Statistics Explained

Στατιστικές κατανομής εισοδήματος

Δεδομένα του Μαΐου 2015, πιο πρόσφατα δεδομένα: Περαιτέρω πληροφορίες της Eurostat, Βασικοί πίνακες και Βάση δεδομένων. Προγραμματισμένη επικαιροποίηση του άρθρου: Μάρτιος του 2016.
Γράφημα 1: Ποσοστό κινδύνου φτώχειας και κατώτατο όριο, 2013
Πηγή: Eurostat (ilc_li01) και (ilc_li02)
Πίνακας 1: Ποσοστό κινδύνου φτώχειας μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις, 2011–13
(%)
Πηγή: Eurostat (ilc_li02)
Πίνακας 2: Ποσοστό κινδύνου φτώχειας μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις, ανά συχνότερη επαγγελματική κατάσταση, 2013 (1)
(%)
Πηγή: Eurostat (ilc_li04)
Πίνακας 3: Ποσοστό κινδύνου φτώχειας ανά τύπο νοικοκυριού, 2013
(% του καθορισμένου πληθυσμού)
Πηγή: Eurostat (ilc_li03)
Γράφημα 2: Ποσοστό κινδύνου φτώχειας πριν και μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις, 2013 (1)
(%)
Πηγή: Eurostat (ilc_li02) και (ilc_li10)
Γράφημα 3: Άνιση κατανομή του εισοδήματος, 2013
(λόγος πεμπτημορίων εισοδήματος)
Πηγή: Eurostat (ilc_di11)
Γράφημα 4: Σχετικό ποσοστό διάμεσου εισοδήματος, 2013
(λόγος του διάμεσου ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος ατόμων ηλικίας άνω των 65 ετών προς το διάμεσο ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα των ατόμων ηλικίας κάτω των 65 ετών)
Πηγή: Eurostat (ilc_pnp2)
Γράφημα 5: Σχετικό χάσμα διάμεσου εισοδήματος ατόμων σε κίνδυνο φτώχειας, 2013
(%)
Πηγή: Eurostat (ilc_li11)

Με το παρόν άρθρο αναλύονται πρόσφατες στατιστικές σχετικά με τη νομισματική φτώχεια και τις εισοδηματικές ανισότητες στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Οι συγκρίσεις μεταξύ χωρών όσον αφορά το βιοτικό επίπεδο βασίζονται συχνά στο κατά κεφαλή ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕγχΠ) – το οποίο αντικατοπτρίζει, σε νομισματικούς όρους, πόσο πλούσια είναι μια χώρα σε σύγκριση με μια άλλη. Ωστόσο, αυτός ο βασικός δείκτης δίνει ελάχιστες πληροφορίες σχετικά με την κατανομή του εισοδήματος στο εσωτερικό μιας χώρας και, επιπλέον, δεν παρέχει κανένα στοιχείο για τους μη νομισματικούς παράγοντες που μπορεί να καθορίσουν σε σημαντικό βαθμό την ποιότητα ζωής ενός συγκεκριμένου πληθυσμού. Αφενός, οι ανισότητες στην κατανομή του εισοδήματος μπορούν να δημιουργήσουν κίνητρα για τους πολίτες να βελτιώσουν την κατάστασή τους μέσω της εργασίας, της καινοτομίας ή της απόκτησης νέων δεξιοτήτων, ενώ, αφετέρου, αυτές οι εισοδηματικές ανισότητες θεωρείται συχνά ότι συνδέονται με το έγκλημα, τη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό.

Κύρια στατιστικά στοιχεία

Ποσοστό κινδύνου φτώχειας και κατώτατο όριο

Το 2013 το 16,6 % του πληθυσμού της ΕΕ των 28 εκτιμήθηκε ότι είναι σε κίνδυνο φτώχειας μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (βλ. γράφημα 1). Το ποσοστό αυτό, που υπολογίστηκε ως ο σταθμισμένος μέσος όρος των εθνικών αποτελεσμάτων, αποκρύπτει σημαντικές διαφορές μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ. Σε πέντε κράτη μέλη, συγκεκριμένα στην Ελλάδα (23,1 %), τη Ρουμανία (22,4 %), τη Βουλγαρία (21,0 %), τη Λιθουανία (20,6 %) και την Ισπανία (20,4 %), εκτιμήθηκε ότι περισσότερο από το ένα πέμπτο του πληθυσμού είναι εκτεθειμένο σε κίνδυνο φτώχειας· το ίδιο συνέβη και στην περίπτωση της Σερβίας (24,5 %) και της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας (24,2 %). Το χαμηλότερο ποσοστό ατόμων που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας διαπιστώθηκε στις Κάτω Χώρες (10,4 %) και την Τσεχική Δημοκρατία (8,6 %). Η Νορβηγία (10,9 %) και η Ισλανδία (9,3 %) ανέφεραν επίσης σχετικά χαμηλά ποσοστά του αντίστοιχου πληθυσμού τους που αντιμετωπίζουν κίνδυνο φτώχειας.

Το όριο κινδύνου φτώχειας (το οποίο εμφανίζεται και στο γράφημα 1) καθορίζεται στο 60 % του εθνικού διάμεσου ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος. Αυτό συχνά εκφράζεται σε μονάδες αγοραστικής δύναμης (ΜΑΔ) για να ληφθούν υπόψη οι διαφορές του κόστους διαβίωσης μεταξύ των χωρών. Το συγκεκριμένο κατώτατο όριο παρουσίασε σημαντικές διακυμάνσεις το 2013 μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ: από 2 361 ΜΑΔ στη Ρουμανία, 3 540 ΜΑΔ στη Βουλγαρία και 3 868 ΜΑΔ στη Λετονία σε επίπεδο μεταξύ 11 507 ΜΑΔ και 12 542 ΜΑΔ στη Φινλανδία, τη Γαλλία, τις Κάτω Χώρες, τη Δανία, τη Γερμανία, το Βέλγιο, τη Σουηδία και την Αυστρία, με ανώτατη τιμή στο Λουξεμβούργο (16 818 ΜΑΔ). Το όριο της φτώχειας ήταν επίσης σχετικά χαμηλό στην πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (2 396 ΜΑΔ) και τη Σερβία (2 863 ΜΑΔ) και υψηλό στην Ελβετία (15 439 ΜΑΔ) και τη Νορβηγία (16 069 ΜΑΔ).

Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας (μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις) στην ΕΕ των 28 παρέμεινε σχετικά σταθερό μεταξύ 2011, 2012 και 2013 (βλ. πίνακα 1). Μεταξύ 2012 και 2013, το ποσοστό κινδύνου φτώχειας μειώθηκε κατά τουλάχιστον 1,0 ποσοστιαίες μονάδες στην Τσεχική Δημοκρατία, τη Φινλανδία και την Ιρλανδία. Συνολικά, 10 άλλα κράτη μέλη ανέφεραν μείωση μεταξύ 2012 και 2013, η οποία κυμαίνεται από -0,9 ποσοστιαίες μονάδες στην Κροατία σε -0,1 ποσοστιαίες μονάδες στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η Ελβετία ανέφερε μείωση του ποσοστού κινδύνου φτώχειας (-1,4 ποσοστιαίες μονάδες) το 2013 σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, όπως και η πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (-2,0 ποσοστιαίες μονάδες). Σε τρία κράτη μέλη, τη Γερμανία, την Ελλάδα και την Αυστρία, το ποσοστό κινδύνου φτώχειας παρέμεινε αμετάβλητο. Αντίθετα, μεταξύ 2012 και 2013 οι μεγαλύτερες αυξήσεις σημειώθηκαν στη Λιθουανία (αύξηση κατά 2,0 ποσοστιαίες μονάδες), την Εσθονία (1,1 ποσοστιαίες μονάδες) και τη Σλοβενία (1,0 ποσοστιαίες μονάδες), ενώ η Ισλανδία ανέφερε επίσης συγκριτικά μεγάλη αύξηση (1,4 ποσοστιαίες μονάδες).

Οι διάφορες κοινωνικές ομάδες είναι περισσότερο ή λιγότερο ευάλωτες στη νομισματική φτώχεια. Υπήρχε σχετικά μικρή διαφορά στο ποσοστό του κινδύνου φτώχειας (μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις) μεταξύ ανδρών και γυναικών στην ΕΕ των 28 το 2013: 16,1 % στους άνδρες και 17,2 % στις γυναίκες. Η μεγαλύτερη διαφορά (2,7 ποσοστιαίες μονάδες) διαπιστώθηκε στη Σουηδία και την Εσθονία. Το 2013 η Γερμανία, η Λιθουανία, η Κύπρος και η Βουλγαρία ανέφεραν επίσης ποσοστά κινδύνου φτώχειας για τις γυναίκες που ήταν κατά 2,0 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερα από ό,τι για τους άνδρες, ενώ στην Ελβετία η διαφορά ήταν 2,1 ποσοστιαίες μονάδες. Αντιθέτως, υπήρχαν τέσσερα κράτη μέλη της ΕΕ –η Πορτογαλία, η Δανία, η Ουγγαρία και η Ισπανία– όπου το ποσοστό κινδύνου φτώχειας ήταν ελαφρώς υψηλότερο για τους άνδρες από ό,τι για τις γυναίκες, το οποίο παρατηρείται επίσης στην Ισλανδία, την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας και τη Σερβία.

Οι αποκλίσεις όσον αφορά τα ποσοστά φτώχειας ήταν πιο σημαντικές όταν η ταξινόμηση του πληθυσμού γινόταν με βάση την επαγγελματική κατάσταση (βλ. πίνακα 2). Οι άνεργοι είναι ιδιαίτερα ευάλωτη ομάδα: σχεδόν το ήμισυ (46,4 %) όλων των ανέργων αντιμετώπιζαν κίνδυνο φτώχειας στην ΕΕ των 28 το 2013· τα υψηλότερα, με διαφορά, ποσοστά καταγράφονταν στη Γερμανία (69,3 %), ενώ έξι άλλα κράτη μέλη (η Ουγγαρία, η Ρουμανία, το Λουξεμβούργο και τα τρία κράτη μέλη της Βαλτικής) ανέφεραν ότι το 2013 περισσότερο από το ήμισυ των ανέργων αντιμετώπιζαν τον κίνδυνο φτώχειας. Περίπου ένας στους επτά από το σύνολο των συνταξιούχων στην ΕΕ των 28 (12,6 %) αντιμετώπιζε κίνδυνο φτώχειας το 2013· ποσοστά τουλάχιστον διπλάσια από τον μέσο όρο της ΕΕ των 28 καταγράφηκαν στην Εσθονία (27,1 %) και τη Βουλγαρία (25,9 %). Τα άτομα που έχουν απασχόληση κινδύνευαν πολύ λιγότερο να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο φτώχειας (κατά μέσο όρο, 8,9 % σε ολόκληρη την ΕΕ-28), αν και σημειώθηκαν σχετικά υψηλά ποσοστά απασχολουμένων που κινδύνευαν να αντιμετωπίσουν φτώχεια στη Ρουμανία (18,0 %) και σε μικρότερο βαθμό στην Ελλάδα (13,1 %) και το Λουξεμβούργο (11,2 %), ενώ η Πολωνία, η Ιταλία, η Πορτογαλία και η Ισπανία ανέφεραν ότι περισσότεροι από ένας στους δέκα από το εργατικό τους δυναμικό αντιμετώπιζαν κίνδυνο φτώχειας το 2013.

Τα ποσοστά κινδύνου φτώχειας δεν κατανέμονται ομοιόμορφα μεταξύ των νοικοκυριών με διαφορετικές συνθέσεις ενηλίκων και συντηρούμενων τέκνων, όπως παρατηρείται από τον πίνακα 3. Για την ΕΕ των 28 συνολικά, τα μονομελή νοικοκυριά με συντηρούμενα τέκνα ήταν η ομάδα που αντιμετώπιζε τον μεγαλύτερο κίνδυνο φτώχειας (31,9 %), ακολουθούμενη από τα νοικοκυριά με δύο ενήλικες και τρία ή περισσότερα συντηρούμενα τέκνα (26,6 %) και τα μονομελή νοικοκυριά (24,9 %). Από την άλλη πλευρά, τα άτομα που ζουν σε νοικοκυριά με δύο ενήλικες όπου ο ένας είναι ηλικίας τουλάχιστον 65 ετών και άνω (10,4 %), ακολουθούμενα από εκείνα που ζουν σε νοικοκυριά με δύο ή περισσότερους ενήλικες χωρίς συντηρούμενα τέκνα αντιμετώπιζαν τον μικρότερο κίνδυνο (10,7 %), όπως και τα νοικοκυριά με δύο ενήλικες και ένα συντηρούμενο τέκνο (12,7 %). Εν ολίγοις, όσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός των συντηρούμενων τέκνων που ζουν σε ένα νοικοκυριό (είτε με δύο ενήλικες είτε μονομελές), τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος φτώχειας. Αυτή ήταν, σε γενικές γραμμές, η εικόνα που παρουσίαζαν τα περισσότερα κράτη μέλη της ΕΕ, αν και υπήρχαν κάποιες εξαιρέσεις. Στη Βουλγαρία, την Ισπανία, την Ιταλία, τη Λιθουανία, την Ουγγαρία, τις Κάτω Χώρες, την Πολωνία, την Πορτογαλία, τη Ρουμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο, τον μεγαλύτερο κίνδυνο αντιμετώπιζαν τα άτομα που ζουν σε νοικοκυριά αποτελούμενα από δύο ενήλικες με τρία ή περισσότερα συντηρούμενα τέκνα. Το ίδιο παρατηρείται και στην περίπτωση της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας και της Σερβίας. Επιπλέον, στη Δανία, τη Φινλανδία, τη Βουλγαρία, την Κύπρο, τη Σλοβενία, την Κροατία και το Ηνωμένο Βασίλειο, το ποσοστό των ατόμων που παρατηρείται ότι αντιμετώπιζαν κίνδυνο φτώχειας σε μονομελή νοικοκυριά χωρίς συντηρούμενα τέκνα ήταν υψηλότερο από το ποσοστό των ατόμων σε μονομελή νοικοκυριά με συντηρούμενα τέκνα.

Μέτρα κοινωνικής προστασίας μπορούν να εφαρμόζονται ως μέσο για τη μείωση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί, για παράδειγμα, με τη χορήγηση παροχών. Ένας τρόπος για την αξιολόγηση της επιτυχίας των μέτρων κοινωνικής προστασίας είναι η σύγκριση των δεικτών κινδύνου φτώχειας πριν και μετά τη χορήγηση κοινωνικών μεταβιβάσεων (βλ. γράφημα 2). Το 2013, οι κοινωνικές μεταβιβάσεις μείωσαν το ποσοστό του κινδύνου φτώχειας μεταξύ του πληθυσμού της ΕΕ-28 από 25,9 % πριν από τις μεταβιβάσεις σε 16,6 % μετά τις μεταβιβάσεις και, κατά συνέπεια, βοήθησαν ένα ποσοστό 9,3 % των ατόμων που αντιμετώπιζαν κίνδυνο φτώχειας να υπερβεί το όριο της φτώχειας. Σε σχετικούς όρους, ο αντίκτυπος των κοινωνικών παροχών ήταν χαμηλότερος στην Ελλάδα, τη Ρουμανία, την Ιταλία, την Πολωνία και τη Βουλγαρία, καθώς και στην πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας. Αντίθετα, τουλάχιστον το ήμισυ όλων των ατόμων που αντιμετώπιζαν κίνδυνο φτώχειας στις Κάτω Χώρες, τη Φινλανδία, τη Δανία και την Ιρλανδία υπερέβη το όριο της φτώχειας μετά τη χορήγηση κοινωνικών μεταβιβάσεων· αυτό συνέβη επίσης στη Νορβηγία και την Ισλανδία.

Εισοδηματικές ανισότητες

Οι κυβερνήσεις, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής και η κοινωνία γενικά δεν μπορούν να καταπολεμήσουν τη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό χωρίς ανάλυση των ανισοτήτων στην κοινωνία, είτε είναι οικονομικής είτε κοινωνικής φύσης. Τα δεδομένα σχετικά με τις οικονομικές ανισότητες αποκτούν ιδιαίτερη σημασία για την εκτίμηση της σχετικής φτώχειας, δεδομένου ότι η κατανομή των οικονομικών πόρων μπορεί να έχει άμεση σχέση με την έκταση και το βάθος της φτώχειας (βλ. γράφημα 3). Το 2013 διαπιστώθηκαν ευρείες ανισότητες στην κατανομή του εισοδήματος: ως σταθμισμένος βάσει του πληθυσμού μέσος όρος των εθνικών αριθμητικών στοιχείων των κρατών μελών της ΕΕ των 28, το 20 % του πληθυσμού ενός κράτους μέλους με το υψηλότερο ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα λάμβανε πενταπλάσιο εισόδημα από ό,τι το 20 % του πληθυσμού του κράτους μέλους με το χαμηλότερο ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα. Αυτό το ποσοστό ποίκιλλε σημαντικά μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ των 28, από 3,4 στην Τσεχική Δημοκρατία σε τουλάχιστον 6,0 στην Πορτογαλία, τη Λιθουανία, τη Λετονία και την Ισπανία, φθάνοντας στη μέγιστη τιμή του 6,6 στη Ρουμανία, την Ελλάδα και τη Βουλγαρία. Από τις τρίτες χώρες που εμφανίζονται στο γράφημα 3, η Νορβηγία (3,3) και η Ισλανδία (3,4) ανέφεραν επίσης ιδιαίτερα χαμηλά ποσοστά, ενώ στη Σερβία (8,6) και την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (8,4) τα ποσοστά ήταν σημαντικά υψηλότερα από ό,τι σε οποιοδήποτε από τα κράτη μέλη της ΕΕ.

Οι ανισότητες παρουσιάζουν ενδιαφέρον από την άποψη της πολιτικής, το οποίο γίνεται αντιληπτό από πολλές διαφορετικές κοινωνικές ομάδες. Μια ομάδα που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι οι ηλικιωμένοι, η οποία εκφράζει εν μέρει την αυξανόμενη αναλογία του πληθυσμού της ΕΕ ηλικίας 65 ετών και άνω. Τα συνταξιοδοτικά συστήματα μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπιση της φτώχειας μεταξύ των ηλικιωμένων. Από την άποψη αυτή, είναι ενδιαφέρον να γίνει σύγκριση των εισοδημάτων των ηλικιωμένων με τα εισοδήματα του υπόλοιπου πληθυσμού. Σε όλη την ΕΕ των 28, τα άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω είχαν διάμεσο εισόδημα το οποίο το 2013 ήταν ίσο με το 93 % του διάμεσου εισοδήματος του πληθυσμού ηλικίας κάτω των 65 ετών (βλ. γράφημα 4). Σε έξι κράτη μέλη (Λουξεμβούργο, Ουγγαρία, Ελλάδα, Ρουμανία, Γαλλία και Ισπανία) το διάμεσο εισόδημα των ηλικιωμένων ήταν ίσο ή υψηλότερο από το διάμεσο εισόδημα των ατόμων κάτω των 65 ετών, το οποίο ισχύει επίσης στην πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας και τη Σερβία. Στην Πολωνία, την Ιταλία, την Αυστρία, την Ιρλανδία, την Πορτογαλία, τις Κάτω Χώρες και τη Σλοβακία, το διάμεσο εισόδημα των ηλικιωμένων ήταν τουλάχιστον 90 % εκείνου που καταγράφηκε για τα άτομα κάτω των 65 ετών, το οποίο ισχύει επίσης και στη Νορβηγία. Ποσοστά κάτω από 80 % καταγράφηκαν στη Μάλτα, τη Φινλανδία, την Κύπρο, τη Λετονία, το Βέλγιο, τη Βουλγαρία, τη Δανία και την Εσθονία, καθώς και στην Ελβετία· αυτά τα σχετικά χαμηλά ποσοστά μπορεί να αντικατοπτρίζουν, σε γενικές γραμμές, τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα.

Το βάθος της φτώχειας, που χρησιμεύει στον ποσοτικό προσδιορισμό του πόσο φτωχοί είναι οι φτωχοί, μπορεί να μετρηθεί με το σχετικό χάσμα διάμεσου εισοδήματος ατόμων σε κίνδυνο φτώχειας. Το διάμεσο εισόδημα ατόμων σε κίνδυνο φτώχειας ήταν κατά μέσο όρο στην ΕΕ των 28 κατά 23,8 % χαμηλότερο από το όριο της φτώχειας το 2013· το όριο αυτό ορίζεται στο 60 % του εθνικού διάμεσου ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος όλων των ατόμων. Μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ, το σχετικό χάσμα εισοδήματος των ατόμων σε κίνδυνο φτώχειας ήταν μεγαλύτερο στην Ελλάδα και τη Ρουμανία (32,7 % και 32,6 %, αντίστοιχα), τη Βουλγαρία και την Ισπανία (αμφότερες 30,9 %), την Κροατία (28,1 %) και την Ιταλία (28,0 %), με αμέσως επόμενες χώρες τη Λεττονία (27,5 %) και την Πορτογαλία (27,4 %). Το χάσμα ήταν ακόμη μεγαλύτερο στην πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (39,0 %) και τη Σερβία (36,6 %). Μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ, το μικρότερο χάσμα κινδύνου φτώχειας καταγράφηκε στη Φινλανδία (15,0 %), με αμέσως επόμενες τις Κάτω Χώρες (16,5 %), τη Γαλλία και την Τσεχική Δημοκρατία (αμφότερες 16,6 %).

Πηγές και διαθεσιμότητα δεδομένων

Οι στατιστικές της ΕΕ για το εισόδημα και τις συνθήκες διαβίωσης (EU-SILC) άρχισαν να καταρτίζονται το 2003 βάσει συμφωνίας κυρίων μεταξύ της Eurostat, έξι κρατών μελών (Αυστρία, Βέλγιο, Δανία, Ελλάδα, Ιρλανδία και Λουξεμβούργο) και της Νορβηγίας. Σκοπός των στατιστικών αυτών ήταν η παροχή βασικών δεδομένων για δείκτες σχετικά με το εισόδημα και τις συνθήκες διαβίωσης· η νομική βάση αυτής της διαδικασίας συλλογής δεδομένων είναι ο κανονισμός 1177/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Η συλλογή αυτών των στατιστικών ξεκίνησε επίσημα το 2004 σε 15 χώρες και επεκτάθηκε το 2005 σε όλα τα υπόλοιπα κράτη μέλη της EΕ-25, καθώς και στην Ισλανδία και τη Νορβηγία. Η Βουλγαρία και η Τουρκία δρομολόγησαν τις EU-SILC το 2006, η Ρουμανία το 2007, η Ελβετία το 2008, ενώ η Κροατία εισήγαγε την έρευνα το 2010 (τα δεδομένα της Κροατίας για το 2009 βασίζονται σε διαφορετική πηγή δεδομένων –συγκεκριμένα την έρευνα οικογενειακού προϋπολογισμού (ΕΟΠ)). Τα δεδομένα για την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας είναι διαθέσιμα από το 2010 και για τη Σερβία από το 2013. Οι στατιστικές EU-SILC περιλαμβάνουν τόσο μια εγκάρσια όσο και μια διαμήκη διάσταση.

Το διαθέσιμο εισόδημα ενός νοικοκυριού καθορίζεται με την άθροιση όλων των νομισματικών εισοδημάτων που λαμβάνει κάθε μέλος του νοικοκυριού από οποιαδήποτε πηγή (συμπεριλαμβανομένων των εισοδημάτων από εργασία, επενδύσεις και κοινωνικές παροχές) –προσαυξανόμενο με τα έσοδα σε επίπεδο νοικοκυριού– με αφαίρεση των φόρων και των κοινωνικών εισφορών που καταβάλλονται. Για να ληφθούν υπόψη οι διαφορές του μεγέθους και της σύνθεσης των νοικοκυριών, το άθροισμα αυτό διαιρείται με τον αριθμό των «ισοδύναμων ενηλίκων» με μια πρότυπη κλίμακα (ισοδυναμία), αποκαλούμενη «τροποποιημένη κλίμακα του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης ΟΟΣΑ», η οποία αποδίδει συντελεστή στάθμισης 1 για τον πρώτο ενήλικα του νοικοκυριού, συντελεστή στάθμισης 0,5 για κάθε άλλο μέλος του νοικοκυριού ηλικίας άνω των 14 ετών και συντελεστή στάθμισης 0,3 για τα μέλη του νοικοκυριού ηλικίας κάτω των 14 ετών. Το μέγεθος που προκύπτει καλείται ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα και αποδίδεται σε κάθε μέλος του νοικοκυριού. Για τους σκοπούς των δεικτών της φτώχειας, το ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα υπολογίζεται από το συνολικό διαθέσιμο εισόδημα κάθε νοικοκυριού διαιρούμενο διά του ισοδύναμου μεγέθους του νοικοκυριού· κατά συνέπεια, κάθε άτομο στο νοικοκυριό θεωρείται ότι έχει το ίδιο ισοδύναμο εισόδημα.

Η περίοδος αναφοράς του εισοδήματος είναι σταθερή δωδεκάμηνη περίοδος (όπως κατά το προηγούμενο ημερολογιακό ή φορολογικό έτος) για όλες τις χώρες, με εξαίρεση το Ηνωμένο Βασίλειο, στο οποίο η περίοδος αναφοράς του εισοδήματος είναι το τρέχον έτος της έρευνας, και την Ιρλανδία, στην οποία η έρευνα είναι συνεχής και τα δεδομένα για το εισόδημα συλλέγονται για τους 12 μήνες πριν από την έρευνα.

Το ποσοστό του κινδύνου φτώχειας ορίζεται ως το ποσοστό των ατόμων με ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα κάτω από το όριο κινδύνου φτώχειας (εκφραζόμενο σε μονάδες αγοραστικής δύναμης - ΜΑΔ), που καθορίζεται στο 60 % του εθνικού διάμεσου ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος. Σύμφωνα με αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, το ποσοστό του κινδύνου φτώχειας υπολογίζεται σε σχέση με την κατάσταση σε κάθε κράτος μέλος της ΕΕ αντί για την εφαρμογή κοινού κατώτατου ορίου. Το ποσοστό του κινδύνου φτώχειας μπορεί να εκφραστεί πριν ή μετά τη χορήγηση κοινωνικών μεταβιβάσεων, καθώς η διαφορά εκφράζει τον υποθετικό αντίκτυπο των εθνικών κοινωνικών μεταβιβάσεων στη μείωση του κινδύνου φτώχειας. Η συνταξιοδότηση και οι συντάξεις επιζώντων υπολογίζονται ως εισόδημα πριν από τις μεταβιβάσεις και όχι ως κοινωνικές μεταβιβάσεις. Διάφορες αναλύσεις του εν λόγω δείκτη διατίθενται, για παράδειγμα, κατά ηλικία, φύλο, επαγγελματική κατάσταση, τύπο νοικοκυριού ή επίπεδο εκπαίδευσης. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο δείκτης δεν μετρά πλούτο, αλλά συνιστά σχετικό μέτρο του σημερινού χαμηλού εισοδήματος (σε σύγκριση με άλλα άτομα στην ίδια χώρα), που δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη χαμηλό βιοτικό επίπεδο. Το σύνολο για την ΕΕ των 28 είναι ο μέσος όρος των επιμέρους εθνικών δεδομένων σταθμισμένος βάσει του πληθυσμού.

Πλαίσιο

Στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Λάκεν τον Δεκέμβριο του 2001, οι αρχηγοί των ευρωπαϊκών κρατών και κυβερνήσεων ενέκριναν μια πρώτη δέσμη κοινών στατιστικών δεικτών για τον κοινωνικό αποκλεισμό και τη φτώχεια που υπόκεινται σε συνεχή διαδικασία βελτίωσης από την υποομάδα για τους δείκτες (ΥΟΔ) της επιτροπής κοινωνικής προστασίας (ΕΚΠ). Οι δείκτες αυτοί αποτελούν θεμελιώδες στοιχείο στο πλαίσιο της ανοικτής μεθόδου συντονισμού για την παρακολούθηση της προόδου που σημειώνεται από τα κράτη μέλη της ΕΕ όσον αφορά την καταπολέμηση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού.

Οι στατιστικές EU-SILC είναι η πηγή αναφοράς για τις στατιστικές της ΕΕ όσον αφορά το εισόδημα και τις συνθήκες διαβίωσης και, ιδίως, για τους δείκτες της κοινωνικής ενσωμάτωσης. Στο πλαίσιο της στρατηγικής «Ευρώπη 2020», το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ενέκρινε τον Ιούνιο του 2010 έναν κυρίαρχο στόχο για την κοινωνική ενσωμάτωση: ότι μέχρι το 2020 τα άτομα στην ΕΕ που αντιμετωπίζουν κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού θα πρέπει να είναι λιγότερα κατά τουλάχιστον 20 εκατομμύρια σε σχέση με το 2008. Οι στατιστικές EU-SILC είναι η πηγή που χρησιμοποιείται για την παρακολούθηση της προόδου προς την επίτευξη αυτού του κυρίαρχου στόχου, που υπολογίζεται με βάση έναν δείκτη που συνδυάζει το ποσοστό του κινδύνου φτώχειας, το ποσοστό σοβαρής υλικής στέρησης και την αναλογία των ατόμων με πολύ χαμηλή ένταση εργασίας που ζουν στα νοικοκυριά· για περισσότερες πληροφορίες, βλ. το άρθρο σχετικά με τις στατιστικές για την κοινωνική ένταξη.

Βλέπε επίσης

Περαιτέρω πληροφορίες της Eurostat

Εκδόσεις

Στατιστικά βιβλία

Statistics in focus

Βασικοί πίνακες

Βάση δεδομένων

Income and living conditions (ilc) (στα αγγλικά), βλέπε:
Income distribution and monetary poverty (ilc_ip)
Monetary poverty (ilc_li)
Monetary poverty for elderly people (ilc_pn)
In-work poverty (ilc_iw)
Distribution of income (ilc_di)

Ειδική ενότητα

Μεθοδολογία / Μεταδεδομένα

Πηγή δεδομένων για πίνακες και γραφήματα (MS Excel)

Άλλες πληροφορίες

  • Κανονισμός 1177/2003 της 16ης Ιουνίου 2003 σχετικά με τις κοινοτικές στατιστικές για το εισόδημα και τις συνθήκες διαβίωσης (EU-SILC)
  • Κανονισμός 1553/2005 της 7ης Σεπτεμβρίου 2005, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1177/2003 σχετικά με τις κοινοτικές στατιστικές για το εισόδημα και τις συνθήκες διαβίωσης (EU-SILC)
  • Κανονισμός 1791/2006 της 20ής Νοεμβρίου 2006 , για την προσαρμογή ορισμένων κανονισμών και αποφάσεων στους τομείς ... των στατιστικών, ..., λόγω της προσχώρησης της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας

Εξωτερικοί σύνδεσμοι