Statistics Explained

Archive:Εθνικοί λογαριασμοί και ΑΕΠ

Revision as of 15:02, 21 September 2015 by Johanaa (talk | contribs)
Δεδομένα του Μαΐου 2014. Πιο πρόσφατα δεδομένα: Περαιτέρω πληροφορίες της Eurostat, Βασικοί πίνακες και Βάση δεδομένων. Προγραμματισμένη επικαιροποίηση του άρθρου: Νοέμβριος του 2015. Η αγγλική έκδοση είναι πιο πρόσφατη.
Γράφημα 1: Το ΑΕγχΠ σε τρέχουσες τιμές αγοράς, 2003–13
(1 000 εκατ. ευρώ) - Πηγή: Eurostat (nama_gdp_c) και (tec00001)
Πίνακας 1: Το ΑΕγχΠ σε τρέχουσες τιμές αγοράς, 2002–03 και 2011–13 - Πηγή: Eurostat (nama_gdp_c) και (tec00001)
Γράφημα 2: Το κατά κεφαλήν ΑΕγχΠ σε τρέχουσες τιμές αγοράς, 2002 και 2012 (1)
(ΕΕ-27 = 100• βάσει ΜΑΔ ανά κάτοικο) - Πηγή: Eurostat (nama_gdp_c) και (tec00001)
Γράφημα 3: Πραγματική αύξηση του ΑΕγχΠ, 2003–13
(% μεταβολής σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος) - Πηγή: Eurostat (nama_gdp_k)
Πίνακας 2: Πραγματική αύξηση του ΑΕγχΠ, 2003–13
(% μεταβολής σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος• μέσος όρος 2003–13) - Πηγή: Eurostat (nama_gdp_k) και (tsieb020)
Πίνακας 3: Ακαθάριστη προστιθέμενη αξία σε βασικές τιμές, 2003 και 2013
(% της συνολικής ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας) - Πηγή: Eurostat (nama_nace10_c)
Γράφημα 4α: Ακαθάριστη προστιθέμενη αξία, ΕΕ-28, 2003–13
(2005 = 100) - Πηγή: Eurostat (nama_nace10_k)
Γράφημα 4β: Ακαθάριστη προστιθέμενη αξία, ΕΕ-28, 2003–13
(2005 = 100) - Πηγή: Eurostat (nama_nace10_k)
Γράφημα 5: Παραγωγικότητα της εργασίας, ΕΕ-28, 2003 και 2013
(1 000 ευρώ ανά απασχολούμενο) - Πηγή: Eurostat (nama_nace10_c) και (nama_nace10_e)
Πίνακας 4: Παραγωγικότητα της εργασίας
(βάσει ΜΑΔ), 2002–12 - Πηγή: Eurostat (tec00116) και (tec00117)
Γράφημα 6: Καταναλωτικές δαπάνες και ακαθάριστος σχηματισμός κεφαλαίου σε σταθερές τιμές, ΕΕ-28, 2003–13
(2005 = 100) - Πηγή: Eurostat (nama_gdp_k)
Γράφημα 7: Ετήσιο ποσοστό μεταβολής στις συνιστώσες δαπανών του ΑΕγχΠ, ΕΕ-28, 2003–13
(%) - Πηγή: Eurostat (nama_gdp_k)
Γράφημα 8: Συνιστώσες δαπανών του ΑΕγχΠ, ΕΕ-28, 2013
(% του ΑΕγχΠ) - Πηγή: Eurostat (nama_gdp_c), (or), (tec00009), (tec00010), (tec00011) και (tec00110)
Γράφημα 9: Ακαθάριστος σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου, 2013
(% του ΑΕγχΠ) - Πηγή: Eurostat (nama_gdp_c)
Πίνακας 5: Επενδύσεις, 2002, 2007 και 2012
(% του ΑΕγχΠ) - Πηγή: Eurostat (tsdec210)
Γράφημα 10: Κατανομή του εισοδήματος, 2013
(% του ΑΕγχΠ) - Πηγή: Eurostat (nama_gdp_c), (or), (tec00016), (tec00015) και (tec00013)
Γράφημα 11: Κατανομή του εισοδήματος, ΕΕ-28, 2003–13
(2005 = 100) - Πηγή: Eurostat (nama_gdp_c), (or), (tec00016), (tec00015) και (tec00013)
Πίνακας 6: Καταναλωτικές δαπάνες των νοικοκυριών
(εγχώρια βάση), 2002, 2007 και 2012 - Πηγή: Eurostat (nama_fcs_c)
Γράφημα 12: Καταναλωτικές δαπάνες των νοικοκυριών, ΕΕ-28, 2012 (1)
(% των συνολικών καταναλωτικών δαπανών των νοικοκυριών) - Πηγή: Eurostat (nama_co3_c)

εθνικοί λογαριασμοί αποτελούν την πηγή πολλών γνωστών οικονομικών δεικτών που παρουσιάζονται στο παρόν άρθρο. Το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕγχΠ) είναι ο δείκτης που χρησιμοποιείται συχνότερα για τον υπολογισμό του συνολικού μεγέθους μιας οικονομίας, ενώ παράγωγοι δείκτες, όπως το κατά κεφαλήν ΑΕγχΠ –για παράδειγμα, σε ευρώ ή προσαρμοσμένο για τις διαφορές στα επίπεδα τιμών– χρησιμοποιούνται ευρέως για τη σύγκριση του βιοτικού επιπέδου ή για την παρακολούθηση της διαδικασίας σύγκλισης σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ).

Επιπλέον, η ανάπτυξη ειδικών συνιστωσών του ΑΕγχΠ και σχετικών δεικτών, όπως εκείνων που αφορούν την οικονομική παραγωγή, τις εισαγωγές και τις εξαγωγές, την εγχώρια (ιδιωτική και δημόσια) κατανάλωση ή τις επενδύσεις, καθώς και δεδομένα σχετικά με την κατανομή του εισοδήματος και των αποταμιεύσεων, μπορεί να παράσχει χρήσιμες πληροφορίες για τις κινητήριες δυνάμεις μιας οικονομίας και, κατά συνέπεια, να αποτελέσει τη βάση για τον σχεδιασμό, την παρακολούθηση και την αξιολόγηση συγκεκριμένων πολιτικών της ΕΕ.

Κύρια στατιστικά στοιχεία

Μεταβολές του ΑΕγχΠ

Η αύξηση του ΑΕγχΠ στην ΕΕ-28επιβραδύνθηκε σημαντικά το 2008, ενώ το ΑΕγχΠ συρρικνώθηκε αισθητά το 2009 ως αποτέλεσμα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης. Το 2010 σημειώθηκε ανάκαμψη στο ΑΕγχΠ της ΕΕ-28 και η πορεία αυτή συνεχίστηκε (αν και με σταδιακά βραδύτερο ρυθμό) το 2011, το 2012 και το 2013, καθώς το ΑΕγχΠ αυξήθηκε σε 13 075 δισ. ευρώ – φθάνοντας στα υψηλότερα μέχρι στιγμής επίπεδά του σε τρέχουσες τιμές (βλέπε γράφημα 1).

Στη ζώνη του ευρώ (ευρωζώνη των 18) αναλογούσε το 73,4 % του εν λόγω συνολικού ποσού το 2013, ενώ το άθροισμα των πέντε μεγαλύτερων οικονομιών των κρατών μελών της ΕΕ (Γερμανία, Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ιταλία και Ισπανία) ήταν 71,0 %. Ωστόσο, οι συγκρίσεις μεταξύ χωρών θα πρέπει να γίνονται με προσοχή, αφού ιδίως οι διακυμάνσεις στις συναλλαγματικές ισοτιμίες ενδέχεται να επηρεάσουν σημαντικά την εξέλιξη των στοιχείων για το ονομαστικό ΑΕγχΠ των κρατών μελών της ΕΕ που δεν έχουν υιοθετήσει το ευρώ.

Για την αξιολόγηση του βιοτικού επιπέδου, κρίνεται καταλληλότερη η χρήση του κατά κεφαλήν ΑΕγχΠ σε μονάδες αγοραστικής δύναμης (ΜΑΔ), δηλαδή προσαρμοσμένου στο μέγεθος της οικονομίας ως προς τον πληθυσμό και στις διαφορές στα επίπεδα τιμών μεταξύ των χωρών. Το μέσο κατά κεφαλήν ΑΕγχΠ στην ΕΕ-28 το 2012 ήταν 25 500 ΜΑΔ, ελαφρώς υψηλότερο από το μέγιστο επίπεδο (25 000 ΜΑΔ) που σημειώθηκε το 2007 και το 2008, προτού γίνουν αισθητές οι συνέπειες της χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης. Η σχετική θέση των επιμέρους χωρών μπορεί να εκφραστεί κατόπιν σύγκρισης με τον εν λόγω μέσο όρο, όπου η τιμή για την ΕΕ-27 ορίζεται ότι ισούται με 100. Η υψηλότερη σχετική τιμή μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ καταγράφηκε στο Λουξεμβούργο, όπου το κατά κεφαλήν ΑΕγχΠ σε ΜΑΔ υπερέβαινε κατά περισσότερο από 2,6 φορές τον μέσο όρο της ΕΕ-27 το 2012 (γεγονός το οποίο εξηγείται εν μέρει από τον σημαντικό ρόλο των μεθοριακών εργαζομένων από το Βέλγιο, τη Γαλλία και τη Γερμανία). Στον αντίποδα, το κατά κεφαλήν ΑΕγχΠ σε ΜΑΔ στη Βουλγαρία ήταν μικρότερο από το ήμισυ του μέσου όρου της ΕΕ-27 το 2012.

Παρότι τα στοιχεία ΜΑΔ θα πρέπει, καταρχήν, να χρησιμοποιούνται για συγκρίσεις μεταξύ χωρών κατά τη διάρκεια ενός έτους και όχι διαχρονικά, η μεταβολή αυτών των στοιχείων κατά την τελευταία δεκαετία υποδηλώνει ότι πράγματι σημειώθηκε κάποιος βαθμός σύγκλισης όσον αφορά το βιοτικό επίπεδο, αφού τα κράτη μέλη που εντάχθηκαν στην ΕΕ το 2004, το 2007 ή το 2013 πλησίασαν τον μέσο όρο της ΕΕ παρά τη σχετική υστέρηση που παρατηρήθηκε κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης. Κατόπιν σύγκρισης της κατάστασης του 2012 με την αντίστοιχη του 2002, ενώ το Λουξεμβούργο, η Γερμανία, η Σουηδία και η Αυστρία υπερέβησαν ακόμη περισσότερο τον μέσο όρο της ΕΕ-27, αρκετά άλλα κράτη μέλη της ΕΕ-15, και ιδίως το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ιταλία, η Ιρλανδία και η Γαλλία, πλησίασαν περισσότερο τον μέσο όρο της ΕΕ-27 (βλέπε γράφημα 2). Η Λιθουανία, η Ρουμανία, η Λετονία, η Σλοβακία, η Εσθονία, η Πολωνία και η Βουλγαρία, ενώ το 2002 βρίσκονταν κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ-27, έως το 2012 σημείωσαν τη μεγαλύτερη πρόοδο ως προς την προσέγγιση του μέσου όρου της ΕΕ-27, ενώ η Ελλάδα και η Πορτογαλία υποχώρησαν.

Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση προκάλεσε βαθιά ύφεση στην ΕΕ, στην Ιαπωνία και στις ΗΠΑ το 2009 (βλέπε γράφημα 3), ενώ εν συνεχεία σημειώθηκε ανάκαμψη το 2010. Στην Ιαπωνία και στις ΗΠΑ οι συνέπειες της κρίσης ήταν ήδη αισθητές το 2008 οπότε είχε σημειωθεί σχετικά μικρή μείωση του πραγματικού ΑΕγχΠ. Το πραγματικό ΑΕγχΠ μειώθηκε κατά 4,5 % στην ΕΕ-28 το 2009, ενώ σημειώθηκαν επίσης μειώσεις κατά 5,5 % στην Ιαπωνία και κατά 2,8 % στις ΗΠΑ. Η ανάκαμψη στην ΕΕ-28 εκφράστηκε με αύξηση του ΑΕγχΠ σε σταθερές τιμές κατά 2,0 % το 2010, την οποία ακολούθησε περαιτέρω άνοδος κατά 1,6 % το 2011• εν συνεχεία, το ΑΕγχΠ μειώθηκε κατά 0,4 % το 2012 και παρέμεινε σχετικά σταθερό (άνοδος 0,1 %) το 2013. Στη ζώνη του ευρώ (ευρωζώνη των 18), τα αντίστοιχα ποσοστά αύξησης το 2010 και το 2011 ήταν παραπλήσια με εκείνα της ΕΕ-28, ενώ η μείωση το 2012 ήταν εντονότερη (-0,7 %) και διατηρήθηκε το 2013 (-0,4 %). Στην Ιαπωνία και, σε μικρότερο βαθμό, στις ΗΠΑ, η ανάκαμψη το 2010 ήταν εντονότερη από ό, τι στην ΕΕ-28 και, παρότι η τάση αυτή συνεχίστηκε στις ΗΠΑ το 2011, στην Ιαπωνία σημειώθηκε ελαφρά κάμψη στο επίπεδο του πραγματικού ΑΕγχΠ (-0,5 %) – γεγονός που αντικατοπτρίζει, τουλάχιστον εν μέρει, τον καταστρεπτικό αντίκτυπο που είχε ο σεισμός και το τσουνάμι στο Τοχόκου τον Μάρτιο του 2011. Το 2012 και το 2013 καταγράφηκε μεγέθυνση στις οικονομίες τόσο της Ιαπωνίας όσο και των ΗΠΑ.

Μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ, η αύξηση του πραγματικού ΑΕγχΠ παρουσίασε σημαντικές αποκλίσεις – τόσο διαχρονικά όσο και μεταξύ χωρών. Μετά τη συρρίκνωση που παρατηρήθηκε το 2009 σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ πλην της Πολωνίας, η οικονομική μεγέθυνση επανήλθε σε 22 κράτη μέλη το 2010, τάση η οποία διατηρήθηκε το 2011, οπότε καταγράφηκε αύξηση του πραγματικού ΑΕγχΠ σε 25 από τα κράτη μέλη της ΕΕ. Ωστόσο, το 2012 η πορεία αυτή αντιστράφηκε, καθώς μόνο τα μισά από τα κράτη μέλη της ΕΕ-28 κατέγραψαν οικονομική μεγέθυνση, ενώ το 2013 ο αριθμός αυτός αυξήθηκε σε 17. Τα υψηλότερα ποσοστά μεγέθυνσης το 2013 καταγράφηκαν στη Λετονία (4,1 %), τη Ρουμανία (3,5 %) και τη Λιθουανία (3,3 %). Η συρρίκνωση της κυπριακής οικονομίας ήταν εντονότερη το 2013 (-5,4 %) από ό, τι το 2012 (-2,4 %), ενώ το αντίθετο συνέβη στην περίπτωση της Ελλάδας, όπου η συρρίκνωση κατά 3,9 % που σημειώθηκε το 2013 ήταν ηπιότερη σε σύγκριση με τις αντίστοιχες των δύο προηγούμενων ετών (που είχαν κυμανθεί αμφότερες γύρω στο -7 %).

Η συνολική επίδοση των οικονομιών των κρατών μελών της ΕΕ, αναλυόμενη καθ' όλη τη διάρκεια της περασμένης δεκαετίας, επιδεινώθηκε εξαιτίας των επιπτώσεων της χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης. Ο μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης της ΕΕ-28 και της ζώνης του ευρώ (ευρωζώνη των 18) μεταξύ 2003 και 2013 ήταν 1,1 % και 0,8 % αντίστοιχα. Εν προκειμένω, την υψηλότερη ανάπτυξη κατέγραψαν η Σλοβακία και η Λιθουανία (αμφότερες 4,2 % ετησίως) και ακολουθούν η Πολωνία (4,0 %), η Λετονία (3,7 %), η Εσθονία (3,6 %), η Ρουμανία (3,5 %) και η Βουλγαρία (3,3 %). Στον αντίποδα, η συνολική μεταβολή του πραγματικού ΑΕγχΠ κατά την περίοδο από το 2003 έως το 2013 ήταν αρνητική στην Ελλάδα, την Ιταλία και την Πορτογαλία.

Κύρια συγκεντρωτικά μεγέθη του ΑΕγχΠ

Ο πίνακας 3, όπου εξετάζεται το ΑΕγχΠ από τη σκοπιά της παραγωγής, παρέχει μια γενική εικόνα για τη σχετική σημασία 10 τομέων δραστηριοτήτων από την άποψη της συνεισφοράς τους στην ακαθάριστη προστιθέμενη αξία. Στο διάστημα μεταξύ 2003 και 2013, το μερίδιο της βιομηχανίας στην προστιθέμενη αξία στην ΕΕ-28 μειώθηκε κατά 1,2 ποσοστιαίες μονάδες σε 19,1 %, ενώ ακολούθησαν, με μικρή διαφορά, το διανεμητικό εμπόριο, οι μεταφορές και οι υπηρεσίες στέγασης και εστίασης (19,0 %), το ποσοστό των οποίων μειώθηκε επίσης κατά 0,7 ποσοστιαίες μονάδες κατά τη διάρκεια της ίδιας δεκαετίας. Αντιθέτως, το ποσοστό της δημόσιας διοίκησης, της εκπαίδευσης και της υγείας αυξήθηκε κατά 1,0 ποσοστιαία μονάδα και ανήλθε σε 19,4 % το 2013 και, συνεπώς, ενώ βρισκόταν στην τρίτη θέση, αναδείχθηκε στη μεγαλύτερη δραστηριότητα (σε αυτό το επίπεδο ανάλυσης) από την άποψη της προστιθέμενης αξίας. Οι αμέσως επόμενες μεγαλύτερες δραστηριότητες το 2013 ήταν οι δραστηριότητες διαχείρισης ακίνητης περιουσίας (11,2 %), ακολουθούμενες από τις επαγγελματικές, επιστημονικές, τεχνικές, διοικητικές και υποστηρικτικές υπηρεσίες (στο εξής «επιχειρηματικές υπηρεσίες») (10,4 %), τον κατασκευαστικό κλάδο (5,7 %), τις χρηματοπιστωτικές και ασφαλιστικές υπηρεσίες (5,4 %) και τις υπηρεσίες του τομέα των πληροφοριών και των επικοινωνιών (4,5 %). Τη μικρότερη συμβολή είχαν οι κλάδοι της ψυχαγωγίας και άλλων υπηρεσιών (3,6 %) και της γεωργίας, της δασοκομίας και της αλιείας (1,7 %).

Στον τομέα των υπηρεσιών αναλογούσε ποσοστό 73,5 % της συνολικής ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας της ΕΕ-28 το 2013 έναντι 71,5 % το 2003. Η σχετική σημασία των υπηρεσιών ήταν ιδιαίτερα μεγάλη στο Λουξεμβούργο, στην Κύπρο, τη Μάλτα, την Ελλάδα, τη Γαλλία (στοιχεία 2012), στο Ηνωμένο Βασίλειο, το Βέλγιο και στη Δανία, όπου αντιπροσώπευαν πάνω από τα τρία τέταρτα της συνολικής προστιθέμενης αξίας.

Οι διαρθρωτικές μεταβολές προκύπτουν, τουλάχιστον εν μέρει, από φαινόμενα όπως οι τεχνολογικές εξελίξεις, οι μεταβολές στις σχετικές τιμές, η εξωτερική ανάθεση και η παγκοσμιοποίηση, που έχουν συχνά ως αποτέλεσμα τη μεταφορά της μεταποιητικής δραστηριότητας σε περιφέρειες με χαμηλότερο κόστος εργασίας, τόσο εντός όσο και εκτός ΕΕ.

Αρκετές δραστηριότητες επλήγησαν ιδιαίτερα από τη χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση και τα επακόλουθά της. Η βιομηχανία κατέγραψε την εντονότερη συρρίκνωση μεταξύ 2007 και 2009, καθώς η προστιθέμενη αξία στην ΕΕ-28 μειώθηκε συνολικά κατά 13,8 % (από άποψη όγκου)• η βιομηχανική παραγωγή μειώθηκε περαιτέρω κατά 1,5 % μεταξύ 2011 και 2013. Ο κατασκευαστικός κλάδος σημείωσε τη βαθύτερη και πιο μακροχρόνια συρρίκνωση, με την παραγωγή να σημειώνει πτώση κατά 18,9 % μεταξύ 2007 και 2013, μειούμενη σε ετήσια βάση κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης περιόδου. Στις επιχειρηματικές υπηρεσίες αφενός, καθώς και στο διανεμητικό εμπόριο, στις μεταφορές και τις υπηρεσίες στέγασης και εστίασης αφετέρου, παρατηρήθηκε μείωση της προστιθέμενης αξίας για ένα μόνον έτος μεταξύ 2008 και 2009, ωστόσο τα ποσοστά μείωσης ήταν σημαντικά: -8,0 % και -5,5 % αντίστοιχα. Στο διανεμητικό εμπόριο, στις μεταφορές και τις υπηρεσίες στέγασης και εστίασης καταγράφηκε περαιτέρω –μικρότερη– συρρίκνωση της παραγωγής το 2012. Η παραγωγή στον τομέα της γεωργίας, της δασοκομίας και της αλιείας, έχοντας φτάσει στο μέγιστο επίπεδο το 2009, μειώθηκε το 2010 κατά 3,8 % και ξανά το 2012 κατά 5,5 %. Μικρότερες μειώσεις όσον αφορά την προστιθέμενη αξία παρατηρήθηκαν σε άλλους τομείς δραστηριοτήτων κατά τη διάρκεια της κρίσης, ιδίως το 2009, το 2010 και το 2012 για τις χρηματοπιστωτικές και ασφαλιστικές υπηρεσίες και το 2009 για τον κλάδο των τεχνών, της ψυχαγωγίας, της αναψυχής και άλλων υπηρεσιών (βλέπε γράφημα 4).

Παραγωγικότητα της εργασίας

Από την ανάλυση της παραγωγικότητας της εργασίας ανά απασχολούμενο κατά τη δεκαετία 2003-2013 προκύπτουν αυξήσεις (σε τρέχουσες τιμές) για όλες τις δραστηριότητες, οι οποίες κυμαίνονται από 17,4 % για το διανεμητικό εμπόριο, τις μεταφορές και τις υπηρεσίες στέγασης και εστίασης έως 35,9 % για τη βιομηχανία, ενώ οι υπηρεσίες πληροφοριών και επικοινωνιών (4,4 %) και οι επιχειρηματικές υπηρεσίες (8,0 %) βρίσκονται κάτω από αυτό το φάσμα (βλέπε γράφημα 5). Για να εξαλειφθούν οι επιπτώσεις του πληθωρισμού, η παραγωγικότητα της εργασίας ανά άτομο μπορεί επίσης να υπολογιστεί με χρήση στοιχείων για την παραγωγή σε σταθερές τιμές. Από αναλυτικότερα στοιχεία για την εξέλιξη της παραγωγικότητας που υπολογίστηκε είτε ανά απασχολούμενο είτε ανά δεδουλευμένη ώρα εργασίας προκύπτει ότι η παραγωγικότητα της εργασίας στα κράτη μέλη που εντάχθηκαν στην ΕΕ το 2004, το 2007 ή το 2013 συνέκλινε προς τον μέσο όρο της ΕΕ-27 κατά την τελευταία δεκαετία (βλέπε πίνακα 4), με εξαίρεση τη Μάλτα. Συγκεκριμένα, η παραγωγικότητα της εργασίας ανά απασχολούμενο στη Λιθουανία αυξήθηκε από 49 % σε 74 % του μέσου όρου της ΕΕ-27 μεταξύ 2002 και 2012. Επίσης, η Λετονία, η Ρουμανία, η Σλοβακία, η Εσθονία και η Πολωνία πραγματοποίησαν ουσιαστικά βήματα προς τον μέσο όρο της ΕΕ-27. Αντιθέτως, στο Ηνωμένο Βασίλειο, στην Ιταλία, στο Βέλγιο και στην Ελλάδα καταγράφηκε σημαντική πτώση όσον αφορά την παραγωγικότητα της εργασίας ανά απασχολούμενο σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ-27.

Κατανάλωση και επενδύσεις

Από την ανάλυση των μεταβολών στις συνιστώσες του ΑΕγχΠ από τη σκοπιά των δαπανών παρατηρείται ότι η τελική καταναλωτική δαπάνη σε ολόκληρη την ΕΕ-28 αυξήθηκε κατά 9,7 % από άποψη όγκου μεταξύ 2003 και 2013 (βλέπε γράφημα 6), παρά την ελαφρά μείωση που σημειώθηκε το 2009 και το 2012. Η τελική καταναλωτική δαπάνη της γενικής κυβέρνησης αυξήθηκε με κάπως ταχύτερο ρυθμό, κατά 13,5 % μεταξύ 2003 και 2013. Κατά την ίδια περίοδο, ο ακαθάριστος σχηματισμός κεφαλαίου σημείωσε πτώση κατά 2,9 %, κυρίως λόγω δραστικών μειώσεων το 2009, το 2012 και το 2013, ενώ η αύξηση των εξαγωγών υπερέβη σημαντικά την αύξηση των εισαγωγών τα τελευταία έτη.

Μετά την πτώση που σημείωσαν το 2009, οι καταναλωτικές δαπάνες των νοικοκυριών και των μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων που εξυπηρετούν νοικοκυριά ανέκαμψαν το 2010 (αύξηση 1,1 % από άποψη όγκου) και αυξήθηκαν περαιτέρω το 2011 (0,3 %), ενώ μειώθηκαν εκ νέου το 2012 (-0,7 %) και εντέλει σταθεροποιήθηκαν το 2013. Από το 2009, στην ΕΕ-28 ο ρυθμός αύξησης των δαπανών της γενικής κυβέρνησης επιβραδύνθηκε από άποψη όγκου και απέκτησε αρνητικό πρόσημο (-0,2 %) το 2011, παραμένοντας αρνητικός το 2012 (επίσης -0,2 %), ενώ σημείωσε ελαφρά αύξηση (0,3 %) το 2013. Παρά τη μέτρια αύξηση που παρουσίασε το 2011 (1,6), ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου στην ΕΕ-28 δεν ανέκαμψε πλήρως από τη δραστική μείωση που είχε σημειώσει το 2009 (-13,4 %) και επανήλθε σε αρνητικό ρυθμό μεταβολής το 2012 και το 2013.

Σε τρέχουσες τιμές, οι καταναλωτικές δαπάνες των νοικοκυριών και των μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων που εξυπηρετούν νοικοκυριά αποτέλεσαν ποσοστό 58,3 % του ΑΕγχΠ της ΕΕ-28 το 2013, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό των δαπανών της γενικής κυβέρνησης ήταν 21,5 % και του ακαθάριστου σχηματισμού κεφαλαίου ήταν 17,3 % (βλέπε γράφημα 8).

Μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ διαπιστώθηκαν μεγάλες αποκλίσεις όσον αφορά τη συνολική ένταση των επενδύσεων, κάτι το οποίο ενδέχεται, εν μέρει, να αντικατοπτρίζει τα διαφορετικά στάδια οικονομικής ανάπτυξης καθώς και τη δυναμική της μεγέθυνσης τα τελευταία έτη (βλέπε γράφημα 9). Το 2013, ο ακαθάριστος σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου ως ποσοστό του ΑΕγχΠ ήταν 17,3 % στην ΕΕ-28 και 17,7 % στη ζώνη του ευρώ (ευρωζώνη των 18). Τα υψηλότερα ποσοστά σημειώθηκαν στην Εσθονία (25,3 %), στη Ρουμανία (23,6 %), στην Τσεχική Δημοκρατία (22,1 %), στη Λετονία, στην Αυστρία (αμφότερες 21,1 %) και στη Βουλγαρία (20,7 %) και τα χαμηλότερα στην Ιρλανδία (10,7 %, στοιχεία 2012), στην Κύπρο (11,6 %) και στην Ελλάδα (12,1 %).

Το μεγαλύτερο ποσοστό των επενδύσεων πραγματοποιήθηκε από τον ιδιωτικό τομέα, όπως φαίνεται στον πίνακα 5: το 2012 οι επενδύσεις των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών ανήλθαν σε ποσοστό 16,0 % του ΑΕγχΠ της ΕΕ-28, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τις επενδύσεις του δημόσιου τομέα ήταν 2,3 %. Σε σχετικούς όρους, οι δημόσιες επενδύσεις ήταν υψηλότερες στην Εσθονία (5,4 % του ΑΕγχΠ), οι επενδύσεις του επιχειρηματικού τομέα ήταν υψηλότερες στη Βουλγαρία (16,5 %) και στη Λετονία (16,1 %), ενώ οι επενδύσεις των νοικοκυριών ήταν υψηλότερες στη Φινλανδία (6,9 %), στην Ιταλία (6,5 %), στη Γερμανία (6,3 %), στη Γαλλία (6,2 %) και στο Βέλγιο (6,0 %).

Εισόδημα

Από την ανάλυση του ΑΕγχΠ στην ΕΕ-28 ως προς το εισόδημα προκύπτει ότι η κατανομή του εισοδήματος που απορρέει από την παραγωγική διαδικασία μεταξύ των συντελεστών παραγωγής αφορούσε κυρίως το εισόδημα εξαρτημένης εργασίας, που ανήλθε σε ποσοστό 49,4 % του ΑΕγχΠ το 2013. Το ποσοστό του ακαθάριστου λειτουργικού πλεονάσματος και του μεικτού εισοδήματος ανήλθε σε 38,6 % του ΑΕγχΠ, ενώ το ποσοστό των φόρων επί της παραγωγής και των εισαγωγών μείον τις επιδοτήσεις ήταν 12,1 % (βλέπε γράφημα 10). Στο γράφημα 11 φαίνεται ότι, όσον αφορά τα αντίστοιχα συγκεντρωτικά μεγέθη για το εισόδημα, έως το 2011 ή το 2012 είχαν καλυφθεί οι απώλειες που σημειώθηκαν κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης. Το 2009 το εισόδημα εξαρτημένης εργασίας μειώθηκε κατά 3,0 %, αλλά έως το 2013 ήταν κατά 5,5 % υψηλότερο από τα αντίστοιχα επίπεδα του 2008. Ως προς το ακαθάριστο λειτουργικό πλεόνασμα και το μεικτό εισόδημα, είχε ήδη διαπιστωθεί στασιμότητα το 2008, την οποία ακολούθησε πτώση κατά 8,6 % το 2009. Έως το 2012, το εν λόγω συγκεντρωτικό στοιχείο εισοδήματος είχε επανέλθει σε επίπεδο το οποίο υπερέβαινε το μέγιστο ποσοστό που είχε σημειωθεί προ κρίσης (το 2007) και έως το 2013 είχε υπερβεί την εν λόγω μέγιστη τιμή κατά 1,2 %. Η μείωση των φόρων επί της παραγωγής και των εισαγωγών μείον τις επιδοτήσεις είχε ήδη ξεκινήσει το 2008 (-2,7 %) και επιταχύνθηκε το 2009 (-8,5 %). Έως το 2011, αυτές οι απώλειες είχαν καλυφθεί και το 2013 το συγκεκριμένο συγκεντρωτικό στοιχείο εισοδήματος υπερέβαινε κατά 6,1 % την προηγούμενη μέγιστη τιμή του (επίσης το 2007).

Κατανάλωση των νοικοκυριών

Οι καταναλωτικές δαπάνες των νοικοκυριών αντιστοιχούσαν τουλάχιστον στο ήμισυ του ΑΕγχΠ στα περισσότερα κράτη μέλη της ΕΕ το 2012. Μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ, το εν λόγω ποσοστό ήταν υψηλότερο στην Ελλάδα (76,7 %, στοιχεία 2011), στην Κύπρο (73,9 %), στη Βουλγαρία (70,1 %) και στη Μάλτα (69,1 %). Αντιθέτως, το χαμηλότερο ποσοστό καταγράφηκε στο Λουξεμβούργο (38,1 %). Στην ίδια χώρα, ωστόσο, καταγράφηκαν επίσης οι υψηλότερες, με διαφορά, μέσες κατά κεφαλή καταναλωτικές δαπάνες των νοικοκυριών (30 800 ευρώ) – βλέπε πίνακα 6.

Από αναλυτικότερα στοιχεία σχετικά με τη διάρθρωση των συνολικών καταναλωτικών δαπανών των νοικοκυριών στην ΕΕ-28 το 2012 προκύπτει ότι σχεδόν το ένα τέταρτο (24,1 %) αφορούσε τη στέγαση, την κατανάλωση νερού, ηλεκτρικού ρεύματος, φυσικού αερίου και άλλων καυσίμων (βλέπε γράφημα 12). Οι αμέσως επόμενες σημαντικότερες κατηγορίες δαπανών ήταν οι δαπάνες για μεταφορές (13,0 %) και οι δαπάνες για αγορά τροφίμων και μη αλκοολούχων ποτών (επίσης 13,0 %). Όλες μαζί οι υπόλοιπες κατηγορίες καταναλωτικών δαπανών του γραφήματος 12 αναλογούσαν σχεδόν στο ήμισυ (49,8 %) των συνολικών καταναλωτικών δαπανών των νοικοκυριών.

Πηγές και διαθεσιμότητα δεδομένων

Το ευρωπαϊκό σύστημα εθνικών και περιφερειακών λογαριασμών (ΕΣΛ) παρέχει τη μεθοδολογία για τους εθνικούς λογαριασμούς στην ΕΕ. Η ισχύουσα έκδοση, το ΕΣΛ95, ευθυγραμμιζόταν πλήρως με τις παγκόσμιες κατευθυντήριες γραμμές για τους εθνικούς λογαριασμούς, το ΣΕΛ 1993. Κατόπιν διεθνούς συμφωνίας σχετικά με μια επικαιροποιημένη έκδοση του ΣΕΛ το 2008, εκδόθηκε αντίστοιχη επικαιροποίηση του ΕΣΛ – ESA 2010 - Overview (στα αγγλικά) – τον Μάιο του 2013 και θα τεθεί σε εφαρμογή από τον Σεπτέμβριο του 2014.

Το ΑΕγχΠ και οι κύριες συνιστώσες του

Τα κύρια συγκεντρωτικά στοιχεία των εθνικών λογαριασμών καταρτίζονται από θεσμικούς φορείς, δηλαδή από μη χρηματοπιστωτικές ή χρηματοπιστωτικές εταιρείες, από τη γενική κυβέρνηση, τα νοικοκυριά και τα μη κερδοσκοπικά ιδρύματα που εξυπηρετούν νοικοκυριά.

Τα δεδομένα που αφορούν τους εθνικούς λογαριασμούς περιλαμβάνουν πληροφορίες για τις συνιστώσες του ΑΕγχΠ, την απασχόληση, τα συγκεντρωτικά στοιχεία για την τελική κατανάλωση και τις αποταμιεύσεις. Πολλές από αυτές τις μεταβλητές υπολογίζονται σε ετήσια και σε τριμηνιαία βάση.

Το ΑΕγχΠ είναι το κεντρικό μέγεθος των εθνικών λογαριασμών, το οποίο συνοψίζει την οικονομική θέση μιας χώρας (ή περιφέρειας). Μπορεί να υπολογιστεί με βάση διάφορες προσεγγίσεις: με την προσέγγιση βάσει της παραγωγής, την προσέγγιση βάσει των δαπανών και την προσέγγιση βάσει του εισοδήματος.

Με την ανάλυση του κατά κεφαλήν ΑΕγχΠ, εξουδετερώνεται η επίδραση του απόλυτου μεγέθους του πληθυσμού και διευκολύνονται οι συγκρίσεις μεταξύ διαφόρων χωρών. Το κατά κεφαλήν ΑΕγχΠ αποτελεί ευρύ οικονομικό δείκτη του βιοτικού επιπέδου. Τα στοιχεία σχετικά με το ΑΕγχΠ εκπεφρασμένα σε εθνικά νομίσματα μπορούν να μετατραπούν σε μονάδες αγοραστικής δύναμης (ΜΑΔ) με τη χρήση ισοτιμιών αγοραστικής δύναμης (ΙΑΔ) που αντικατοπτρίζουν την αγοραστική δύναμη κάθε νομίσματος, παρά με τη χρήση συναλλαγματικών ισοτιμιών της αγοράς• με αυτό τον τρόπο εξαλείφονται οι διαφορές στα επίπεδα τιμών μεταξύ χωρών. Ο δείκτης όγκου του κατά κεφαλήν ΑΕγχΠ σε ΜΑΔ εκφράζεται σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ-27 (ο οποίος ορίζεται σε 100). Εάν ο δείκτης μιας χώρας είναι υψηλότερος/χαμηλότερος από 100, το επίπεδο του κατά κεφαλήν ΑΕγχΠ της εν λόγω χώρας είναι υψηλότερο/χαμηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ-27• ο συγκεκριμένος δείκτης προορίζεται για χρήση σε συγκρίσεις σε διακρατική μάλλον παρά διαχρονική βάση.

Με τον υπολογισμό του ετήσιου ρυθμού ανάπτυξης του ΑΕγχΠ σε σταθερές τιμές, δηλαδή της μεταβολής του ΑΕγχΠ ως προς τον όγκο του, επιδιώκεται να καταστούν εφικτές συγκρίσεις σε επίπεδο δυναμικής της οικονομικής ανάπτυξης τόσο διαχρονικά όσο και μεταξύ οικονομιών διαφορετικού μεγέθους, ανεξάρτητα από τα επίπεδα τιμών.

Συμπληρωματικά στοιχεία

Η οικονομική παραγωγή μπορεί επίσης να αναλυθεί ανά δραστηριότητα: στο πιο συγκεντρωτικό επίπεδο ανάλυσης εντοπίζονται 10 κατηγορίες της NACE αναθ. 2: γεωργία, θήρα και αλιεία• βιομηχανία• κατασκευές• διανεμητικό εμπόριο, μεταφορές, υπηρεσίες στέγασης και εστίασης• υπηρεσίες πληροφοριών και επικοινωνιών• χρηματοπιστωτικές και ασφαλιστικές υπηρεσίες• δραστηριότητες διαχείρισης ακίνητης περιουσίας• επαγγελματικές, επιστημονικές, τεχνικές, διοικητικές και υποστηρικτικές υπηρεσίες• δημόσια διοίκηση, άμυνα, εκπαίδευση, ανθρώπινη υγεία και κοινωνικό έργο• τέχνες, ψυχαγωγία, αναψυχή, άλλες υπηρεσίες και δραστηριότητες των νοικοκυριών και ετερόδικοι οργανισμοί και φορείς. Η διαχρονική ανάλυση της παραγωγής ανά δραστηριότητα μπορεί να διευκολυνθεί με τη χρήση ενός μέτρου του όγκου – με άλλα λόγια, απομειώνοντας την αξία της παραγωγής ώστε να εξουδετερωθεί ο αντίκτυπος των μεταβολών των τιμών• η αξία κάθε δραστηριότητας απομειώνεται μεμονωμένα, ώστε να αντικατοπτρίζει τις μεταβολές των τιμών στα συνδεδεμένα με αυτήν προϊόντα.

Μια επιπλέον δέσμη στοιχείων των εθνικών λογαριασμών χρησιμοποιείται στο πλαίσιο αναλύσεων ανταγωνιστικότητας, συγκεκριμένα δείκτες που αφορούν την παραγωγικότητα του εργατικού δυναμικού, όπως τα μεγέθη για την παραγωγικότητα της εργασίας. Τα μεγέθη που αφορούν την παραγωγικότητα και εκφράζονται σε ΜΑΔ είναι ιδιαίτερα χρήσιμα για συγκρίσεις μεταξύ χωρών. Το ΑΕγχΠ σε ΜΑΔ ανά απασχολούμενο παρέχει μια συνολική εικόνα της παραγωγικότητας των εθνικών οικονομιών. Ωστόσο, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι αυτό το μέγεθος εξαρτάται από τη διάρθρωση της συνολικής απασχόλησης και μπορεί, για παράδειγμα, να μειωθεί με τη μετάβαση από πλήρη σε μερική απασχόληση. Το ΑΕγχΠ σε ΜΑΔ ανά δεδουλευμένη ώρα εργασίας παρέχει μια σαφέστερη εικόνα της παραγωγικότητας, καθώς η συχνότητα εμφάνισης του φαινομένου της μερικής απασχόλησης διαφέρει σημαντικά μεταξύ χωρών και δραστηριοτήτων. Τα στοιχεία παρουσιάζονται με τη μορφή δείκτη σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ: εάν ο δείκτης αυξηθεί πάνω από το 100, η παραγωγικότητα της εργασίας είναι πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ.

Τα στοιχεία σχετικά με τις καταναλωτικές δαπάνες μπορούν να αναλυθούν σύμφωνα με την ταξινόμηση της ατομικής κατανάλωσης με βάση τον σκοπό (COICOP), η οποία, στο πιο συγκεντρωτικό της επίπεδο, διακρίνει 12 διαφορετικές κατηγορίες. Τα ετήσια στοιχεία για τις δαπάνες των νοικοκυριών αντλούνται από τους εθνικούς λογαριασμούς που καταρτίζονται μέσω μακροοικονομικής προσέγγισης. Μια εναλλακτική πηγή για την ανάλυση των δαπανών των νοικοκυριών είναι η έρευνα οικογενειακών προϋπολογισμών (ΕΟΠ): αυτά τα στοιχεία αποκτώνται μέσω ενός ημερολογίου που καλούνται να τηρούν τα νοικοκυριά όσον αφορά τις αγορές τους και είναι πολύ αναλυτικότερα ως προς την κάλυψη των εμπορευμάτων και των υπηρεσιών καθώς και των διαθέσιμων τύπων κοινωνικοοικονομικής ανάλυσης. Η ΕΟΠ διενεργείται και δημοσιεύεται μόλις ανά πενταετία – το τελευταίο έτος αναφοράς για το οποίο υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία σήμερα είναι το 2005.

Η αποταμίευση των νοικοκυριών είναι η κυριότερη εγχώρια πηγή κονδυλίων για τη χρηματοδότηση επενδύσεων κεφαλαίου. Το σύστημα λογαριασμών παρέχει τη δυνατότητα να αποτυπωθούν σε ακαθάριστη βάση τόσο το διαθέσιμο εισόδημα όσο και οι αποταμιεύσεις• με άλλα λόγια, και τα δύο συγκεντρωτικά μεγέθη περιλαμβάνουν την ανάλωση πάγιου κεφαλαίου.

Πλαίσιο

Τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, οι κυβερνήσεις, οι κεντρικές τράπεζες, καθώς και άλλοι οικονομικοί και κοινωνικοί φορείς στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα χρειάζονται μια δέσμη συγκρίσιμων και αξιόπιστων στατιστικών στις οποίες να μπορούν να στηρίζουν τις αποφάσεις τους. Οι εθνικοί λογαριασμοί μπορούν να χρησιμοποιηθούν για διάφορους τύπους αναλύσεων και αξιολογήσεων. Η χρήση διεθνώς αποδεκτών εννοιών και ορισμών καθιστά εφικτή την ανάλυση διαφορετικών οικονομιών, όπως τις αλληλεξαρτήσεις μεταξύ των οικονομιών των κρατών μελών της ΕΕ ή τη σύγκριση μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ και τρίτων χωρών.

Ανάλυση οικονομικού κύκλου και μακροοικονομικής πολιτικής

Μία από τις κυριότερες χρήσεις των στοιχείων των εθνικών λογαριασμών αφορά την ανάγκη στήριξης των αποφάσεων για την ευρωπαϊκή οικονομική πολιτική και την επίτευξη των στόχων της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ) με υψηλής ποιότητας βραχυπρόθεσμες στατιστικές που καθιστούν εφικτή την παρακολούθηση των μακροοικονομικών εξελίξεων και την άντληση συμβουλών μακροοικονομικής πολιτικής. Για παράδειγμα, μία από τις πλέον βασικές και παραδοσιακές χρήσεις των εθνικών λογαριασμών είναι η ποσοτική απεικόνιση του ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας – κοινώς, της αύξησης του ΑΕγχΠ. Τα βασικά αριθμητικά στοιχεία των εθνικών λογαριασμών χρησιμοποιούνται κυρίως για τη χάραξη και παρακολούθηση των μακροοικονομικών πολιτικών, ενώ τα αναλυτικά στοιχεία των εθνικών λογαριασμών μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν για τη διαμόρφωση τομεακών ή κλαδικών πολιτικών, ιδίως μέσω της ανάλυσης πινάκων εισροών-εκροών.

Από το 1999 που δημιουργήθηκε η ΟΝΕ, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) υπήρξε ένας από τους κυριότερους χρήστες των εθνικών λογαριασμών. Η στρατηγική της ΕΚΤ για την αξιολόγηση των κινδύνων όσον αφορά τη σταθερότητα των τιμών βασίζεται σε δύο προοπτικές ανάλυσης, γνωστές ως «δύο πυλώνες»: την οικονομική ανάλυση και τη νομισματική ανάλυση. Έτσι, μεγάλος αριθμός νομισματικών και χρηματοοικονομικών δεικτών αξιολογείται σε σχέση με άλλα συναφή στοιχεία που επιτρέπουν τον συνδυασμό νομισματικής, χρηματοοικονομικής και οικονομικής ανάλυσης, για παράδειγμα, βασικών συγκεντρωτικών μεγεθών των εθνικών λογαριασμών. Με αυτό τον τρόπο, οι νομισματικοί και χρηματοοικονομικοί δείκτες μπορούν να αναλυθούν στο πλαίσιο της υπόλοιπης οικονομίας.

Η Γενική Διεύθυνση Οικονομικών και Χρηματοδοτικών Υποθέσεων καταρτίζει τις μακροοικονομικές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δύο φορές τον χρόνο, την άνοιξη και το φθινόπωρο. Αυτές οι προβλέψεις καλύπτουν όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ προκειμένου να αντλούνται προβλέψεις για τη ζώνη του ευρώ και την ΕΕ, αλλά περιλαμβάνουν επίσης προοπτικές για τις υποψήφιες για ένταξη χώρες καθώς και για ορισμένες τρίτες χώρες.

Η ανάλυση των δημόσιων οικονομικών μέσω των εθνικών λογαριασμών αποτελεί ακόμη μία καθιερωμένη χρήση αυτών των στατιστικών. Στην ΕΕ αναπτύχθηκε ειδική εφαρμογή σχετικά με τα κριτήρια σύγκλισης της ΟΝΕ, εκ των οποίων δύο αφορούν άμεσα τα δημόσια οικονομικά. Τα κριτήρια αυτά προσδιορίστηκαν με όρους εθνικών λογαριασμών, δηλαδή δημόσιο έλλειμμα και δημόσιο χρέος σε σχέση με το ΑΕγχΠ. Για περισσότερες πληροφορίες, βλέπε το άρθρο για τις στατιστικές δημόσιων οικονομικών.

Περιφερειακές, διαρθρωτικές και τομεακές πολιτικές

Εκτός από την ανάλυση του οικονομικού κύκλου και της μακροοικονομικής πολιτικής, υπάρχουν και άλλες χρήσεις των στοιχείων των ευρωπαϊκών εθνικών και περιφερειακών λογαριασμών που είναι συναφείς με την πολιτική, ιδίως σχετικά με περιφερειακά, διαρθρωτικά και τομεακά ζητήματα.

Η κατανομή των δαπανών για τα διαρθρωτικά ταμεία βασίζεται εν μέρει στους περιφερειακούς λογαριασμούς. Επιπλέον, οι περιφερειακές στατιστικές χρησιμοποιούνται για την εκ των υστέρων αξιολόγηση των αποτελεσμάτων της περιφερειακής πολιτικής και της πολιτικής για τη συνοχή.

Η ενθάρρυνση της περαιτέρω ανάπτυξης και της δημιουργίας περισσότερων θέσεων εργασίας αποτελεί στρατηγική προτεραιότητα τόσο για την ΕΕ όσο και για τα κράτη μέλη, και εντάσσεται στη στρατηγική «Ευρώπη 2020». Για τη στήριξη αυτών των στρατηγικών προτεραιοτήτων, εφαρμόζονται κοινές πολιτικές σε όλους τους τομείς της οικονομίας της ΕΕ, ενώ τα κράτη μέλη υλοποιούν παράλληλα τις δικές τους εθνικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναλύει τις πολιτικές αυτές προκειμένου να εξασφαλίσει το μέγιστο δυνατό όφελος και να προετοιμαστεί ενόψει των μελλοντικών προκλήσεων.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διενεργεί οικονομική ανάλυση που συμβάλλει στην ανάπτυξη της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΚΓΠ) αναλύοντας την αποδοτικότητα των διάφορων μηχανισμών στήριξης που διαθέτει και διαμορφώνοντας μια μακροπρόθεσμη προοπτική. Οι διαδικασίες αυτές περιλαμβάνουν έρευνα, ανάλυση και εκτιμήσεις επιπτώσεων σχετικά με ζητήματα που αφορούν τη γεωργία και την αγροτική οικονομία στην ΕΕ και σε τρίτες χώρες, εν μέρει με τη χρήση των οικονομικών λογαριασμών για τη γεωργία.

Καθορισμός στόχων, κριτήρια αναφοράς και εισφορές

Στο πλαίσιο των πολιτικών της ΕΕ τίθενται ολοένα και περισσότεροι μεσοπρόθεσμοι ή μακροπρόθεσμοι στόχοι, δεσμευτικοί ή μη. Για ορισμένους από τους στόχους αυτούς, το επίπεδο του ΑΕγχΠ χρησιμοποιείται ως συγκριτικό μέγεθος αναφοράς, για παράδειγμα, για τον καθορισμό ενός στόχου όσον αφορά τις δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη σε ποσοστό 3 % του ΑΕγχΠ.

Οι εθνικοί λογαριασμοί χρησιμοποιούνται επίσης για τον προσδιορισμό των πόρων της ΕΕ• οι βασικοί κανόνες προβλέπονται σε απόφαση του Συμβουλίου. Το συνολικό ποσό των ιδίων πόρων που απαιτούνται για να χρηματοδοτηθεί ο προϋπολογισμός της ΕΕ καθορίζεται από τις συνολικές δαπάνες μείον τα λοιπά έσοδα, ενώ το μέγιστο μέγεθος των ιδίων πόρων συνδέεται με το ακαθάριστο εθνικό εισόδημα της ΕΕ.

Τα στοιχεία των εθνικών λογαριασμών, εκτός από τον καθορισμό των δημοσιονομικών εισφορών εντός της ΕΕ, χρησιμοποιούνται επίσης για τον καθορισμό των εισφορών και σε άλλους διεθνείς οργανισμούς, όπως π.χ. ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ). Οι εισφορές στον προϋπολογισμό του ΟΗΕ καθορίζονται με βάση το ακαθάριστο εθνικό εισόδημα με την εφαρμογή διαφόρων προσαρμογών και ορίων.

Αναλυτές και προβλέψεις

Οι εθνικοί λογαριασμοί χρησιμοποιούνται επίσης ευρέως από αναλυτές και ερευνητές για την εξέταση της οικονομικής κατάστασης και των οικονομικών εξελίξεων. Οι κοινωνικοί εταίροι, όπως οι εκπρόσωποι επιχειρήσεων (για παράδειγμα, εμπορικές ενώσεις) ή οι εκπρόσωποι εργαζομένων (για παράδειγμα, συνδικαλιστικές ενώσεις), ενδιαφέρονται επίσης για τους εθνικούς λογαριασμούς στο πλαίσιο της ανάλυσης των εξελίξεων που επηρεάζουν τις εργασιακές σχέσεις. Οι ερευνητές και οι αναλυτές χρησιμοποιούν τους εθνικούς λογαριασμούς, μεταξύ άλλων, για την ανάλυση του οικονομικού κύκλου και την ανάλυση μακροχρόνιων οικονομικών κύκλων καθώς και για τη σύνδεσή τους με τις οικονομικές, πολιτικές ή τεχνολογικές εξελίξεις.

Βλέπε επίσης

Περαιτέρω πληροφορίες της Eurostat

Βασικοί πίνακες

Annual national accounts (t_nama)
GDP and main components (t_nama_10_gdp)
Exports and imports by Member states of the EU/third countries (t_nama_10_exi)
Income, saving and net lending/ borrowing (t_nama_inc)
Final consumption expenditure of households by consumption purpose (COICOP)) (t_nama_10_co)
Auxiliary indicators to National Accounts - annual data (t_nama_10_aux)
Regional economic accounts - ESA95 (t_nama_reg)

Βάση δεδομένων

Annual national accounts (nama)
GDP and main components (nama_gdp)
Exports and imports by Member States of the EU/third countries (nama_exi)
Final consumption aggregates (nama_fcs)
Income, saving and net lending/ borrowing (nama_inc)
National Accounts detailed breakdowns (by industry, by product, by consumption purpose) (nama_brk)
Auxiliary indicators to National Accounts - annual data (nama_aux)
Regional economic accounts - ESA95 (nama_reg)
Supply, use and Input-output tables (naio)
Supply, use and Input-output tables - EU aggregates (naio_agg)
Supply, use and Input-output tables (product*product) - national data (naio_ckp)

Ειδική ενότητα

Μεθοδολογία / Μεταδεδομένα

Αρχεία μεταδεδομένων ESMS

Εγχειρίδια μεθοδολογίας

Άλλες μεθοδολογικές πληροφορίες

Πηγή δεδομένων για πίνακες και γραφήματα (MS Excel)

Άλλες πληροφορίες

Εξωτερικοί σύνδεσμοι