Statistics Explained

Archive:Μισθοί και κόστος εργασίας

Δεδομένα του Μαρτίου 2014. Πιο πρόσφατα δεδομένα: Περαιτέρω πληροφορίες της Eurostat, Βασικοί πίνακες και Βάση δεδομένων. Προγραμματισμένη ενημέρωση: Απρίλιος 2015.
Συνιστώσες του κόστους εργασίας
Γράφημα 1: Ωριαίο κόστος εργασίας, 2013 (1)
(ευρώ) - Πηγή: Eurostat (lc_lci_lev)
Γράφημα 2: Διάμεσες ακαθάριστες ωριαίες αποδοχές, σύνολο εργαζομένων
(εκτός των μαθητευομένων), 2010 (1) - Πηγή: Eurostat (earn_ses_pub2s)
Γράφημα 3: Χαμηλόμισθοι — εργαζόμενοι
(εκτός των μαθητευομένων) με αποδοχές κάτω των δύο τρίτων των διάμεσων ακαθάριστων ωριαίων αποδοχών, 2006 και 2010 (1)
(% των εργαζομένων) - Πηγή: Eurostat (earn_ses_pub1s)
Γράφημα 4: Μισθολογική διαφορά μεταξύ των δύο φύλων, 2012 (1)
(% διαφορά μεταξύ των μέσων ακαθάριστων ωριαίων αποδοχών ανδρών και γυναικών εργαζομένων, ως ποσοστό % των ακαθάριστων αποδοχών των ανδρών, σε μη διορθωμένη μορφή) - Πηγή: Eurostat (tsdsc340)
Πίνακας 1: Ετήσιες καθαρές αποδοχές, 2012
(ευρώ) - Πηγή: Eurostat (earn_nt_net)
Γράφημα 5: Φορολογικός συντελεστής για τους χαμηλόμισθους — φορολογική επιβάρυνση στο κόστος εργασίας, 2012 (1)
(%) - Πηγή: Eurostat (earn_nt_taxwedge)
Πίνακας 2: Δείκτες φορολογικού συντελεστή για τους χαμηλόμισθους, 2005 και 2012
(%) - Πηγή: Eurostat (earn_nt_taxwedge), (earn_nt_unemtrp) και (earn_nt_lowwtrp)

Στο παρόν άρθρο συγκρίνονται και αντιπαραβάλλονται αριθμητικά στοιχεία όσον αφορά τους μισθούς και το κόστος εργασίας (δαπάνες των εργοδοτών για το προσωπικό) στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) και στις υποψήφιες χώρες για ένταξη στην ΕΕ καθώς και στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών (ΕΖΕΣ).

Η εργασία διαδραματίζει καίριο ρόλο στη λειτουργία μιας οικονομίας. Από την πλευρά των επιχειρήσεων, αντιπροσωπεύει κόστος (κόστος εργασίας) που περιλαμβάνει, πέραν των μισθών και των ημερομίσθιων των εργαζομένων, και το μη μισθολογικό κόστος, κυρίως τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης που καταβάλλονται από τον εργοδότη. Επομένως, αποτελεί καθοριστικό παράγοντα της επιχειρηματικής ανταγωνιστικότητας, η οποία ωστόσο επηρεάζεται επίσης από το κόστος κεφαλαίου (για παράδειγμα, τους τόκους επί των δανείων και τα μερίσματα επί των μετοχών) και από μη τιμολογιακά στοιχεία, όπως η καινοτομία και η τοποθέτηση μάρκας / προϊόντων στην αγορά.

Όσον αφορά τους εργαζομένους, η αμοιβή που λαμβάνουν για την εργασία τους, και η οποία συνήθως ονομάζεται μισθός ή αποδοχές, αποτελεί γενικότερα την κύρια πηγή του εισοδήματός τους και επηρεάζει, ως εκ τούτου, σημαντικά την ικανότητά τους να δαπανούν ή να αποταμιεύουν. Ενώ στον ακαθάριστο μισθό / στις ακαθάριστες αποδοχές περιλαμβάνονται οι εισφορές κοινωνικής ασφάλισης που καταβάλλονται από τον εργαζόμενο, οι καθαρές αποδοχές υπολογίζονται μετά την αφαίρεση των εν λόγω εισφορών και τυχόν ποσών που οφείλονται στο κράτος, όπως οι φόροι εισοδήματος. Δεδομένου ότι το ύψος των φόρων εξαρτάται σε γενικές γραμμές από την κατάσταση του νοικοκυριού ως προς το εισόδημα και τη σύνθεσή του, οι καθαρές αποδοχές υπολογίζονται για διάφορες χαρακτηριστικές περιπτώσεις νοικοκυριών.

Το ανωτέρω διάγραμμα συνοψίζει τη σχέση μεταξύ των καθαρών αποδοχών, των ακαθάριστων αποδοχών / μισθών και του κόστους εργασίας.

Κύρια στατιστικά στοιχεία

Κόστος εργασίας

Το μέσο ωριαίο κόστος εργασίας στην ΕΕ-28 υπολογίστηκε σε 23,70 ευρώ το 2013 και σε 28,20 ευρώ στη ζώνη του ευρώ (ευρωζώνη των 18). Ωστόσο, αυτό το μέσο ποσό συγκαλύπτει σημαντικές διαφορές μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ, αφού το ωριαίο κόστος εργασίας κυμαίνεται μεταξύ 3,70 ευρώ και 40,10 ευρώ (γράφημα 1).

Το κόστος εργασίας συνίσταται στο κόστος μισθών και ημερομισθίων συν το μη μισθολογικό κόστος, όπως είναι οι εισφορές κοινωνικής ασφάλισης που καταβάλλουν οι εργοδότες. Το ποσοστό του μη μισθολογικού κόστους για το σύνολο της οικονομίας ανέρχεται σε 23,7% στην ΕΕ των 28, ενώ ανερχόταν σε 25,9 % στην ευρωζώνη. Το ποσοστό του μη μισθολογικού κόστους διαφέρει επίσης σημαντικά μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ. Τα υψηλότερα ποσοστά μη μισθολογικού κόστους για το σύνολο της οικονομίας σημειώθηκαν στη Σουηδία (33,3 %), στη Γαλλία (32,4 %), στη Λιθουανία (28,5%), στην Ιταλία (28,1 %) στο Βέλγιο και στη Σλοβακία (αμφότερα 27,4 %). Τα χαμηλότερα ποσοστά μη μισθολογικού κόστους για το σύνολο της οικονομίας καταγράφηκαν στη Μάλτα (8,0 %), στη Δανία (12,4 %), στο Λουξεμβούργο (13,4 %), στην Ιρλανδία (13,8 %), στη Σλοβενία (14,7 %), στο Ηνωμένο Βασίλειο (15,3 %), στην Κροατία (15,4 %) και στη Βουλγαρία (15,8 %).

Ακαθάριστοι μισθοί / αποδοχές

Διάμεσες αποδοχές

Οι ακαθάριστες αποδοχές αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος του κόστους εργασίας. Μεταξύ των χωρών της ΕΕ, οι υψηλότερες διάμεσες ακαθάριστες ωριαίες αποδοχές τον Οκτώβριο του 2010 καταγράφηκαν στη Δανία (25,00 ευρώ), ακολουθούμενες από την Ιρλανδία (18,30 ευρώ) και το Λουξεμβούργο (17,80 ευρώ) — βλέπε γράφημα 2. Οι χαμηλότερες καταγράφηκαν στη Βουλγαρία (1,50 ευρώ), τη Ρουμανία (2,00 ευρώ), τη Λιθουανία (2,70 ευρώ) και τη Λετονία (2,90 ευρώ). Οι διάμεσες ακαθάριστες ωριαίες αποδοχές του κράτους μέλους της ΕΕ με την υψηλότερη τιμή ήταν κατά 16 φορές υψηλότερες από τις ωριαίες αποδοχές του κράτους μέλους με τη χαμηλότερη τιμή εκπεφρασμένη σε ευρώ• σε μονάδες αγοραστικής δύναμης (ΜΑΔ) –στις οποίες λαμβάνονται υπόψη οι διαφορές στο επίπεδο τιμών μεταξύ των χωρών– η αναλογία ήταν 5 προς 1.

Χαμηλόμισθοι

Ως χαμηλόμισθοι ορίζονται οι εργαζόμενοι που κερδίζουν δύο τρίτα ή λιγότερο των εθνικών διάμεσων ακαθάριστων ωριαίων αποδοχών σε μια συγκεκριμένη χώρα.

Το 2010, ποσοστό 17,0 % των εργαζομένων ήταν χαμηλόμισθοι στην ΕΕ-27, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 14,8 % στη ζώνη του ευρώ (ευρωζώνη των 17). Οι χώρες με τα υψηλότερα ποσοστά χαμηλόμισθων ήταν η Λετονία (27,8 %) και η Λιθουανία (27,2 %), ενώ η Σουηδία (2,5 %), η Φινλανδία (5,9%), η Γαλλία (6,1 %), το Βέλγιο (6,4 %) και η Δανία (7,7 %) διέθεταν τα χαμηλότερα ποσοστά. Σε σύγκριση με το 2006, το τελευταίο διαθέσιμο έτος αναφοράς για την ίδια συλλογή δεδομένων, το ποσοστό των χαμηλόμισθων παρέμεινε σχετικά σταθερό, σημειώνοντας αύξηση κατά 0,2 ποσοστιαίες μονάδες στην ΕΕ-27 και κατά 0,4 ποσοστιαίες μονάδες στην ευρωζώνη (γράφημα 3).

Μεταξύ του 2006 και του 2010, το ποσοστό των χαμηλόμισθων αυξήθηκε κυρίως στη Μάλτα (+3,9 ποσοστιαίες μονάδες) και στη Βουλγαρία (+3,1 ποσοστιαίες μονάδες), ενώ οι μεγαλύτερες μειώσεις καταγράφηκαν στην Πορτογαλία (-4,6 ποσοστιαίες μονάδες), τη Λετονία (-3,1 ποσοστιαίες μονάδες), την Ελλάδα (-2,9 ποσοστιαίες μονάδες), την Ουγγαρία και τη Σλοβενία (αμφότερες -2,1 ποσοστιαίες μονάδες).

Μισθολογική διαφορά μεταξύ των δύο φύλων

Παρά την επίτευξη μιας κάποιας σύγκλισης, εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των μέσων αποδοχών ανδρών και γυναικών στην ΕΕ, μια έννοια ευρέως γνωστή ως μισθολογική διαφορά μεταξύ των δύο φύλων. Το 2012, στην ΕΕ-28 στο σύνολό της, η μέση αμοιβή των γυναικών ήταν κατά 16,4 % χαμηλότερη από εκείνη των ανδρών. Οι μικρότερες διαφορές ως προς τη μέση αμοιβή μεταξύ των δύο φύλων εντοπίζονταν στη Σλοβενία, τη Μάλτα, την Πολωνία, την Ιταλία, το Λουξεμβούργο και τη Ρουμανία (διαφορά κάτω του 10,0 %). Οι μεγαλύτερες μισθολογικές διαφορές μεταξύ των δύο φύλων εντοπίζονταν στην Εσθονία (30,0 %), την Αυστρία (23,4 %), τη Γερμανία (22,4 %) και την Τσεχική Δημοκρατία (22,0 %) — βλέπε γράφημα 4.

Διάφοροι παράγοντες μπορεί να συμβάλλουν σε αυτές τις μισθολογικές διαφορές μεταξύ των δύο φύλων, όπως οι διαφορές ως προς τον βαθμό συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό, οι διαφορές ως προς τις δραστηριότητες και τα επαγγέλματα που τείνουν να θεωρούνται ανδροκρατούμενα ή γυναικοκρατούμενα, οι διαφορές ως προς τον βαθμό στον οποίο άνδρες και γυναίκες εργάζονται με καθεστώς μερικής απασχόλησης, καθώς και η νοοτροπία των τμημάτων προσωπικού στο πλαίσιο ιδιωτικών και δημόσιων φορέων έναντι της εξέλιξης της σταδιοδρομίας και της άδειας άνευ αποδοχών και/ή της άδειας μητρότητας. Ορισμένοι βασικοί παράγοντες που ενδέχεται, εν μέρει τουλάχιστον, να εξηγούν τις μισθολογικές διαφορές μεταξύ των δύο φύλων περιλαμβάνουν τον τομεακό και επαγγελματικό διαχωρισμό, την εκπαίδευση και κατάρτιση, την ενημέρωση και τη διαφάνεια, καθώς και τις άμεσες διακρίσεις. Η μισθολογική διαφορά μεταξύ των φύλων αντικατοπτρίζει επίσης και άλλες ανισότητες – ειδικότερα τη δυσανάλογη συχνά συμμετοχή των γυναικών στις οικογενειακές υποχρεώσεις και τις συνακόλουθες δυσκολίες ως προς τον συνδυασμό επαγγελματικής και ιδιωτικής ζωής. Πολλές γυναίκες εργάζονται με καθεστώς μερικής απασχόλησης ή βάσει άτυπων συμβάσεων: αν και τούτο τους επιτρέπει να παραμένουν στην αγορά εργασίας ενώ παράλληλα διαχειρίζονται τις οικογενειακές υποχρεώσεις, ενδέχεται να έχει αρνητικό αντίκτυπο στην αμοιβή, την εξέλιξη της σταδιοδρομίας, στις προοπτικές προαγωγής και τις συντάξεις τους.

Καθαρές αποδοχές και φορολογική επιβάρυνση

Καθαρές αποδοχές

Οι πληροφορίες που αφορούν τις καθαρές αποδοχές συμπληρώνουν τα στοιχεία που αφορούν τις ακαθάριστες αποδοχές ως προς το διαθέσιμο εισόδημα, με άλλα λόγια μετά την αφαίρεση του φόρου εισοδήματος και των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης των εργαζομένων από τα ακαθάριστα ποσά και την προσθήκη των οικογενειακών επιδομάτων, στην περίπτωση νοικοκυριών με παιδιά. Τα οικογενειακά επιδόματα συνίστανται σε χρηματικά ποσά που καταβάλλονται αναφορικά με τα συντηρούμενα τέκνα.

Το 2012 οι ακαθάριστες αποδοχές ενός άγαμου ατόμου χωρίς παιδιά, που κέρδιζε ποσοστό 100 % των μέσων αποδοχών ενός εργαζόμενου στην επιχειρηματική οικονομία, κυμάνθηκαν μεταξύ 3 598 ευρώ στη Βουλγαρία και 37 020 ευρώ στο Λουξεμβούργο. Στις ίδιες δύο χώρες καταγράφηκαν, αντίστοιχα, οι χαμηλότερες (4 028 ευρώ) και οι υψηλότερες (49 955 ευρώ) μέσες καθαρές αποδοχές για έγγαμο ζευγάρι με δύο παιδιά και ένα μόνο εισόδημα (πίνακας 1).

Για την περίπτωση που εργάζονται και τα δύο μέρη ενός έγγαμου ζευγαριού (και κερδίζουν αμφότερα ποσοστό 100 % των αποδοχών ενός μέσου εργαζόμενου), στο Λουξεμβούργο καταγράφηκαν οι υψηλότερες ετήσιες καθαρές αποδοχές, ύψους 83 368 ευρώ για ζευγάρι με δύο παιδιά και 75 846 ευρώ για ζευγάρι χωρίς παιδιά• στη Βουλγαρία καταγράφηκαν οι χαμηλότερες καθαρές αποδοχές ύψους 7 197 ευρώ, ανεξαρτήτως του αν το ζευγάρι είχε δύο παιδιά ή κανένα.

Φορολογική επιβάρυνση

Οι σχετικές με τη φορολογική επιβάρυνση πληροφορίες υπολογίζουν την επιβάρυνση των φόρων και των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης στο κόστος εργασίας. Οι εν λόγω πληροφορίες παρέχονται σχετικά με τους χαμηλόμισθους. Η φορολογική επιβάρυνση για την ΕΕ-27 ανήλθε σε ποσοστό 39,9 % το 2012. Οι υψηλότερες φορολογικές επιβαρύνσεις για τους χαμηλόμισθους το 2012 καταγράφηκαν στο Βέλγιο, στην Ουγγαρία, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιταλία, την Αυστρία, τη Λετονία, τη Ρουμανία και τη Σουηδία (όλες άνω του 40,0 %). Από την άλλη πλευρά, η χαμηλότερη φορολογική επιβάρυνση για τους χαμηλόμισθους καταγράφηκε στη Μάλτα, στην Ιρλανδία, στο Ηνωμένο Βασίλειο και το Λουξεμβούργο (κάτω του 30,0 %), καθώς και στην Κύπρο (πλέον πρόσφατα δεδομένα από το 2007).

Μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ, δεν υπήρχε σαφής τάση ως προς την εξέλιξη της φορολογικής επιβάρυνσης για τους χαμηλόμισθους κατά την περίοδο από το 2005 έως το 2012 (βλέπε πίνακα 2) — με τη φορολογική επιβάρυνση να σημειώνει αύξηση σε δεκατέσσερα κράτη μέλη, μείωση σε έντεκα και να παραμένει αμετάβλητη σε δύο (δεν διατίθενται στοιχεία για την Κροατία). Οι μεγαλύτερες μειώσεις καταγράφηκαν στις Κάτω Χώρες (-8 ποσοστιαίες μονάδες) και στη Σουηδία (-6 ποσοστιαίες μονάδες).

Οι λοιποί τρεις δείκτες που παρουσιάζονται στον πίνακα  2 παρέχουν πληροφορίες σχετικά με το ποσοστό των ακαθάριστων αποδοχών που «χάνεται» λόγω φορολόγησης (υψηλότεροι φορολογικοί συντελεστές και εισφορές κοινωνικής ασφάλισης και/ή μείωση ή απώλεια των επιδομάτων) κατά την επιστροφή στην απασχόληση ή κατά τη μετάβαση από χαμηλότερο σε υψηλότερο εισόδημα. Το συνολικό ποσοστό του εισοδήματος που «χάνεται» λόγω φορολόγησης κατά τη μετάβαση ενός ανέργου στην απασχόληση μειώθηκε ελαφρώς (-0,5 ποσοστιαίες μονάδες) στην ΕΕ-27 μεταξύ 2005 και 2012. Οι μεγαλύτερες μειώσεις καταγράφηκαν στη Σουηδία (-15 ποσοστιαίες μονάδες) και τη Λιθουανία (-14 ποσοστιαίες μονάδες), ενώ στην Ουγγαρία και την Τσεχική Δημοκρατία καταγράφηκαν αυξήσεις κατά 17 και 14 ποσοστιαίες μονάδες αντίστοιχα.

Από τα συνολικά στοιχεία για την ΕΕ-27 καταδεικνύεται μικρή αύξηση (1 ποσοστιαία μονάδα) μεταξύ του 2005 και του 2012 όσον αφορά τα αντικίνητρα των άγαμων χαμηλόμισθων χωρίς παιδιά να αναζητήσουν υψηλότερα εισοδήματα, δεδομένου ότι μεγαλύτερο ποσοστό των εισοδημάτων τους θα «χανόταν» λόγω φορολόγησης. Ωστόσο, δεν σημειώθηκε μεταβολή στον μέσο όρο της ΕΕ-27 για έγγαμο ζευγάρι με ένα εισόδημα και δύο παιδιά, αλλά μεταξύ των κρατών μελών καταγράφηκαν αρκετά διαφορετικές τάσεις. Η μεγαλύτερη αύξηση (45 ποσοστιαίες μονάδες) στο ποσοστό των εισοδημάτων που θα «χάνονταν» λόγω φορολόγησης για ένα έγγαμο ζευγάρι με ένα εισόδημα και δύο παιδιά καταγράφηκε στην Τσεχική Δημοκρατία, ενώ στην Πολωνία καταγράφηκε μείωση κατά 48 ποσοστιαίες μονάδες.

Πηγές και διαθεσιμότητα δεδομένων

Κόστος εργασίας

Το κόστος εργασίας περιλαμβάνει την αμοιβή των εργαζομένων (συμπεριλαμβανομένων των μισθών, των αποδοχών σε χρήμα και σε είδος, τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης που καταβάλλονται από τους εργοδότες), το κόστος επαγγελματικής κατάρτισης, και άλλες δαπάνες (όπως το κόστος πρόσληψης, τις δαπάνες για την αγορά ρουχισμού εργασίας, και τους φόρους απασχόλησης που θεωρούνται κόστος εργασίας μείον τυχόν ληφθείσες επιδοτήσεις). Οι εν λόγω συνιστώσες του κόστους εργασίας και τα επιμέρους στοιχεία αυτών ορίζονται στον κανονισμό 1737/2005 της 21ης Οκτωβρίου 2005.

Οι στατιστικές όσον αφορά το κόστος εργασίας αποτελούν ένα ιεραρχικό σύστημα πολυετών, ετήσιων και τριμηνιαίων στατιστικών στοιχείων σχεδιασμένων με σκοπό να παρέχουν μια ολοκληρωμένη και λεπτομερή εικόνα του επιπέδου, της δομής και της βραχυπρόθεσμης ανάπτυξης του κόστους εργασίας στους διάφορους τομείς οικονομικής δραστηριότητας στην ΕΕ και σε ορισμένες άλλες χώρες. Όλες οι στατιστικές βασίζονται σε έναν εναρμονισμένο ορισμό του κόστους εργασίας. Τα επίπεδα του κόστους εργασίας βασίζονται στην πλέον πρόσφατη έρευνα σχετικά με το κόστος εργασίας (επί του παρόντος εκείνη του 2008) και σε παρέκταση βασιζόμενη στον τριμηνιαίο δείκτη του κόστους εργασίας. Η μελέτη του κόστους εργασίας συνιστά μελέτη που διενεργείται ανά τετραετία και συγκεντρώνει ιδιαίτερα λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με τα επίπεδα του κόστους εργασίας. Για την παρέκταση του δείκτη του κόστους εργασίας, τα δεδομένα χρησιμοποιούνται μόνο με συγκεντρωτική μορφή. Ο τριμηνιαίος δείκτης του κόστους εργασίας (ένας ευρωπαϊκός οικονομικός δείκτης (στα αγγλικά)) μετρά την πίεση από πλευράς κόστους που απορρέει από την εργασία ως συντελεστή παραγωγής. Τα δεδομένα που καλύπτει η συλλογή των δεικτών κόστους εργασίας αφορούν το συνολικό μέσο ωριαίο κόστος εργασίας και δύο κατηγορίες κόστους εργασίας: μισθούς και ημερομίσθια• εισφορές κοινωνικής ασφάλισης που καταβάλλονται από τους εργοδότες συν τους φόρους που καταβάλλονται μείον τυχόν επιδοτήσεις που λαμβάνει ο εργοδότης. Τα δεδομένα —που αναλύονται επίσης ανά οικονομική δραστηριότητα— είναι διαθέσιμα για τα συγκεντρωτικά στοιχεία της ΕΕ και τα επιμέρους κράτη μέλη της ΕΕ (NACE αναθ. 2 τομείς Β έως Σ), ανά εργάσιμη ημέρα και με εποχιακή προσαρμογή. Τα δεδομένα των δεικτών κόστους εργασίας παρέχονται υπό μορφή αριθμητικών δεικτών (επί του παρόντος, έτος αναφοράς είναι το 2008) και υπό μορφή ετήσιων και τριμηνιαίων ρυθμών ανάπτυξης (σε σύγκριση με το προηγούμενο τρίμηνο ή με το ίδιο τρίμηνο του προηγούμενου έτους).

Ακαθάριστοι μισθοί / αποδοχές

Οι βασικοί ορισμοί όσον αφορά τις αποδοχές παρέχονται στον κανονισμό 1738/2005 της 21ης Οκτωβρίου 2005. Τα δεδομένα προέρχονται από την έρευνα για τη διάρθρωση των αποδοχών (ΕΔΑ) που πραγματοποιείται ανά τετραετία και της οποίας η πιο πρόσφατη έκδοση ανάγεται στον Οκτώβριο του 2010. Οι ακαθάριστες αποδοχές καλύπτουν τη χρηματική αμοιβή που καταβάλλεται απευθείας από τον εργοδότη, πριν από την αφαίρεση των φόρων και των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης που καταβάλλονται από τους μισθωτούς και παρακρατούνται από τον εργοδότη. Συμπεριλαμβάνονται όλα τα επιμίσθια, ανεξαρτήτως του αν καταβάλλονται τακτικά (όπως ο 13ος ή ο 14ος μισθός, το επίδομα αδείας, η συμμετοχή στα κέρδη, η αποζημίωση μη ληφθείσας αδείας, τυχόν έκτακτες προμήθειες κ.ο.κ.).

Τα δεδομένα όσον αφορά τις διάμεσες αποδοχές βασίζονται στις ακαθάριστες ωριαίες αποδοχές όλων των εργαζομένων (πλήρους και μερικής απασχόλησης, εξαιρουμένων των μαθητευομένων) που εργάζονται σε επιχειρήσεις με 10 και πλέον εργαζόμενους και σε όλους τους κλάδους της οικονομίας, εκτός της γεωργίας, της αλιείας, της δημόσιας διοίκησης, των ιδιωτικών νοικοκυριών και ετερόδικων οργανισμών. Οι διάμεσες αποδοχές συνίστανται σε μια τιμή η οποία είναι μικρότερη από τις αποδοχές του μισού πληθυσμού και μεγαλύτερη από τις αποδοχές του υπόλοιπου μισού πληθυσμού.

Μισθολογική διαφορά μεταξύ των δύο φύλων

Η μισθολογική διαφορά μεταξύ των δύο φύλων, στη μη διορθωμένη μορφή της, ορίζεται ως η διαφορά μεταξύ των μέσων ακαθάριστων ωριαίων αποδοχών των ανδρών και των γυναικών μισθωτών, εκπεφρασμένη ως ποσοστό των μέσων ακαθάριστων ωριαίων αποδοχών των ανδρών μισθωτών. Η μεθοδολογία για τη συγκέντρωση των στοιχείων που διαμορφώνουν τον εν λόγω δείκτη έχει ως στοιχείο αναφοράς τα δεδομένα που συλλέγονται μέσω της έρευνας για τη διάρθρωση των αποδοχών (ΕΔΑ), που αναθεωρείται ανά τετραετία όταν καθίστανται διαθέσιμα τα στοιχεία της ΕΔΑ. Η ΕΔΑ βασίζεται στον κανονισμό 1738/2005 της 21ης Οκτωβρίου 2005.

Σύμφωνα με την εν λόγω μεθοδολογία, ο δείκτης που αφορά τη μη διορθωμένη μισθολογική διαφορά μεταξύ των δύο φύλων καλύπτει όλους τους εργαζομένους (δεν υπάρχουν περιορισμοί όσον αφορά την ηλικία και τις ώρες εργασίας) των επιχειρήσεων (που διαθέτουν τουλάχιστον 10 υπαλλήλους) στους κλάδους της βιομηχανίας, των κατασκευών και των υπηρεσιών (που καλύπτονται από τη NACE αναθ. 2 τομείς Β έως Σ εξαιρουμένου του Ξ). Ορισμένες χώρες παρέχουν επίσης πληροφορίες για τη NACE αναθ. 2 τομέας Ξ (δημόσια διοίκηση και άμυνα• υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση), μολονότι αυτό δεν είναι υποχρεωτικό. Οι πληροφορίες παρέχονται επίσης με ανάλυση σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, ανά χρόνο εργασίας (πλήρης ή μερική απασχόληση) και με βάση την ηλικία των εργαζομένων.

Καθαρές αποδοχές και φορολογική επιβάρυνση

Οι καθαρές αποδοχές απορρέουν από τις ακαθάριστες αποδοχές και αντιπροσωπεύουν το τμήμα της αμοιβής που οι εργαζόμενοι μπορούν πραγματικά να κρατήσουν προκειμένου να το δαπανήσουν ή να το αποταμιεύσουν. Σε σύγκριση με τις ακαθάριστες αποδοχές, οι καθαρές αποδοχές δεν περιλαμβάνουν τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης και τους φόρους, αλλά περιλαμβάνουν τα οικογενειακά επιδόματα.

Οι δείκτες φορολογικού συντελεστή (φορολογική επιβάρυνση επί του κόστους εργασίας, παγίδα ανεργίας και παγίδα εργασίας με χαμηλές αποδοχές) στοχεύουν στην παρακολούθηση της ελκυστικότητας της εργασίας. Η φορολογική επιβάρυνση επί του κόστους εργασίας ορίζεται ως φόρος εισοδήματος επί των ακαθάριστων μισθολογικών αποδοχών συν τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης που καταβάλλουν εργαζόμενοι και εργοδότες, εκπεφρασμένος ως ποσοστό του συνολικού κόστους εργασίας. Ο δείκτης αυτός καταρτίζεται για άγαμους χωρίς παιδιά που κερδίζουν ποσοστό 67 % των μέσων αποδοχών ενός εργαζόμενου στην επιχειρηματική οικονομία (NACE αναθ. 2 τομείς Β έως Ν). Με την παγίδα της ανεργίας μετράται το ποσοστό των ακαθάριστων αποδοχών που «χάνεται» λόγω φορολόγησης με υψηλότερο φορολογικό συντελεστή και καταβολής υψηλότερων εισφορών κοινωνικής ασφάλισης και λόγω της κατάργησης του επιδόματος ανεργίας και άλλων επιδομάτων όταν ένας άνεργος βρίσκει απασχόληση•ορίζεται ως η διαφορά μεταξύ των ακαθάριστων αποδοχών και της αύξησης του καθαρού εισοδήματος κατά τη μετάβαση από την ανεργία στην απασχόληση, εκπεφρασμένη ως ποσοστό επί των ακαθάριστων αποδοχών. Ο δείκτης αυτός καταρτίζεται για άγαμους χωρίς παιδιά που κερδίζουν ποσοστό 67 % των μέσων αποδοχών ενός εργαζομένου στην επιχειρηματική οικονομία (NACE αναθ. 2 τομείς Β έως Ν). Με την παγίδα της εργασίας με χαμηλές αποδοχές μετράται η αναλογία (ως ποσοστό) των ακαθάριστων αποδοχών που «χάνεται» λόγω φορολόγησης μέσω των συνδυασμένων επιπτώσεων του φόρου εισοδήματος, των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, και τυχόν κατάργησης επιδομάτων σε περίπτωση που οι ακαθάριστες αποδοχές αυξηθούν από 33 % σε 67 % των μέσων αποδοχών ενός εργαζομένου στην επιχειρηματική οικονομία (NACE αναθ. 2 τομείς Β έως Ν). Ο εν λόγω δείκτης καταρτίζεται για άγαμους χωρίς παιδιά καθώς και για ζευγάρια με ένα εισόδημα και δύο παιδιά ηλικίας μεταξύ 6 και 11 ετών.

Πλαίσιο

Η δομή και η ανάπτυξη του κόστους εργασίας και των αποδοχών αποτελούν σημαντικά χαρακτηριστικά κάθε αγοράς εργασίας, αντικατοπτρίζοντας την προσφορά εργασίας από ιδιώτες και τη ζήτηση εργασίας από επιχειρήσεις.

Οι υπεύθυνοι για τη χάραξη πολιτικής έχουν επικεντρωθεί στην καταπολέμηση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού ενθαρρύνοντας τα άτομα να στραφούν (εκ νέου) προς την εργασία. Ωστόσο, η ομάδα των «χαμηλόμισθων εργαζομένων» ή των «φτωχών εργαζομένων» έχει ενταχθεί στις πολιτικές συζητήσεις: πράγματι, η μεγάλη ανισότητα ως προς τις αποδοχές εντός της ΕΕ έχει εκθέσει ποσοστό περίπου 12,1 % των απασχολουμένων στον κίνδυνο της φτώχειας ή του κοινωνικού αποκλεισμού, οι οποίοι, κατά συνέπεια, αντιμετωπίζουν σοβαρές δυσκολίες σε σχέση με τη διατήρηση κάποιων ελάχιστων προϋποθέσεων ως προς το βιοτικό τους επίπεδο.

Σκοπός της ΕΕ είναι η προώθηση των ίσων ευκαιριών, δηλαδή η προοδευτική εξάλειψη της μισθολογικής διαφοράς μεταξύ των δύο φύλων. Στο άρθρο 157 παράγραφος 1 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) θεσπίζεται η αρχή της ισότητας της αμοιβής μεταξύ ανδρών και γυναικών για όμοια εργασία ή για εργασία της αυτής αξίας, και στο άρθρο 157 παράγραφος 3 παρέχεται η νομική βάση για τη νομοθεσία σχετικά με την ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας. Η στρατηγική για την ισότητα μεταξύ γυναικών και ανδρών (2010–2015) εγκρίθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή τον Σεπτέμβριο του 2010. Βασίζεται στην πείρα που αποκομίστηκε από τον χάρτη πορείας (COM(2006) 92 τελικό) που καταρτίστηκε για την περίοδο 2006-2010 και έχει ως στόχο να αποτελέσει ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο που θα δεσμεύει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την προώθηση της ισότητας των φύλων σε όλες τις πολιτικές της. Στη στρατηγική υπογραμμίζεται η συμβολή της ισότητας των φύλων στην οικονομική μεγέθυνση και τη βιώσιμη ανάπτυξη, και υποστηρίζεται η υλοποίηση της διάστασης της ισότητας των φύλων της στρατηγικής «Ευρώπη 2020». Έχοντας αυτό υπόψη, η ΕΕ καθιέρωσε για πρώτη φορά την ημέρα ισότητας των μισθών στις 5 Μαρτίου 2011. Η ημερομηνία αυτή επιλέχθηκε για συγκεκριμένο λόγο, διότι για να φτάσει τις μέσες ετήσιες αποδοχές ενός άνδρα, μια γυναίκα θα πρέπει να εργάζεται για δύο επιπλέον μήνες και κάτι (έως τις 5 Μαρτίου του επόμενου έτους), προκειμένου να λάβει το ίδιο ποσό αμοιβής με έναν άνδρα.

Βλέπε επίσης

Περαιτέρω πληροφορίες της Eurostat

Εκδόσεις

Βασικοί πίνακες

Gender pay gap in unadjusted form (tsdsc340)
Labour cost index by NACE Rev. 2 (teilm100)
Labour cost index by NACE Rev. 2 - percentage change Q/Q-1 (teilm120)
Labour cost index by NACE Rev. 2 - percentage change Q/Q-4 (teilm130)
Labour cost index by NACE Rev. 2 - Index (2008=100) (teilm140)

Βάση δεδομένων

Ειδική ενότητα

Labour costs
Earnings

Μεθοδολογία / Μεταδεδομένα

Πηγή δεδομένων για πίνακες και γραφήματα (MS Excel)

Εξωτερικοί σύνδεσμοι