλα σχεδόν τα κράτη μέλη της ΕΕ, ενώ στην Ελλάδα, στην Ιταλία, στην Κροατία, στο Λουξεμβούργο και στη Φινλανδία καταγράφηκαν μειώσεις (δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία για τη Μάλτα). Κατά την ίδια περίοδο, από το 2006 έως το 2016, η παραγωγικότητα της εργασίας ανά ώρα εργασίας αυξήθηκε σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ πλην της Ελλάδας (δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία για την Κροατία και τη Μάλτα). Αν εξαιρεθούν τα κράτη μέλη με διακοπή της χρονικής σειράς, οι μεγαλύτερες αυξήσεις (σε ποσοστό επί τοις εκατό) για αμφότερες τις εν λόγω μονάδες μέτρησης της παραγωγικότητας της εργασίας καταγράφηκαν στη Βουλγαρία, στη Σλοβακία, στη Λιθουανία και στη Λετονία.

Κατανάλωση και επενδύσεις

Περνώντας στην ανάλυση της εξέλιξης των συνιστωσών του ΑΕΠ από πλευράς δαπανών, σημειώνεται ότι οι δαπάνες της τελικής κατανάλωσης σε όλη την EE-28 αυξήθηκαν κατά 8,4 % σε όγκο μεταξύ του 2006 και του 2016 (βλέπε γράφημα 7), παρά τις ελαφρές μειώσεις που σημειώθηκαν το 2009 και το 2012. Οι δαπάνες τελικής κατανάλωσης της γενικής κυβέρνησης αυξήθηκαν με κάπως ταχύτερο ρυθμό, κατά 12,2 % μεταξύ του 2006 και του 2016. Κατά την ίδια περίοδο ο ακαθάριστος σχηματισμός κεφαλαίου ήταν σχετικά ασταθής: αυξήθηκε σημαντικά το 2007 και μειώθηκε με ταχύ ρυθμό το 2009, ενώ μεταξύ του 2010 και του 2016 κυμάνθηκε μεταξύ των τιμών που είχε καταγράψει το 2008 και το 2009. Η αύξηση των εξαγωγών υπερέβη την αύξηση των εισαγωγών, τα περισσότερα έτη, εξαιρουμένων των 2007, 2009, 2014 και 2016· κατά την περίοδο 2006-2016 οι εξαγωγές αυξήθηκαν συνολικά κατά 34,2 %, ενώ οι εισαγωγές μειώθηκαν κατά 28,4 %.

Έπειτα από πτώση το 2009, οι δαπάνες κατανάλωσης των νοικοκυριών και των μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων που εξυπηρετούν νοικοκυριά ανέκαμψαν το 2010 (αύξηση κατά 0,8 % σε όγκο) και παρουσίασαν σχεδόν μηδενική μεταβολή το 2011 (0,1 %), ενώ στη συνέχεια μειώθηκαν ξανά το 2012 (-0,5 %) και το 2013 (-0,1 %)· το 2014, το 2015 και το 2016 οι εν λόγω δαπάνες αυξήθηκαν κατά 1,2 %, 2,1 % και 2,3 %, που ήταν οι μεγαλύτερες ετήσιες αυξήσεις σε πραγματικούς όρους από το 2007.

To 2010, στην ΕΕ-28, ο ρυθμός αύξησης των δαπανών της γενικής κυβέρνησης επιβραδύνθηκε σε όγκο και το ποσοστό μεταβολής παρέμεινε σχετικά σταθερό (εντός του φάσματος του -0,1 % έως 0,4 %) μεταξύ του 2011 και του 2013, ενώ στη συνέχεια επανήλθε σε κάπως μεγαλύτερη αύξηση το 2014 (1,0 %), το 2015 (1,4 %) και το 2016 (1,7 %).

Παρά την αύξηση που καταγράφηκε το 2011 (1,9 %), ο ακαθάριστος σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου στην ΕΕ-28 δεν κατόρθωσε να ανακάμψει πλήρως από την απότομη πτώση του το 2009 (-12,0 %) και σημείωσε ξανά αρνητικό ποσοστό μεταβολής το 2012 και το 2013· εντούτοις, το 2014, το 2015 και το 2016 ο ακαθάριστος σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου αυξήθηκε κατά 2,7 %, 3,6 % και 2,7 % αντίστοιχα, σε πραγματικούς όρους, καταγράφοντας τις μεγαλύτερες αυξήσεις από το 2007.

Σε όρους τρεχουσών τιμών, οι δαπάνες κατανάλωσης των νοικοκυριών και των μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων που εξυπηρετούν νοικοκυριά συνεισέφεραν το 56,0 % του ΑΕΠ της EE-28 το 2016, ενώ το ποσοστό των δαπανών της γενικής κυβέρνησης ήταν 20,5 % και το ποσοστό του ακαθάριστου σχηματισμού πάγιου κεφαλαίου ήταν 20,0 % (βλέπε γράφημα 9).

Μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ υπήρξαν μεγάλες διακυμάνσεις ως προς την ένταση επενδύσεων και αυτό μπορεί, εν μέρει, να αντανακλά τα διαφορετικά στάδια οικονομικής ανάπτυξης καθώς και αναπτυξιακής δυναμικής τα τελευταία χρόνια (βλέπε γράφημα 10). To 2016 ο ακαθάριστος σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου (σε τρέχουσες τιμές) ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν 19,7 % στην EE-28 και 20,1 % στην ευρωζώνη (EZ-19). Τα υψηλότερα ποσοστά καταγράφηκαν στην Ιρλανδία (29,3 %), στην Τσεχική Δημοκρατία (24,6 %), στη Σουηδία (24,1 %) και στη Μάλτα (23,4 %), ενώ τα χαμηλότερα στην Πορτογαλία (14,9 %) και στην Ελλάδα (11,4 %).

Η μεγάλη πλειονότητα των επενδύσεων πραγματοποιήθηκε από τον ιδιωτικό τομέα, όπως φαίνεται στον πίνακα 5: το 2015 οι επενδύσεις από επιχειρήσεις και νοικοκυριά αποτελούσαν το 17,0 % του ΑΕΠ της EE-28, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό των επενδύσεων του δημόσιου τομέα ήταν 2,9 %. Σε σχετικούς όρους, η Ουγγαρία και η Βουλγαρία είχαν τα υψηλότερα ποσοστά δημόσιων επενδύσεων (6,6 % του ΑΕΠ), ενώ οι επενδύσεις του επιχειρηματικού τομέα ήταν υψηλότερες στη Σουηδία (16,8 %) και στην Ιρλανδία (16,7 %) και οι επενδύσεις των νοικοκυριών ήταν υψηλότερες στη Γερμανία (6,2 %). Οι επενδύσεις από τα νοικοκυριά (ως ποσοστό του ΑΕΠ) το 2015 ήταν σημαντικά χαμηλότερες απ’ ό, τι το 2005 στην Ιρλανδία, στην Ελλάδα, στην Ισπανία και στην Κύπρο, ενώ ήταν σημαντικά υψηλότερες στη Ρουμανία· Η Γερμανία και η Λιθουανία ήταν τα μόνα άλλα κράτη μέλη της ΕΕ που δήλωσαν αύξηση στο μερίδιο των επενδύσεων των νοικοκυριών επί του ΑΕΠ. Μια παρόμοια σύγκριση δείχνει μια σχετικά μεγάλη πτώση στη Σλοβενία, στη Σλοβακία, στη Λετονία, στη Βουλγαρία και στην Εσθονία όσον αφορά τις επενδύσεις των επιχειρήσεων.

Εισόδημα

Η ανάλυση του ΑΕΠ στην ΕΕ-28 από την πλευρά του εισοδήματος δείχνει ότι στην κατανομή μεταξύ των συντελεστών παραγωγής του εισοδήματος που προκύπτει από την παραγωγική διαδικασία κυριάρχησε το εισόδημα εξαρτημένης εργασίας, το οποίο αντιπροσώπευε το 47,5 % του ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές της αγοράς το 2016. Tο ποσοστό του ακαθάριστου λειτουργικού πλεονάσματος και του μεικτού εισοδήματος ήταν 40,7 % του ΑΕΠ, ενώ το ποσοστό των φόρων επί της παραγωγής και των εισαγωγών μείον επιδοτήσεις ήταν 11,9 % (βλέπε γράφημα 11). Η Iρλανδία είχε το χαμηλότερο ποσοστό εισοδήματος εξαρτημένης εργασίας στο ΑΕΠ (31,3 %) και ακολουθούσαν η Ελλάδα (33,4 %) και η Ρουμανία (34,2 %), ενώ σε τρία κράτη μέλη της EE καταγράφηκαν ποσοστά που υπερέβαιναν το 50,0 %, με υψηλότερο το 52,6 % στη Δανία.

Το γράφημα 12 (που βασίζεται επίσης στις τρέχουσες τιμές αγοράς) δείχνει ότι τα μακροοικονομικά μεγέθη εισοδήματος είχαν ανακάμψει, πριν από το 2011 ή το 2012, από τις απώλειες που σημείωσαν κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης. To 2009 το εισόδημα εξαρτημένης εργασίας στην EE-28 υποχώρησε κατά 2,8 %, αλλά το 2016 ήταν κατά 14,4 % υψηλότερο απ’ ό,τι το αντίστοιχο επίπεδο που είχε καταγραφεί το 2008.

Για το ακαθάριστο λειτουργικό πλεόνασμα και το μεικτό εισόδημα, υπήρξε ήδη μόνο περιορισμένη αύξηση στην ΕΕ-28 το 2008, ενώ ακολούθησε πτώση κατά 8,2 % το 2009· το 2012 αυτό το μακροοικονομικό μέγεθος του εισοδήματος είχε επιστρέψει σε επίπεδο παρόμοιο με το ανώτατο επίπεδο προ της κρίσης (το 2008), ενώ το 2016 ήταν κατά 10,8 % πάνω από το εν λόγω ανώτατο επίπεδο.

Η μείωση των φόρων επί της παραγωγής και των εισαγωγών μείον επιδοτήσεις στην EE-28 είχε ήδη ξεκινήσει το 2008 (-3,1 %) και επιταχύνθηκε το 2009 (-9,3 %)· το 2011 οι απώλειες αυτές είχαν υπεραναπληρωθεί και το 2016 αυτό το συνολικό μέγεθος του εισοδήματος ήταν κατά 16,2 % υψηλότερο από το προηγούμενο ανώτατο επίπεδο (2007).

Κατανάλωση νοικοκυριών

Η καταναλωτική δαπάνη νοικοκυριών αντιπροσώπευε τουλάχιστον το ήμισυ του ΑΕΠ (σε τρέχουσες τιμές αγοράς) σχεδόν στα τρία τέταρτα (20) των κρατών μελών της EE το 2016· το ποσοστό αυτό ήταν υψηλότερο στην Κύπρο (68,7 %), στην Ελλάδα (67,8 %), στη Λιθουανία (64,8 %) και στην Πορτογαλία (63,8 %). Αντίθετα, ήταν χαμηλότερο στο Λουξεμβούργο (27,8 %) που όμως είχε, με μεγάλη διαφορά, την υψηλότερη κατά κεφαλή μέση καταναλωτική δαπάνη νοικοκυριών (ΜΑΔ 22 200) — βλέπε πίνακα 6.

Εκτός από το Λουξεμβούργο, η κατά κεφαλή μέση καταναλωτική δαπάνη νοικοκυριών (προσαρμοσμένη ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι διαφορές στα επίπεδα των τιμών) ήταν επίσης σχετικά υψηλή το 2016 στο Ηνωμένο Βασίλειο (ΜΑΔ 19 300), στην Αυστρία (ΜΑΔ 18 800) και στη Γερμανία (ΜΑΔ 18 700). Στο άλλο άκρο, η Κροατία, η Ουγγαρία και η Βουλγαρία ήταν τα μόνα κράτη μέλη της ΕΕ που ανέφεραν ότι η κατά κεφαλή μέση καταναλωτική δαπάνη νοικοκυριών ήταν χαμηλότερη από ΜΑΔ 10 000.

Η ανάλυση των πραγματικών εξελίξεων της κατά κεφαλή μέσης καταναλωτικής δαπάνης σε όρους ευρώ (με βάση αλυσιδωτό δείκτη όγκου) κατά την περίοδο 2011-2016 δείχνει ότι η ταχύτερη αύξηση καταγράφηκε στα κράτη μέλη της Βαλτικής και στη Ρουμανία (να σημειωθεί ότι στην τελευταία, υπήρξε διακοπή της χρονικής σειράς). Η μεγαλύτερη συρρίκνωση σημειώθηκε στην Ελλάδα, όπου η κατά κεφαλή καταναλωτική δαπάνη νοικοκυριών μειώθηκε, κατά μέσο όρο, κατά 1,4 % ετησίως στη διάρκεια της υπό εξέταση περιόδου. Καταγράφηκαν επίσης μικρότερες μειώσεις (λιγότερο από 1,0 % ετησίως) στην Ιταλία, στην Αυστρία, στην Κύπρο, στη Σλοβενία και στις Κάτω Χώρες.

Πηγές και διαθεσιμότητα δεδομένων

Tο Ευρωπαϊκό σύστημα εθνικών και περιφερειακών λογαριασμών (EΣΛ) παρέχει τη μεθοδολογία για τους εθνικούς λογαριασμούς στην EE. Η τρέχουσα έκδοση, ESA 2010, εγκρίθηκε τον Μάιο του 2013 και εφαρμόζεται από τον Σεπτέμβριο του 2014. Είναι πλήρως συμβατή με τις παγκόσμιες κατευθυντήριες γραμμές για τους εθνικούς λογαριασμούς 2008 SNA.

ΑΕΠ και κύριες συνιστώσες

Tα κύρια μακροοικονομικά μεγέθη των εθνικών λογαριασμών συγκεντρώνονται από θεσμικές μονάδες, ιδίως μη χρηματοδοτικές ή χρηματοδοτικές εταιρείες, τη γενική κυβέρνηση, νοικοκυριά και μη κερδοσκοπικά ιδρύματα που εξυπηρετούν νοικοκυριά (ΜΚΙΕΝ).

Τα στοιχεία του τομέα των εθνικών λογαριασμών περιλαμβάνουν πληροφορίες σχετικά με τις συνιστώσες του ΑΕΠ, την απασχόληση, τα συγκεντρωτικά μεγέθη της τελικής κατανάλωσης και την αποταμίευση. Πολλές από τις μεταβλητές αυτές υπολογίζονται σε ετήσια όσο και σε τριμηνιαία βάση.

Το ΑΕΠ είναι η κεντρική μονάδα μέτρησης των εθνικών λογαριασμών, που συνοψίζει την οικονομική θέση μιας χώρας (ή μιας περιφέρειας). Μπορεί να υπολογιστεί μέσω διαφορετικών προσεγγίσεων: με την προσέγγιση εκροών· με την προσέγγιση δαπανών· και με την προσέγγιση εισοδήματος.

Η ανάλυση του κατά κεφαλή ΑΕΠ απομακρύνει την επιρροή του απόλυτου μεγέθους του πληθυσμού, διευκολύνοντας τις συγκρίσεις μεταξύ διαφόρων χωρών. Το κατά κεφαλή ΑΕΠ είναι ένας ευρύς οικονομικός δείκτης του επιπέδου διαβίωσης. Τα στοιχεία για το ΑΕΠ σε εθνικά νομίσματα μπορούν να μετατρέπονται σε μονάδες αγοραστικής δύναμης (ΜΑΔ) χρησιμοποιώντας ισοτιμίες αγοραστικής δύναμης (ΙΑΔ) που αντικατοπτρίζουν την αγοραστική δύναμη κάθε νομίσματος, αντί να χρησιμοποιούνται αγοραίες συναλλαγματικές ισοτιμίες· με τον τρόπο αυτό, εξαλείφονται οι διαφορές στα επίπεδα τιμών μεταξύ των χωρών. Ο δείκτης όγκου του κατά κεφαλή ΑΕΠ σε ΜΑΔ εκφράζεται σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ-28 ( ο οποίος έχει οριστεί σε 100). Εάν ο δείκτης μίας χώρας είναι υψηλότερος/χαμηλότερος από 100, το επίπεδο του κατά κεφαλή ΑΕΠ της συγκεκριμένης χώρας βρίσκεται πάνω/κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ-28· ο δείκτης αυτός προορίζεται για συγκρίσεις μεταξύ χωρών και όχι χρονικές συγκρίσεις.

Ο υπολογισμός του ετήσιου ποσοστού αύξησης του ΑΕΠ με χρήση αλυσιδωτών δεικτών όγκου (πραγματικές μεταβολές) αποσκοπεί στο να καθίστανται δυνατές οι συγκρίσεις της δυναμικής της οικονομικής ανάπτυξης, τόσο χρονικά όσο και ανάμεσα σε οικονομίες διαφορετικών μεγεθών, ανεξάρτητα από τα επίπεδα των τιμών.

Συμπληρωματικά στοιχεία

Η οικονομική απόδοση μπορεί επίσης να αναλυθεί ανά δραστηριότητα: στο πλέον μακροοικονομικό επίπεδο ανάλυσης προσδιορίζονται 10 τίτλοι της NACE Αναθ. 2: γεωργία, δάση και αλιεία· βιομηχανία· κατασκευές· διανεμητικό εμπόριο, μεταφορές, υπηρεσίες στέγασης και εστίασης· υπηρεσίες πληροφοριών και επικοινωνιών· χρηματοπιστωτικές και ασφαλιστικές υπηρεσίες· δραστηριότητες ακίνητης περιουσίας· επαγγελματικές, επιστημονικές, τεχνικές, διοικητικές δραστηριότητες και δραστηριότητες υποστήριξης· δημόσια διοίκηση, άμυνα, εκπαίδευση, ανθρώπινη υγεία και κοινωνική μέριμνα· τέχνες, ψυχαγωγία, δραστηριότητες ελεύθερου χρόνου, άλλες υπηρεσίες και δραστηριότητες εγχώριων και εξωχώριων οργανισμών και φορέων.

Η ανάλυση της απόδοσης ανά δραστηριότητα με την πάροδο του χρόνου μπορεί να διευκολυνθεί με τη χρήση μιας μονάδας μέτρησης όγκου (πραγματικές αλλαγές) — με άλλα λόγια, μέσω του αποπληθωρισμού της αξίας της παραγωγής ώστε να εξαλειφθούν οι επιπτώσεις των μεταβολών της τιμής· κάθε δραστηριότητα αποπληθωρίζεται μεμονωμένα ώστε να αντικατοπτρίζονται οι μεταβολές των τιμών των συναφών της προϊόντων.

Μια περαιτέρω δέσμη στοιχείων εθνικών λογαριασμών χρησιμοποιείται στο πλαίσιο της ανάλυσης της ανταγωνιστικότητας, ιδίως δείκτες που συνδέονται με την παραγωγικότητα του εργατικού δυναμικού, όπως μέτρα της παραγωγικότητας της εργασίας. Τα μέτρα της παραγωγικότητας που είναι εκφρασμένα σε ΜΑΔ είναι ιδιαίτερα χρήσιμα για συγκρίσεις μεταξύ των χωρών. Το κατά κεφαλή ΑΕΠ ανά απασχολούμενο έχει στόχο να δώσει μια συνολική εικόνα της παραγωγικότητας των εθνικών οικονομιών. Δεν πρέπει να λησμονείται, ωστόσο, ότι το μέτρο αυτό εξαρτάται από τη δομή της συνολικής απασχόλησης και μπορεί, για παράδειγμα, να περιοριστεί από τη μετάβαση από εργασία πλήρους απασχόλησης σε εργασία με μερική απασχόληση. Το ΑΕΠ ανά ώρα εργασίας δίνει σαφέστερη εικόνα της παραγωγικότητας, δεδομένου ότι η συχνότητα της μερικής απασχόλησης διαφέρει σημαντικά μεταξύ χωρών και δραστηριοτήτων.

Ετήσιες πληροφορίες σχετικά με τις δαπάνες των νοικοκυριών είναι διαθέσιμες από τους εθνικούς λογαριασμούς που καταρτίζονται μέσω μακροοικονομικής προσέγγισης. Μια εναλλακτική πηγή για την ανάλυση των δαπανών των νοικοκυριών είναι η έρευνα για τον προϋπολογισμό των νοικοκυριών (HBS): οι πληροφορίες αυτές λαμβάνονται ζητώντας από τα νοικοκυριά να τηρούν ημερολόγιο των αγορών τους και είναι πολύ πιο αναλυτικές όσον αφορά την κάλυψη των προϊόντων και των υπηρεσιών, καθώς και των τύπων κοινωνικοοικονομικής ανάλυσης που δημοσιοποιούνται. Η HBS διεξάγεται και δημοσιεύεται μόνο κάθε πέντε έτη, και το πιο πρόσφατο έτος αναφοράς που διατίθεται επί του παρόντος είναι το 2010.

Πλαίσιο

Τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, οι κυβερνήσεις, οι κεντρικές τράπεζες, καθώς και άλλοι οικονομικοί και κοινωνικοί φορείς δημόσιου και ιδιωτικού τομέα χρειάζονται ένα σύνολο συγκρίσιμων και αξιόπιστων στατιστικών στοιχείων επί των οποίων θα βασίζουν τις αποφάσεις τους. Οι εθνικοί λογαριασμοί μπορούν να χρησιμοποιηθούν για διάφορους τύπους ανάλυσης και αξιολόγησης. Η χρήση διεθνώς αποδεκτών εννοιών και ορισμών επιτρέπει την ανάλυση διαφορετικών οικονομιών, όπως τις αλληλεξαρτήσεις μεταξύ των οικονομιών των κρατών μελών της ΕΕ, ή μια σύγκριση μεταξύ της ΕΕ και τρίτων χωρών.

Επιχειρηματικός κύκλος και ανάλυση της μακροοικονομικής πολιτικής

Μια από τις κύριες χρήσεις των στοιχείων των εθνικών λογαριασμών συνδέεται με την ανάγκη να δοθεί υποστήριξη στις αποφάσεις της ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής και στην επίτευξη των στόχων της οικονομικής και νομισματικής ένωσης (ΟΝΕ) με υψηλής ποιότητας βραχυπρόθεσμες στατιστικές που καθιστούν δυνατή την παρακολούθηση των μακροοικονομικών εξελίξεων και τη διαμόρφωση συμβουλών για τη μακροοικονομική πολιτική. Για παράδειγμα, μια από τις βασικότερες και πιο μακροχρόνιες χρήσεις των εθνικών λογαριασμών είναι ο ποσοτικός προσδιορισμός του ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας, με απλά λόγια, της αύξησης του ΑΕΠ. Τα βασικά στοιχεία των εθνικών λογαριασμών χρησιμοποιούνται, ιδίως, για την ανάπτυξη και την παρακολούθηση μακροοικονομικών πολιτικών, ενώ τα λεπτομερή στοιχεία των εθνικών λογαριασμών μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν για την κατάρτιση τομεακών ή κλαδικών πολιτικών, ιδίως με ανάλυση των πινάκων εισροών-εκροών.

Από την αρχή της ΟΝΕ το 1999, η Eυρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (EΚΤ) είναι από τους κύριους χρήστες των εθνικών λογαριασμών. Η στρατηγική της ΕΚΤ για την εκτίμηση των κινδύνων για τη σταθερότητα των τιμών βασίζεται σε δύο αναλυτικές διαστάσεις, οι οποίες καλούνται «οι δύο πυλώνες»: οικονομική ανάλυση και νομισματική ανάλυση. Συνεπώς, ένας μεγάλος αριθμός νομισματικών και χρηματοοικονομικών δεικτών αξιολογείται σε σχέση με άλλα σχετικά στοιχεία που επιτρέπουν τον συνδυασμό νομισματικής, χρηματοοικονομικής και οικονομικής ανάλυσης, για παράδειγμα, τα κύρια συγκεντρωτικά μεγέθη των εθνικών λογαριασμών. Με τον τρόπο αυτό οι νομισματικοί και οι χρηματοοικονομικοί δείκτες μπορούν να αναλυθούν στο πλαίσιο της υπόλοιπης οικονομίας.

Η Γενική Διεύθυνση Οικονομικών και Χρηματοδοτικών Υποθέσεων παρακολουθεί τις οικονομικές εξελίξεις. Η ΕΕ έχει ετήσιο κύκλο συντονισμού των οικονομικών πολιτικών που καλείται Eυρωπαϊκό Εξάμηνο. Κάθε χρόνο, η Eυρωπαϊκή Επιτροπή διεξάγει λεπτομερή ανάλυση των σχεδίων των κρατών μελών της ΕΕ για δημοσιονομικές, μακροοικονομικές και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, και παρέχει συστάσεις ανά χώρα για τους επόμενους 12-18 μήνες.

Η Γενική Διεύθυνση Οικονομικών και Χρηματοδοτικών Υποθέσεων παρουσιάζει επίσης τις μακροοικονομικές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής [1] τρεις φορές τον χρόνο (τον χειμώνα, την άνοιξη και το φθινόπωρο), σε συντονισμό με τον ετήσιο κύκλο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου. Οι προβλέψεις αυτές καλύπτουν όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ προκειμένου να εξαχθούν προβλέψεις για την ευρωζώνη και την ΕΕ, αλλά περιλαμβάνουν και προβλέψεις για τις υποψήφιες χώρες, καθώς και για ορισμένες τρίτες χώρες.

Η ανάλυση των δημόσιων οικονομικών μέσω των εθνικών λογαριασμών είναι άλλη μια καθιερωμένη χρήση αυτών των στατιστικών. Στο εσωτερικό της ΕΕ έχει αναπτυχθεί μια ειδική εφαρμογή σε σχέση με τα κριτήρια σύγκλισης για την ΟΝΕ, δύο από τα οποία αναφέρονται ευθέως στα δημόσια οικονομικά. Τα κριτήρια αυτά καθορίστηκαν με βάση τα στοιχεία των εθνικών λογαριασμών, ήτοι του δημόσιου ελλείμματος και του δημόσιου χρέους σε σχέση με το ΑΕΠ. Για περισσότερες πληροφορίες, βλέπε το άρθρο για τις στατιστικές δημόσιων οικονομικών.

Περιφερειακές, διαρθρωτικές και τομεακές πολιτικές

Εκτός από την ανάλυση του οικονομικού κύκλου και της μακροοικονομικής πολιτικής, υπάρχουν άλλες χρήσεις των στοιχείων των ευρωπαϊκών εθνικών και περιφερειακών λογαριασμών στις πολιτικές, ιδίως όσον αφορά περιφερειακά, διαρθρωτικά και τομεακά ζητήματα.

Η κατανομή των δαπανών για τα διαρθρωτικά ταμεία βασίζεται εν μέρει σε περιφερειακούς λογαριασμούς. Επιπλέον, οι περιφερειακές στατιστικές χρησιμοποιούνται για την εκ των υστέρων αξιολόγηση των αποτελεσμάτων της περιφερειακής πολιτικής και της πολιτικής συνοχής.

Η ενθάρρυνση της μεγαλύτερης ανάπτυξης και της δημιουργίας θέσεων εργασίας αποτελεί στρατηγική προτεραιότητα τόσο για την ΕΕ όσο και για τα κράτη μέλη, και αποτελεί μέρος της στρατηγικής «Ευρώπη 2020». Για την υποστήριξη αυτών των στρατηγικών προτεραιοτήτων, εφαρμόζονται κοινές πολιτικές σε όλους τους τομείς της ενωσιακής οικονομίας, ενώ τα κράτη μέλη υλοποιούν τις δικές τους εθνικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διεξάγει οικονομικές αναλύσεις που συμβάλλουν στην ανάπτυξη της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΚΓΠ) με ανάλυση της αποδοτικότητας των διαφόρων μηχανισμών στήριξης της ΚΓΠ και με ανάπτυξη μακροπρόθεσμης προοπτικής. Σε αυτά περιλαμβάνονται έρευνα, αναλύσεις και εκτιμήσεις επιπτώσεων σχετικά με θέματα που αφορούν τη γεωργία και την αγροτική οικονομία στην ΕΕ και σε τρίτες χώρες, εν μέρει με τη χρήση των οικονομικών λογαριασμών της γεωργίας.

Ορισμός στόχων, συγκριτική ανάλυση και συνεισφορές

Οι πολιτικές στο εσωτερικό της ΕΕ θέτουν ολοένα και περισσότερο μεσοπρόθεσμους ή μακροπρόθεσμους στόχους, είτε δεσμευτικούς είτε όχι. Για κάποιους από αυτούς, το επίπεδο του ΑΕΠ χρησιμοποιείται ως παρονομαστής συγκριτικής ανάλυσης· για παράδειγμα, ο καθορισμός στόχου για τις δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη σε επίπεδο 3,00 % του ΑΕΠ (που είναι ένας από τους στόχους της στρατηγικής «Ευρώπη 2020»).

Οι εθνικοί λογαριασμοί χρησιμοποιούνται επίσης για τον καθορισμό των πόρων της ΕΕ, με τους βασικούς κανόνες που ορίζονται σε απόφαση του Συμβουλίου. Tο συνολικό ποσό των ιδίων πόρων που χρειάζονται για τη χρηματοδότηση του ενωσιακού προϋπολογισμού καθορίζεται από τις συνολικές δαπάνες μείον τα άλλα έσοδα, ενώ το ανώτατο μέγεθος των ιδίων πόρων συνδέεται με το ακαθάριστο εθνικό εισόδημα της EE.

Πέρα από τη χρήση τους για τον καθορισμό των δημοσιονομικών συνεισφορών στο εσωτερικό της ΕE, τα στοιχεία των εθνικών λογαριασμών χρησιμοποιούνται και για τον καθορισμό των συνεισφορών σε άλλους διεθνείς οργανισμούς, όπως τα Ηνωμένα Έθνη (ΟΗΕ). Οι συνεισφορές στον προϋπολογισμό του ΟΗΕ βασίζονται στο ακαθάριστο εθνικό εισόδημα μαζί με διάφορες προσαρμογές και όρια.

Αναλυτές και προγνώστες

Οι εθνικοί λογαριασμοί χρησιμοποιούνται επίσης ευρέως από τους αναλυτές και τους ερευνητές για να εξετάσουν την οικονομική κατάσταση και τις εξελίξεις. Οι κοινωνικοί εταίροι, όπως οι εκπρόσωποι των επιχειρήσεων (π.χ. εμπορικές ενώσεις) ή οι εκπρόσωποι των εργαζομένων (π.χ. συνδικαλιστικές οργανώσεις), δείχνουν επίσης ενδιαφέρον για τους εθνικούς λογαριασμούς για σκοπούς ανάλυσης των εξελίξεων που επηρεάζουν τις εργασιακές σχέσεις. Μεταξύ των λοιπών χρήσεων, οι ερευνητές και οι αναλυτές χρησιμοποιούν τους εθνικούς λογαριασμούς για ανάλυση του επιχειρηματικού κύκλου, ανάλυση των μακροχρόνιων οικονομικών κύκλων και σύνδεσή τους με τις οικονομικές, πολιτικές ή τεχνολογικές εξελίξεις.

Βλέπε επίσης

Περαιτέρω πληροφορίες της Eurostat

Βασικοί πίνακες

Βάση δεδομένων

Ειδική ενότητα

Μεθοδολογία / Μεταδεδομένα

Αρχεία μεταδεδομένων ESMS

Εγχειρίδια μεθοδολογίας

Άλλες μεθοδολογικές πληροφορίες

Πηγή δεδομένων για πίνακες και γραφήματα (MS Excel)

Άλλες πληροφορίες

Εξωτερικοί σύνδεσμοι