Statistics Explained

Στατιστικές για την εισοδηματική φτώχεια

Revision as of 11:22, 28 January 2020 by EXT-S-Allen (talk | contribs)


Στοιχεία Μαΐου 2019.

Προγραμματισμένη επικαιροποίηση του άρθρου: Οκτώβριος 2020.

Ενδιαφέροντα σημεία

Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας (μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις) στην ΕΕ μειώθηκε κατά το 2017 στο 16,9 % (-0,4 ποσοστιαία μονάδα).

Το 2017, χάρη στις κοινωνικές μεταβιβάσεις, το 8,7 % του πληθυσμού της ΕΕ ξεπέρασε το όριο της φτώχειας.

Το 20 % του πληθυσμού με το υψηλότερο διαθέσιμο εισόδημα στην ΕΕ το 2017 έλαβε 5,1 φορές περισσότερο εισόδημα από το 20 % του πληθυσμού με το χαμηλότερο διαθέσιμο εισόδημα.

[[File:Income poverty statistics-FP2019-interactive-EL.XLSX]]

Ποσοστό ατόμων που απειλούνται από τη φτώχεια, 2017

Στο παρόν άρθρο αναλύονται οι πρόσφατες στατιστικές σχετικά με τη νομισματική φτώχεια και τις εισοδηματικές ανισότητες στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Οι συγκρίσεις μεταξύ χωρών όσον αφορά το βιοτικό επίπεδο βασίζονται συχνά στο κατά κεφαλή ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ), το οποίο αντικατοπτρίζει, σε νομισματικούς όρους, πόσο πλούσια είναι μια χώρα σε σύγκριση με μια άλλη. Ωστόσο, αυτός ο βασικός δείκτης δίνει ελάχιστες πληροφορίες σχετικά με την κατανομή του εισοδήματος στο εσωτερικό μιας χώρας και, επιπλέον, δεν παρέχει κανένα στοιχείο για τους μη νομισματικούς παράγοντες που μπορεί να καθορίσουν σε σημαντικό βαθμό την ποιότητα ζωής που απολαμβάνει ο πληθυσμός. Αφενός, οι ανισότητες στην κατανομή του εισοδήματος μπορούν να δημιουργήσουν κίνητρα για τους πολίτες για να βελτιώσουν την κατάστασή τους μέσω της εργασίας, της καινοτομίας ή της απόκτησης νέων δεξιοτήτων. Αφετέρου, αυτές οι εισοδηματικές ανισότητες θεωρείται συχνά ότι συνδέονται με το έγκλημα, τη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό.

Πλήρες άρθρο

Ποσοστό κινδύνου φτώχειας και κατώτατο όριο

Παρατηρείται ελαφρά ανοδική τάση του ποσοστού κινδύνου φτώχειας (μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις) στην ΕΕ-28, το οποίο το 2010 ήταν 16,5 %. Ενώ κατά την περίοδο 2011 έως 2013 η διακύμανση ήταν μικρή, το άλμα της 0,5 ποσοστιαίας μονάδας το 2014 είχε ως αποτέλεσμα να σημειωθούν τα υψηλότερα επίπεδα κατά την περίοδο αυτή των τριών συνεχόμενων ετών (17,2 % ή 17,3 %). Το 2017, το έτος με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, παρατηρήθηκε μείωση του ποσοστού στο 16,9 % (- 0,4 ποσοστιαία μονάδα).

Σχήμα 1: Ποσοστό κινδύνου φτώχειας και κατώτατο όριο, 2017
Πηγή: Eurostat (ilc_li01) και (ilc_li02)


Το ποσοστό για την ΕΕ-28, που υπολογίστηκε ως ο σταθμισμένος μέσος όρος των εθνικών αποτελεσμάτων, αποκρύπτει σημαντικές διαφορές μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ (βλ. σχήμα 1). Σε εννέα κράτη μέλη, δηλαδή στη Ρουμανία (23,6 %), τη Βουλγαρία (23,4 %), τη Λιθουανία (22,9 %), τη Λετονία (22,1 %), την Ισπανία (21,6 %), την Εσθονία (21,0 %), την Ιταλία (20,3 %), την Ελλάδα (20,2 %) και την Κροατία (20,0 %), το ένα πέμπτο ή περισσότερο του πληθυσμού θεωρείται ότι διατρέχει κίνδυνο φτώχειας· το ίδιο συμβαίνει και στη Σερβία (25,7 %), τη Βόρεια Μακεδονία και την Τουρκία (22,2 % και για τις δύο χώρες). Μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ, τα χαμηλότερα ποσοστά ατόμων που διατρέχουν κίνδυνο φτώχειας παρατηρήθηκαν στην Τσεχική Δημοκρατία (9,1 %) και τη Φινλανδία (11,5 %), ενώ η Ισλανδία (8,8 % - στοιχεία του 2016) αναφέρει ακόμη πιο χαμηλό ποσοστό πληθυσμού που διατρέχει κίνδυνο φτώχειας.

Το όριο κινδύνου φτώχειας (το οποίο εμφανίζεται και στο σχήμα 1) καθορίζεται στο 60 % του εθνικού διάμεσου ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος. Για λόγους χωρικών συγκρίσεων, αυτό συχνά εκφράζεται σε μονάδες αγοραστικής δύναμης (ΜΑΔ) για να ληφθούν υπόψη οι διαφορές του κόστους διαβίωσης μεταξύ των χωρών. Οι εισοδηματικές αξίες για το όριο αυτό παρουσίασαν σημαντικές διακυμάνσεις μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ το 2017, φτάνοντας από 3 182 ΜΑΔ στη Ρουμανία έως 14 006 ΜΑΔ στην Αυστρία, ενώ το όριο στο Λουξεμβούργο (17 604 ΜΑΔ) υπερέβη κατά πολύ την ανώτατη τιμή του φάσματος αυτού. Το όριο της φτώχειας ήταν επίσης σχετικά χαμηλό στη Σερβία (3 087 ΜΑΔ), τη Βόρεια Μακεδονία (3 179 ΜΑΔ) και την Τουρκία (3 987 ΜΑΔ) και σχετικά υψηλό στην Ισλανδία (13 316 ΜΑΔ - στοιχεία του 2016), τη Νορβηγία (15 740 ΜΑΔ) και την Ελβετία (16 225 ΜΑΔ).

Σχήμα 2: Ποσοστό κινδύνου φτώχειας μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις, 2017
(% του πληθυσμού άνω των 16 ετών)
Πηγή: Eurostat (ilc_li02)


Οι διάφορες κοινωνικές ομάδες είναι περισσότερο ή λιγότερο ευάλωτες στη νομισματική φτώχεια
Το 2017 υπήρχε μικρή διαφορά στο ποσοστό του κινδύνου φτώχειας (μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις) μεταξύ ανδρών και γυναικών στην ΕΕ-28: τα πιο πρόσφατα ποσοστά ισοδυναμούν με 15,5 % για τους άνδρες σε σύγκριση με ελαφρά υψηλότερο ποσοστό (17,1 %) για τις γυναίκες (βλ. σχήμα 2). Οι μεγαλύτερες διαφορές μεταξύ των φύλων το 2017 παρατηρήθηκαν στην Εσθονία (6,0 ποσοστιαίες μονάδες), τη Λετονία (5,8 ποσοστιαίες μονάδες), τη Λιθουανία (5,0 ποσοστιαίες μονάδες), την Τσεχία (4,0 ποσοστιαίες μονάδες), τη Βουλγαρία (3,8 ποσοστιαίες μονάδες) και τη Σλοβενία (3,2 ποσοστιαίες μονάδες). Η Ιρλανδία, η Κροατία, η Κύπρος, το Βέλγιο, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ιταλία, η Μάλτα, η Αυστρία και η Γερμανία ανέφεραν επίσης ποσοστά κινδύνου φτώχειας για τις γυναίκες που ήταν κατά 2,0 ή περισσότερες ποσοστιαίες μονάδες μεγαλύτερα από τα αντίστοιχα ποσοστά για τους άνδρες, όπως συνέβη και στην Ελβετία και τη Νορβηγία. Αντίθετα, στη Δανία, το ποσοστό του κινδύνου φτώχειας ήταν κατά 1 ποσοστιαία μονάδα υψηλότερο για τους άνδρες από ό,τι για τις γυναίκες. Το ίδιο συνέβη και στην περίπτωση της Βόρειας Μακεδονίας (1 ποσοστιαία μονάδα).


Πίνακας 1: Ποσοστό κινδύνου φτώχειας μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις, ανά συχνότερη επαγγελματική κατάσταση, 2017
(% του πληθυσμού άνω των 18 ετών)
Πηγή: Eurostat (ilc_li04)


Οι αποκλίσεις όσον αφορά τα ποσοστά κινδύνου φτώχειας ήταν μεγαλύτερες όταν η ταξινόμηση του πληθυσμού γινόταν με βάση την επαγγελματική κατάσταση
Οι άνεργοι είναι ιδιαίτερα ευάλωτη ομάδα (βλ. πίνακα 1): σχεδόν το ήμισυ (47,8 %) όλων των ανέργων στην ΕΕ-28 αντιμετώπιζαν κίνδυνο φτώχειας το 2017, με το υψηλότερο κατά πολύ ποσοστό στη Γερμανία (70,6 %). Δέκα άλλα κράτη μέλη της ΕΕ (Λιθουανία, Βουλγαρία, Μάλτα, Λετονία, Λουξεμβούργο, Ηνωμένο Βασίλειο, Ρουμανία, Ουγγαρία, Σουηδία και Εσθονία) ανέφεραν ότι τουλάχιστον το ήμισυ των ανέργων αντιμετώπιζαν κίνδυνο φτώχειας το 2017.

Περίπου ένας στους επτά (14,2 %) συνταξιούχους στην ΕΕ-28 αντιμετώπιζε κίνδυνο φτώχειας το 2017. Ποσοστά που ήταν τουλάχιστον διπλάσια από τον μέσο όρο της ΕΕ-28 καταγράφηκαν στην Εσθονία (46,1 %), τη Λετονία (43,7 %), τη Λιθουανία (36,7 %) και τη Βουλγαρία (32,4 %).

Τα άτομα που εργάζονταν κινδύνευαν πολύ λιγότερο να αντιμετωπίσουν κίνδυνο φτώχειας (κατά μέσο όρο 9,4 % σε ολόκληρη την ΕΕ-28 το 2017). Το ποσοστό των εργαζομένων που διέτρεχαν κίνδυνο φτώχειας ήταν σχετικά υψηλό στη Ρουμανία (17,4 %) και λιγότερο υψηλό στο Λουξεμβούργο (13,7 %) και την Ισπανία (13,1 %), ενώ η Ελλάδα, η Ιταλία, η Πορτογαλία και η Ουγγαρία ανέφεραν, επίσης, ότι περισσότερα από 1 στα 10 άτομα του εργατικού τους δυναμικού διέτρεχαν κίνδυνο φτώχειας το 2017.


Σχήμα 3: Ποσοστό κινδύνου φτώχειας ανά τύπο νοικοκυριού, νοικοκυριά χωρίς συντηρούμενα τέκνα, 2017
(% του καθορισμένου πληθυσμού)
Πηγή: Eurostat (ilc_li03)


Τα ποσοστά κινδύνου φτώχειας δεν κατανέμονται ομοιόμορφα μεταξύ των νοικοκυριών με διαφορετικές συνθέσεις ενηλίκων και συντηρούμενων τέκνων
Μεταξύ των νοικοκυριών χωρίς συντηρούμενα τέκνα (βλ. σχήμα 3), τα άτομα που ζουν μόνα ήταν πιθανότερο να διατρέξουν κίνδυνο φτώχειας, κατάσταση την οποία αντιμετώπιζε το 26,0 % των μονομελών νοικοκυριών στην ΕΕ-28 το 2017. Αντίθετα, το ποσοστό κινδύνου φτώχειας για νοικοκυριά με δύο ή περισσότερους ενηλίκους ήταν λιγότερο από το μισό του ποσοστού αυτού, 11,1 %. Ειδικότερα στα νοικοκυριά με δύο ενηλίκους, μεταξύ των οποίων τουλάχιστον το ένα άτομο είναι ηλικίας μεγαλύτερης των 65 ετών, το ποσοστό κινδύνου φτώχειας ήταν το ίδιο, 11,1 %.

Τα περισσότερα κράτη μέλη της ΕΕ ανέφεραν ανάλογη κατάσταση: μεταξύ των νοικοκυριών χωρίς συντηρούμενα τέκνα σε όλα τα κράτη μέλη, τα μονομελή νοικοκυριά είχαν τα υψηλότερα ποσοστά κινδύνου φτώχειας, εκτός από τη Μάλτα όπου το υψηλότερο ποσοστό είχαν τα νοικοκυριά με δύο ενήλικες, εκ των οποίων τουλάχιστον το ένα άτομο ήταν ηλικίας 65 ετών και άνω (25,8 % έναντι 25,5 % για τα μονομελή νοικοκυριά). Ανάλογη κατάσταση παρατηρήθηκε στη Βόρεια Μακεδονία, εκτός του ότι τα μονομελή νοικοκυριά ανέφεραν το χαμηλότερο ποσοστό (7,1 %) μεταξύ των τριών τύπων που αναλύθηκαν.

Σε 13 από τα 28 κράτη μέλη της ΕΕ, το ποσοστό κινδύνου φτώχειας για τα νοικοκυριά με δύο ενήλικες, εκ των οποίων τουλάχιστον το ένα άτομο ηλικίας 65 ετών και άνω, ήταν χαμηλότερο από το ποσοστό για την ευρύτερη κατηγορία όλων των νοικοκυριών με δύο ή περισσότερους ενήλικες, κυρίως στην Ελλάδα, όπου η διαφορά ήταν 6,6 ποσοστιαίες μονάδες. Στο άλλο άκρο, στη Μάλτα, το ποσοστό κινδύνου φτώχειας για τα νοικοκυριά με δύο ενήλικες, εκ των οποίων τουλάχιστον το ένα άτομο ηλικίας 65 ετών και άνω, ήταν κατά 13,5 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο απ’ ό,τι για όλα τα νοικοκυριά με δύο ή περισσότερους ενήλικες. Η τάση αυτή παρατηρήθηκε και στην Ελβετία (8,5 ποσοστιαίες μονάδες).


Σχήμα 4: Ποσοστό κινδύνου φτώχειας ανά τύπο νοικοκυριού, νοικοκυριά με συντηρούμενα τέκνα, 2017
(% του καθορισμένου πληθυσμού)
Πηγή: Eurostat (ilc_li03)


Όσον αφορά τα νοικοκυριά με συντηρούμενα τέκνα, το υψηλότερο ποσοστό κινδύνου φτώχειας στην ΕΕ-28 καταγράφηκε για τα μονομελή νοικοκυριά με συντηρούμενα τέκνα, στα οποία έφτασε σχεδόν το ένα τρίτο (35,3 %)
Συγκρίνοντας τα ποσοστά για τα νοικοκυριά με δύο ενήλικες (βλ. σχήμα 4), το ποσοστό εκείνων με ένα μόνο συντηρούμενο τέκνο (12,6 %) διέτρεχαν κίνδυνο φτώχειας ο οποίος ήταν μόλις πάνω από το μισό του ποσοστού που καταγράφηκε για τα νοικοκυριά με τρία ή περισσότερα συντηρούμενα τέκνα (26,9 %). Μεταξύ των τριών τύπων νοικοκυριών που εμφανίζονται στο σχήμα 4, όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ, εκτός από την Ουγγαρία, ανέφεραν ότι τα νοικοκυριά με «δύο ενήλικες και ένα συντηρούμενο τέκνο» είχαν τις λιγότερες πιθανότητες να αντιμετωπίσουν κίνδυνο φτώχειας· στην Ουγγαρία ο χαμηλότερος κίνδυνος φτώχειας καταγράφηκε μεταξύ των νοικοκυριών με δύο ενήλικες με τρία ή περισσότερα συντηρούμενα τέκνα (14,2 %). Τα περισσότερα κράτη μέλη της ΕΕ ανέφεραν ότι το ποσοστό του κινδύνου φτώχειας ήταν υψηλότερο για τα μεμονωμένα άτομα με συντηρούμενα τέκνα. Ωστόσο, υπήρξαν ορισμένες εξαιρέσεις όπου το ποσοστό ήταν υψηλότερο για τα νοικοκυριά που αποτελούνται από δύο ενήλικες με τρία ή περισσότερα παιδιά: κυρίως στη Ρουμανία (61,9 % έναντι 31,2 %) και στη Βουλγαρία (65,0 % έναντι 35,7 %), και, σε μικρότερο βαθμό, στην Πορτογαλία (διαφορά 8,3 ποσοστιαίων μονάδων) και στην Ισπανία (διαφορά 3,3 ποσοστιαίων μονάδων). Η ίδια κατάσταση παρατηρήθηκε στην Ελβετία (διαφορά 4,3 ποσοστιαίων μονάδων) και στις τρεις υποψήφιες χώρες για τις οποίες υπήρχαν διαθέσιμα στοιχεία.

Σχήμα 5: Ποσοστό κινδύνου φτώχειας πριν και μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις, 2017
(% του συνολικού πληθυσμού)
Πηγή: Eurostat (ilc_li02) και (ilc_li10)


Μέτρα κοινωνικής προστασίας μπορούν να εφαρμόζονται ως μέσο για τη μείωση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού
Αυτό μπορεί να επιτευχθεί, για παράδειγμα, με τη χορήγηση παροχών. Ένας τρόπος για την αξιολόγηση της επιτυχίας των μέτρων κοινωνικής προστασίας είναι η σύγκριση των δεικτών κινδύνου φτώχειας πριν και μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (βλ. σχήμα 5). Το 2017, οι κοινωνικές μεταβιβάσεις μείωσαν το ποσοστό του κινδύνου φτώχειας στον πληθυσμό της ΕΕ-28 από 25,6 % πριν από τις μεταβιβάσεις σε 16,9 % μετά τις μεταβιβάσεις και, κατά συνέπεια, βοήθησαν ένα ποσοστό 8,7 % του πληθυσμού να υπερβεί το όριο της φτώχειας. Χωρίς τις κοινωνικές μεταβιβάσεις οι άνθρωποι αυτοί θα διέτρεχαν κίνδυνο φτώχειας.

Συγκρίνοντας τα ποσοστά του κινδύνου φτώχειας πριν και μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις, ο αντίκτυπος των κοινωνικών παροχών ήταν χαμηλός — μετακινώντας κατ’ ανώτατο όριο ένα ποσοστό 6,0 % πάνω από το όριο της φτώχειας — στη Βουλγαρία (5,8 %), την Πορτογαλία (5,3 %), τη Σλοβακία (5,1 %), την Ιταλία (4,9 %), τη Ρουμανία (4,7 %) και την Ελλάδα (3,8 %), καθώς και στη Σερβία (5,9 %), τη Βόρεια Μακεδονία (3,7 %) και την Τουρκία (2,1 %).

Εξετάζοντας τον αντίκτυπο με σχετικούς όρους, τα μισά τουλάχιστον άτομα που διέτρεχαν κίνδυνο φτώχειας στη Φινλανδία, την Ιρλανδία και τη Δανία μετακινήθηκαν πάνω από το όριο της φτώχειας χάρη στις κοινωνικές μεταβιβάσεις, όπως και στην Ισλανδία και τη Νορβηγία.

Εισοδηματικές ανισότητες

Οι κυβερνήσεις, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής και η κοινωνία γενικά δεν μπορούν να καταπολεμήσουν τη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό χωρίς ανάλυση των ανισοτήτων στην κοινωνία, είτε είναι οικονομικής είτε κοινωνικής φύσης. Τα στοιχεία σχετικά με τις οικονομικές ανισότητες αποκτούν ιδιαίτερη σημασία για την εκτίμηση της σχετικής φτώχειας, δεδομένου ότι η κατανομή των οικονομικών πόρων μπορεί να έχει άμεση σχέση με την έκταση και το βάθος της φτώχειας.

Σχήμα 6: Άνιση κατανομή εισοδήματος, 2017
(λόγος πεμπτημορίων εισοδήματος)
Πηγή: Eurostat (ilc_di11)


Το 2017 διαπιστώθηκαν ευρείες ανισότητες στην κατανομή του εισοδήματος: ο σταθμισμένος βάσει του πληθυσμού μέσος όρος των εθνικών αριθμητικών στοιχείων για κάθε κράτος μέλος της ΕΕ (βλ. σχήμα 6) δηλώνει ότι το 20 % του πληθυσμού ενός κράτους μέλους στην κορυφή της κλίμακας (με το υψηλότερο ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα) λάμβανε 5,1 φορές περισσότερο εισόδημα από το 20 % του πληθυσμού του κράτους μέλους στη βάση της κλίμακας (με το χαμηλότερο ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα). Η αναλογία αυτή διέφερε σημαντικά μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ, από 3,4 στη Σλοβενία και την Τσεχία, σε περισσότερο από 6,0 στην Ελλάδα, τη Λετονία, τη Ρουμανία και την Ισπανία και πάνω από 7,0 στη Λιθουανία, με κορύφωση στις 8,2 στη Βουλγαρία. Από τις τρίτες χώρες που εμφανίζονται στο σχήμα 6, η Ισλανδία (3,3 - στοιχεία 2016) και η Νορβηγία (3,9) ανέφεραν επίσης ιδιαίτερα χαμηλά ποσοστά ανισοτήτων στην κατανομή εισοδήματος, ενώ στην Τουρκία (8,7) και τη Σερβία (9,4), οι αναλογίες ήταν υψηλότερες από οποιοδήποτε κράτος μέλος της ΕΕ.

Υπάρχει ενδιαφέρον από πλευράς πολιτικής σχετικά με τις ανισότητες που γνωρίζουν πολλές διαφορετικές κοινωνικές ομάδες. Μια ομάδα που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι οι ηλικιωμένοι, η οποία εκφράζει εν μέρει την αυξανόμενη αναλογία του πληθυσμού της ΕΕ ηλικίας 65 ετών και άνω. Τα συνταξιοδοτικά συστήματα μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπιση της φτώχειας μεταξύ των ηλικιωμένων. Από την άποψη αυτή, είναι ενδιαφέρον να γίνει σύγκριση των εισοδημάτων των ηλικιωμένων με τα εισοδήματα του υπόλοιπου πληθυσμού.


Σχήμα 7: Σχετικό ποσοστό διάμεσου εισοδήματος, 2017
Πηγή: Eurostat (ilc_pnp2)


Σε όλη την ΕΕ των 28, τα άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω είχαν διάμεσο εισόδημα το οποίο το 2017 ήταν ίσο με το 92 % του διάμεσου εισοδήματος του πληθυσμού ηλικίας κάτω των 65 ετών
Σε τέσσερα κράτη μέλη της ΕΕ (Λουξεμβούργο, Γαλλία, Ελλάδα και Ιταλία) το διάμεσο εισόδημα των ηλικιωμένων ήταν υψηλότερο από το διάμεσο εισόδημα των ατόμων ηλικίας κάτω των 65 ετών (βλέπε σχήμα 7). Το ίδιο συνέβη και στη Βόρεια Μακεδονία(1,12), τη Σερβία (1,03) και την Τουρκία (1,01). Στην Ισπανία, την Ουγγαρία, την Αυστρία, τη Ρουμανία, την Πολωνία και την Πορτογαλία το διάμεσο εισόδημα των ηλικιωμένων ήταν 90 % έως 100 % εκείνου που καταγράφηκε για τα άτομα κάτω των 65 ετών. Το ίδιο συνέβη και στην Ισλανδία (στοιχεία του 2015) και τη Νορβηγία. Ποσοστά κάτω από 80 % καταγράφηκαν στο Βέλγιο, τη Σουηδία, τη Δανία, την Τσεχία, τη Βουλγαρία, τη Μάλτα, τη Λιθουανία, τη Λετονία και την Εσθονία. Τα σχετικά χαμηλά ποσοστά μπορεί να εκφράζουν, σε γενικές γραμμές, τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα.


Σχήμα 8: Σχετικό χάσμα διάμεσου εισοδήματος ατόμων σε κίνδυνο φτώχειας, 2017
(%)
Πηγή: Eurostat (ilc_li11)

Το βάθος της φτώχειας, που χρησιμεύει στον ποσοτικό προσδιορισμό του πόσο φτωχοί είναι οι φτωχοί, μπορεί να μετρηθεί με το σχετικό χάσμα διάμεσου εισοδήματος ατόμων σε κίνδυνο φτώχειας. Το διάμεσο εισόδημα ατόμων σε κίνδυνο φτώχειας στην ΕΕ-28 ήταν, κατά μέσο όρο, 24,1 % κάτω από το όριο της φτώχειας το 2017 (βλ. σχήμα 8). Το όριο αυτό ορίζεται στο 60 % του εθνικού διάμεσου ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος όλων των ατόμων. Μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ, το μέσο εισόδημα των ατόμων που αντιμετωπίζουν κίνδυνο φτώχειας ήταν πολύ πιο κάτω από το όριο της φτώχειας στη Ρουμανία (34,5 %). Ποσοστό χάσματος πάνω από 25,0 % καταγράφηκε στη Λετονία, τη Σλοβακία, την Κροατία, την Πορτογαλία, τη Λιθουανία, την Ιταλία, την Ελλάδα, τη Βουλγαρία και την Ισπανία. Το ποσοστό του χάσματος ήταν ακόμη πιο υψηλό στη Σερβία (38,8 %) και στη Βόρεια Μακεδονία (37,3 %). Το μικρότερο χάσμα κινδύνου φτώχειας μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ παρατηρήθηκε στη Φινλανδία (13,7 %) και κατόπιν στην Κύπρο (15,1 %). Και στην Ισλανδία το ποσοστό του χάσματος ήταν ιδιαίτερα χαμηλό, 15,3 % (στοιχεία του 2016).


Στοιχεία για τους πίνακες και τα σχήματα


Πηγές στοιχείων

Οι στατιστικές της ΕΕ για το εισόδημα και τις συνθήκες διαβίωσης (EU-SILC) άρχισαν να καταρτίζονται το 2003 βάσει συμφωνίας κυρίων μεταξύ της Eurostat, έξι κρατών μελών της ΕΕ (Αυστρία, Βέλγιο, Δανία, Ελλάδα, Ιρλανδία, Λουξεμβούργο) και της Νορβηγίας. Σκοπός των στατιστικών EU-SILC ήταν η παροχή βασικών στοιχείων για την κατάρτιση δεικτών σχετικά με το εισόδημα και τις συνθήκες διαβίωσης· η νομική βάση αυτής της διαδικασίας συλλογής στοιχείων είναι ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ.1177/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.

Η συλλογή αυτών των στατιστικών ξεκίνησε επίσημα το 2004 σε 15 κράτη μέλη και επεκτάθηκε το 2005 σε όλα τα υπόλοιπα κράτη μέλη της ΕΕ-25, καθώς και στην Ισλανδία και τη Νορβηγία. Η Βουλγαρία και η Τουρκία ξεκίνησαν τις στατιστικές EU-SILC το 2006, η Ρουμανία το 2007 και η Ελβετία το 2008, ενώ η Κροατία εισήγαγε την έρευνα το 2010. Τα δεδομένα για τη Βόρεια Μακεδονία είναι διαθέσιμα από το 2010 και για τη Σερβία από το 2013 κι έπειτα. Οι στατιστικές EU-SILC περιλαμβάνουν τόσο μια εγκάρσια όσο και μια διαμήκη διάσταση.

Το διαθέσιμο εισόδημα ενός νοικοκυριού καθορίζεται με την άθροιση όλων των νομισματικών εισοδημάτων που λαμβάνει κάθε μέλος του νοικοκυριού από οποιαδήποτε πηγή (συμπεριλαμβανομένων των εισοδημάτων από εργασία, επενδύσεις και κοινωνικές παροχές) — προσαυξανόμενο με τα έσοδα σε επίπεδο νοικοκυριού — με αφαίρεση των φόρων και των κοινωνικών εισφορών που καταβάλλονται. Για να ληφθούν υπόψη οι διαφορές του μεγέθους και της σύνθεσης των νοικοκυριών, το άθροισμα αυτό διαιρείται με τον αριθμό των «ισοδύναμων ενηλίκων» με χρήση μιας πρότυπης κλίμακας (ισοδυναμία), η οποία αποκαλείται «τροποποιημένη κλίμακα του ΟΟΣΑ», η οποία αποδίδει συντελεστή στάθμισης 1,0 για τον πρώτο ενήλικα του νοικοκυριού, συντελεστή στάθμισης 0,5 για κάθε άλλο μέλος του νοικοκυριού ηλικίας άνω των 14 ετών και συντελεστή στάθμισης 0,3 για τα μέλη του νοικοκυριού ηλικίας κάτω των 14 ετών. Το μέγεθος που προκύπτει καλείται ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα και αποδίδεται σε κάθε μέλος του νοικοκυριού. Για τους σκοπούς των δεικτών της φτώχειας, το ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα υπολογίζεται από το συνολικό διαθέσιμο εισόδημα του κάθε νοικοκυριού διαιρούμενο διά του ισοδύναμου μεγέθους του νοικοκυριού· κατά συνέπεια, κάθε άτομο στο νοικοκυριό θεωρείται ότι έχει το ίδιο ισοδύναμο εισόδημα.

Η περίοδος αναφοράς του εισοδήματος είναι σταθερή δωδεκάμηνη περίοδος (όπως το προηγούμενο ημερολογιακό ή φορολογικό έτος) για όλες τις χώρες, με εξαίρεση το Ηνωμένο Βασίλειο, στο οποίο η περίοδος αναφοράς του εισοδήματος είναι το τρέχον έτος της έρευνας, και την Ιρλανδία, στην οποία η έρευνα είναι συνεχής και τα δεδομένα για το εισόδημα συλλέγονται για τους 12 μήνες πριν από την έρευνα.

Το ποσοστό του κινδύνου φτώχειας ορίζεται ως το ποσοστό των ατόμων με ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα κάτω από το όριο κινδύνου φτώχειας (εκφραζόμενο σε μονάδες αγοραστικής δύναμης — ΜΑΔ), που καθορίζεται στο 60 % του εθνικού διάμεσου ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος. Σύμφωνα με αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, το ποσοστό του κινδύνου φτώχειας υπολογίζεται σε σχέση με την κατάσταση σε κάθε κράτος μέλος της ΕΕ και όχι εφαρμόζοντας μια κοινή τιμή κατώτατου ορίου. Το ποσοστό του κινδύνου φτώχειας μπορεί να εκφραστεί πριν ή μετά τη χορήγηση κοινωνικών μεταβιβάσεων, καθώς η διαφορά εκφράζει τον υποθετικό αντίκτυπο των εθνικών κοινωνικών μεταβιβάσεων στη μείωση του κινδύνου φτώχειας. Η συνταξιοδότηση και οι συντάξεις επιζώντων υπολογίζονται ως εισόδημα πριν από τις μεταβιβάσεις και όχι ως κοινωνικές μεταβιβάσεις. Υπάρχουν ποικίλες αναλύσεις του εν λόγω δείκτη, για παράδειγμα: κατά ηλικία, φύλο, επαγγελματική κατάσταση, τύπο νοικοκυριού ή επίπεδο εκπαίδευσης. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο δείκτης δεν μετρά πλούτο, αλλά συνιστά σχετικό μέτρο του σημερινού χαμηλού εισοδήματος (σε σύγκριση με άλλα άτομα στην ίδια χώρα), που δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη χαμηλό βιοτικό επίπεδο. Τα στοιχεία για την ΕΕ-28 και τη ζώνη του ευρώ είναι μέσοι όροι στοιχείων σταθμισμένοι βάσει του πληθυσμού για τα κράτη μέλη.

Πλαίσιο

Στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Λάκεν τον Δεκέμβριο του 2001, οι αρχηγοί των ευρωπαϊκών κρατών και κυβερνήσεων ενέκριναν μια πρώτη δέσμη κοινών στατιστικών δεικτών για τον κοινωνικό αποκλεισμό και τη φτώχεια που υπόκεινται σε συνεχή διαδικασία βελτίωσης από την υποομάδα για τους δείκτες (ΥΟΔ) της επιτροπής κοινωνικής προστασίας (ΕΚΠ). Οι δείκτες αυτοί αποτελούν θεμελιώδες στοιχείο στο πλαίσιο της ανοικτής μεθόδου συντονισμού για την παρακολούθηση της προόδου που σημειώνεται από τα κράτη μέλη της ΕΕ όσον αφορά την καταπολέμηση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού.

Οι στατιστικές EU-SILC είναι η πηγή αναφοράς για τις στατιστικές της ΕΕ όσον αφορά το εισόδημα και τις συνθήκες διαβίωσης και, ιδίως, για τους δείκτες της κοινωνικής ενσωμάτωσης. Στο πλαίσιο της στρατηγικής «Ευρώπη 2020», το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ενέκρινε τον Ιούνιο του 2010 έναν κυρίαρχο στόχο για την κοινωνική ενσωμάτωση: μέχρι το 2020 τα άτομα στην ΕΕ που αντιμετωπίζουν κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού θα πρέπει να είναι λιγότερα κατά τουλάχιστον 20 εκατομμύρια σε σχέση με το 2008. Οι στατιστικές EU-SILC είναι η πηγή που χρησιμοποιείται για την παρακολούθηση της προόδου προς την επίτευξη αυτού του κύριου στόχου, που υπολογίζεται με βάση έναν δείκτη που συνδυάζει το ποσοστό του κινδύνου φτώχειας, το ποσοστό σοβαρής υλικής στέρησης και την αναλογία των ατόμων με πολύ χαμηλή ένταση εργασίας που ζουν στα νοικοκυριά· για περισσότερες πληροφορίες βλ. το άρθρο σχετικά με τα άτομα που διατρέχουν κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού.

Άμεση πρόσβαση σε

Άλλα άρθρα
Πίνακες
Βάση δεδομένων
Θεματική ενότητα
Δημοσιεύσεις
Μεθοδολογία
Απεικονίσεις