Statistics Explained

Archive:Παραγωγή και εισαγωγές ενέργειας

Revision as of 13:15, 23 September 2014 by EXT-S-Allen (talk | contribs)
Δεδομένα Μαρτίου και Μαΐου του 2014. Πιο πρόσφατα δεδομένα: Περαιτέρω πληροφορίες της Eurostat, Βασικοί πίνακες και Βάση δεδομένων. Προγραμματισμένη ενημέρωση άρθρου: Απρίλιος 2015.
Πίνακας 1: Παραγωγή ενέργειας, 2002 και 2012
(σε εκατομμύρια τόνους ισοδύναμου πετρελαίου) - Πηγή: Eurostat (ten00076), (ten00080), (ten00077), (ten00079), (ten00078) και (ten00081)
Γράφημα 1: Παραγωγή πρωτογενούς ενέργειας, ΕΕ-28, 2012
(% επί του συνόλου, με βάση τόνους ισοδύναμου πετρελαίου) - Πηγή: Eurostat (ten00080), (ten00077), (ten00079), (ten00078), (ten00081) και (nrg_107a)
Γράφημα 2: Εξέλιξη της παραγωγής πρωτογενούς ενέργειας
(ανά είδος καυσίμου), ΕΕ-28, 2002–12
(2002 = 100, με βάση τόνους ισοδύναμου πετρελαίου) - Πηγή: Eurostat (ten00076), (ten00081), (ten00080), (ten00079), (ten00078) και (ten00077)
Πίνακας 2: Καθαρές εισαγωγές πρωτογενούς ενέργειας, 2002–12 - Πηγή: Eurostat (nrg_100a) και (tps00001)
Πίνακας 3: Κύρια προέλευση των εισαγωγών πρωτογενούς ενέργειας, ΕΕ-28, 2002–12
(% των εισαγωγών εκτός της ΕΕ-28) - Πηγή: Eurostat (nrg_122a), (nrg_123a) και (nrg_124a)
Πίνακας 4: Ποσοστό ενεργειακής εξάρτησης, ΕΕ-28, 2002–12
(% επί των καθαρών εισαγωγών σε ακαθάριστη εγχώρια κατανάλωση και δεξαμενές αποθήκευσης, με βάση τόνους ισοδύναμου πετρελαίου) - Πηγή: Eurostat (nrg_100a), (nrg_102a) και (nrg_103a)
Γράφημα 3: Ποσοστό ενεργειακής εξάρτησης — όλα τα προϊόντα, 2012
(% επί των καθαρών εισαγωγών σε ακαθάριστη εγχώρια κατανάλωση και δεξαμενές αποθήκευσης, με βάση τόνους ισοδύναμου πετρελαίου) - Πηγή: Eurostat (tsdcc310) και (nrg_100a)

Η εξάρτηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) από τις εισαγωγές ενέργειας, ιδίως πετρελαίου και πιο πρόσφατα φυσικού αερίου, διαμορφώνει ένα πλαίσιο που χαρακτηρίζεται από πολιτικούς προβληματισμούς όσον αφορά την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού. Στο παρόν άρθρο εξετάζεται η παραγωγή πρωτογενούς ενέργειας στην ΕΕ και, εξαιτίας της απόκλισης μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης, η αυξανόμενη εξάρτηση της ΕΕ από τις εισαγωγές ενέργειας από χώρες που δεν είναι μέλη της ΕΕ. Πράγματι, περισσότερο από το ήμισυ (53,4 %) τηςακαθάριστης εγχώριας κατανάλωσης ενέργειας στην ΕΕ-28 το 2012 προήλθε από εισαγωγές.

Κύρια στατιστικά στοιχεία

Πρωτογενής παραγωγή

Η παραγωγή πρωτογενούς ενέργειας στην ΕΕ-28 ανήλθε συνολικά σε 794,3 εκατομμύρια τόνους ισοδύναμου πετρελαίου (τιπ) το 2012. Αυτό αποτέλεσε συνέχεια της γενικά καθοδικής τάσης που παρατηρούνταν τα τελευταία χρόνια, με εξαίρεση κυρίως το 2010, οπότε η παραγωγή ανέκαμψε μετά τη σχετικά έντονη μείωσή της το 2009, που συνέπεσε με τη χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση. Εξεταζόμενη σε περισσότερο μακροχρόνιο πλαίσιο, η παραγωγή πρωτογενούς ενέργειας στην ΕΕ-28 ήταν κατά 15,7 % χαμηλότερη το 2012 σε σχέση με μια δεκαετία νωρίτερα. Η εν γένει καθοδική τάση της παραγωγής στην ΕΕ-28 μπορεί, τουλάχιστον εν μέρει, να αποδοθεί στην εξάντληση των πρώτων υλών και/ή στο γεγονός ότι οι παραγωγοί θεωρούν μη επικερδή την εκμετάλλευση των περιορισμένων πόρων.

Το υψηλότερο επίπεδο παραγωγής πρωτογενούς ενέργειας μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ σημειώθηκε στη Γαλλία, με ποσοστό 16,8 % του συνόλου της ΕΕ-28, ενώ ακολουθούσαν η Γερμανία (15,6 %) και το Ηνωμένο Βασίλειο (14,6 %). Σε σύγκριση με μια δεκαετία νωρίτερα, η κυριότερη αλλαγή ήταν η μείωση στο ποσοστό του Ηνωμένου Βασιλείου από το 27,1 % — βλέπε πίνακα 1. Τα μοναδικά άλλα κράτη μέλη των οποίων τα ποσοστά μειώθηκαν κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ήταν η Δανία (-0,6 ποσοστιαίες μονάδες) και η Λιθουανία (-0,4 ποσοστιαίες μονάδες). Σε απόλυτα μεγέθη, οι μεγαλύτερες αυξήσεις της παραγωγής πρωτογενούς ενέργειας κατά τη διάρκεια της δεκαετίας που μεσολάβησε ως το 2012 καταγράφηκαν στην Ιταλία και τη Σουηδία (αμφότερες κατά 4,4 εκατομμύρια τιπ), και στις Κάτω Χώρες (κατά 4,3 εκατομμύρια τιπ).

Η παραγωγή πρωτογενούς ενέργειας στην ΕΕ-28 το 2012 κάλυψε ευρύ φάσμα πηγών ενέργειας, εκ των οποίων η πλέον σημαντική από την άποψη του βαθμού συμβολής της ήταν η πυρηνική ενέργεια (28,7 % του συνόλου)• η σημασία των πυρηνικών καυσίμων ήταν ιδιαίτερα μεγάλη στη Γαλλία, στο Βέλγιο και στη Σλοβακία — όπου αντιπροσώπευαν περισσότερο από το ήμισυ της εθνικής παραγωγής πρωτογενούς ενέργειας. Περισσότερο από το ένα πέμπτο της συνολικής παραγωγής πρωτογενούς ενέργειας στην ΕΕ-28 προερχόταν από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (22,3 %) και στερεά καύσιμα (20,9 %, κυρίως άνθρακα), ενώ το μερίδιο του φυσικού αερίου ήταν κάπως χαμηλότερο (16,8 %)• η υπόλοιπη παραγωγή προερχόταν από αργό πετρέλαιο (8,9 %) (βλέπε γράφημα 1).

Η αύξηση της πρωτογενούς παραγωγής από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας υπερέβη εκείνη όλων των υπόλοιπων τύπων ενέργειας. Η αύξηση της πρωτογενούς παραγωγής από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας παρέμεινε σχετικά σταθερή τα περισσότερα έτη από το 2002 έως το 2012, με ελαφρά πτώση το 2011 (βλέπε γράφημα 2). Κατά τη διάρκεια της εν λόγω δεκαετίας, η παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές αυξήθηκε κατά ποσοστό 81,3 % συνολικά. Αντίθετα, τα επίπεδα παραγωγής για τις άλλες πρωτογενείς πηγές ενέργειας μειώθηκαν σε γενικές γραμμές κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, με τις μεγαλύτερες μειώσεις να καταγράφονται για το αργό πετρέλαιο (-53,5 %), το φυσικό αέριο (-35,4 %) και τα στερεά καύσιμα (-20,7 %), με μια μικρότερη πτώση της τάξεως του 10,9 % για την πυρηνική ενέργεια.

Εισαγωγές

Η μείωση της πρωτογενούς παραγωγής ενέργειας από λιθάνθρακα, λιγνίτη, αργό πετρέλαιο, φυσικό αέριο και, πιο πρόσφατα, πυρηνική ενέργεια είχε ως αποτέλεσμα την ολοένα μεγαλύτερη εξάρτηση της ΕΕ από τις εισαγωγές πρωτογενούς ενέργειας προκειμένου να καλυφθεί η ζήτηση, αν και η κατάσταση αυτή σταθεροποιήθηκε στον απόηχο της χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης. Οι εισαγωγές πρωτογενούς ενέργειας στην ΕΕ-28 υπερέβησαν τις εξαγωγές κατά περίπου 922,8 εκατομμύρια τιπ το 2012. Οι μεγαλύτεροι καθαροί εισαγωγείς πρωτογενούς ενέργειας ήταν σε γενικές γραμμές τα πλέον πυκνοκατοικημένα κράτη μέλη της ΕΕ, εξαιρουμένου του Ηνωμένου Βασιλείου και της Πολωνίας (όπου εξακολουθούν να υπάρχουν εγχώρια αποθέματα πετρελαίου/φυσικού αερίου και άνθρακα). Από το 2004, ο μοναδικός καθαρός εξαγωγέας πρωτογενούς ενέργειας μεταξύ των κρατών μελών ήταν η Δανία (βλέπε πίνακα 2).

Η προέλευση των εισαγωγών ενέργειας στην ΕΕ-28 έχει μεταβληθεί σε κάποιο βαθμό τα τελευταία χρόνια, καθώς η Ρωσία έχει διατηρήσει τη θέση της ως βασικός πάροχος αργού πετρελαίου και φυσικού αερίου και έχει αναδειχθεί κορυφαίος πάροχος στερεών καυσίμων (βλέπε πίνακα 3). Το 2012 ποσοστό περίπου 33,7 % των εισαγωγών αργού πετρελαίου στην ΕΕ-28 προερχόταν από τη Ρωσία, ποσοστό ελαφρώς μικρότερο από εκείνα που καταγράφηκαν το 2010 (34,7 %) και το 2011 (34,8 %). Η Ρωσία κατέστη ο κύριος πάροχος στερεών καυσίμων το 2006, ξεπερνώντας τη Νότιο Αφρική, έχοντας ήδη ξεπεράσει την Αυστραλία το 2004 και την Κολομβία το 2002. Το μερίδιο της Ρωσίας στις εισαγωγές στερεών καυσίμων στην ΕΕ-28 αυξήθηκε από 13,1 % το 2002 σε 30,0 % το 2009, προτού σημειώσει πτώση φτάνοντας το 25,9 % το 2012. Παρά την πτώση αυτή, η Ρωσία παρέμεινε η κύρια πηγή εισαγωγών στερεών καυσίμων στην ΕΕ το 2012, μολονότι το μερίδιό της ήταν ελάχιστα υψηλότερο από εκείνο της Κολομβίας (23,7 %) και των ΗΠΑ (23,0 %). Αντιθέτως, το μερίδιο της Ρωσίας στις εισαγωγές φυσικού αερίου στην ΕΕ-28 μειώθηκε από 45,2 % σε 29,5 % μεταξύ του 2002 και του 2010, αλλά η τάση αυτή αντιστράφηκε με τις αυξήσεις που σημειώθηκαν το 2011 και το 2012. Το μερίδιο του Κατάρ στις εισαγωγές φυσικού αερίου στην ΕΕ-28 αυξήθηκε από λιγότερο από 1 % το 2002 σε 11,0 % το 2011, προτού μειωθεί και πάλι φτάνοντας το 8,4 % το 2012.

Η ασφάλεια του εφοδιασμού της ΕΕ σε πρωτογενή ενέργεια θα μπορούσε να απειληθεί σε περίπτωση που μεγάλος όγκος εισαγωγών συγκεντρωνόταν στα χέρια σχετικά λίγων εταίρων. Περισσότερα από τα τρία τέταρτα (76,8 %) των εισαγωγών φυσικού αερίου στην ΕΕ-28 το 2012 προήλθαν από τη Ρωσία, τη Νορβηγία ή την Αλγερία — υπήρξε μεγαλύτερη συγκέντρωση των εισαγωγών σε σχέση με τα δύο προηγούμενα έτη, καθώς οι ίδιες τρεις χώρες συγκέντρωσαν ποσοστό 71,0 % των εισαγωγών φυσικού αερίου το 2010 και 72,0 % το 2011. Παρόμοια ανάλυση δείχνει ότι ποσοστό 53,6 % των εισαγωγών αργού πετρελαίου στην ΕΕ-28 προήλθε από τη Ρωσία, τη Νορβηγία και τη Σαουδική Αραβία το 2012, ενώ 72,6 % των εισαγωγών λιθάνθρακα προήλθε από τη Ρωσία, την Κολομβία και τις ΗΠΑ. Μεταξύ του 2002 και του 2012, υπήρξαν ενδείξεις της ανάδυσης νέων χωρών εταίρων, αν και ο όγκος των εισαγωγών από αυτές παραμένει σχετικά χαμηλός. Αυτό ίσχυσε ειδικότερα για τις εισαγωγές αργού πετρελαίου από τη Νιγηρία, το Αζερμπαϊτζάν και το Καζαχστάν ή για τις εισαγωγές φυσικού αερίου από το Κατάρ.

Η εξάρτηση της ΕΕ-28 από τις εισαγωγές ενέργειας αυξήθηκε από λιγότερο από 40 % της ακαθάριστης κατανάλωσης ενέργειας κατά τη δεκαετία του 1980 φτάνοντας σε ποσοστό 53,4 % το 2012 (βλέπε πίνακα 4). Αυτό το τελευταίο στοιχείο σηματοδότησε μια ελαφρά μείωση του ποσοστού εξάρτησης, που είχε φτάσει το 2008 στη μέγιστη τιμή του, 54,7 %. Τα υψηλότερα ποσοστά ενεργειακής εξάρτησης το 2012 καταγράφηκαν για το αργό πετρέλαιο (88,2 %) και το φυσικό αέριο (65,8 %). Κατά την τελευταία δεκαετία (μεταξύ του 2002 και του 2012), η εξάρτηση της ΕΕ από τρίτες χώρες για την προμήθεια φυσικού αερίου (14,9 ποσοστιαίες μονάδες) και αργού πετρελαίου (11,9 ποσοστιαίες μονάδες) αυξήθηκε με ταχύτερους ρυθμούς σε σύγκριση με τα στερεά καύσιμα (8,9 ποσοστιαίες μονάδες). Από το 2004, οι καθαρές εισαγωγές ενέργειας στην ΕΕ-28 ήταν υψηλότερες από την πρωτογενή παραγωγή της• με άλλα λόγια, περισσότερο από το ήμισυ της ακαθάριστης εγχώριας κατανάλωσης ενέργειας στην ΕΕ-28 καλυπτόταν από καθαρούς εισαγωγείς.

Δεδομένου ότι αποτελούσε καθαρό εξαγωγέα, η Δανία υπήρξε το μόνο κράτος μέλος της ΕΕ το 2012 με αρνητικό ποσοστό εξάρτησης (βλέπε γράφημα 3). Μεταξύ των υπολοίπων κρατών μελών, τα χαμηλότερα ποσοστά εξάρτησης καταγράφηκαν στην Εσθονία, τη Ρουμανία, την Τσεχική Δημοκρατία και τη Σουηδία (οι μόνες άλλες χώρες που ανέφεραν ποσοστό εξάρτησης κάτω του 30,0 %)• την ίδια στιγμή, η Μάλτα, το Λουξεμβούργο και η Κύπρος εξαρτώνταν (σχεδόν) εξ ολοκλήρου από τις εισαγωγές πρωτογενούς ενέργειας.

Πηγές και διαθεσιμότητα δεδομένων

Τα ενεργειακά βασικά προϊόντα που εξάγονται ή λαμβάνονται απευθείας από φυσικούς πόρους ονομάζονται πηγές πρωτογενούς ενέργειας, ενώ τα ενεργειακά βασικά προϊόντα που παράγονται από πηγές πρωτογενούς ενέργειας σε σταθμούς μετασχηματισμού ονομάζονται παράγωγα προϊόντα. Η παραγωγή πρωτογενούς ενέργειας καλύπτει την εθνική παραγωγή πηγών πρωτογενούς ενέργειας και πραγματοποιείται με την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, για παράδειγμα σε ανθρακωρυχεία, κοιτάσματα αργού πετρελαίου, σταθμούς παραγωγής υδροηλεκτρικής ενέργειας, ή με την παρασκευή βιοκαυσίμων. Όποτε η κατανάλωση υπερβαίνει την πρωτογενή παραγωγή, η διαφορά πρέπει να καλύπτεται μέσω εισαγωγών πρωτογενών ή παράγωγων προϊόντων.

Η θερμότητα που παράγεται σε αντιδραστήρα ως αποτέλεσμα της πυρηνικής σχάσης θεωρείται πρωτογενής παραγωγή πυρηνικής θερμότητας, η οποία καλείται, εναλλακτικά, πυρηνική ενέργεια. Υπολογίζεται είτε με βάση την πραγματικά παραγόμενη ποσότητα θερμότητας είτε με βάση την αναφερθείσα ακαθάριστη παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και τη θερμική απόδοση του πυρηνικού σταθμού. Η πρωτογενής παραγωγή άνθρακα και λιγνίτη συνίσταται σε ποσότητες καυσίμων που εξορύσσονται ή παράγονται, και υπολογίζεται κατόπιν τυχόν ενεργειών απομάκρυνσης των αδρανών υλικών.

Ο μετασχηματισμός της ενέργειας από μια μορφή σε μιαν άλλη, όπως η παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος ή θερμότητας από θερμοηλεκτρικά εργοστάσια ή η παραγωγή οπτάνθρακα από εγκαταστάσεις οπτανθρακοποίησης δεν θεωρείται πρωτογενής παραγωγή.

Οι καθαρές εισαγωγές υπολογίζονται ως η ποσότητα των εισαγωγών μείον την αντίστοιχη ποσότητα εξαγωγών. Οι εισαγωγές αντιπροσωπεύουν το σύνολο της ενέργειας που εισέρχεται στην εθνική επικράτεια εκτός των ποσοτήτων ενέργειας που διαμετακομίζονται (μέσω αγωγών φυσικού αερίου και πετρελαιαγωγών)• ομοίως, οι εξαγωγές καλύπτουν όλες τις ποσότητες που εξάγονται από την εθνική επικράτεια.

Πλαίσιο

Περισσότερο από το ήμισυ της ενέργειας στην ΕΕ-28 προέρχεται από χώρες εκτός της ΕΕ – και αυτή η αναλογία παρουσιάζει σε γενικές γραμμές αύξηση την τελευταία δεκαετία. Μεγάλο μέρος αυτής της ενέργειας προέρχεται από τη Ρωσία, της οποίας οι διαφορές με τις χώρες διαμετακόμισης απειλούν με διατάραξη του εφοδιασμού τα τελευταία χρόνια – για παράδειγμα, μεταξύ 6 και 20 Ιανουαρίου 2009, διακόπηκε η ροή φυσικού αερίου από τη Ρωσία μέσω της Ουκρανίας.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε τη δεύτερη επισκόπηση της ενεργειακής στρατηγικής (στα αγγλικά) τον Νοέμβριο του 2008. Σε αυτήν εξετάζονταν τρόποι με τους οποίους η ΕΕ θα μπορούσε να μειώσει την εξάρτησή της από τις εισαγωγές ενέργειας, βελτιώνοντας έτσι την ασφάλεια του εφοδιασμού της και μειώνοντας τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου. Σκοπός του εν λόγω εγγράφου ήταν να προωθήσει την ενεργειακή αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ, να προτείνει σχέδιο δράσης για την εξασφάλιση του βιώσιμου ενεργειακού εφοδιασμού και να εγκρίνει δέσμη προτάσεων για την ενεργειακή απόδοση με στόχο την εξοικονόμηση ενέργειας σε βασικούς τομείς, όπως τα κτίρια και τα προϊόντα που καταναλώνουν ενέργεια.

Με αφορμή τη ρωσο-ουκρανική κρίση φυσικού αερίου τον Ιανουάριο του 2009, το νομοθετικό πλαίσιο σχετικά με την ασφάλεια του εφοδιασμού επανεξετάσθηκε και τον Σεπτέμβριο του 2009 το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσε την οδηγία 2009/119/ΕΚ σχετικά με υποχρέωση διατήρησης ενός ελάχιστου επιπέδου αποθεμάτων αργού πετρελαίου και/ή προϊόντων πετρελαίου από τα κράτη μέλη. Τα εν λόγω μέτρα που αφορούσαν τις αγορές πετρελαίου και φυσικού αερίου σχεδιάστηκαν με σκοπό να διασφαλισθεί ότι όλα τα μέρη λαμβάνουν αποτελεσματικά μέτρα για την πρόληψη και τον περιορισμό των επιπτώσεων δυνητικών διαταραχών του εφοδιασμού, δημιουργώντας επίσης παράλληλα μηχανισμούς συνεργασίας των κρατών μελών για την αποτελεσματική αντιμετώπιση τυχόν σοβαρών διαταραχών στον εφοδιασμό με πετρέλαιο ή φυσικό αέριο• συστήθηκε δε μηχανισμός συντονισμού ούτως ώστε τα κράτη μέλη να μπορούν να αντιδρούν ενιαία και άμεσα σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης.

Το ευρύ φάσμα ενεργειακών πηγών και η ποικιλία ως προς τους προμηθευτές, τις μεταφορικές οδούς και τους μηχανισμούς μεταφοράς μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην εξασφάλιση του ενεργειακού εφοδιασμού. Η οικοδόμηση αξιόπιστων εταιρικών σχέσεων με τις χώρες εφοδιασμού, διαμετακόμισης και κατανάλωσης θεωρείται ένας τρόπος περιορισμού των κινδύνων που συνδέονται με την ενεργειακή εξάρτηση της ΕΕ και, τον Σεπτέμβριο του 2011, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε ανακοίνωση με τίτλο «Η ενεργειακή πολιτική της ΕΕ: η συνεργασία με τους πέραν των συνόρων μας εταίρους» (COM(2011) 539 τελικό).

Τον Νοέμβριο του 2010 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε μια πρωτοβουλία με τίτλο «Ενέργεια 2020 Μια στρατηγική για ανταγωνιστική, αειφόρο και ασφαλή ενέργεια» (COM(2010) 639 τελικό). Η εν λόγω στρατηγική καθορίζει τις ενεργειακές προτεραιότητες για μια δεκαετία και ορίζει τις δράσεις που θα αναληφθούν προκειμένου να αντιμετωπιστεί μια δέσμη διαφορετικών προκλήσεων, όπως μεταξύ άλλων να επιτευχθεί η διαμόρφωση μιας αγοράς με ανταγωνιστικές τιμές και ασφαλή εφοδιασμό, να δοθεί ώθηση στο τεχνολογικό προβάδισμα και να πραγματοποιηθούν αποτελεσματικές διαπραγματεύσεις με τους διεθνείς εταίρους.

Τον ίδιο μήνα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε πρωτοβουλία με τίτλο «Προτεραιότητες για την ενεργειακή υποδομή για το 2020 και μετέπειτα - Προσχέδιο για ενοποιημένο ευρωπαϊκό ενεργειακό δίκτυο» (COM(2010) 677 τελικό). Σε αυτήν καθορίζονται διάδρομοι προτεραιότητας της ΕΕ για τη μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας, φυσικού αερίου και πετρελαίου. Προτείνεται επίσης μια «εργαλειοθήκη» για να διευκολυνθεί η έγκαιρη υλοποίηση των εν λόγω υποδομών προτεραιότητας.

Υπάρχουν ορισμένες πρωτοβουλίες σε εξέλιξη με σκοπό την ανάπτυξη αγωγών φυσικού αερίου μεταξύ της Ευρώπης και των γειτονικών της χωρών στην Ανατολή και στον Νότο. Σε αυτές συγκαταλέγονται ο αγωγός Nord Stream (μεταξύ Ρωσίας και ΕΕ μέσω της Βαλτικής Θάλασσας) που τέθηκε σε λειτουργία τον Νοέμβριο του 2011, ο αγωγός South Stream (μεταξύ Ρωσίας και ΕΕ μέσω του Εύξεινου Πόντου) που αναμένεται να ολοκληρωθεί το 2015 και ο Αδριατικός Αγωγός (που συνδέει την Τουρκία με την Ιταλία μέσω της Ελλάδας και της Αλβανίας για τη μεταφορά φυσικού αερίου από την περιοχή της Κασπίας στην ΕΕ).

Βλέπε επίσης

Περαιτέρω πληροφορίες της Eurostat

Δημοσιεύσεις

Βασικοί πίνακες

Energy statistics - quantities (t_nrg_quant)
Total production of primary energy (ten00076)
Primary production of coal and lignite (ten00077)
Primary production of crude oil (ten00078)
Primary production of natural gas (ten00079)
Primary production of nuclear energy (ten00080)
Primary production of renewable energy (ten00081)
Energy dependence (tsdcc310)

Βάση δεδομένων

Energy statistics - quantities, annual data (nrg_quant)
Energy statistics - supply, transformation, consumption (nrg_10)
Energy statistics - imports (by country of origin) (nrg_12)
Energy statistics - exports (by country of destination) (nrg_13)

Ειδική ενότητα

  • Energy (στα αγγλικά)

Μεθοδολογία / Μεταδεδομένα

Πηγή δεδομένων για πίνακες και γραφήματα (MS Excel)

Εξωτερικοί σύνδεσμοι