Statistics Explained

Στατιστικές κατανομής εισοδήματος

Στοιχεία εξαχθέντα τον Φεβρουαρίου 2017. Πιο πρόσφατα δεδομένα: Περαιτέρω πληροφορίες της Eurostat, Βασικοί πίνακες και Βάση δεδομένων. Προγραμματισμένη επικαιροποίηση του άρθρου: Μάιος 2018.
Γράφημα 1: Ποσοστό κινδύνου φτώχειας και κατώτατο όριο, 2015
Πηγή: Eurostat (ilc_li01) και (ilc_li02)
Γράφημα 2: Ποσοστό κινδύνου φτώχειας μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις, 2015
(%)
Πηγή: Eurostat (ilc_li02)
Πίνακας 1: Ποσοστό κινδύνου φτώχειας μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις, ανά συχνότερη επαγγελματική κατάσταση, 2015
(%)
Πηγή: Eurostat (ilc_li04)
Γράφημα 3: Ποσοστό κινδύνου φτώχειας ανά τύπο νοικοκυριού, νοικοκυριά χωρίς συντηρούμενα τέκνα, 2015
(% του καθορισμένου πληθυσμού)
Πηγή: Eurostat (ilc_li03)
Γράφημα 4: Ποσοστό κινδύνου φτώχειας ανά τύπο νοικοκυριού, νοικοκυριά με συντηρούμενα τέκνα, 2015
(% του καθορισμένου πληθυσμού)
Πηγή: Eurostat (ilc_li03)
Γράφημα 5: Ποσοστό κινδύνου φτώχειας πριν και μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις, 2015
(%)
Πηγή: Eurostat (ilc_li02) και (ilc_li10)
Γράφημα 6: Άνιση κατανομή εισοδήματος, 2015
(λόγος πεμπτημορίων εισοδήματος)
Πηγή: Eurostat (ilc_di11)
Γράφημα 7: Σχετικό ποσοστό διάμεσου εισοδήματος, 2015
(λόγος του διάμεσου ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος ατόμων ηλικίας άνω των 65 ετών προς το διάμεσο ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα των ατόμων ηλικίας κάτω των 65 ετών)
Πηγή: Eurostat (ilc_pnp2)
Γράφημα 8: Σχετικό χάσμα διάμεσου εισοδήματος ατόμων σε κίνδυνο φτώχειας, 2015
(%)
Πηγή: Eurostat (ilc_li11)

Με το παρόν άρθρο αναλύονται πρόσφατες στατιστικές σχετικά με τη νομισματική φτώχεια και τις εισοδηματικές ανισότητες στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Οι συγκρίσεις μεταξύ χωρών όσον αφορά το βιοτικό επίπεδο βασίζονται συχνά στο κατά κεφαλή ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ), το οποίο αντικατοπτρίζει, σε νομισματικούς όρους, πόσο πλούσια είναι μια χώρα σε σύγκριση με μια άλλη. Ωστόσο, αυτός ο βασικός δείκτης δίνει ελάχιστες πληροφορίες σχετικά με την κατανομή του εισοδήματος στο εσωτερικό μιας χώρας και, επιπλέον, δεν παρέχει κανένα στοιχείο για τους μη νομισματικούς παράγοντες που μπορεί να καθορίσουν σε σημαντικό βαθμό την ποιότητα ζωής ενός συγκεκριμένου πληθυσμού. Αφενός, οι ανισότητες στην κατανομή του εισοδήματος μπορούν να δημιουργήσουν κίνητρα για τους πολίτες για να βελτιώσουν την κατάστασή τους μέσω της εργασίας, της καινοτομίας ή της απόκτησης νέων δεξιοτήτων. Αφετέρου, αυτές οι εισοδηματικές ανισότητες θεωρείται συχνά ότι συνδέονται με το έγκλημα, τη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό.

Κύρια στατιστικά στοιχεία

Ποσοστό κινδύνου φτώχειας και κατώτατο όριο

Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας (μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις) στην ΕΕ-28 παρέμεινε σχετικά σταθερό μεταξύ του 2010 και του 2013, και αυξήθηκε από 16,5 % σε 16,7 %. Μεταξύ 2013 και 2014, το ποσοστό κινδύνου φτώχειας αυξήθηκε κατά 0,5 εκατοστιαίες μονάδες, και στη συνέχεια αυξήθηκε ελαφρώς το 2015 (έως 0,1 ποσοστιαίες μονάδες) φθάνοντας το 17,3 %.

Το ποσοστό για την ΕΕ-28, που υπολογίστηκε ως ο σταθμισμένος μέσος όρος των εθνικών αποτελεσμάτων, αποκρύπτει σημαντικές διαφορές μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ (βλ. Γράφημα 1). Σε οκτώ κράτη μέλη, δηλαδή στη Ρουμανία (25,4 %), τη Λετονία (22,5 %), τη Λιθουανία (22,2 %), την Ισπανία (22,1 %), τη Βουλγαρία (22,0 %), την Εσθονία (21,6 %), την Ελλάδα (21,4 %) και την Κροατία (20,0 %), το ένα πέμπτο ή περισσότερο του πληθυσμού θεωρείται ότι διατρέχουν κίνδυνο φτώχειας· το ίδιο παρατηρείται και στη Σερβία (25,4 %), την Τουρκία (23,1 %, στοιχεία του 2013) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (21,5 %). Μεταξύ των κρατών μελών, τα χαμηλότερα ποσοστά ατόμων που διατρέχουν κίνδυνο φτώχειας διαπιστώθηκαν στην Τσεχική Δημοκρατία (9,7 %) και τις Κάτω Χώρες (11,6 %), ενώ η Νορβηγία (11,9 %) και η Ισλανδία (9,6 %) ανέφεραν επίσης σχετικά χαμηλά ποσοστά του πληθυσμού τους που διατρέχει κίνδυνο φτώχειας.

Το όριο κινδύνου φτώχειας (το οποίο εμφανίζεται και στο Γράφημα 1) καθορίζεται στο 60 % του εθνικού διάμεσου ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος. Αυτό συχνά εκφράζεται σε μονάδες αγοραστικής δύναμης (ΜΑΔ) για να ληφθούν υπόψη οι διαφορές του κόστους διαβίωσης μεταξύ των χωρών. Το συγκεκριμένο κατώτατο όριο παρουσίασε σημαντικές διακυμάνσεις το 2015 μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ: από 2,6 χιλιάδες ΜΑΔ στη Ρουμανία έως 13,2 χιλιάδες ΜΑΔ στην Αυστρία, ενώ το όριο στο Λουξεμβούργο (17,6 χιλιάδες ΜΑΔ) υπερέβη το φάσμα αυτό· Το όριο της φτώχειας ήταν επίσης σχετικά χαμηλό στην πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (2,7 χιλιάδες ΜΑΔ), τη Σερβία (3,0 χιλιάδες ΜΑΔ) και την Τουρκία (3,2 χιλιάδες ΜΑΔ, στοιχεία του 2013), και σχετικά υψηλό στην Ελβετία (15,4 χιλιάδες ΜΑΔ, στοιχεία του 2014) και τη Νορβηγία (17,0 χιλιάδες ΜΑΔ).

Οι διάφορες κοινωνικές ομάδες είναι περισσότερο ή λιγότερο ευάλωτες στη νομισματική φτώχεια. Υπήρχε σχετικά μικρή διαφορά στο ποσοστό του κινδύνου φτώχειας (μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις) μεταξύ ανδρών και γυναικών στην ΕΕ-28 το 2015: τα τελευταία ποσοστά ισοδυναμούν με 16,9 % για τους άνδρες σε σύγκριση με ελαφρώς υψηλότερο ποσοστό (17,7 %) για τις γυναίκες (βλ. Γράφημα 2). Η μεγαλύτερη διαφορά μεταξύ των δύο φύλων το 2015 (5,1 ποσοστιαίες μονάδες) παρατηρήθηκε στη Λετονία, ενώ η Βουλγαρία, η Εσθονία, η Σουηδία, η Σλοβενία και η Τσεχική Δημοκρατία ανέφεραν επίσης ποσοστά κινδύνου φτώχειας για τις γυναίκες που ήταν κατά 2,5 ή περισσότερες ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερα από ό,τι για τους άνδρες, όπως και στην Ελβετία (στοιχεία του 2014) και τη Νορβηγία. Αντιθέτως, υπήρχαν έξι κράτη μέλη της ΕΕ όπου το ποσοστό κινδύνου φτώχειας ήταν ελαφρώς υψηλότερο για τους άνδρες από ό,τι για τις γυναίκες, δηλαδή η Ουγγαρία, η Πολωνία, η Ισπανία, η Δανία, οι Κάτω Χώρες και η Ελλάδα, ενώ η ίδια κατάσταση παρατηρήθηκε και στη Σερβία.

Οι αποκλίσεις όσον αφορά τα ποσοστά φτώχειας ήταν πιο σημαντικές όταν η ταξινόμηση του πληθυσμού γινόταν με βάση την επαγγελματική κατάσταση (βλ. Πίνακα 1). Οι άνεργοι είναι ιδιαίτερα ευάλωτη ομάδα: σχεδόν το ήμισυ (47,5 %) όλων των ανέργων αντιμετώπιζαν κίνδυνο φτώχειας στην ΕΕ των 28 το 2015· τα υψηλότερα, με διαφορά, ποσοστά καταγράφονταν στη Γερμανία (69,1 %), ενώ επτά άλλα κράτη μέλη της ΕΕ (τα τρία κράτη μέλη της Βαλτικής, η Βουλγαρία, η Ουγγαρία, η Ρουμανία και η Μάλτα) ανέφεραν ότι το 2015 περισσότερο από το ήμισυ των ανέργων αντιμετώπιζαν τον κίνδυνο φτώχειας.

Περίπου ένας στους οκτώ (13,2 %) συνταξιούχους στην ΕΕ-28 αντιμετώπιζε κίνδυνο φτώχειας το 2015· ποσοστά τουλάχιστον διπλάσια από τον μέσο όρο της ΕΕ-28 καταγράφηκαν στη Λιθουανία (27,6 %), τη Βουλγαρία (30,0 %), τη Λετονία (36,7 %) και την Εσθονία (40,1 %).

Τα άτομα που έχουν απασχόληση κινδύνευαν πολύ λιγότερο να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο φτώχειας (κατά μέσο όρο 9,5 % σε ολόκληρη την ΕΕ-28 το 2015). Σημειώθηκαν σχετικά υψηλά ποσοστά απασχολουμένων που διέτρεχαν κίνδυνο φτώχειας στη Ρουμανία (18,8 %) και σε μικρότερο βαθμό στην Ελλάδα (13,4 %) και την Ισπανία (13,1 %), ενώ το Λουξεμβούργο, η Ιταλία, η Πολωνία και η Πορτογαλία ανέφεραν ότι περισσότερα από 1 στα 10 άτομα του εργατικού τους δυναμικού διέτρεχαν κίνδυνο φτώχειας το 2015.

Τα ποσοστά κινδύνου φτώχειας δεν κατανέμονται ομοιόμορφα μεταξύ των νοικοκυριών με διαφορετικές συνθέσεις ενηλίκων και συντηρούμενων τέκνων. Μεταξύ των νοικοκυριών χωρίς συντηρούμενα τέκνα (βλ. Γράφημα 3), τα άτομα που ζουν μόνα ήταν πιθανότερο να διατρέξουν κίνδυνο φτώχειας, κατάσταση την οποία αντιμετώπιζε το 25,4 % των μονομελών νοικοκυριών το 2015. Αντίθετα, το ποσοστό κινδύνου φτώχειας για νοικοκυριά με δύο ή περισσότερους ενηλίκους ήταν λιγότερο από το μισό του ποσοστού αυτού, 11,5 %. Ειδικότερα στα νοικοκυριά με δύο ενηλίκους, μεταξύ των οποίων τουλάχιστον το ένα άτομο είναι ηλικίας μεγαλύτερης των 65 ετών, ο κίνδυνος φτώχειας ήταν ελαφρώς χαμηλότερος, 10,4 %.

Τα περισσότερα κράτη μέλη της ΕΕ ανέφεραν ανάλογη κατάσταση: μεταξύ των νοικοκυριών χωρίς συντηρούμενα τέκνα σε όλα τα κράτη μέλη, τα μονομελή νοικοκυριά είχαν τα υψηλότερα ποσοστά κινδύνου φτώχειας, εκτός από τη Μάλτα όπου το υψηλότερο ποσοστό είχαν τα νοικοκυριά με δύο ενήλικες, εκ των οποίων τουλάχιστον το ένα άτομο ήταν ηλικίας μεγαλύτερης των 65 ετών· ανάλογη κατάσταση με αυτή της Μάλτας παρατηρήθηκε και στην Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατίας της Μακεδονίας, εκτός του γεγονότος ότι τα μονομελή νοικοκυριά ανέφεραν το χαμηλότερο ποσοστό μεταξύ των τριών τύπων που αναλύθηκαν. Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας για τα νοικοκυριά με δύο ενήλικες, εκ των οποίων τουλάχιστον το ένα άτομο ήταν ηλικίας μεγαλύτερης των 65 ετών, ήταν γενικά χαμηλότερο από το ποσοστό για την ευρύτερη κατηγορία όλων των νοικοκυριών με δύο ή περισσότερους ενήλικες, αν και συνέβη το αντίθετο στην Κύπρο, την Εσθονία, την Αυστρία, το Ηνωμένο Βασίλειο, το Βέλγιο, τη Λετονία, την Κροατία, τη Βουλγαρία και τη Μάλτα.

Όσον αφορά τα νοικοκυριά με συντηρούμενα τέκνα (βλ. Γράφημα 4), το υψηλότερο ποσοστό κινδύνου φτώχειας στην ΕΕ-28 καταγράφηκε για τα νοικοκυριά ενός ατόμου με συντηρούμενα τέκνα, στα οποία έφτασε σχεδόν το ένα τρίτο (33,7 ). Συγκρίνοντας τα ποσοστά για τα νοικοκυριά με δύο ενήλικες, το ποσοστό εκείνων με ένα μόνο συντηρούμενο τέκνο (12,9 %) ήταν μόλις κάτω από το μισό του ποσοστού που καταγράφηκε για τα νοικοκυριά με τρία ή περισσότερα συντηρούμενα τέκνα (27,1 %). Μεταξύ των τριών τύπων νοικοκυριών που εμφανίζονται στο Γράφημα 4, όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ ανέφεραν ότι τα νοικοκυριά με δύο ενήλικες και ένα συντηρούμενο τέκνο είχαν τις λιγότερες πιθανότητες να αντιμετωπίσουν κίνδυνο φτώχειας· επισημαίνεται ότι στην Ισλανδία ο χαμηλότερος κίνδυνος φτώχειας καταγράφηκε μεταξύ των νοικοκυριών με δύο ενήλικες με τρία ή περισσότερα συντηρούμενα τέκνα. Τα περισσότερα κράτη μέλη της ΕΕ ανέφεραν, επίσης, ότι το ποσοστό κινδύνου φτώχειας ήταν υψηλότερο για τα νοικοκυριά ενός ατόμου με συντηρούμενα τέκνα, αν και υπήρχαν αρκετές εξαιρέσεις όπου το ποσοστό ήταν υψηλότερο για τα νοικοκυριά με δύο ενήλικες με τρία ή περισσότερα τέκνα, κυρίως στη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, και σε μικρότερο βαθμό στην Ισπανία, την Πορτογαλία, τη Σλοβακία, την Ιταλία, την Πολωνία και την Κροατία· η ίδια κατάσταση παρατηρήθηκε και στην πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας και την Τουρκία (στοιχεία του 2013), και σε μικρότερο βαθμό στην Ελβετία (στοιχεία του 2014) και τη Σερβία.

Μέτρα κοινωνικής προστασίας μπορούν να εφαρμόζονται ως μέσο για τη μείωση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί, για παράδειγμα, με τη χορήγηση παροχών. Ένας τρόπος για την αξιολόγηση της επιτυχίας των μέτρων κοινωνικής προστασίας είναι η σύγκριση των δεικτών κινδύνου φτώχειας πριν και μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (βλ. Γράφημα 5). Το 2015, οι κοινωνικές μεταβιβάσεις μείωσαν το ποσοστό του κινδύνου φτώχειας στον πληθυσμό της ΕΕ-28 από 26,0 % πριν από τις μεταβιβάσεις σε 17,3 % μετά τις μεταβιβάσεις και, κατά συνέπεια, βοήθησαν ένα ποσοστό 8,7 % του πληθυσμού που αντιμετώπιζε κίνδυνο φτώχειας να υπερβεί το όριο της φτώχειας· χωρίς τις κοινωνικές μεταβιβάσεις οι άνθρωποι αυτοί θα διέτρεχαν κίνδυνο φτώχειας. Κατά τη σύγκριση των ποσοστών κινδύνου φτώχειας πριν και μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις, ο σχετικός αντίκτυπος των κοινωνικών παροχών ήταν χαμηλότερος στη Ρουμανία, την Ελλάδα, τη Λετονία, την Πολωνία και την Ιταλία, καθώς και στην Τουρκία (στοιχεία του 2013) και την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας. Αντίθετα, τουλάχιστον το ήμισυ όλων των ατόμων που αντιμετώπιζαν κίνδυνο φτώχειας στην Ιρλανδία, τη Φινλανδία και τη Δανία μετακινήθηκαν πάνω από το όριο της φτώχειας λόγω των κοινωνικών μεταβιβάσεων, όπως και στη Νορβηγία και την Ισλανδία.

Εισοδηματικές ανισότητες

Οι κυβερνήσεις, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής και η κοινωνία γενικά δεν μπορούν να καταπολεμήσουν τη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό χωρίς ανάλυση των ανισοτήτων στην κοινωνία, είτε είναι οικονομικής είτε κοινωνικής φύσης. Τα δεδομένα σχετικά με τις οικονομικές ανισότητες αποκτούν ιδιαίτερη σημασία για την εκτίμηση της σχετικής φτώχειας, δεδομένου ότι η κατανομή των οικονομικών πόρων μπορεί να έχει άμεση σχέση με την έκταση και το βάθος της φτώχειας.

Το 2015 διαπιστώθηκαν ευρείες ανισότητες στην κατανομή του εισοδήματος: ο σταθμισμένος βάσει του πληθυσμού μέσος όρος των εθνικών αριθμητικών στοιχείων για κάθε κράτος μέλος της ΕΕ (βλ. Γράφημα 6) δηλώνει ότι το 20 % του πληθυσμού ενός κράτους μέλους (με το υψηλότερο ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα) λάμβανε 5,2 φορές περισσότερο εισόδημα από το 20 % του πληθυσμού του κράτους μέλους (με το χαμηλότερο ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα). Η αναλογία αυτή διαφέρει σε μεγάλο βαθμό μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ, από 3,5 φορές στη Σλοβακία και την Τσεχική Δημοκρατία έως πάνω από 6 φορές στην Πορτογαλία, την Εσθονία, τη Λετονία, την Ελλάδα, την Ισπανία, τη Βουλγαρία και τη Λιθουανία, με αποκορύφωμα τις 8,3 φορές στη Ρουμανία. Από τις τρίτες χώρες που εμφανίζονται στο Γράφημα 6, η Ισλανδία (3,4) και η Νορβηγία (3,5) ανέφεραν επίσης ιδιαίτερα χαμηλά ποσοστά ανισοτήτων της κατανομής εισοδήματος, ενώ στην Τουρκία (8,7, στοιχεία του 2013) και τη Σερβία (9,0), τα ποσοστά ήταν υψηλότερα από ό,τι σε οποιοδήποτε από τα κράτη μέλη της ΕΕ.

Οι ανισότητες παρουσιάζουν ενδιαφέρον από την άποψη της πολιτικής, το οποίο γίνεται αντιληπτό από πολλές διαφορετικές κοινωνικές ομάδες. Μια ομάδα που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι οι ηλικιωμένοι, η οποία εκφράζει εν μέρει την αυξανόμενη αναλογία του πληθυσμού της ΕΕ ηλικίας 65 ετών και άνω. Τα συνταξιοδοτικά συστήματα μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπιση της φτώχειας μεταξύ των ηλικιωμένων. Από την άποψη αυτή, είναι ενδιαφέρον να γίνει σύγκριση των εισοδημάτων των ηλικιωμένων με τα εισοδήματα του υπόλοιπου πληθυσμού.

Σε όλη την ΕΕ των 28, τα άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω είχαν διάμεσο εισόδημα το οποίο το 2015 ήταν ίσο με το 93 % του διάμεσου εισοδήματος του πληθυσμού ηλικίας κάτω των 65 ετών (βλ. Γράφημα 7). Σε έξι κράτη μέλη της ΕΕ (Λουξεμβούργο, Ελλάδα, Γαλλία, Ισπανία, Ουγγαρία και Ρουμανία) το διάμεσο εισόδημα των ηλικιωμένων ήταν ίσο ή υψηλότερο από το διάμεσο εισόδημα των ατόμων κάτω των 65 ετών, το οποίο ισχύει επίσης στην πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, τη Σερβία και την Τουρκία (στοιχεία του 2013). Στην Ιταλία, την Πολωνία, την Αυστρία, την Πορτογαλία, τη Σλοβακία και τη Σλοβενία, το διάμεσο εισόδημα των ηλικιωμένων ήταν τουλάχιστον 90 % εκείνου που καταγράφηκε για τα άτομα κάτω των 65 ετών, το οποίο ισχύει επίσης και στη Νορβηγία. Ποσοστά κάτω από 80 % καταγράφηκαν στο Βέλγιο, τη Σουηδία, τη Δανία, τη Μάλτα, τη Λιθουανία, τη Βουλγαρία, τη Λετονία και την Εσθονία· τα εν λόγω σχετικά χαμηλά ποσοστά μπορεί να εκφράζουν, σε γενικές γραμμές, τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα.

Το βάθος της φτώχειας, που χρησιμεύει στον ποσοτικό προσδιορισμό του πόσο φτωχοί είναι οι φτωχοί, μπορεί να μετρηθεί με το σχετικό χάσμα διάμεσου εισοδήματος ατόμων σε κίνδυνο φτώχειας. Το διάμεσο εισόδημα ατόμων σε κίνδυνο φτώχειας στην ΕΕ-28 ήταν, κατά μέσο όρο, 24,8 % κάτω από το όριο της φτώχειας το 2015 (βλ. Γράφημα 8)· το όριο αυτό ορίζεται στο 60 % του εθνικού διάμεσου ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος όλων των ατόμων. Μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ, το σχετικό χάσμα διάμεσου εισοδήματος ατόμων σε κίνδυνο φτώχειας ήταν μεγαλύτερο στη Ρουμανία (38,2 %) και στην Ισπανία (33,8 %), ενώ πάνω από 25 % ήταν επίσης το χάσμα που αναφέρθηκε για την Ελλάδα, τη Βουλγαρία, την Ιταλία, την Πορτογαλία, τη Σλοβακία, την Κροατία, τη Λιθουανία και τη Λετονία. Το χάσμα ήταν επίσης σχετικά μεγάλο στη Σερβία (37,6 %) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (33,1 %), και άνω του 25,0 % στην Τουρκία (στοιχεία του 2013). Το μικρότερο χάσμα κινδύνου φτώχειας μεταξύ των κρατών μελών παρατηρήθηκε στη Φινλανδία (13,2 %), και κατόπιν στη Γαλλία (15,7 %).

Πηγές και διαθεσιμότητα δεδομένων

Οι στατιστικές της ΕΕ για το εισόδημα και τις συνθήκες διαβίωσης (EU-SILC) άρχισαν να καταρτίζονται το 2003 βάσει συμφωνίας κυρίων μεταξύ της Eurostat, έξι κρατών μελών της ΕΕ (Αυστρία, Βέλγιο, Δανία, Ελλάδα, Ιρλανδία, Λουξεμβούργο) και της Νορβηγίας. Σκοπός των στατιστικών αυτών ήταν η παροχή βασικών δεδομένων για δείκτες σχετικά με το εισόδημα και τις συνθήκες διαβίωσης· η νομική βάση αυτής της διαδικασίας συλλογής δεδομένων είναι ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1177/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Η συλλογή αυτών των στατιστικών ξεκίνησε επίσημα το 2004 σε 15 κράτη μέλη και επεκτάθηκε το 2005 σε όλα τα υπόλοιπα κράτη μέλη της ΕΕ-25, καθώς και στην Ισλανδία και τη Νορβηγία. Η Βουλγαρία και η Τουρκία δρομολόγησαν τις EU-SILC το 2006, η Ρουμανία το 2007, η Ελβετία το 2008, ενώ η Κροατία εισήγαγε την έρευνα το 2010 (τα δεδομένα της Κροατίας για το 2009 βασίζονται σε διαφορετική πηγή δεδομένων – συγκεκριμένα στην έρευνα οικογενειακού προϋπολογισμού (ΕΟΠ)). Τα δεδομένα για την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας είναι διαθέσιμα από το 2010 και για τη Σερβία από το 2013 και μετά. Οι στατιστικές EU-SILC περιλαμβάνουν τόσο μια εγκάρσια όσο και μια διαμήκη διάσταση.

Το διαθέσιμο εισόδημα ενός νοικοκυριού καθορίζεται με την άθροιση όλων των νομισματικών εισοδημάτων που λαμβάνει κάθε μέλος του νοικοκυριού από οποιαδήποτε πηγή (συμπεριλαμβανομένων των εισοδημάτων από εργασία, επενδύσεις και κοινωνικές παροχές) – προσαυξανόμενο με τα έσοδα σε επίπεδο νοικοκυριού – με αφαίρεση των φόρων και των κοινωνικών εισφορών που καταβάλλονται. Για να ληφθούν υπόψη οι διαφορές του μεγέθους και της σύνθεσης των νοικοκυριών, το άθροισμα αυτό διαιρείται με τον αριθμό των «ισοδύναμων ενηλίκων» με χρήση μιας πρότυπης κλίμακας (ισοδυναμία), η οποία αποκαλείται «τροποποιημένη κλίμακα του ΟΟΣΑ», η οποία αποδίδει συντελεστή στάθμισης 1,0 για τον πρώτο ενήλικα του νοικοκυριού, συντελεστή στάθμισης 0,5 για κάθε άλλο μέλος του νοικοκυριού ηλικίας άνω των 14 ετών και συντελεστή στάθμισης 0,3 για τα μέλη του νοικοκυριού ηλικίας κάτω των 14 ετών. Το μέγεθος που προκύπτει καλείται ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα και αποδίδεται σε κάθε μέλος του νοικοκυριού. Για τους σκοπούς των δεικτών της φτώχειας, το ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα υπολογίζεται από το συνολικό διαθέσιμο εισόδημα του κάθε νοικοκυριού διαιρούμενο διά του ισοδύναμου μεγέθους του νοικοκυριού· κατά συνέπεια, κάθε άτομο στο νοικοκυριό θεωρείται ότι έχει το ίδιο ισοδύναμο εισόδημα.

Η περίοδος αναφοράς του εισοδήματος είναι σταθερή δωδεκάμηνη περίοδος (όπως το προηγούμενο ημερολογιακό ή φορολογικό έτος) για όλες τις χώρες, με εξαίρεση το Ηνωμένο Βασίλειο, στο οποίο η περίοδος αναφοράς του εισοδήματος είναι το τρέχον έτος της έρευνας, και την Ιρλανδία, στην οποία η έρευνα είναι συνεχής και τα δεδομένα για το εισόδημα συλλέγονται για τους 12 μήνες πριν από την έρευνα.

Το ποσοστό του κινδύνου φτώχειας ορίζεται ως το ποσοστό των ατόμων με ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα κάτω από το όριο κινδύνου φτώχειας (εκφραζόμενο σε μονάδες αγοραστικής δύναμης — ΜΑΔ), που καθορίζεται στο 60 % του εθνικού διάμεσου ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος. Σύμφωνα με αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, το ποσοστό του κινδύνου φτώχειας υπολογίζεται σε σχέση με την κατάσταση σε κάθε κράτος μέλος της ΕΕ αντί για την εφαρμογή κοινού κατώτατου ορίου. Το ποσοστό του κινδύνου φτώχειας μπορεί να εκφραστεί πριν ή μετά τη χορήγηση κοινωνικών μεταβιβάσεων, καθώς η διαφορά εκφράζει τον υποθετικό αντίκτυπο των εθνικών κοινωνικών μεταβιβάσεων στη μείωση του κινδύνου φτώχειας. Η συνταξιοδότηση και οι συντάξεις επιζώντων υπολογίζονται ως εισόδημα πριν από τις μεταβιβάσεις και όχι ως κοινωνικές μεταβιβάσεις. Υπάρχουν ποικίλες αναλύσεις του εν λόγω δείκτη, για παράδειγμα: κατά ηλικία, φύλο, επαγγελματική κατάσταση, τύπο νοικοκυριού ή επίπεδο εκπαίδευσης. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο δείκτης δεν μετρά πλούτο, αλλά συνιστά σχετικό μέτρο του σημερινού χαμηλού εισοδήματος (σε σύγκριση με άλλα άτομα στην ίδια χώρα), που δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη χαμηλό βιοτικό επίπεδο. Το σύνολο για την ΕΕ-28 είναι ο μέσος όρος των επιμέρους εθνικών στοιχείων σταθμισμένος βάσει του πληθυσμού.

Πλαίσιο

Στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Λάκεν τον Δεκέμβριο του 2001, οι αρχηγοί των ευρωπαϊκών κρατών και κυβερνήσεων ενέκριναν μια πρώτη δέσμη κοινών στατιστικών δεικτών για τον κοινωνικό αποκλεισμό και τη φτώχεια που υπόκεινται σε συνεχή διαδικασία βελτίωσης από την υποομάδα για τους δείκτες (ΥΟΔ) της επιτροπής κοινωνικής προστασίας (ΕΚΠ). Οι δείκτες αυτοί αποτελούν θεμελιώδες στοιχείο στο πλαίσιο της ανοικτής μεθόδου συντονισμού για την παρακολούθηση της προόδου που σημειώνεται από τα κράτη μέλη της ΕΕ όσον αφορά την καταπολέμηση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού.

Οι στατιστικές EU-SILC είναι η πηγή αναφοράς για τις στατιστικές της ΕΕ όσον αφορά το εισόδημα και τις συνθήκες διαβίωσης και, ιδίως, για τους δείκτες της κοινωνικής ενσωμάτωσης. Στο πλαίσιο της στρατηγικής «Ευρώπη 2020», το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ενέκρινε τον Ιούνιο του 2010 έναν κυρίαρχο στόχο για την κοινωνική ενσωμάτωση: ότι μέχρι το 2020 τα άτομα στην ΕΕ που αντιμετωπίζουν κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού θα πρέπει να είναι λιγότερα κατά τουλάχιστον 20 εκατομμύρια σε σχέση με το 2008. Οι στατιστικές EU-SILC είναι η πηγή που χρησιμοποιείται για την παρακολούθηση της προόδου προς την επίτευξη αυτού του κυρίαρχου στόχου, που υπολογίζεται με βάση έναν δείκτη που συνδυάζει το ποσοστό του κινδύνου φτώχειας, το ποσοστό σοβαρής υλικής στέρησης και την αναλογία των ατόμων με πολύ χαμηλή ένταση εργασίας που ζουν στα νοικοκυριά· για περισσότερες πληροφορίες, βλ. το άρθρο σχετικά με τις στατιστικές για την κοινωνική ένταξη.

Βλέπε επίσης

Περαιτέρω πληροφορίες της Eurostat

Εκδόσεις

Στατιστικά βιβλία

Δελτία Τύπου

Statistics in focus

Βασικοί πίνακες

Βάση δεδομένων

Income and living conditions (ilc), βλέπε (στα αγγλικά):
Income distribution and monetary poverty (ilc_ip)
Monetary poverty (ilc_li)
Monetary poverty for elderly people (ilc_pn)
In-work poverty (ilc_iw)
Distribution of income (ilc_di)

Ειδική ενότητα

Μεθοδολογία / Μεταδεδομένα

Πηγή δεδομένων για πίνακες και γραφήματα (MS Excel)

Άλλες πληροφορίες

  • Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1177/2003, της 16ης Ιουνίου 2003, σχετικά με τις κοινοτικές στατιστικές για το εισόδημα και τις συνθήκες διαβίωσης (EU-SILC)
  • Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1553/2005, της 7ης Σεπτεμβρίου 2005, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1177/2003 σχετικά με τις κοινοτικές στατιστικές για το εισόδημα και τις συνθήκες διαβίωσης (EU-SILC)
  • Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1791/2006, της 20ής Νοεμβρίου 2006, για την προσαρμογή ορισμένων κανονισμών και αποφάσεων στους τομείς ... των στατιστικών, ..., λόγω της προσχώρησης της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας

Εξωτερικοί σύνδεσμοι