Statistics Explained

Archive:Εθνικοί λογαριασμοί και ΑΕΠ

Revision as of 16:46, 22 December 2016 by Groendo (talk | contribs)
Στοιχεία Μαΐου 2015. Πιο πρόσφατα στοιχεία: Περαιτέρω πληροφορίες της Eurostat, Βασικοί πίνακες και Βάση δεδομένων. Προγραμματισμένη επικαιροποίηση του άρθρου: Μάρτιος 2017.
Γράφημα 1: Το ΑΕγχΠ σε τρέχουσες τιμές αγοράς, 2004–14
(δις. ευρώ)
Πηγή: Eurostat (tec00001) και (nama_10_gdp)
Πίνακας 1: Το ΑΕγχΠ σε τρέχουσες τιμές αγοράς, 2003–04 και 2012–14
Πηγή: Eurostat (nama_10_gdp), (nama_10_pc) και (tec00114)
Γράφημα 2: Το κατά κεφαλήν ΑΕγχΠ σε τρέχουσες τιμές αγοράς, 2003 και 2013 (1)
(ΕΕ-28 = 100· βάσει ΜΑΔ ανά κάτοικο)
Πηγή: Eurostat (tec00114)
Γράφημα 3: Πραγματική αύξηση του ΑΕγχΠ, 2004–14
(% μεταβολής σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος)
Πηγή: Eurostat (nama_10_gdp)
Πίνακας 2: Πραγματική αύξηση του ΑΕγχΠ, 2004–14
(% μεταβολής σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος· μέσος όρος 2004–14)
Πηγή: Eurostat (nama_10_gdp)
Πίνακας 3: Ακαθάριστη προστιθέμενη αξία σε βασικές τιμές, 2003 and 2013
(% της συνολικής ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας)
Πηγή: Eurostat (nama_nace10_c)
Γράφημα 4: Ακαθάριστη προστιθέμενη αξία, EU-28, 2004–14
(2005 = 100)
Πηγή: Eurostat (nama_10_a10)
Γράφημα 5: Ακαθάριστη προστιθέμενη αξία, ΕΕ-28, 2004–14
(2005 = 100)
Πηγή: Eurostat (nama_10_a10)
Γράφημα 6: Παραγωγικότητα της εργασίας, ΕΕ-28, 2004 και 2014
(1 000 ευρώ ανά απασχολούμενο)
Πηγή: Eurostat (nama_10_a10) και (nama_10_a10e)
Πίνακας 4: Πραγνατική πραγωγικότητα της εργασίας, 2004–14
(2010 = 100)
Πηγή: Eurostat (nama_10_lp_ulc)
Γράφημα 7: Καταναλωτικές δαπάνες και ακαθάριστος σχηματισμός κεφαλαίου σε σταθερές τιμές, ΕΕ-28, 2004–14
(2005 = 100)
Πηγή: Eurostat (nama_10_gdp)
Γράφημα 8: Ετήσιο ποσοστό μεταβολής
(πραγματικό) στις συνιστώσες δαπανών του ΑΕγχΠ, ΕΕ-28, 2004–14
(%)
Πηγή: Eurostat (nama_10_gdp)
Γράφημα 9: Συνιστώσες δαπανών του ΑΕγχΠ, ΕΕ-28, 2014
(% του ΑΕγχΠ)
Πηγή: Eurostat (nama_10_gdp) ή (tec00009), (tec00010), (tec00011) και (tec00110)
Γράφημα 10: Ακαθάριστος σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου, 2014
(% του ΑΕγχΠ)
Πηγή: Eurostat (nama_10_gdp)
Πίνακας 5: Επενδύσεις, 2003, 2008 and 2013
(% του ΑΕγχΠ)
Πηγή: Eurostat (tsdec210)
Γράφημα 11: Κατανομή του εισοδήματος, 2014
(% του ΑΕγχΠ)
Πηγή: Eurostat (nama_10_gdp) ή (tec00016), (tec00015) και (tec00013)
Γράφημα 12: Κατανομή του εισοδήματος, ΕΕ-28, 2004–14
(2005 = 100)
Πηγή: Eurostat (nama_10_gdp) ή (tec00016), (tec00015) και (tec00013)
Πίνακας 6: Καταναλωτικές δαπάνες των νοικοκυριών, 2004, 2009 και 2014
Πηγή: Eurostat (nama_10_gdp) και (nama_10_pc)

Οι εθνικοί λογαριασμοί αποτελούν την πηγή πολλών γνωστών οικονομικών δεικτών που παρουσιάζονται στο παρόν άρθρο. Το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕγχΠ) είναι ο δείκτης που χρησιμοποιείται συχνότερα για τον υπολογισμό του συνολικού μεγέθους μιας οικονομίας, ενώ παράγωγοι δείκτες, όπως το κατά κεφαλήν ΑΕγχΠ –για παράδειγμα, σε ευρώ ή προσαρμοσμένο για τις διαφορές στα επίπεδα τιμών– χρησιμοποιούνται ευρέως για τη σύγκριση του βιοτικού επιπέδου ή για την παρακολούθηση της διαδικασίας σύγκλισης σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ).

Επιπλέον, η ανάπτυξη ειδικών συνιστωσών του ΑΕγχΠ και σχετικών δεικτών, όπως εκείνων που αφορούν την οικονομική παραγωγή, τις εισαγωγές και τις εξαγωγές, την εγχώρια (ιδιωτική και δημόσια) κατανάλωση ή τις επενδύσεις, καθώς και στοιχεία σχετικά με την κατανομή του εισοδήματος και των αποταμιεύσεων, μπορεί να παράσχει χρήσιμες πληροφορίες για τις κινητήριες δυνάμεις μιας οικονομίας και, κατά συνέπεια, να αποτελέσει τη βάση για τον σχεδιασμό, την παρακολούθηση και την αξιολόγηση συγκεκριμένων πολιτικών της ΕΕ.

Κύρια στατιστικά στοιχεία

Μεταβολές του ΑΕγχΠ

Η αύξηση του ΑΕγχΠ στην ΕΕ-28(σε τρέχουσες τιμές) επιβραδύνθηκε σημαντικά το 2008, ενώ το ΑΕγχΠ συρρικνώθηκε αισθητά το 2009 ως αποτέλεσμα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης. Το 2010 σημειώθηκε ανάκαμψη στο ΑΕγχΠ της ΕΕ-28 και η πορεία αυτή συνεχίστηκε (αν και με σταδιακά βραδύτερο ρυθμό) το 2011–13, πριν η αύξηση επιταχυνθεί και πάλι το 2014, καθώς το ΑΕγχΠ σε τρέχουσες τιμές αυξήθηκε κατά 3,0 %. Έως το 2014 το ΑεγχΠ στην ΕΕ-28 είχε φθάσει τα 13,9 τρισ.(13 900 δισ.ευρώ), περίπου 6,2 % περισσότερο από ό, τι στις Ηνωμένες Πολιτείες (βλέπε γράφημα 1).

Στη ζώνη του ευρώ (ευρωζώνη των 19) αναλογούσε το 72,6 % του ΑΕγχΠ της ΕΕ-28 το 2014, σημειώνοντας πτώση από το 75,8 % το 2009. Το 2014 το άθροισμα των πέντε μεγαλύτερων οικονομιών των κρατών μελών της ΕΕ (Γερμανία, Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ιταλία και Ισπανία) ήταν 71,4 %. Ωστόσο, οι συγκρίσεις μεταξύ χωρών θα πρέπει να γίνονται με προσοχή, αφού ιδίως οι διακυμάνσεις στις συναλλαγματικές ισοτιμίες ενδέχεται να επηρεάσουν σημαντικά την εξέλιξη των στοιχείων για το ονομαστικό ΑΕγχΠ όταν μετατρέπονται σε κοινό νόμισμα.

Για την αξιολόγηση του βιοτικού επιπέδου, κρίνεται καταλληλότερη η χρήση του κατά κεφαλήν ΑΕγχΠ σε μονάδες αγοραστικής δύναμης (ΜΑΔ), δηλαδή προσαρμοσμένου στο μέγεθος της οικονομίας ως προς τον πληθυσμό και στις διαφορές στα επίπεδα τιμών μεταξύ των χωρών. Το μέσο κατά κεφαλήν ΑΕγχΠ στην ΕΕ-28 το 2013 ήταν 26,6 χιλιάδες ΜΑΔ, ελαφρώς υψηλότερο από το μέγιστο επίπεδο (25,9 χιλιάδες ΜΑΔ) που σημειώθηκε το 2008, προτού γίνουν αισθητές οι συνέπειες της χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης. Η σχετική θέση των επιμέρους χωρών μπορεί να εκφραστεί κατόπιν σύγκρισης με τον εν λόγω μέσο όρο, όπου η τιμή για την ΕΕ-28 ορίζεται ότι ισούται με 100. Η υψηλότερη σχετική τιμή μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ καταγράφηκε στο Λουξεμβούργο, όπου το κατά κεφαλήν ΑΕγχΠ σε ΜΑΔ υπερέβαινε κατά περίπου 2,6 φορές τον μέσο όρο της ΕΕ-28 το 2013 (γεγονός το οποίο εξηγείται εν μέρει από τον σημαντικό ρόλο των μεθοριακών εργαζομένων από το Βέλγιο, τη Γαλλία και τη Γερμανία). Στον αντίποδα, το κατά κεφαλήν ΑΕγχΠ σε ΜΑΔ στη Βουλγαρία ήταν μικρότερο από το ήμισυ του μέσου όρου της ΕΕ-28 το 2013.

Παρότι τα στοιχεία ΜΑΔ θα πρέπει, καταρχήν, να χρησιμοποιούνται για συγκρίσεις μεταξύ χωρών κατά τη διάρκεια ενός έτους και όχι διαχρονικά, η μεταβολή αυτών των στοιχείων κατά την τελευταία δεκαετία υποδηλώνει ότι πράγματι σημειώθηκε κάποιος βαθμός σύγκλισης όσον αφορά το βιοτικό επίπεδο, αφού τα περισσότερα κράτη μέλη που προσχώρησαν στην ΕΕ το 2004, το 2007 ή το 2013 πλησίασαν τον μέσο όρο της ΕΕ παρά τη σχετική υστέρηση που παρατηρήθηκε κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης. Κατόπιν σύγκρισης της κατάστασης του 2013 με την αντίστοιχη του 2003, ενώ το Λουξεμβούργο, η Γερμανία και η Αυστρία υπερέβησαν ακόμη περισσότερο τον μέσο όρο της ΕΕ-28, αρκετά άλλα κράτη μέλη της ΕΕ-15, και ιδίως το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ιρλανδία, η Γαλλία και το Βέλγιο, πλησίασαν περισσότερο τον μέσο όρο της ΕΕ-28 (βλέπε γράφημα 2), την ίδια περίοδο που η Ιταλία και η Ισπανία υποχώρησαν και, ενώ ήταν πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ-28 ή στο ίδιο επίπεδο με αυτόν, βρέθηκαν κάτω από αυτόν. Η Λιθουανία, η Ρουμανία, η Εσθονία, η Σλοβακία, η Λετονία, η Πολωνία και η Βουλγαρία, ενώ ήταν κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ-28 το 2013, σημείωσαν τις μεγαλύτερες κινήσεις προς τον μέσο όρο της ΕΕ-28 έως το 2013, ενώ η Ελλάδα έπεσε περεταίρω κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ-28, όπως επίσης και η Κύπρος και η Σλοβενία σε πολύ μικρότερο βαθμό.

Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση προκάλεσε βαθιά ύφεση στην ΕΕ και στις ΗΠΑ το 2009 (βλέπε γράφημα 3), ενώ εν συνεχεία σημειώθηκε ανάκαμψη το 2010. οι συνέπειες της κρίσης ήταν ήδη αισθητές το 2008 οπότε είχε σημειωθεί σχετικά μικρή μείωση του πραγματικού ΑΕγχΠ στις ΗΠΑ και μείωση του ποσοστού αύξησης στην ΕΕ-28. Το πραγματικό ΑΕγχΠ μειώθηκε κατά 4,4 % στην ΕΕ-28 το 2009, ενώ σημειώθηκε επίσης μείωση κατά 2,8 % στις ΗΠΑ. Η ανάκαμψη στην ΕΕ-28 εκφράστηκε με αύξηση του ΑΕγχΠ σε σταθερές τιμές κατά 2,1 % το 2010, την οποία ακολούθησε περαιτέρω άνοδος κατά 1,7 % το 2011· εν συνεχεία, το ΑΕγχΠ μειώθηκε κατά 0,5 % το 2012 και παρέμεινε σταθερό το 2013, πριν σημειωθεί και πάλι αύξηση το 2014 (1,3 %). Στη ζώνη του ευρώ (ευρωζώνη των 19), τα αντίστοιχα ποσοστά αύξησης το 2010 και το 2011 ήταν παραπλήσια με εκείνα της ΕΕ-28, ενώ η μείωση το 2012 ήταν εντονότερη (-0,8 %) και διατηρήθηκε το 2013 (-0,4 %), πριν επιστρέψει το 2014 μικρότερη αύξηση (0,9 %) από ό,τι στην ΕΕ-28 συνολικά. Στις ΗΠΑ, η ανάκαμψη ήταν ελαφρώς εντονότερη από ό,τι στην ΕΕ-28 το 2010 και συγκρίσιμη το 2011. Ενώ η ανάκαμψη σταμάτησε στην ΕΕ-28 το 2012, συνεχίστηκε στις ΗΠΑ, με μεγέθυνση άνω του 2,0 % κατά την περίοδο 2012–14.

Μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ, η αύξηση του πραγματικού ΑΕγχΠ παρουσίασε σημαντικές αποκλίσεις, τόσο διαχρονικά όσο και μεταξύ χωρών. Μετά τη συρρίκνωση που παρατηρήθηκε το 2009 σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ πλην της Πολωνίας, η οικονομική μεγέθυνση επανήλθε σε 22 κράτη μέλη το 2010, τάση η οποία διατηρήθηκε το 2011, οπότε καταγράφηκε αύξηση του πραγματικού ΑΕγχΠ σε 24 από τα κράτη μέλη της ΕΕ. Ωστόσο, το 2012 η πορεία αυτή αντιστράφηκε, καθώς μόνο λιγότερα τα μισά (13) κράτη μέλη κατέγραψαν οικονομική μεγέθυνση, ενώ το 2013 ο αριθμός αυτός αυξήθηκε σε 17 και το 2014 σε 23 (από 27 για τα οποία υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία)..

Τα υψηλότερα ποσοστά μεγέθυνσης το 2014 καταγράφηκαν στην Ιρλανδία (4,8 %), στην Ουγγαρία (3,6 %), στη Μάλτα (3,5 %) και στην Πολωνία (3,4 %). Η μεγέθυνση το 2014 στην Ισπανία (1,4 %) ήταν οριακά πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ-28 (1,3 %) και ήταν η πρώτη ετήσια μεγέθυνση στην ισπανική οικονομία από το 2008. Ενώ η αύξηση του ΑΕγχΠ το 2014 στην Πορτογαλία (0,9 %) και στην Ελλάδα (0,8 %) ήταν κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ-28, για την Πορτογαλία ήταν η πρώτη ετήσια μεγέθυνση από το 2010 και για την Ελλάδα η πρώτη από το 2007. Η κυπριακή, η ιταλική και η φινλανδική οικονομία συρρικνώθηκαν για τρίτο συνεχές έτος το 2014, ενώ στην Κροατία η συνεχείς ετήσιες μειώσεις του πραγματικού ΑεγχΠ διήρκεσαν έξι έτη: σε τρία από τα εν λόγω τέσσερα κράτη μέλη η συρρίκνωση το 2014 ήταν σχετικά μικρή, με εξαίρεση την Κύπρο, όπου το ΑΕγχΠ μειώθηκε κατά 2,3 %.

Η συνολική επίδοση των οικονομιών των κρατών μελών της ΕΕ, αναλυόμενη καθ’ όλη τη διάρκεια της περασμένης δεκαετίας, επιδεινώθηκε εξαιτίας των επιπτώσεων της χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης. Ο μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης της ΕΕ-28 και της ζώνης του ευρώ (ευρωζώνη των 19) μεταξύ 2004 και 2014 ήταν 0,9 % και 0,7 % αντίστοιχα. Εν προκειμένω, την υψηλότερη ανάπτυξη κατέγραψε η Πολωνία (μέση μεγέθυνση 3,9 % ετησίως) και η Σλοβακία (3,8 % ετησίως), και ακολουθούν η Ρουμανία (2,7 %), η Βουλγαρία, η Λετονία και η Μάλτα (όλες 2,5 %). Στον αντίποδα, η συνολική μεταβολή του πραγματικού ΑΕγχΠ κατά την περίοδο από το 2004 έως το 2014 ήταν αρνητική στην Ελλάδα, στην Ιταλία και στην Πορτογαλία.

Κύρια συγκεντρωτικά μεγέθη του ΑΕγχΠ

Ο πίνακας 3, όπου εξετάζεται το ΑΕγχΠ από τη σκοπιά της παραγωγής, παρέχει μια γενική εικόνα για τη σχετική σημασία 10 τομέων δραστηριοτήτων από την άποψη της συνεισφοράς τους στην ακαθάριστη προστιθέμενη αξία. Στο διάστημα μεταξύ 2003 και 2013, το μερίδιο της βιομηχανίας στην προστιθέμενη αξία στην ΕΕ-28 μειώθηκε κατά 1,2 ποσοστιαίες μονάδες σε 19,1 %, ενώ ακολούθησαν, με μικρή διαφορά, το διανεμητικό εμπόριο, οι μεταφορές και οι υπηρεσίες στέγασης και εστίασης (19,0 %), το ποσοστό των οποίων μειώθηκε επίσης κατά 0,7 ποσοστιαίες μονάδες κατά τη διάρκεια της ίδιας δεκαετίας. Αντιθέτως, το ποσοστό της δημόσιας διοίκησης, της εκπαίδευσης και της υγείας αυξήθηκε κατά 1,0 ποσοστιαία μονάδα και ανήλθε σε 19,4 % το 2013 και, συνεπώς, ενώ βρισκόταν στην τρίτη θέση, αναδείχθηκε στη μεγαλύτερη δραστηριότητα (σε αυτό το επίπεδο ανάλυσης) από την άποψη της προστιθέμενης αξίας. Οι αμέσως επόμενες μεγαλύτερες δραστηριότητες το 2013 ήταν οι δραστηριότητες διαχείρισης ακίνητης περιουσίας (11,2 %), ακολουθούμενες από τις επαγγελματικές, επιστημονικές, τεχνικές, διοικητικές και υποστηρικτικές υπηρεσίες (στο εξής «επιχειρηματικές υπηρεσίες») (10,4 %), τον κατασκευαστικό κλάδο (5,7 %), τις χρηματοπιστωτικές και ασφαλιστικές υπηρεσίες (5,5 %) και τις υπηρεσίες του τομέα των πληροφοριών και των επικοινωνιών (4,5 %). Τη μικρότερη συμβολή είχαν οι κλάδοι της ψυχαγωγίας και άλλων υπηρεσιών (3,6 %) και της γεωργίας, της δασοκομίας και της αλιείας (1,7 %).

Στον τομέα των υπηρεσιών αναλογούσε ποσοστό 73,6 % της συνολικής ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας της ΕΕ-28 το 2013 έναντι 71,5 % το 2003. Η σχετική σημασία των υπηρεσιών ήταν ιδιαίτερα μεγάλη στο Λουξεμβούργο, στην Κύπρο, στη Μάλτα, στην Ελλάδα, στη Γαλλία (στοιχεία 2012), στο Ηνωμένο Βασίλειο, στο Βέλγιο και στη Δανία, όπου αντιπροσώπευαν πάνω από τα τρία τέταρτα της συνολικής προστιθέμενης αξίας.

Οι διαρθρωτικές μεταβολές προκύπτουν, τουλάχιστον εν μέρει, από φαινόμενα όπως οι τεχνολογικές εξελίξεις, οι μεταβολές στις σχετικές τιμές, η εξωτερική ανάθεση και η παγκοσμιοποίηση, που έχουν συχνά ως αποτέλεσμα τη μεταφορά της μεταποιητικής δραστηριότητας σε περιφέρειες με χαμηλότερο κόστος εργασίας, τόσο εντός όσο και εκτός ΕΕ. Αρκετές δραστηριότητες επλήγησαν ιδιαίτερα από τη χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση και τα επακόλουθά της. Η βιομηχανία κατέγραψε την εντονότερη συρρίκνωση μεταξύ 2007 και 2009, καθώς η προστιθέμενη αξία στην ΕΕ-28 μειώθηκε συνολικά κατά 12,6 % (από άποψη όγκου)· η βιομηχανική παραγωγή στην ΕΕ-28 μειώθηκε περαιτέρω κατά 1,2 % μεταξύ 2011 και 2013. Ο κατασκευαστικός κλάδος σημείωσε τη βαθύτερη και πιο μακροχρόνια συρρίκνωση, με την παραγωγή να σημειώνει πτώση κατά 18,4 % μεταξύ 2007 και 2013, μειούμενη σε ετήσια βάση κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης περιόδου: συνεπώς, η αύξηση κατά 0,7 % που σημειώθηκε στον κατασκευαστικό κλάδο το 2014 ήταν η πρώτη ετήσια μεγέθυνση σε επτά έτη. Στις επιχειρηματικές υπηρεσίες αφενός, καθώς και στο διανεμητικό εμπόριο, στις μεταφορές και στις υπηρεσίες στέγασης και εστίασης αφετέρου, παρατηρήθηκε επίσης σχετικά έντονη μείωση της προστιθέμενης αξίας το 2009, -7,1 % και -6,0 % αντίστοιχα. Στο διανεμητικό εμπόριο, στις μεταφορές και στις υπηρεσίες στέγασης και εστίασης καταγράφηκαν περαιτέρω δύο μικρότερες συρρικνώσεις της παραγωγής το 2012 και το 2013. Κατόπιν σχετικής σταθερότητας το 2009, η παραγωγή στον τομέα της γεωργίας, της δασοκομίας και της αλιείας μειώθηκε το 2010 κατά 3,1 % και ξανά το 2012 κατά 4,2 %. Μικρότερες μειώσεις όσον αφορά την προστιθέμενη αξία παρατηρήθηκαν σε άλλους τομείς δραστηριοτήτων κατά τη διάρκεια της κρίσης, ιδίως το 2009, το 2010 και το 2013 για τις χρηματοπιστωτικές και ασφαλιστικές υπηρεσίες καθώς και για τον κλάδο των τεχνών, της ψυχαγωγίας, της αναψυχής και άλλων υπηρεσιών (βλέπε γράφημα 4). Δύο από τις δραστηριότητες που παρουσιάζονται στα γραφήματα 4 και 5 δεν σημείωσαν ετήσια μείωση της προστιθέμενης αξίας για κανένα έτος κατά τη διάρκεια της κρίσης: δραστηριότητες διαχείρισης ακίνητης περιουσίας· δραστηριότητες δημόσιας διοίκησης, άμυνας, εκπαίδευσης, υγείας και κοινωνικής πρόνοιας.

Το 2014 όλες οι δραστηριότητες σημείωσαν μεγέθυνση σε σύγκριση με το 2013. Οι δραστηριότητες με τη μεγαλύτερη μεγέθυνση ήταν η γεωργία, δασοκομία και αλιεία (2,8 %), οι επιχειρηματικές υπηρεσίες (2,5 %) και το διανεμητικό εμπόριο, μεταφορές, υπηρεσίες στέγασης και εστίασης (2,1 %), ενώ μεγέθυνση μόλις 0,1 % σημειώθηκε για τις χρηματοπιστωτικές και ασφαλιστικές δραστηριότητες.

Παραγωγικότητα της εργασίας

Από την ανάλυση της παραγωγικότητας της εργασίας ανά απασχολούμενο κατά τη δεκαετία 2004-2014 προκύπτουν αυξήσεις (σε τρέχουσες τιμές) για όλες τις δραστηριότητες, οι οποίες κυμαίνονται στις περισσότερες περιπτώσεις από 16,9 % για το διανεμητικό εμπόριο, τις μεταφορές και τις υπηρεσίες στέγασης και εστίασης έως 30,9 % για τη βιομηχανία, ενώ μόνο τα στοιχεία για τις υπηρεσίες πληροφοριών και επικοινωνιών (3,0 %) και τις επιχειρηματικές υπηρεσίες (8,4 %) βρίσκονται κάτω από αυτό το φάσμα (βλέπε γράφημα  6).

Για να εξαλειφθούν οι επιπτώσεις του πληθωρισμού, η παραγωγικότητα της εργασίας ανά άτομο μπορεί επίσης να υπολογιστεί με χρήση στοιχείων για την παραγωγή σε σταθερές τιμές. Τα στοιχεία για την εξέλιξη της παραγωγικότητας που υπολογίστηκε είτε ανά απασχολούμενο είτε ανά δεδουλευμένη ώρα εργασίας παρουσιάζονται στον πίνακα 4. Η παραγωγικότητα της εργασίας ανά άτομο αυξήθηκε, σε πραγματικούς όρους, κατά τη δεκαετία 2004-2014 σχεδόν σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ, ενώ μόνο η Ελλάδα, η Ιταλία και το Λουξεμβούργο (2004 έως 2012) σημείωσαν πτώση. Η Κροατία επίσης σημείωσε πτώση, αλλά αυτό μπορεί, τουλάχιστον εν μέρει, να οφείλεται σε διακοπή σειράς. Κατά την ίδια περίοδο, από το 2004 έως το 2014, η παραγωγικότητα της εργασίας ανά ώρα εργασίας αυξήθηκε σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ εκτός από την Ελλάδα και την Ιταλία. Εκτός από τα κράτη μέλη με διακοπή σειράς, οι μεγαλύτερες αυξήσεις και στα δύο μεγέθη της πραγματικής παραγωγικότητας της εργασίας που εμφαίνονται στον πίνακα 4 σημειώθηκαν στη Βουλγαρία, στην Εσθονία, στη Λιθουανία και στη Σλοβακία.

Κατανάλωση και επενδύσεις

Από την ανάλυση των μεταβολών στις συνιστώσες του ΑΕγχΠ από τη σκοπιά των δαπανών παρατηρείται ότι η τελική καταναλωτική δαπάνη σε ολόκληρη την ΕΕ-28 αυξήθηκε κατά 9,0 % από άποψη όγκου μεταξύ 2004 και 2014 (βλέπε γράφημα 7), παρά την ελαφρά μείωση που σημειώθηκε το 2009 και το 2012. Η τελική καταναλωτική δαπάνη της γενικής κυβέρνησης αυξήθηκε με κάπως ταχύτερο ρυθμό, κατά 13,0 % μεταξύ 2004 και 2014. Κατά την ίδια περίοδο, ο ακαθάριστος σχηματισμός κεφαλαίου σημείωσε πτώση κατά 1,8 %, κυρίως λόγω δραστικών μειώσεων το 2009, το 2012 και το 2013, ενώ η αύξηση των εξαγωγών υπερέβη σημαντικά την αύξηση των εισαγωγών τα τελευταία έτη.

Μετά την πτώση που σημείωσαν το 2009, οι καταναλωτικές δαπάνες των νοικοκυριών και των μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων που εξυπηρετούν νοικοκυριά ανέκαμψαν το 2010 (αύξηση 0,8 % από άποψη όγκου) και αυξήθηκαν περαιτέρω το 2011 (0,3 %), ενώ μειώθηκαν εκ νέου το 2012 (-0,7 %) και το 2013 (-0.1 %). Το 2014, οι δαπάνες αυτές αυξήθηκαν κατά 1,3 %, σημειώνοντας τη μεγαλύτερη ετήσια αύξηση σε πραγματικούς όρους από το 2007. Το 2010, ο ρυθμός αύξησης των δαπανών της γενικής κυβέρνησης επιβραδύνθηκε από άποψη όγκου, και αυτό το ποσοστό αλλαγής παρέμεινε σχετικά σταθερό (από 0,3 % έως -0,2 %) μεταξύ 2011 και 2013, πριν επανέλθει σε κάπως ισχυρότερη μεγέθυνση (1,0 %) το 2014. Παρά την αύξηση που παρουσίασε το 2011 (2,0 %), ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου στην ΕΕ-28 δεν ανέκαμψε πλήρως από τη δραστική μείωση που είχε σημειώσει το 2009 (-11,9 %) και επανήλθε σε αρνητικό ρυθμό μεταβολής το 2012 και το 2013. Το 2014, ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου αυξήθηκε κατά 2,3 % σε πραγματικούς όρους, σημειώνοντας τη μεγαλύτερη αύξηση από το 2007.

Σε τρέχουσες τιμές, οι καταναλωτικές δαπάνες των νοικοκυριών και των μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων που εξυπηρετούν νοικοκυριά αποτέλεσαν ποσοστό 56,9 % του ΑΕγχΠ της ΕΕ-28 το 2014, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό των δαπανών της γενικής κυβέρνησης ήταν 20,9 % και του ακαθάριστου σχηματισμού κεφαλαίου ήταν 19,3 % (βλέπε γράφημα 9).

Μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ διαπιστώθηκαν μεγάλες αποκλίσεις όσον αφορά τη συνολική ένταση των επενδύσεων, κάτι το οποίο ενδέχεται, εν μέρει, να αντικατοπτρίζει τα διαφορετικά στάδια οικονομικής ανάπτυξης καθώς και τη δυναμική της μεγέθυνσης τα τελευταία έτη (βλέπε γράφημα 10). Το 2014, ο ακαθάριστος σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου ως ποσοστό του ΑΕγχΠ ήταν 19,3 % στην ΕΕ-28 και 19,5 % στη ζώνη του ευρώ (ευρωζώνη των 19). Τα υψηλότερα ποσοστά σημειώθηκαν στην Εσθονία (25,8 %), στην Τσεχική Δημοκρατία (25,3 %), στο Βέλγιο, στη Σουηδία (και στα δύο κράτη 23,1 %), στη Λετονία (23,0 %) και τα χαμηλότερα στην Κύπρο (10,8 %) και στην Ελλάδα (11,6 %).

Το μεγαλύτερο ποσοστό των επενδύσεων πραγματοποιήθηκε από τον ιδιωτικό τομέα, όπως φαίνεται στον πίνακα 5: το 2013 οι επενδύσεις των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών ανήλθαν σε ποσοστό 16,7 % του ΑΕγχΠ της ΕΕ-28, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τις επενδύσεις του δημόσιου τομέα ήταν 3,3 %. Σε σχετικούς όρους, οι δημόσιες επενδύσεις ήταν υψηλότερες στην Εσθονία (5,5 % του ΑΕγχΠ), οι δε επενδύσεις του επιχειρηματικού τομέα στη χώρα αυτή ήταν (17,8 %), ενώ οι επενδύσεις των νοικοκυριών ήταν υψηλότερες στη Φινλανδία (6,4 %). Οι επενδύσεις των νοικοκυριών (ως ποσοστό του ΑΕγχΠ) το 2013 ήταν σημαντικά χαμηλότερες από ό,τι το 2003 στην Ιρλανδία, στην Ισπανία και στην Κύπρο, ενώ ήταν σημαντικά υψηλότερες στη Ρουμανία (σύγκριση μεταξύ 2012 και 2003). Παρόμοια σύγκριση δείχνει σχετικά μεγάλη πτώση στην Εσθονία, στη Σλοβενία και στη Σλοβακία όσον αφορά τις επιχειρηματικές επενδύσεις.

Εισόδημα

Από την ανάλυση του ΑΕγχΠ στην ΕΕ-28 ως προς το εισόδημα προκύπτει ότι η κατανομή του εισοδήματος που απορρέει από την παραγωγική διαδικασία μεταξύ των συντελεστών παραγωγής αφορούσε κυρίως το εισόδημα εξαρτημένης εργασίας, που ανήλθε σε ποσοστό 47,9 % του ΑΕγχΠ το 2014. Το ποσοστό του ακαθάριστου λειτουργικού πλεονάσματος και του μεικτού εισοδήματος ανήλθε σε 40,2 % του ΑΕγχΠ, ενώ το ποσοστό των φόρων επί της παραγωγής και των εισαγωγών μείον τις επιδοτήσεις ήταν 11,9 % (βλέπε γράφημα 11). Η Ρουμανία είχε το χαμηλότερο ποσοστό του εισοδήματος εξαρτημένης εργασίας στο ΑΕγχΠ (31,3 %), ακολουθούμενη από την Ελλάδα 33,4 %, ενώ ποσοστά 50,0 % ή υψηλότερα σημειώθηκαν σε επτά κράτη μέλη της ΕΕ, με μέγιστο ποσοστό ύψους 53,1 % στη Δανία.

Στο γράφημα 12 (το οποίο βασίζεται σε τρέχουσες τιμές) φαίνεται ότι, όσον αφορά τα αντίστοιχα συγκεντρωτικά μεγέθη για το εισόδημα, έως το 2011 ή το 2012 είχαν καλυφθεί οι απώλειες που σημειώθηκαν κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης. Το 2009 το εισόδημα εξαρτημένης εργασίας μειώθηκε κατά 2,9 %, αλλά έως το 2014 ήταν κατά 8,5 % υψηλότερο από τα αντίστοιχα επίπεδα του 2008. Ως προς το ακαθάριστο λειτουργικό πλεόνασμα και το μεικτό εισόδημα, είχε ήδη διαπιστωθεί στασιμότητα το 2008, την οποία ακολούθησε πτώση κατά 7,9 % το 2009. Έως το 2011, το εν λόγω συγκεντρωτικό στοιχείο εισοδήματος είχε επανέλθει σε επίπεδο το οποίο υπερέβαινε το μέγιστο ποσοστό που είχε σημειωθεί προ κρίσης (το 2008) και έως το 2014 είχε υπερβεί την εν λόγω μέγιστη τιμή κατά 4,1 %. Η μείωση των φόρων επί της παραγωγής και των εισαγωγών μείον τις επιδοτήσεις είχε ήδη ξεκινήσει το 2008 (-3,1 %) και επιταχύνθηκε το 2009 (-9,3 %). Έως το 2011, αυτές οι απώλειες είχαν καλυφθεί και το 2014 το συγκεκριμένο συγκεντρωτικό στοιχείο εισοδήματος υπερέβαινε κατά 9,7 % την προηγούμενη μέγιστη τιμή του (το 2007).

Κατανάλωση των νοικοκυριών

Οι καταναλωτικές δαπάνες των νοικοκυριών αντιστοιχούσαν τουλάχιστον στο ήμισυ του ΑΕγχΠ στα περισσότερα κράτη μέλη της ΕΕ το 2014. Το εν λόγω ποσοστό ήταν υψηλότερο στην Ελλάδα (69,5 %), στην Κύπρο (68,7 %), στην Πορτογαλία (64,0 %) και στη Λιθουανία (63,7 %). Αντιθέτως, το χαμηλότερο ποσοστό καταγράφηκε στο Λουξεμβούργο (29,6 %, στοιχεία του 2013), το οποίο, ωστόσο, είχε την κατά πολύ υψηλότερη μέση κατά κεφαλή καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών (24,6  χιλιάδες ευρώ) — βλέπε πίνακα 6. Το 2014 η μέση κατά κεφαλή καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών στη Φινλανδία ήταν 5,3 χιλιάδες ευρώ υψηλότερη από ό,τι 10 έτη ενωρίτερα· Οι μικρότερες αυξήσεις κατά την ίδια περίοδο σημειώθηκαν στην Ελλάδα, στην Ιρλανδία και στην Ουγγαρία.

Πηγές και διαθεσιμότητα δεδομένων

Το ευρωπαϊκό σύστημα εθνικών και περιφερειακών λογαριασμών (ΕΣΛ) παρέχει τη μεθοδολογία για τους εθνικούς λογαριασμούς στην ΕΕ. Η ισχύουσα έκδοση, ESA 2010, θεσπίστηκε τον Μάιο του 2013 και εφαρμόζεται από τον Σεπτέμβριο του 2014. Ευθυγραμμίζεται πλήρως με τις παγκόσμιες κατευθυντήριες γραμμές για τους εθνικούς λογαριασμούς, ήτοι τις 2008 SNA.

Το ΑΕγχΠ και οι κύριες συνιστώσες του

Τα κύρια συγκεντρωτικά στοιχεία των εθνικών λογαριασμών καταρτίζονται από θεσμικούς φορείς, δηλαδή από μη χρηματοπιστωτικές ή χρηματοπιστωτικές εταιρείες, από τη γενική κυβέρνηση, τα νοικοκυριά και τα μη κερδοσκοπικά ιδρύματα που εξυπηρετούν νοικοκυριά.

Τα στοιχεία που αφορούν τους εθνικούς λογαριασμούς περιλαμβάνουν πληροφορίες για τις συνιστώσες του ΑΕγχΠ, την απασχόληση, τα συγκεντρωτικά στοιχεία για την τελική κατανάλωση και τις αποταμιεύσεις. Πολλές από αυτές τις μεταβλητές υπολογίζονται σε ετήσια και σε τριμηνιαία βάση.

Το ΑΕγχΠ είναι το κεντρικό μέγεθος των εθνικών λογαριασμών, το οποίο συνοψίζει την οικονομική θέση μιας χώρας (ή περιφέρειας). Μπορεί να υπολογιστεί με βάση διάφορες προσεγγίσεις: με την προσέγγιση βάσει της παραγωγής, την προσέγγιση βάσει των δαπανών και την προσέγγιση βάσει του εισοδήματος.

Με την ανάλυση του κατά κεφαλήν ΑΕγχΠ, εξουδετερώνεται η επίδραση του απόλυτου μεγέθους του πληθυσμού και διευκολύνονται οι συγκρίσεις μεταξύ διαφόρων χωρών. Το κατά κεφαλήν ΑΕγχΠ αποτελεί ευρύ οικονομικό δείκτη του βιοτικού επιπέδου. Τα στοιχεία σχετικά με το ΑΕγχΠ εκπεφρασμένα σε εθνικά νομίσματα μπορούν να μετατραπούν σε μονάδες αγοραστικής δύναμης (ΜΑΔ) με τη χρήση ισοτιμιών αγοραστικής δύναμης (ΙΑΔ) που αντικατοπτρίζουν την αγοραστική δύναμη κάθε νομίσματος, παρά με τη χρήση συναλλαγματικών ισοτιμιών της αγοράς· με αυτό τον τρόπο εξαλείφονται οι διαφορές στα επίπεδα τιμών μεταξύ χωρών. Ο δείκτης όγκου του κατά κεφαλήν ΑΕγχΠ σε ΜΑΔ εκφράζεται σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ-28 (ο οποίος ορίζεται σε 100). Εάν ο δείκτης μιας χώρας είναι υψηλότερος / χαμηλότερος από 100, το επίπεδο του κατά κεφαλήν ΑΕγχΠ της εν λόγω χώρας είναι υψηλότερο / χαμηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ-28· ο συγκεκριμένος δείκτης προορίζεται για χρήση σε συγκρίσεις σε διακρατική μάλλον παρά διαχρονική βάση.

Με τον υπολογισμό του ετήσιου ρυθμού ανάπτυξης του ΑΕγχΠ σε σταθερές τιμές, δηλαδή της μεταβολής του ΑΕγχΠ ως προς τον όγκο του, επιδιώκεται να καταστούν εφικτές συγκρίσεις σε επίπεδο δυναμικής της οικονομικής ανάπτυξης τόσο διαχρονικά όσο και μεταξύ οικονομιών διαφορετικού μεγέθους, ανεξάρτητα από τα επίπεδα τιμών.

Συμπληρωματικά στοιχεία

Η οικονομική παραγωγή μπορεί επίσης να αναλυθεί ανά δραστηριότητα: στο πιο συγκεντρωτικό επίπεδο ανάλυσης εντοπίζονται 10 κατηγορίες της NACE αναθ. 2: γεωργία, θήρα, δασοκομία και αλιεία· βιομηχανία· κατασκευές· διανεμητικό εμπόριο, μεταφορές, υπηρεσίες στέγασης και εστίασης· υπηρεσίες πληροφοριών και επικοινωνιών· χρηματοπιστωτικές και ασφαλιστικές υπηρεσίες· δραστηριότητες διαχείρισης ακίνητης περιουσίας· επαγγελματικές, επιστημονικές, τεχνικές, διοικητικές και υποστηρικτικές υπηρεσίες· δημόσια διοίκηση, άμυνα, εκπαίδευση, ανθρώπινη υγεία και κοινωνικό έργο· τέχνες, ψυχαγωγία, αναψυχή, άλλες υπηρεσίες και δραστηριότητες των νοικοκυριών και ετερόδικοι οργανισμοί και φορείς. Η διαχρονική ανάλυση της παραγωγής ανά δραστηριότητα μπορεί να διευκολυνθεί με τη χρήση ενός μέτρου του όγκου – με άλλα λόγια, απομειώνοντας την αξία της παραγωγής ώστε να εξουδετερωθεί ο αντίκτυπος των μεταβολών των τιμών· η αξία κάθε δραστηριότητας απομειώνεται μεμονωμένα, ώστε να αντικατοπτρίζει τις μεταβολές των τιμών στα συνδεδεμένα με αυτήν προϊόντα.

Μια επιπλέον δέσμη στοιχείων των εθνικών λογαριασμών χρησιμοποιείται στο πλαίσιο αναλύσεων ανταγωνιστικότητας, συγκεκριμένα δείκτες που αφορούν την παραγωγικότητα του εργατικού δυναμικού, όπως τα μεγέθη για την παραγωγικότητα της εργασίας. Τα μεγέθη που αφορούν την παραγωγικότητα και εκφράζονται σε ΜΑΔ είναι ιδιαίτερα χρήσιμα για συγκρίσεις μεταξύ χωρών. Το ΑΕγχΠ ανά απασχολούμενο παρέχει μια συνολική εικόνα της παραγωγικότητας των εθνικών οικονομιών. Ωστόσο, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι αυτό το μέγεθος εξαρτάται από τη διάρθρωση της συνολικής απασχόλησης και μπορεί, για παράδειγμα, να μειωθεί με τη μετάβαση από πλήρη σε μερική απασχόληση. Το ΑΕγχΠ ανά δεδουλευμένη ώρα εργασίας παρέχει μια σαφέστερη εικόνα της παραγωγικότητας, καθώς η συχνότητα εμφάνισης του φαινομένου της μερικής απασχόλησης διαφέρει σημαντικά μεταξύ χωρών και δραστηριοτήτων.

Τα ετήσια στοιχεία για τις δαπάνες των νοικοκυριών αντλούνται από τους εθνικούς λογαριασμούς που καταρτίζονται μέσω μακροοικονομικής προσέγγισης. Μια εναλλακτική πηγή για την ανάλυση των δαπανών των νοικοκυριών είναι η έρευνα οικογενειακών προϋπολογισμών (ΕΟΠ): αυτά τα στοιχεία αποκτώνται μέσω ενός ημερολογίου που καλούνται να τηρούν τα νοικοκυριά όσον αφορά τις αγορές τους και είναι πολύ αναλυτικότερα ως προς την κάλυψη των εμπορευμάτων και των υπηρεσιών καθώς και των διαθέσιμων τύπων κοινωνικοοικονομικής ανάλυσης. Η ΕΟΠ διενεργείται και δημοσιεύεται μόλις ανά πενταετία – το τελευταίο έτος αναφοράς για το οποίο υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία σήμερα είναι το 2010.

Πλαίσιο

Τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, οι κυβερνήσεις, οι κεντρικές τράπεζες, καθώς και άλλοι οικονομικοί και κοινωνικοί φορείς στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα χρειάζονται μια δέσμη συγκρίσιμων και αξιόπιστων στατιστικών στις οποίες να μπορούν να στηρίζουν τις αποφάσεις τους. Οι εθνικοί λογαριασμοί μπορούν να χρησιμοποιηθούν για διάφορους τύπους αναλύσεων και αξιολογήσεων. Η χρήση διεθνώς αποδεκτών εννοιών και ορισμών καθιστά εφικτή την ανάλυση διαφορετικών οικονομιών, όπως τις αλληλεξαρτήσεις μεταξύ των οικονομιών των κρατών μελών της ΕΕ ή τη σύγκριση μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ και τρίτων χωρών.

Ανάλυση οικονομικού κύκλου και μακροοικονομικής πολιτικής

Μία από τις κυριότερες χρήσεις των στοιχείων των εθνικών λογαριασμών αφορά την ανάγκη στήριξης των αποφάσεων για την ευρωπαϊκή οικονομική πολιτική και την επίτευξη των στόχων της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ) με υψηλής ποιότητας βραχυπρόθεσμες στατιστικές που καθιστούν εφικτή την παρακολούθηση των μακροοικονομικών εξελίξεων και την άντληση συμβουλών μακροοικονομικής πολιτικής. Για παράδειγμα, μία από τις πλέον βασικές και παραδοσιακές χρήσεις των εθνικών λογαριασμών είναι η ποσοτική απεικόνιση του ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας – κοινώς, της αύξησης του ΑΕγχΠ. Τα βασικά αριθμητικά στοιχεία των εθνικών λογαριασμών χρησιμοποιούνται κυρίως για τη χάραξη και παρακολούθηση των μακροοικονομικών πολιτικών, ενώ τα αναλυτικά στοιχεία των εθνικών λογαριασμών μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν για τη διαμόρφωση τομεακών ή κλαδικών πολιτικών, ιδίως μέσω της ανάλυσης πινάκων εισροών-εκροών.

Από το 1999 που δημιουργήθηκε η ΟΝΕ, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) υπήρξε ένας από τους κυριότερους χρήστες των εθνικών λογαριασμών. Η στρατηγική της ΕΚΤ για την αξιολόγηση των κινδύνων όσον αφορά τη σταθερότητα των τιμών βασίζεται σε δύο προοπτικές ανάλυσης, γνωστές ως «δύο πυλώνες»: την οικονομική ανάλυση και τη νομισματική ανάλυση. Έτσι, μεγάλος αριθμός νομισματικών και χρηματοοικονομικών δεικτών αξιολογείται σε σχέση με άλλα συναφή στοιχεία που επιτρέπουν τον συνδυασμό νομισματικής, χρηματοοικονομικής και οικονομικής ανάλυσης, για παράδειγμα, βασικών συγκεντρωτικών μεγεθών των εθνικών λογαριασμών. Με αυτό τον τρόπο, οι νομισματικοί και χρηματοοικονομικοί δείκτες μπορούν να αναλυθούν στο πλαίσιο της υπόλοιπης οικονομίας.

Η Γενική Διεύθυνση Οικονομικών και Χρηματοδοτικών Υποθέσεων παρακολουθεί τις οικονομικές εξελίξεις και καταρτίζει δύο βασικές ετήσιες οικονομικές εκθέσεις που βοηθούν στον εντοπισμό των οικονομικών προβλημάτων: μια ετήσια επισκόπηση της ανάπτυξης και μια aέκθεση για τον μηχανισμό επαγρύπνησης. Η πρώτη αναλύει την πρόοδο που έχει πραγματοποιήσει η ΕΕ ως προς την επίτευξη των μακροπρόθεσμων στρατηγικών προτεραιοτήτων της και παρέχει μια εκτίμηση των τάσεων απασχόλησης και των μακροοικονομικών εξελίξεων, θέτοντας προτεραιότητες για το επόμενο έτος, ενώ η δεύτερη προσδιορίζει τα κράτη μέλη της ΕΕ που ενδέχεται να αντιμετωπίζουν ανισορροπίες, όπως φθίνουσα ανταγωνιστικότητα ή «φούσκες» περιουσιακών στοιχείων. Η Γενική Διεύθυνση Οικονομικών και Χρηματοδοτικών Υποθέσεων καταρτίζει επίσης τις μακροοικονομικές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δύο φορές τον χρόνο, την άνοιξη και το φθινόπωρο. Αυτές οι προβλέψεις καλύπτουν όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ προκειμένου να αντλούνται προβλέψεις για τη ζώνη του ευρώ και την ΕΕ, αλλά περιλαμβάνουν επίσης προοπτικές για τις υποψήφιες για ένταξη χώρες καθώς και για ορισμένες τρίτες χώρες.

Η ανάλυση των δημόσιων οικονομικών μέσω των εθνικών λογαριασμών αποτελεί ακόμη μία καθιερωμένη χρήση αυτών των στατιστικών. Στην ΕΕ αναπτύχθηκε ειδική εφαρμογή σχετικά με τα κριτήρια σύγκλισης της ΟΝΕ, εκ των οποίων δύο αφορούν άμεσα τα δημόσια οικονομικά. Τα κριτήρια αυτά προσδιορίστηκαν με όρους εθνικών λογαριασμών, δηλαδή δημόσιο έλλειμμα και δημόσιο χρέος σε σχέση με το ΑΕγχΠ. Για περισσότερες πληροφορίες, βλέπε το άρθρο για τις στατιστικές δημόσιων οικονομικών.

Περιφερειακές, διαρθρωτικές και τομεακές πολιτικές

Εκτός από την ανάλυση του οικονομικού κύκλου και της μακροοικονομικής πολιτικής, υπάρχουν και άλλες χρήσεις των στοιχείων των ευρωπαϊκών εθνικών και περιφερειακών λογαριασμών που είναι συναφείς με την πολιτική, ιδίως σχετικά με περιφερειακά, διαρθρωτικά και τομεακά ζητήματα.

Η κατανομή των δαπανών για τα διαρθρωτικά ταμεία βασίζεται εν μέρει στους περιφερειακούς λογαριασμούς. Επιπλέον, οι περιφερειακές στατιστικές χρησιμοποιούνται για την εκ των υστέρων αξιολόγηση των αποτελεσμάτων της περιφερειακής πολιτικής και της πολιτικής για τη συνοχή.

Η ενθάρρυνση της περαιτέρω ανάπτυξης και της δημιουργίας περισσότερων θέσεων εργασίας αποτελεί στρατηγική προτεραιότητα τόσο για την ΕΕ όσο και για τα κράτη μέλη, και εντάσσεται στη στρατηγική «Ευρώπη 2020». Για τη στήριξη αυτών των στρατηγικών προτεραιοτήτων, εφαρμόζονται κοινές πολιτικές σε όλους τους τομείς της οικονομίας της ΕΕ, ενώ τα κράτη μέλη υλοποιούν παράλληλα τις δικές τους εθνικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διενεργεί οικονομική ανάλυση που συμβάλλει στην ανάπτυξη της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΚΓΠ) αναλύοντας την αποδοτικότητα των διάφορων μηχανισμών στήριξης που διαθέτει και διαμορφώνοντας μια μακροπρόθεσμη προοπτική. Οι διαδικασίες αυτές περιλαμβάνουν έρευνα, ανάλυση και εκτιμήσεις επιπτώσεων σχετικά με ζητήματα που αφορούν τη γεωργία και την αγροτική οικονομία στην ΕΕ και σε τρίτες χώρες, εν μέρει με τη χρήση των οικονομικών λογαριασμών για τη γεωργία.

Καθορισμός στόχων, κριτήρια αναφοράς και εισφορές

Στο πλαίσιο των πολιτικών της ΕΕ τίθενται ολοένα και περισσότεροι μεσοπρόθεσμοι ή μακροπρόθεσμοι στόχοι, δεσμευτικοί ή μη. Για ορισμένους από τους στόχους αυτούς, το επίπεδο του ΑΕγχΠ χρησιμοποιείται ως συγκριτικό μέγεθος αναφοράς, για παράδειγμα, για τον καθορισμό ενός στόχου όσον αφορά τις δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη σε ποσοστό 3,00 % του ΑΕγχΠ.

Οι εθνικοί λογαριασμοί χρησιμοποιούνται επίσης για τον προσδιορισμό των πόρων της ΕΕ· οι βασικοί κανόνες προβλέπονται σε απόφαση του Συμβουλίου. Το συνολικό ποσό των ιδίων πόρων που απαιτούνται για να χρηματοδοτηθεί ο προϋπολογισμός της ΕΕ καθορίζεται από τις συνολικές δαπάνες μείον τα λοιπά έσοδα, ενώ το μέγιστο μέγεθος των ιδίων πόρων συνδέεται με το ακαθάριστο εθνικό εισόδημα της ΕΕ.

Τα στοιχεία των εθνικών λογαριασμών, εκτός από τον καθορισμό των δημοσιονομικών εισφορών εντός της ΕΕ, χρησιμοποιούνται επίσης για τον καθορισμό των εισφορών και σε άλλους διεθνείς οργανισμούς, όπως π.χ. ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ). Οι εισφορές στον προϋπολογισμό του ΟΗΕ καθορίζονται με βάση το ακαθάριστο εθνικό εισόδημα με την εφαρμογή διαφόρων προσαρμογών και ορίων.

Αναλυτές και φορείς διενέργειας προβλέψεων

Οι εθνικοί λογαριασμοί χρησιμοποιούνται επίσης ευρέως από αναλυτές και ερευνητές για την εξέταση της οικονομικής κατάστασης και των οικονομικών εξελίξεων. Οι κοινωνικοί εταίροι, όπως οι εκπρόσωποι επιχειρήσεων (για παράδειγμα, εμπορικές ενώσεις) ή οι εκπρόσωποι εργαζομένων (για παράδειγμα, συνδικαλιστικές ενώσεις), ενδιαφέρονται επίσης για τους εθνικούς λογαριασμούς στο πλαίσιο της ανάλυσης των εξελίξεων που επηρεάζουν τις εργασιακές σχέσεις. Οι ερευνητές και οι αναλυτές χρησιμοποιούν τους εθνικούς λογαριασμούς, μεταξύ άλλων, για την ανάλυση του οικονομικού κύκλου και την ανάλυση μακροχρόνιων οικονομικών κύκλων καθώς και για τη σύνδεσή τους με τις οικονομικές, πολιτικές ή τεχνολογικές εξελίξεις.

Βλέπε επίσης

Περαιτέρω πληροφορίες της Eurostat

Βασικοί πίνακες

Annual national accounts (t_nama) (στα αγγλικά)

Βάση δεδομένων

Annual national accounts (nama_10) (στα αγγλικά)

Ειδική ενότητα

Μεθοδολογία / Μεταδεδομένα

Αρχεία μεταδεδομένων ESMS

Εγχειρίδια μεθοδολογίας

Άλλες μεθοδολογικές πληροφορίες

Πηγή δεδομένων για γραφήματα και πίνακες (MS Excel)

Άλλες πληροφορίες

Εξωτερικοί σύνδεσμοι