Statistics Explained

Archive:Εθνικοί λογαριασμοί και ΑΕΠ

Revision as of 12:46, 9 August 2013 by EXT-S-Allen (talk | contribs)
Δεδομένα από του Σεπτεμβρίου-Οκτωβρίου 2012. Πιο πρόσφατα δεδομένα: Περαιτέρω πληροφορίες της Eurostat, Βασικοί πίνακες και Βάση δεδομένων.
Γράφημα 1: Το ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές αγοράς, 2001-2011
(1 000 εκατ. ευρώ) – Πηγή: Eurostat (nama_gdp_c) ή (tec00001)
Πίνακας 1: Το ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές αγοράς, 2001, 2010 και 2011 – Πηγή: Eurostat (nama_gdp_c) και (tec00001)
Γράφημα 2: Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές αγοράς, 2001 και 2011
(ΕΕ-27=100• βάσει ΜΑΔ ανά κάτοικο) – Πηγή: Eurostat (nama_gdp_c) και (tec00001)
Γράφημα 3: Πραγματική αύξηση του ΑΕΠ, 2001-2011
(% μεταβολής σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος) – Πηγή: Eurostat (nama_gdp_k)
Πίνακας 2: Πραγματική αύξηση του ΑΕΠ, 2002-2011
(% μεταβολής σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος• μέσος όρος 2002-2011) – Πηγή: Eurostat (nama_gdp_k) ή (tsieb020)
Πίνακας 3: Ακαθάριστη προστιθέμενη αξία σε βασικές τιμές, 2001 και 2011
(% της συνολικής ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας) – Πηγή: Eurostat (nama_nace10_c)
Γράφημα 4α: Ακαθάριστη προστιθέμενη αξία, ΕΕ-27, 2001-2011
(2005=100) – Πηγή: Eurostat (nama_nace10_k)
Γράφημα 4β: Ακαθάριστη προστιθέμενη αξία, ΕΕ-27, 2001-2011
(2005=100) – Πηγή: Eurostat (nama_nace10_k)
Γράφημα 5: Παραγωγικότητα της εργασίας, ΕΕ-27, 2001 και 2011
(1 000 ευρώ ανά απασχολούμενο) – Πηγή: Eurostat (nama_nace10_c) και (nama_nace10_e)
Πίνακας 4: Παραγωγικότητα της εργασίας
(βάσει ΜΑΔ), 2001-2011 – Πηγή: Eurostat (tec00116) και (tec00117)
Γράφημα 6: Καταναλωτικές δαπάνες και ακαθάριστες επενδύσεις κεφαλαίου σε σταθερές τιμές, ΕΕ-27, 2001-2011
(2005=100) – Πηγή: Eurostat (nama_gdp_k)
Γράφημα 7: Ετήσιο ποσοστό μεταβολής στις συνιστώσες δαπανών του ΑΕΠ, ΕΕ-27, 2001-2011
(%) – Πηγή: Eurostat (nama_gdp_k)
Γράφημα 8: Συνιστώσες δαπανών του ΑΕΠ, ΕΕ-27, 2011 (1)
(% μεταβολής του ΑΕΠ) – Πηγή: Eurostat (nama_gdp_c) ή (tec00009), (tec00010), (tec00011) και (tec00110)
Πίνακας 5: Επενδύσεις, 2001, 2006 και 2011
(% μεταβολής του ΑΕΠ) – Πηγή: Eurostat (nama_gdp_c), (tsdec210) και (tec00022)
Γράφημα 9: Ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου, 2011
(% μεταβολής του ΑΕΠ) – Πηγή: Eurostat (nama_gdp_c)
Γράφημα 10: Κατανομή του εισοδήματος, 2011
(% μεταβολής του ΑΕΠ) – Πηγή: Eurostat (nama_gdp_c) ή (tec00016), (tec00015) και (tec00013)
Γράφημα 11: Κατανομή του εισοδήματος, ΕΕ-27, 2001-2011
(2005=100) – Πηγή: Eurostat (nama_gdp_c) ή (tec00016), (tec00015) και (tec00013)
Πίνακας 6: Καταναλωτικές δαπάνες των νοικοκυριών
(εγχώρια έννοια), 2001, 2006 και 2011 – Πηγή: Eurostat (nama_fcs_c)
Γράφημα 12: Καταναλωτικές δαπάνες των νοικοκυριών, ΕΕ-27, 2011 (1)
(% των συνολικών καταναλωτικών δαπανών των νοικοκυριών) – Πηγή: Eurostat (nama_co3_c)
Γράφημα 13: Ακαθάριστη εθνική αποταμίευση, 2001 και 2011 (1)
(% ακαθάριστου εθνικού διαθέσιμου εισοδήματος) – Πηγή: Eurostat (nama_inc_c)
Πίνακας 7: Βασικοί δείκτες τομεακών λογαριασμών, νοικοκυριά, 2011 (1) – Πηγή: Eurostat (nasa_ki)
Γράφημα 14: Δείκτης αποταμίευσης των νοικοκυριών
(ακαθάριστος), 2011 (1)
(%) – Πηγή: Eurostat (nasa_ki)
Γράφημα 15: Δείκτης επενδύσεων των νοικοκυριών
(ακαθάριστος), 2011 (1)
(%) – Πηγή: Eurostat (nasa_ki)
Γράφημα 16: Καθαρός χρηματοοικονομικός δείκτης πλούτου-εισοδήματος των νοικοκυριών, 2011 (1)
(%) – Πηγή: Eurostat (nasa_ki)
Πίνακας 8: Βασικοί δείκτες τομεακών λογαριασμών, μη χρηματοπιστωτικές εταιρείες, 2011 – Πηγή: Eurostat (nasa_ki)
Γράφημα 17: Ποσοστό επενδύσεων
(ακαθάριστο) μη χρηματοπιστωτικών εταιρειών, 2011 (1)
(%) – Πηγή: Eurostat (nasa_ki)

Οι εθνικοί λογαριασμοί αποτελούν πηγή πληθώρας πασίγνωστων οικονομικών δεικτών που παρουσιάζονται σ’ αυτό το άρθρο. Το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) είναι ο δείκτης που χρησιμοποιείται συχνότερα για τον υπολογισμό του συνολικού μεγέθους μιας οικονομίας, ενώ, παράλληλα, παράγωγοι δείκτες όπως το κατά κεφαλήν ΑΕΠ –π.χ. σε ευρώ ή προσαρμοσμένο για τις διαφορές στα επίπεδα τιμών– χρησιμοποιούνται ευρύτατα για τη σύγκριση του βιοτικού επιπέδου ή για την παρακολούθηση της διαδικασίας σύγκλισης σ’ ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ).

Επιπλέον, η ανάπτυξη ειδικών συνιστωσών του ΑΕΠ και σχετικών δεικτών, όπως εκείνων για το οικονομικό προϊόν, τις εισαγωγές και τις εξαγωγές, την εγχώρια (ιδιωτική και δημόσια) κατανάλωση ή επενδύσεις, καθώς και δεδομένα σχετικά με τη κατανομή του εισοδήματος και των αποταμιεύσεων, μπορεί να παράσχει πολύτιμα στοιχεία για τις κινητήριες δυνάμεις μιας οικονομίας και, κατά συνέπεια, να αποτελέσει τη βάση για τον σχεδιασμό, την παρακολούθηση και την αξιολόγηση συγκεκριμένων πολιτικών της ΕΕ.

Οι οικονομικές εξελίξεις στους τομείς της παραγωγής, της δημιουργίας και (ανα)κατανομής εισοδήματος, της κατανάλωσης και των επενδύσεων μπορούν να κατανοηθούν καλύτερα αν αναλυθούν κατά θεσμικό τομέα. Ειδικότερα, οι τομεακοί λογαριασμοί παρέχουν αρκετούς βασικούς δείκτες για τα νοικοκυριά και τις μη χρηματοπιστωτικές εταιρείες, όπως το ποσοστό αποταμίευσης των νοικοκυριών και το μερίδιο των επιχειρήσεων επί των κερδών.

Κύρια στατιστικά στοιχεία

Μεταβολές του ΑΕΠ

Η αύξηση του ΑΕΠ στην ΕΕ-27 επιβραδύνθηκε σημαντικά το 2008, ενώ το ΑΕΠ συρρικνώθηκε ιδιαίτερα αισθητά το 2009 ως αποτέλεσμα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης. Το 2010 σημειώθηκε ανάκαμψη στο ΑΕΠ της ΕΕ-27, και η πορεία αυτή συνεχίστηκε (αν και με βραδύτερο ρυθμό) το 2011, καθώς το ΑΕΠ αυξήθηκε σε 12 638 δισ. ευρώ – φθάνοντας στα υψηλότερα, μέχρι σήμερα, επίπεδα σε τρέχουσες τιμές (βλ. γράφημα 1).

Στην ευρωζώνη αναλογούσε το 74,5 % του συνολικού ποσού το 2011, ενώ το άθροισμα των πέντε μεγαλύτερων οικονομιών των κρατών μελών της ΕΕ (Γερμανία, Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ιταλία και Ισπανία) ήταν 71,1 %. Ωστόσο, οι συγκρίσεις μεταξύ χωρών θα πρέπει να γίνονται με προσοχή, αφού ιδίως οι διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών μπορεί να επηρεάσουν σημαντικά την εξέλιξη των στοιχείων για το ονομαστικό ΑΕΠ των κρατών μελών της ΕΕ που δεν έχουν υιοθετήσει το ευρώ.

Για την αξιολόγηση του βιοτικού επιπέδου, είναι καταλληλότερη η χρήση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε μονάδες αγοραστικής δύναμης (ΜΑΔ)• μ’ άλλα λόγια, προσαρμοσμένου στο μέγεθος της οικονομίας όσον αφορά τον πληθυσμό και στις διαφορές στα επίπεδα τιμών μεταξύ των χωρών. Το μέσο κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην ΕΕ-27 το 2011 ήταν 25 130 ΜΑΔ, ελαφρώς υψηλότερο από το μέγιστο επίπεδο (25 020 ΜΑΔ) που σημειώθηκε το 2008, προτού γίνουν αισθητές οι συνέπειες της χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης. Η σχετική θέση της κάθε χώρας μπορεί να εκφραστεί κατόπιν σύγκρισης με τον εν λόγω μέσο όρο, με την τιμή για την ΕΕ-27 να ισούται με 100. Η υψηλότερη σχετική τιμή μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ καταγράφηκε στο Λουξεμβούργο, όπου το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε ΜΑΔ υπερέβαινε κατά περισσότερο από 2,7 φορές τον μέσο όρο της ΕΕ-27 το 2011 (γεγονός το οποίο εξηγείται εν μέρει από τον σημαντικό ρόλο των μεθοριακών εργαζομένων από το Βέλγιο, τη Γαλλία και τη Γερμανία). Στον αντίποδα, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ ήταν μικρότερο από το ήμισυ του μέσου όρου της ΕΕ-27 στη Ρουμανία και στη Βουλγαρία.

Παρότι τα στοιχεία ΜΑΔ θα πρέπει, κατ’ αρχήν, να χρησιμοποιούνται για συγκρίσεις μεταξύ χωρών κατά τη διάρκεια ενός έτους παρά σε βάθος χρόνου, η μεταβολή αυτών των στοιχείων την τελευταία δεκαετία υποδηλώνει ότι πραγματοποιήθηκε μια κάποια σύγκλιση όσον αφορά το βιοτικό επίπεδο, αφού τα κράτη μέλη που εντάχθηκαν στην ΕΕ το 2004 ή το 2007 πλησίασαν στον μέσο όρο της ΕΕ παρά τη σχετική υστέρηση που παρατηρήθηκε λόγω της χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης. Τη στιγμή που το Λουξεμβούργο, η Γερμανία, η Σουηδία και η Αυστρία υπερέβησαν ακόμα περισσότερο τον μέσο όρο της ΕΕ-27 (έπειτα από σύγκριση του 2011 με το 2001), αρκετά άλλα κράτη μέλη της ΕΕ-15, και ιδίως η Ιταλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία, η Ιρλανδία και το Βέλγιο, πλησίασαν περισσότερο τον μέσο όρο της ΕΕ-27 (βλ. γράφημα 2). Η Ρουμανία, η Σλοβακία, η Εσθονία, η Λιθουανία, η Λετονία, η Πολωνία και η Βουλγαρία, ενώ το 2001 βρίσκονταν κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ-27, έως το 2011 σημείωσαν τη μεγαλύτερη πρόοδο ως προς την προσέγγιση του μέσο όρου της ΕΕ-27, ενώ η Ελλάδα και η Πορτογαλία υποχώρησαν.

Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση επέφερε βαθιά ύφεση στην ΕΕ, στην Ιαπωνία και στις Ηνωμένες Πολιτείες το 2009 (βλ. γράφημα 3), ακολουθούμενη από ανάκαμψη το 2010 και το 2011. Το πραγματικό ΑΕΠ μειώθηκε κατά 4,3 % στην ΕΕ-27 το 2009, κατά 5,5 % στην Ιαπωνία και κατά 3,1 % στις Ηνωμένες Πολιτείες• και στις δύο αυτές χώρες της «Τριάδας», οι συνέπειες της κρίσης στην οικονομία ήταν ήδη αισθητές το 2008, όταν σημειώθηκε σχετικά ελαφρά μείωση του πραγματικού ΑΕΠ. Η ανάκαμψη στην ΕΕ-27 εκφράστηκε με αύξηση του ΑΕΠ σε σταθερές τιμές κατά 2,0 % το 2010, κάτι που συνοδεύτηκε από περαιτέρω άνοδο κατά 1,6 % το 2011• στην ευρωζώνη το αντίστοιχο ποσοστό ήταν ίδιο με το ποσοστό του 2010, ενώ το 2011 σημείωσε πτώση κατά 0,1 %. Στην Ιαπωνία και στις Ηνωμένες Πολιτείες, η ανάκαμψη το 2010 ήταν περισσότερο αισθητή απ’ ό,τι στην ΕΕ-27 και, ενώ αυτή η εικόνα διατηρήθηκε στις ΗΠΑ το 2011, σημειώθηκε ελαφρά κάμψη στο επίπεδο του πραγματικού ΑΕΠ στην Ιαπωνία (-0,8 %) – γεγονός που αντικατοπτρίζει, τουλάχιστον εν μέρει, τον καταστρεπτικό αντίκτυπο που είχε ο σεισμός του Τοχόκου και το τσουνάμι τον Μάρτιο του 2011.

Μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ, η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ παρουσίασε σημαντικές αποκλίσεις – τόσο σε βάθος χρόνου όσο και από χώρα σε χώρα. Μετά τη συρρίκνωση που παρατηρήθηκε το 2009 σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ, με εξαίρεση την Πολωνία, η οικονομική μεγέθυνση επανήλθε σε 22 χώρες το 2010, σκηνικό που διατηρήθηκε το 2011, όταν σημειώθηκε αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ σε 24 από τα κράτη μέλη της ΕΕ. Τα υψηλότερα ποσοστά μεγέθυνσης το 2011 καταγράφηκαν στην Εσθονία (7,6 %), στη Λιθουανία (5,9 %) και στη Λετονία (5,5 %). Οι οικονομίες της Σλοβενίας (-0,2 %) και της Πορτογαλίας (-1,7 %) συρρικνώθηκαν το 2011, ενώ βάθυνε η ύφεση στην Ελλάδα, αφού το ΑΕΠ συρρικνώθηκε για τέταρτη συνεχή χρονιά (-6,9 % το 2011).

Οι επιπτώσεις της χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης επιδείνωσαν τη συνολική επίδοση των οικονομιών των κρατών μελών της ΕΕ κατά τη διάρκεια ολόκληρης της περασμένης δεκαετίας. Ο μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης της ΕΕ-27 και της ευρωζώνης μεταξύ 2002 και 2011 ήταν 1,4 % και 1,2 % αντίστοιχα. Σ’ αυτή τη βάση, η μέγιστη ανάπτυξη καταγράφηκε στη Σλοβακία και στη Λιθουανία (αμφότερες 4,7 % ετησίως), στη Λετονία (4,2 %), στην Εσθονία (4,1 %), στη Ρουμανία και στην Πολωνία (αμφότερες 4,0 %). Στον αντίποδα, τα χαμηλότερα ποσοστά ανάπτυξης του πραγματικού ΑΕΠ κατά την περίοδο 2002-2011 σημειώθηκαν στην Ιταλία και στην Πορτογαλία (0,4 % ετησίως), καθώς και στη Δανία (0,6 %).

Κύρια συγκεντρωτικά μεγέθη του ΑΕΠ

Η εξέταση του ΑΕΠ από την πλευρά της παραγωγής (πίνακας 3) παρέχει μια γενική εικόνα για τη σχετική σημασία που έχουν δέκα δραστηριότητες ως προς τη συνεισφορά τους στην ακαθάριστη προστιθέμενη αξία της ΕΕ-27. Παρά τη μείωση κατά 2,0 ποσοστιαίες μονάδες μεταξύ 2001 και 2011, η βιομηχανία (19,5 %) παρέμεινε η μεγαλύτερη δραστηριότητα (στο συγκεκριμένο επίπεδο ανάλυσης) το 2011, ενώ ακολουθούσε, σε μικρά απόσταση, το διανεμητικό εμπόριο, οι μεταφορές και οι υπηρεσίες στέγασης και εστίασης (19,4 %), καθώς και η δημόσια διοίκηση, η εκπαίδευση και η υγεία (19,1 %)• το ποσοστό της υγείας αυξήθηκε κατά 1,3 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2001. Οι αμέσως μεγαλύτερες δραστηριότητες το 2011 ήταν οι δραστηριότητες διαχείρισης ακίνητης περιουσίας (10,3 %), ακολουθούμενες από τις επαγγελματικές, επιστημονικές, τεχνικές, διοικητικές και υποστηρικτικές υπηρεσίες (στο εξής, «επιχειρηματικές υπηρεσίες») (10,0 %), από τις υπηρεσίες του κατασκευαστικού κλάδου (6,3 %), τις χρηματοπιστωτικές και ασφαλιστικές υπηρεσίες (5,7 %) και τις υπηρεσίες του τομέα της πληροφορίας και της επικοινωνίας (4,5 %). Τη μικρότερη συμβολή είχαν ο κλάδος της ψυχαγωγίας και άλλων υπηρεσιών (3,5 %) και η γεωργία, δασοκομία και αλιεία (1,7 %).

Το 2011 στον τομέα των υπηρεσιών αναλογούσε το 72,5 % της συνολικής ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας της ΕΕ-27 έναντι 70,2 % το 2001. Η σχετική σημασία των υπηρεσιών ήταν ιδιαίτερα μεγάλη στην Κύπρο, στη Μάλτα, στη Γαλλία (στοιχεία 2010), στην Ελλάδα, στο Βέλγιο, στη Δανία και στο Ηνωμένο Βασίλειο όπου αντιστοιχούσαν σε περισσότερο από τα τρία τέταρτα της συνολικής προστιθέμενης αξίας.

Οι διαρθρωτικές μεταβολές προκύπτουν, τουλάχιστον εν μέρει, από φαινόμενα όπως οι τεχνολογικές εξελίξεις, οι αλλαγές στις σχετικές τιμές, η εξωτερική ανάθεση και η παγκοσμιοποίηση, κάτι που έχει συχνά ως αποτέλεσμα η μεταποιητική δραστηριότητα να μεταφέρεται σε περιφέρειες με χαμηλότερο κόστος εργασίας, τόσο εντός όσο και εκτός ΕΕ.

Τέσσερις δραστηριότητες επλήγησαν ιδιαίτερα από τη χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση: η βιομηχανία κατέγραψε τη μεγαλύτερη συρρίκνωση, καθώς η προστιθέμενη αξία μειώθηκε συνολικά κατά 13,8 % (σε όγκο) μεταξύ 2007 και 2009• ο κατασκευαστικός κλάδος σημείωσε την πιο μακροχρόνια συρρίκνωση, με την παραγωγή του να μειώνεται κατά 10,4 % μεταξύ 2007 και 2010• στις επιχειρηματικές υπηρεσίες, αφενός, και στο διανεμητικό εμπόριο, στις μεταφορές και στις υπηρεσίες στέγασης και εστίασης, αφετέρου, παρατηρήθηκε μείωση της προστιθέμενης αξίας για μόνο έναν χρόνο μεταξύ 2008 και 2009, αλλά τα ποσοστά αυτής της μείωσης ήταν σημαντικά, -7,3 % και -5,7 % αντίστοιχα. Μικρότερες μειώσεις όσον αφορά την προστιθέμενη αξία παρατηρήθηκαν σε άλλους τομείς δραστηριοτήτων κατά τη διάρκεια της κρίσης, και ιδίως το 2009 και το 2010 για τη γεωργία, τη δασοκομία και την αλιεία, και το 2010 και το 2011 για τις χρηματοπιστωτικές και ασφαλιστικές υπηρεσίες (βλ. γράφημα 4).

Από την ανάλυση της παραγωγικότητας της εργασίας ανά απασχολούμενο κατά τη δεκαετία 2001-2011 προκύπτουν αυξήσεις (σε τρέχουσες τιμές) για όλες τις δραστηριότητες: από 13,8 % για τις υπηρεσίες της πληροφορίας και της επικοινωνίας έως 38,0 % για τη βιομηχανία, ενώ οι επιχειρηματικές υπηρεσίες (4,1 %) και οι χρηματοπιστωτικές και ασφαλιστικές υπηρεσίες (51,0 %) βρίσκονται αντίστοιχα κάτω και πάνω απ’ αυτό το φάσμα (βλ. γράφημα 5). Για να εξαλειφθούν οι επιπτώσεις του πληθωρισμού, η παραγωγικότητα της εργασίας ανά άτομο μπορεί επίσης να υπολογιστεί με τη χρήση στοιχείων για την παραγωγή σε σταθερές τιμές. Από αναλυτικότερα στοιχεία για την εξέλιξη της παραγωγικότητας της εργασίας που υπολογίστηκε είτε ανά απασχολούμενο είτε ανά δεδουλευμένη ώρα εργασίας προκύπτει ότι η παραγωγικότητα της εργασίας στα κράτη μέλη που εντάχθηκαν στην ΕΕ το 2004 ή το 2007 συνέκλινε προς τον μέσο όρο της ΕΕ-27 κατά την τελευταία δεκαετία (βλ. πίνακα 4). Συγκεκριμένα, η παραγωγικότητα της εργασίας ανά απασχολούμενο στη Ρουμανία αυξήθηκε από 26 % σε 49 % του μέσου όρου της ΕΕ-27 μεταξύ 2001 και 2011. Επιπλέον, η Εσθονία, η Σλοβακία, η Λιθουανία, η Λετονία και Βουλγαρία πραγματοποίησαν επίσης ουσιαστικά βήματα προς τον μέσο όρο της ΕΕ-27. Από την άλλη πλευρά, η Ιταλία κατέγραψε αξιοσημείωτη πτώση όσον αφορά την παραγωγικότητα της εργασίας ανά απασχολούμενο σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ-27, κάτι που ίσχυε επίσης, αν και σε μικρότερο βαθμό, για το Βέλγιο, το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γαλλία.

Από την ανάλυση τώρα των μεταβολών στα στοιχεία του ΑΕΠ ως προς τις δαπάνες μπορεί να επισημανθεί ότι η τελική καταναλωτική δαπάνη σ’ ολόκληρη την ΕΕ-27 αυξήθηκε κατά 13,2 % κατ’ όγκο μεταξύ 2001 και 2011 (βλ. γράφημα 6), παρά την ελαφρά μείωση το 2009• η τελική καταναλωτική δαπάνη της γενικής κυβέρνησης αυξήθηκε με κάπως ταχύτερο ρυθμό: 17,1 % μεταξύ 2001 και 2011. Η συνολική αύξηση στις ακαθάριστες επενδύσεις κεφαλαίου κατά την ίδια περίοδο ήταν χαμηλότερη (5,6 %), κυρίως λόγω της δραστικής μείωσης το 2009, ενώ η αύξηση των εξαγωγών ξεπέρασε κατά πολύ την αύξηση των εισαγωγών το 2010 και το 2011.

Μετά την πτώση που σημείωσαν το 2009, οι καταναλωτικές δαπάνες των νοικοκυριών και των μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων που εξυπηρετούν νοικοκυριά ανέκαμψαν το 2010 (1,1 % κατ’ όγκο) και ξανά το 2011 (0,1 %). Από το 2009, ο ρυθμός ανάπτυξης των δαπανών της γενικής κυβέρνησης στην ΕΕ-27 επιβραδύνθηκε κατ’ όγκο και έγινε αρνητικός (-0,2 %) το 2011. Παρά τη μέτρια αύξηση που γνώρισαν το 2010 (0,2 %) και το 2011 (1,4 %), οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου στην ΕΕ-27 δεν κατάφεραν να ανακάμψουν πλήρως από τη δραστική μείωση που σημείωσαν το 2009 (-13,0 %).

Σε τρέχουσες τιμές, οι καταναλωτικές δαπάνες των νοικοκυριών και των μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων που εξυπηρετούν νοικοκυριά αποτέλεσαν το 58,0 % του ΑΕΠ της ΕΕ-27 το 2011, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό των δαπανών της γενικής κυβέρνησης ήταν 21,7 % και των ακαθάριστων επενδύσεων παγίου κεφαλαίου 18,6 % (βλ. γράφημα 8).

Μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ διαπιστώθηκαν μεγάλες αποκλίσεις όσον αφορά τη συνολική ένταση των (δημόσιων και ιδιωτικών) επενδύσεων, κάτι που ενδέχεται, εν μέρει, να αντικατοπτρίζει τα διάφορα στάδια της οικονομικής ανάπτυξης, καθώς και τη δυναμική της μεγέθυνσης τα τελευταία χρόνια (βλ. πίνακα 5 και γράφημα 9). Το 2011 οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου (συνολικές επενδύσεις) ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν 18,5 % στην ΕΕ-27 και 19,2 % στην ευρωζώνη. Ήταν υψηλότερες στη Ρουμανία (22,7 %), στην Τσεχική Δημοκρατία (23,9 %) και στη Σλοβακία (22,4 %), και χαμηλότερες στην Ιρλανδία (10,1 %), στην Ελλάδα (14,0 %) και στο Ηνωμένο Βασίλειο (14,2 %). Το μεγαλύτερο ποσοστό των επενδύσεων πραγματοποιήθηκε, με διαφορά, από τον ιδιωτικό τομέα: το 2011 οι επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα αναλογούσαν στο 16,1 % του ΑΕΠ της ΕΕ-27, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τις επενδύσεις του δημόσιου φορέα ήταν 2,5 %. Οι δημόσιες επενδύσεις ήταν υψηλότερες στην Πολωνία (5,7 %) και στη Ρουμανία (5,2 %), ενώ οι ιδιωτικές επενδύσεις ήταν υψηλότερες στην Αυστρία (20,3 %).

Από την ανάλυση του ΑΕΠ της ΕΕ-27 ως προς τα έσοδα προκύπτει ότι η μεταξύ των συντελεστών παραγωγής κατανομή των εσόδων που προέρχονται από την παραγωγική διαδικασία αφορούσε κυρίως τις αμοιβές των εργαζομένων, η οποία αναλογούσε στο 49,1 % του ΑΕΠ το 2011. Το ποσοστό του ακαθάριστου λειτουργικού πλεονάσματος και του μεικτού εισοδήματος ήταν στο 39,0 % του ΑΕΠ, ενώ το ποσοστό των φόρων επί της παραγωγής και των εισαγωγών μείον τις επιδοτήσεις ήταν 11,8 % (βλ. γράφημα 10). Το γράφημα 11 δείχνει ότι, έως το 2011, τα αντίστοιχα συγκεντρωτικά μεγέθη για το εισόδημα είχαν σε μεγάλο βαθμό καλύψει τις απώλειες που σημείωσαν κατά τη χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση. Το 2009 οι αμοιβές των εργαζομένων μειώθηκαν κατά 3,0 %, αλλά το 2011 ήταν κατά 2,2 % υψηλότερες απ’ ό,τι το 2008. Ως προς το ακαθάριστο λειτουργικό πλεόνασμα και το μεικτό εισόδημα, είχε ήδη διαπιστωθεί στασιμότητα το 2008, η οποία ακολουθήθηκε από πτώση κατά 8,5 % το 2009• έως το 2011 αυτό το στοιχείο εισοδήματος είχε επιστρέψει, με διαφορά 0,6 %, στο μέγιστο ποσοστό που είχε σημειώσει πριν από την κρίση (το 2007). Η μείωση των φόρων επί της παραγωγής και των εισαγωγών μείον τις επιδοτήσεις είχε ήδη αρχίσει το 2008 (-2,7 %) και επιταχύνθηκε το 2009 (-8,6 %)• αυτές οι απώλειες είχαν καλυφθεί έως το 2011, όταν το συγκεκριμένο συγκεντρωτικό μέγεθος για το εισόδημα υπερέβαινε κατά 1,1 % τη μέγιστη τιμή του (επίσης το 2007).

Κατανάλωση των νοικοκυριών

Οι καταναλωτικές δαπάνες των νοικοκυριών αντιστοιχούσαν τουλάχιστον στο μισό ΑΕΠ στα περισσότερα κράτη μέλη της ΕΕ το 2011. Ήταν υψηλότερες στην Ελλάδα (76,2 %, στοιχεία του 2010), στην Κύπρο (72,2 %) και στη Μάλτα (70,3 %). Αντιθέτως, ήταν χαμηλότερες στο Λουξεμβούργο (36,4 %, στοιχεία του 2010)• ωστόσο, αυτή η χώρα είχε με διαφορά τις υψηλότερες μέσες κατά κεφαλή καταναλωτικές δαπάνες των νοικοκυριών (24 140 ΜΑΔ, στοιχεία του 2010) – βλ. πίνακα 6.

Αναλυτικότερα στοιχεία σχετικά με τη διάρθρωση των συνολικών καταναλωτικών δαπανών των νοικοκυριών στην ΕΕ-27 το 2010 δείχνουν ότι σχεδόν το ένα τέταρτο (23,6 %) αφορούσε τη στέγαση και την κατανάλωση νερού, ηλεκτρικού ρεύματος, φυσικού αερίου και άλλων καυσίμων (βλ. γράφημα 12). Οι δαπάνες για τη μεταφορά (13,0 %) και οι δαπάνες για την αγορά τροφίμων και μη αλκοολούχων ποτών (12,9 %) ήταν η αμέσως σημαντικότερη κατηγορία δαπανών. Οι υπόλοιπες κατηγορίες καταναλωτικών δαπανών του γραφήματος 21 μαζί αναλογούσαν σχεδόν στο μισό (48,6 %) των συνολικών καταναλωτικών δαπανών των νοικοκυριών.

Εθνικές αποταμιεύσεις

Το 2011 οι ακαθάριστες εθνικές αποταμιεύσεις ως ποσοστό του ακαθάριστου διαθέσιμου εθνικού εισοδήματος ήταν, κατά μέσο όρο, 19,1 % και 19,9 % στην ΕΕ-27 και στην ευρωζώνη. Μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ αυτό το ποσοστό ανήλθε στο υψηλότερο επίπεδο στην Εσθονία (26,7 %), στις Κάτω Χώρες (26,5 %) και στη Σουηδία (26,0 %), και στο χαμηλότερο επίπεδο στην Ελλάδα (3,3 %). Σε σύγκριση με το 2001, σημειώθηκε σχετική μείωση των ακαθάριστων εθνικών αποταμιεύσεων για την ΕΕ-27, την ευρωζώνη και τα περισσότερα κράτη μέλη της ΕΕ. Οι μεγαλύτερες μειώσεις (σε ποσοστιαίες μονάδες) καταγράφηκαν στην Ιρλανδία, στη Φινλανδία, στην Ελλάδα και στην Πορτογαλία, όπου οι αποταμιεύσεις ως ποσοστό του διαθέσιμου εισοδήματος μειώθηκαν κατά 6,0 ή περισσότερες ποσοστιαίες μονάδες, ενώ οι σημαντικότερες αυξήσεις καταγράφηκαν στη Βουλγαρία και στη Ρουμανία, όπου ο σχετικός όγκος των αποταμιεύσεων αυξήθηκε κατά 10,4 και 6,9 ποσοστιαίες μονάδες αντίστοιχα.

Τομεακοί λογαριασμοί

Ο πίνακας 7 δείχνει ότι, το 2011, ο δείκτης αποταμίευσης των νοικοκυριών ήταν κατά 2,1 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερος στην ευρωζώνη (13,2 %) απ’ ό,τι στην ΕΕ-27 (11,1 %). Αυτή η απόκλιση εξηγείται κυρίως από τον σχετικά χαμηλό δείκτη αποταμιεύσεων στο Ηνωμένο Βασίλειο (6,0 %) και τους σχετικά υψηλούς δείκτες στη Γερμανία (16,5 %) και στη Γαλλία (15,7 %). Από τα κράτη μέλη της ευρωζώνης, οκτώ (μεταξύ των οποίων ένα με στοιχεία από το 2009) είχαν δείκτες αποταμίευσης των νοικοκυριών υψηλότερους από τον μέσο όρο της ΕΕ-27 και επτά χαμηλότερους, ενώ για δύο (την Ελλάδα και τη Μάλτα) δεν υπήρχαν διαθέσιμα στοιχεία (βλ. γράφημα 14). Ο υψηλότερος δείκτης αποταμίευσης των νοικοκυριών στα κράτη μέλη εκτός ευρωζώνης καταγράφηκε στη Σουηδία (12,9 %).

Ο δείκτης αποταμίευσης των νοικοκυριών στην ΕΕ-27, μετά τη μείωση κατά 1,5 ποσοστιαίες μονάδες που σημείωσε το 2010, συρρικνώθηκε περαιτέρω το 2011 κατά 0,6 ποσοστιαίες μονάδες, δηλαδή κατά το ίδιο ουσιαστικά ποσοστό που καταγράφηκε στην ευρωζώνη (-0,5 ποσοστιαίες μονάδες). Οι μεγαλύτερες μειώσεις του δείκτη αποταμίευσης μεταξύ 2010 και 2011 διαπιστώθηκαν στη Λιθουανία και στην Κύπρο (αμφότερες -4.8 μονάδες) και στη Λετονία (-4.2 μονάδες)• οι μεταβολές στα άλλα κράτη μέλη της ΕΕ κυμάνθηκαν από -2,1 μονάδες έως 1,6 μονάδες.

Το 2011 ο δείκτης επενδύσεων των νοικοκυριών ήταν 8,3 % στην ΕΕ-27. Αυτός ο δείκτης κυμάνθηκε από 10 % ή περισσότερο στο Βέλγιο, στην Ιταλία, στις Κάτω Χώρες και στη Φινλανδία έως 5,1 % στην Ουγγαρία, ενώ η Λετονία (4,2 %) και η Λιθουανία (3,4 %) βρίσκονταν κάτω από αυτό το όριο (βλ. γράφημα 15). Ο δείκτης επενδύσεων των νοικοκυριών παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητος στην ΕΕ-27 και στην ευρωζώνη το 2011 σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος. Μειώθηκε κατά 1 ποσοστιαία μονάδα ή περισσότερο στην Τσεχική Δημοκρατία, στην Κύπρο, στην Ουγγαρία και στο Λουξεμβούργο (στοιχεία του 2009). Αντιθέτως, ο δείκτης επενδύσεων των νοικοκυριών αυξήθηκε κατά 1,0 ποσοστιαία μονάδα στη Λετονία και κατά 1,1 ποσοστιαία μονάδα στην Εσθονία.

To 2011 ο δείκτης χρέους προς εισόδημα των νοικοκυριών παρουσίασε σημαντικές διακυμάνσεις μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ. Αν και ήταν κάτω από 50 % στη Σλοβενία, στη Σλοβακία και στη Λιθουανία, ξεπέρασε το 200 % στην Ιρλανδία, στις Κάτω Χώρες και στη Δανία – το ποσοστό ύψους 200 % δηλώνει ότι θα χρειαστούν δύο χρόνια διαθέσιμου εισοδήματος ώστε να μπορέσουν τα νοικοκυριά να αποπληρώσουν το χρέος τους. Σε αρκετά κράτη μέλη της ΕΕ στον Βορρά και στην Ιβηρική Χερσόνησο καταγράφηκε συγκριτικά υψηλός δείκτης χρέους προς εισόδημα. Αντιθέτως, στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη, αυτός ο δείκτης ήταν συγκριτικά χαμηλός, αφού το χρέος το νοικοκυριών δεν ξεπερνούσε ποτέ το ετήσιο διαθέσιμο εισόδημα. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι το υψηλό χρέος των νοικοκυριών μπορεί, έως έναν βαθμό, να αντικατοπτρίζει υψηλά επίπεδα χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων, όπως φαίνεται στην ανάλυση του δείκτη καθαρού οικονομικού πλούτου προς εισόδημα των νοικοκυριών. Μπορεί επίσης να δηλώνει την ιδιοκτησία μη χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων, όπως κατοικιών, ή να επηρεάζεται από εθνικές διατάξεις που ενθαρρύνουν τον δανεισμό (π.χ., η έκπτωση των τόκων από τους φόρους).

Το 2011 ο δείκτης χρέους προς εισόδημα των νοικοκυριών μειώθηκε (σε σύγκριση με το 2010) κυρίως στη Λετονία (-9,0 μονάδες) και σε μικρότερο βαθμό στο Ηνωμένο Βασίλειο (-4,6 μονάδες), ενώ σημείωσε τη μεγαλύτερη αύξηση στο Βέλγιο (4,0 μονάδες) – ακόμα μεγαλύτερη αύξηση καταγράφηκε στο Λουξεμβούργο (5,6 μονάδες), αλλά τα πιο πρόσφατα στοιχεία αφορούν το 2009 (σε σύγκριση με το 2008).

Ο δείκτης καθαρού οικονομικού πλούτου προς εισόδημα των νοικοκυριών, όπως και ο δείκτης χρέους προς εισόδημα, παρουσίαζε σημαντικές διαφορές μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ. Οι Κάτω Χώρες και το Βέλγιο κατέγραψαν τους υψηλότερους δείκτες το 2011 (περίπου 325 %), ενώ σχετικά υψηλές τιμές σημειώθηκαν και στο Ηνωμένο Βασίλειο, καθώς και στην Ελβετία. Η Λετονία είχε εντυπωσιακά χαμηλό δείκτη καθαρών περιουσιακών στοιχείων προς εισόδημα, όπως και η Νορβηγία (βλ. γράφημα 16).

Από το γράφημα 17 προκύπτει ότι το ποσοστό επιχειρηματικών επενδύσεων το 2011 ήταν 20,2 % στην ΕΕ-27. Τα υψηλότερα ποσοστά μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ καταγράφηκαν στη Σλοβακία, στην Αυστρία και στην Τσεχική Δημοκρατία – και στις τρεις χώρες πάνω από 25 %• το χαμηλότερο ποσοστό με διαφορά καταγράφηκε στην Ιρλανδία (8,1 %). Τα ποσοστά επιχειρηματικών επενδύσεων των πέντε μεγαλύτερων οικονομιών της ΕΕ-27 παρουσίασαν αρκετά σημαντικές αποκλίσεις: στην Ισπανία και στην Ιταλία τα ποσοστά κυμάνθηκαν σαφώς πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ-27• στη Γαλλία το ποσοστό αυτό ευθυγραμμιζόταν με τον μέσο όρο, ενώ στη Γερμανία και στο Ηνωμένο Βασίλειο τα ποσοστά ήταν σαφώς κάτω από τον μέσο όρο. Το ποσοστό επιχειρηματικών επενδύσεων αυξήθηκε στα περισσότερα κράτη μέλη της ΕΕ (σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία για το 2010 και το 2011), ιδίως στα κράτη μέλη της Βαλτικής και στη Σλοβακία, και κατά μέσο όρο κατά 0,5 ποσοστιαίες μονάδες στο σύνολο της ΕΕ-27. Το ποσοστό επιχειρηματικών επενδύσεων μειώθηκε κατά επιπλέον 2 ποσοστιαίες μονάδες στην Πολωνία (2010 έναντι 2009), στην Κύπρο και στο Λουξεμβούργο (2009 έναντι 2008) – βλ. πίνακα 8.

Το μερίδιο επί των κερδών μη χρηματοπιστωτικών εταιρειών ήταν 38,2 % στην ΕΕ-27 το 2011. Η χαμηλότερη τιμή καταγράφηκε στη Γαλλία και στη Σλοβενία (περίπου 30 %), ενώ μερίδιο επί των κερδών υψηλότερο από 50 % καταγράφηκε στη Λετονία, στη Σλοβακία, στην Ιρλανδία και στη Λιθουανία, καθώς και στη Νορβηγία. Μεταξύ 2010 και 2011 τα σχετικά ποσοστά παρέμειναν αμετάβλητα στην ΕΕ-27 ως σύνολο. Η Ιρλανδία και η Εσθονία σημείωσαν την υψηλότερη ποσοστιαία αύξηση μεταξύ 2010 και 2011 (κατά 3,2 και 3,1 μονάδες αντίστοιχα), ενώ η Λιθουανία και η Ισπανία κατέγραψαν αυξήσεις άνω των 2 μονάδων• η Ελβετία είχε επίσης μεγάλη αύξηση (3,9 ποσοστιαίες μονάδες). Μειώσεις στο μερίδιο επί των κερδών το 2011 σημείωσαν εννέα κράτη μέλη της ΕΕ με στοιχεία διαθέσιμα για το 2010 και το 2011, και ιδίως η Γαλλία (-1,5 ποσοστιαίες μονάδες).

Πηγές και διαθεσιμότητα δεδομένων

Το ευρωπαϊκό σύστημα εθνικών και περιφερειακών λογαριασμών (ΕΣΛ) παρέχει τη μεθοδολογία για τους εθνικούς λογαριασμούς στην ΕΕ. Η ισχύουσα μορφή, το ΕΣΛ-95, ευθυγραμμιζόταν πλήρως με τις παγκόσμιες κατευθυντήριες γραμμές για τους εθνικούς λογαριασμούς, το ΣΕΛ 1993. Έπειτα από διεθνή συμφωνία σχετικά με επικαιροποιημένη έκδοση του ΣΕΛ το 2008, αντίστοιχη επικαιροποίηση του ΕΣΛ – το ΕΣΛ-2010 – είναι, κατά τη στιγμή που γράφεται το παρόν άρθρο, κοντά στην οριστικοποίησή της.

Το ΑΕΠ και οι κύριες συνιστώσες του

Τα κύρια στοιχεία των εθνικών λογαριασμών συλλέγονται από θεσμικούς φορείς, δηλαδή από μη χρηματοπιστωτικές ή χρηματοπιστωτικές εταιρείες, από τη γενική κυβέρνηση, τα νοικοκυριά και τα μη κερδοσκοπικά ιδρύματα που εξυπηρετούν νοικοκυριά.

Τα δεδομένα που αφορούν τους εθνικούς λογαριασμούς περιλαμβάνουν πληροφορίες για τις συνιστώσες του ΑΕΠ, την απασχόληση, τα συγκεντρωτικά στοιχεία για την τελική κατανάλωση και τις αποταμιεύσεις. Πολλές από αυτές τις μεταβλητές υπολογίζονται σε ετήσια και τριμηνιαία βάση.

Το ΑΕΠ είναι το κεντρικό μέγεθος των εθνικών λογαριασμών, που συνοψίζει την οικονομική θέση μιας χώρας (ή περιφέρειας). Μπορεί να υπολογιστεί με διάφορες προσεγγίσεις: την προσέγγιση βάσει της παραγωγής• την προσέγγιση βάσει των δαπανών• και την προσέγγιση βάσει του εισοδήματος.

Η ανάλυση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ αίρει την επιρροή του απόλυτου μεγέθους του πληθυσμού, διευκολύνοντας τις συγκρίσεις μεταξύ χωρών. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ είναι ένας ευρύς οικονομικός δείκτης για το βιοτικό επίπεδο. Τα σχετικά με το ΑΕΠ στοιχεία εκφρασμένα σε εθνικά νομίσματα μπορούν να μετατραπούν σε μονάδες αγοραστικής δύναμης (ΜΑΔ) με τη χρήση ισοτιμιών αγοραστικής δύναμης (ΙΑΔ) που αντικατοπτρίζουν την αγοραστική δύναμη κάθε νομίσματος, παρά με τη χρήση συναλλαγματικών ισοτιμιών της αγοράς• μ’ αυτόν τον τρόπο, οι διαφορές στα επίπεδα τιμών μεταξύ των χωρών εξαλείφονται. Ο δείκτης όγκου του κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε ΜΑΔ εκφράζεται σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ-27 (ο οποίος ορίζεται σε 100). Αν ο δείκτης μιας χώρας είναι υψηλότερος/χαμηλότερος από 100, το επίπεδο του κατά κεφαλήν ΑΕΠ αυτής της χώρας είναι υψηλότερο/χαμηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ-27• ο συγκεκριμένος δείκτης προορίζεται να χρησιμοποιείται σε διακρατικές παρά διαχρονικές συγκρίσεις.

Ο υπολογισμός του ετήσιου ρυθμού ανάπτυξης του ΑΕΠ σε σταθερές τιμές –με άλλα λόγια, η μεταβολή του ΑΕΠ ως προς τον όγκο του– έχει στόχο να καταστήσει εφικτές τις συγκρίσεις σε επίπεδο δυναμικής της οικονομικής ανάπτυξης τόσο διαχρονικά όσο και μεταξύ οικονομιών διαφορετικού μεγέθους, ανεξάρτητα από τα επίπεδα τιμών.

Συμπληρωματικά στοιχεία

Η οικονομική παραγωγή μπορεί επίσης να αναλυθεί ανά δραστηριότητα: στο πιο συγκεντρωτικό επίπεδο ανάλυσης εντοπίζονται δέκα διακρίσεις της NACE αναθ. 2: γεωργία, θήρα και αλιεία• βιομηχανία• κατασκευές• διανεμητικό εμπόριο, μεταφορές, υπηρεσίες στέγασης και εστίασης• υπηρεσίες της πληροφορίας και της επικοινωνίας• χρηματοπιστωτικές και ασφαλιστικές υπηρεσίες• δραστηριότητες διαχείρισης ακίνητης περιουσίας• επαγγελματικές, επιστημονικές, τεχνικές, διοικητικές και υποστηρικτικές υπηρεσίες• δημόσια διοίκηση, άμυνα, εκπαίδευση, ανθρώπινη υγεία και κοινωνικό έργο• τέχνες, ψυχαγωγία, αναψυχή, άλλες υπηρεσίες και δραστηριότητες των νοικοκυριών και ετερόδικοι οργανισμοί και όργανα. Η ανάλυση της παραγωγής ανά δραστηριότητα σε βάθος χρόνου μπορεί να διευκολυνθεί με τη χρήση ενός μέτρου του όγκου – με άλλα λόγια, απομειώνοντας την αξία της παραγωγής ώστε να εξουδετερωθεί ο αντίκτυπος της μεταβολής των τιμών• κάθε δραστηριότητα απομειώνεται μεμονωμένα, ώστε να αντικατοπτρίζει τη μεταβολή των τιμών στα συνδεδεμένα με αυτή προϊόντα.

Μια επιπλέον δέσμη στοιχείων των εθνικών λογαριασμών χρησιμοποιείται στο πλαίσιο αναλύσεων ανταγωνιστικότητας, δηλαδή δείκτες που αφορούν την παραγωγικότητα του εργατικού δυναμικού, όπως τα μέτρα για την παραγωγικότητα της εργασίας. Τα μέτρα για την παραγωγικότητα που εκφράζονται σε ΜΑΔ είναι ιδιαίτερα χρήσιμα για συγκρίσεις μεταξύ χωρών. Σκοπός του ΑΕΠ σε ΜΑΔ ανά απασχολούμενο είναι να διαμορφωθεί μια συνολική εικόνα για την παραγωγικότητα των εθνικών οικονομιών. Ωστόσο, θα πρέπει να επισημανθεί ότι αυτό το μέτρο εξαρτάται από τη διάρθρωση της συνολικής απασχόλησης και μπορεί, π.χ., να μειωθεί μετά τη μετάβαση από πλήρη σε μερική απασχόληση. Το ΑΕΠ σε ΜΑΔ ανά δεδουλευμένη ώρα εργασίας παρέχει σαφέστερη εικόνα της παραγωγικότητας, καθώς ο αντίκτυπος της μερικής απασχόλησης ποικίλλει σημαντικά μεταξύ χωρών και δραστηριοτήτων. Τα στοιχεία παρουσιάζονται με τη μορφή δείκτη σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ: αν ο δείκτης αυξηθεί πάνω από 100, τότε η παραγωγικότητα της εργασίας είναι πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ.

Τα στοιχεία σχετικά με τις καταναλωτικές δαπάνες μπορεί να αναλυθούν σύμφωνα με την ταξινόμηση ατομικής κατανάλωσης με βάση τον σκοπό (COICOP), η οποία, στο πιο συγκεντρωτικό της επίπεδο, διακρίνει 12 διαφορετικές υποδιαιρέσεις. Τα ετήσια στοιχεία για τις δαπάνες των νοικοκυριών διατίθενται από τους εθνικούς λογαριασμούς που συλλέγονται μέσω μακροοικονομικής προσέγγισης. Εναλλακτική πηγή για την ανάλυση των δαπανών των νοικοκυριών είναι η έρευνα οικογενειακών προϋπολογισμών(HBS): αυτά τα στοιχεία αποκτώνται μέσω ενός ημερολογίου που καλούνται να τηρούν τα νοικοκυριά όσον αφορά τις αγορές τους, και είναι πολύ αναλυτικότερα ως προς την κάλυψη των εμπορευμάτων και των υπηρεσιών καθώς και των διαθέσιμων τύπων κοινωνικοοικονομικής ανάλυσης. Η HBS διενεργείται και δημοσιεύεται μόνο κάθε πέντε έτη – το τελευταίο έτος αναφοράς για το οποίο υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία σήμερα είναι το 2005.

Η αποταμίευση των νοικοκυριών είναι η κυριότερη εγχώρια πηγή κονδυλίων για τη χρηματοδότηση επενδύσεων κεφαλαίου. Το σύστημα λογαριασμών παρέχει τη δυνατότητα να αποτυπωθούν σε ακαθάριστη βάση τόσο το διαθέσιμο εισόδημα όσο και οι αποταμιεύσεις• με άλλα λόγια, και τα δύο συγκεντρωτικά μεγέθη περιλαμβάνουν την κατανάλωση παγίου κεφαλαίου.

Τομεακοί λογαριασμοί

Οι τομεακοί λογαριασμοί ομαδοποιούν τους οικονομικούς συντελεστές με παρόμοια συμπεριφορά σε θεσμικούς τομείς, όπως νοικοκυριά, μη χρηματοπιστωτικές εταιρείες, χρηματοπιστωτικές εταιρείες και κρατικός τομέας. Η ομαδοποίηση των οικονομικών συντελεστών κατ’ αυτόν τον τρόπο διευκολύνει σημαντικά την κατανόηση του τρόπου λειτουργίας της οικονομίας. Η συμπεριφορά των νοικοκυριών και των μη χρηματοπιστωτικών εταιρειών έχει ιδιαίτερη σημασία ως προς αυτό.

Ο τομέας των νοικοκυριών καλύπτει μεμονωμένα άτομα ή ομάδες ατόμων που ενεργούν ως καταναλωτές και επιχειρηματίες με τον όρο ότι, στη δεύτερη περίπτωση, οι δραστηριότητές τους ως παραγωγών της αγοράς δεν εκτελούνται από ξεχωριστές οντότητες. Για τους σκοπούς της ανάλυσης στο παρόν άρθρο, ο συγκεκριμένος τομέας συγχωνεύθηκε με τον σχετικά μικρό τομέα των μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων που εξυπηρετούν νοικοκυριά (π.χ., ενώσεις και φιλανθρωπικοί οργανισμοί).

Οι μη χρηματοπιστωτικές εταιρείες καλύπτουν τις επιχειρήσεις οι οποίες έχουν ως κύρια δραστηριότητά τους την παραγωγή εμπορευμάτων και μη χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών που πρόκειται να διατεθούν στην αγορά. Περιλαμβάνουν μετοχικές εταιρείες, αλλά και μη μετοχικές στον βαθμό που τηρούν πλήρη σειρά λογαριασμών και έχουν οικονομική και χρηματοοικονομική συμπεριφορά παρόμοια με τη συμπεριφορά επιχειρήσεων. Οι μικρές επιχειρήσεις (όπως οι ανεξάρτητοι επαγγελματίες και οι ατομικές επιχειρήσεις που λειτουργούν μεμονωμένα) καταχωρίζονται στον τομέα των νοικοκυριών.

Οι τομεακοί λογαριασμοί καταγράφουν, κατ’ αρχήν, κάθε συναλλαγή μεταξύ οικονομικών συντελεστών για συγκεκριμένη περίοδο και μπορούν επίσης να χρησιμοποιούνται για την αποτύπωση των αρχικών και των τελικών αποθεμάτων των χρηματοοικονομικών στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού στους χρηματοοικονομικούς ισολογισμούς. Αυτές οι συναλλαγές ομαδοποιούνται σε διάφορες κατηγορίες με ξεχωριστή οικονομική σημασία, όπως οι αμοιβές εργαζομένων (όπου συμπεριλαμβάνονται οι μισθοί και τα ημερομίσθια, προτού αφαιρεθούν οι φόροι και οι κοινωνικές εισφορές, και οι κοινωνικές εισφορές που καταβάλλονται από τους εργοδότες).

Από την άλλη πλευρά, αυτές οι κατηγορίες συναλλαγών αποτυπώνονται σε μια ακολουθία λογαριασμών, που ο καθένας καλύπτει συγκεκριμένη οικονομική διαδικασία. Το εύρος καλύπτει την παραγωγή και τη δημιουργία και (ανα)διανομή εισοδήματος, τη χρήση εισοδήματος για κατανάλωση και αποταμίευση, καθώς και τις επενδύσεις, όπως φαίνεται στον λογαριασμό κεφαλαίου, με σκοπό τη χρηματοδότηση συναλλαγών όπως η δανειοληψία και η δανειοδότηση. Κάθε μη χρηματοπιστωτική συναλλαγή καταχωρίζεται ως αύξηση των πόρων ενός συγκεκριμένου τομέα και ως αύξηση των χρήσεων ενός άλλου τομέα. Για παράδειγμα, η παράμετρος των πόρων της κατηγορίας των συναλλαγών όσον αφορά τους τόκους καταγράφει τα ποσά των εισπρακτέων τόκων από διάφορους τομείς της οικονομίας, ενώ η πτυχή των χρήσεων δείχνει τους πληρωτέους τόκους. Για κάθε τύπο συναλλαγής, οι συνολικοί πόροι όλων των τομέων και του υπόλοιπου κόσμου είναι ίσοι με τις συνολικές χρήσεις. Κάθε λογαριασμός κλείνει με ουσιώδη εξισωτική εγγραφή, η αξία της οποίας ισούται με τους συνολικούς πόρους μείον τις συνολικές χρήσεις. Κατά κανόνα, αυτές οι εξισωτικές εγγραφές, όπως το ΑΕΠ ή οι καθαρές αποταμιεύσεις, είναι σημαντικοί οικονομικοί δείκτες• μεταφέρονται στον επόμενο λογαριασμό.

Η ανάλυση σ’ αυτό το άρθρο εστιάζεται σε μια επιλογή δεικτών από το πλήθος στοιχείων των τομεακών λογαριασμών. Η συμπεριφορά των νοικοκυριών περιγράφεται μέσω δεικτών που καλύπτουν το ποσοστό των αποταμιεύσεων και των επενδύσεων, καθώς και τον δείκτη χρέους προς εισόδημα και τον καθαρό χρηματοοικονομικό δείκτη πλούτου-εισοδήματος. Η ανάλυση μη χρηματοπιστωτικών εταιρειών βασίζεται στο ποσοστό των επιχειρηματικών επενδύσεων και στο μερίδιο επί των κερδών των επιχειρήσεων.

Πλαίσιο

Τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, οι κυβερνήσεις, οι κεντρικές τράπεζες, καθώς και άλλοι οικονομικοί και κοινωνικοί φορείς στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα έχουν ανάγκη από μια δέσμη συγκρίσιμων και αξιόπιστων στατιστικών στις οποίες να βασίζουν τις αποφάσεις τους. Οι εθνικοί λογαριασμοί μπορούν να χρησιμοποιηθούν για διάφορους τύπους αναλύσεων και αξιολογήσεων. Η χρήση διεθνώς αποδεκτών εννοιών και ορισμών καθιστά εφικτή την ανάλυση διαφορετικών οικονομιών, όπως τις αλληλεξαρτήσεις μεταξύ των οικονομιών των κρατών μελών της ΕΕ, ή τη σύγκριση μεταξύ κρατών μελών της ΕΕ και τρίτων χωρών.

Οικονομικός κύκλος και μακροοικονομική ανάλυση πολιτικής

Μία από τις βασικότερες χρήσεις των στοιχείων των εθνικών λογαριασμών αφορά την ανάγκη στήριξης των ευρωπαϊκών αποφάσεων οικονομικής πολιτικής και την επίτευξη των στόχων της οικονομικής και νομισματικής ένωσης (ΟΝΕ) με υψηλής ποιότητας βραχυπρόθεσμες στατιστικές που καθιστούν εφικτή την παρακολούθηση των μακροοικονομικών εξελίξεων και την άντληση συμβουλών μακροοικονομικής πολιτικής. Για παράδειγμα, μία από τις βασικότερες και παραδοσιακότερες χρήσεις των εθνικών λογαριασμών είναι η ποσοτική απεικόνιση του ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας – κοινώς, της αύξησης του ΑΕΠ. Τα βασικά αριθμητικά στοιχεία των εθνικών λογαριασμών χρησιμοποιούνται κυρίως για τη χάραξη και παρακολούθηση μακροοικονομικών πολιτικών, ενώ τα αναλυτικά στοιχεία των εθνικών λογαριασμών μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν για τη διαμόρφωση τομεακών ή κλαδικών πολιτικών, ιδίως μέσω της ανάλυσης πινάκων εισροών-εκροών.

Από το 1999 που δημιουργήθηκε η ΟΝΕ, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) υπήρξε ένας από τους βασικότερους χρήστες των εθνικών λογαριασμών. Η στρατηγική της ΕΚΤ για την αξιολόγηση των κινδύνων που αντιμετωπίζει η σταθερότητα των τιμών βασίζεται σε δύο προοπτικές ανάλυσης, γνωστές ως «δύο πυλώνες»: την οικονομική ανάλυση και τη νομισματική ανάλυση. Έτσι, μεγάλος αριθμός νομισματικών και χρηματοοικονομικών δεικτών αξιολογείται σε σχέση με άλλα συναφή στοιχεία που επιτρέπουν τον συνδυασμό νομισματικής, χρηματοοικονομικής και οικονομικής ανάλυσης, π.χ., βασικών συγκεντρωτικών μεγεθών των εθνικών λογαριασμών και τομεακών λογαριασμών. Μ’ αυτόν τον τρόπο, οι νομισματικοί και οι χρηματοοικονομικοί δείκτες μπορούν να αναλυθούν στο πλαίσιο της υπόλοιπης οικονομίας.

Η Γενική Διεύθυνση Οικονομικών και Χρηματοδοτικών Υποθέσεων καταρτίζει τις μακροοικονομικές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δύο φορές τον χρόνο, την άνοιξη και το φθινόπωρο. Αυτές οι προβλέψεις καλύπτουν όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ, ώστε να αντλούνται προβλέψεις για την ευρωζώνη και την ΕΕ-27, αλλά περιλαμβάνουν και προβλέψεις για τις υποψήφιες χώρες, καθώς και για ορισμένες τρίτες χώρες.

Η ανάλυση των δημόσιων οικονομικών μέσω των εθνικών λογαριασμών είναι άλλη μία καθιερωμένη χρήση αυτών των στατιστικών. Στην ΕΕ αναπτύχθηκε μια ειδική εφαρμογή για τα κριτήρια σύγκλισης της ΟΝΕ, δύο από τα οποία αφορούν άμεσα τα δημόσια οικονομικά. Τα κριτήρια αυτά προσδιορίστηκαν με όρους εθνικών λογαριασμών, δηλαδή δημόσιο έλλειμμα και δημόσιο χρέος σε σχέση με το ΑΕΠ. Για περισσότερες πληροφορίες, βλ. το άρθρο για τις στατιστικές δημόσιων οικονομικών.

Περιφερειακές, διαρθρωτικές και τομεακές πολιτικές

Εκτός από τον οικονομικό κύκλο και την μακροοικονομική ανάλυση της πολιτικής, υπάρχουν και άλλες συναφείς με την πολιτική χρήσεις των ευρωπαϊκών στοιχείων εθνικών και περιφερειακών λογαριασμών, ιδίως σχετικά με περιφερειακά, διαρθρωτικά και τομεακά ζητήματα.

Η κατανομή των δαπανών για τα διαρθρωτικά ταμεία βασίζεται εν μέρει στους περιφερειακούς λογαριασμούς. Επιπλέον, οι περιφερειακές στατιστικές χρησιμοποιούνται για την εκ των υστέρων αξιολόγηση των αποτελεσμάτων της περιφερειακής πολιτικής και της πολιτικής για τη συνοχή.

Η δημιουργία μεγαλύτερης ανάπτυξης και περισσότερων θέσεων εργασίας αποτελεί στρατηγική προτεραιότητα τόσο της ΕΕ όσο και των κρατών μελών της, και εντάσσεται στη στρατηγική «Ευρώπη 2020». Για τη στήριξη αυτών των στρατηγικών προτεραιοτήτων εφαρμόζονται κοινές πολιτικές σε όλους τους τομείς της οικονομίας της ΕΕ, ενώ τα κράτη μέλη υλοποιούν τις δικές τους εθνικές μεταρρυθμίσεις. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναλύει αυτές τις πολιτικές για να εξασφαλίσει το μεγαλύτερο δυνατό όφελος και για προετοιμαστεί ενόψει των μελλοντικών προκλήσεων.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διενεργεί οικονομική ανάλυση που συμβάλλει στη χάραξη κοινής γεωργικής πολιτικής (ΚΓΠ), αναλύοντας την αποτελεσματικότητα των διαφόρων υποστηρικτικών της μηχανισμών και καταρτίζοντας μια μακρόπνοη προοπτική. Αυτό περιλαμβάνει έρευνα, ανάλυση και αξιολογήσεις των επιπτώσεων σχετικά με θέματα που αφορούν τη γεωργία και την αγροτική οικονομία στη ΕΕ και σε τρίτες χώρες, εν μέρει με τη χρήση των οικονομικών λογαριασμών για τη γεωργία.

Καθορισμός στόχων, συγκριτική αξιολόγηση και εισφορές

Οι πολιτικές στο εσωτερικό της ΕΕ θέτουν ολοένα και περισσότερους μεσοπρόθεσμους ή μακροπρόθεσμους στόχους, που άλλοι είναι δεσμευτικοί και άλλοι όχι. Για ορισμένους από αυτούς τους στόχους, το επίπεδο του ΑΕΠ χρησιμοποιείται ως συγκριτικό όριο, π.χ., για τον καθορισμό ενός στόχου όσον αφορά τις δαπάνες για την έρευνα και την ανάπτυξη σε ποσοστό 3 % του ΑΕΠ.

Οι εθνικοί λογαριασμοί χρησιμοποιούνται επίσης για τον καθορισμό των πόρων της ΕΕ• οι βασικοί κανόνες θεσπίζονται με απόφαση του Συμβουλίου. Το συνολικό ποσό των ίδιων πόρων που απαιτούνται για να χρηματοδοτηθεί ο προϋπολογισμός της ΕΕ καθορίζεται από τις συνολικές δαπάνες μείον τα λοιπά έσοδα, ενώ το μέγιστο μέγεθος των ίδιων πόρων συνδέεται με το Ακαθάριστο Εθνικό Εισόδημα (ΑΕΕ) της ΕΕ.

Τα στοιχεία των εθνικών λογαριασμών, εκτός από τον καθορισμό των δημοσιονομικών εισφορών εντός της ΕΕ, χρησιμοποιούνται και για τον καθορισμό των εισφορών σε άλλους διεθνείς οργανισμούς, όπως στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ). Οι εισφορές στον προϋπολογισμό του ΟΗΕ βασίζονται στο ακαθάριστο εθνικό εισόδημα με πλήθος προσαρμογών και ορίων.

Αναλυτές και προβλέψεις

Οι εθνικοί λογαριασμοί χρησιμοποιούνται επίσης ευρύτατα από αναλυτές και ερευνητές για την εξέταση της οικονομικής κατάστασης και των οικονομικών εξελίξεων. Το ενδιαφέρον των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων στους εθνικούς λογαριασμούς μπορεί να κυμαίνεται από την εκτενή ανάλυση της οικονομίας μέχρι συγκεκριμένες πληροφορίες σχετικά με τις αποταμιεύσεις, τις επενδύσεις ή το χρέος των νοικοκυριών, των μη χρηματοπιστωτικών εταιρειών ή άλλων θεσμικών τομέων. Κοινωνικοί εταίροι, όπως οι εκπρόσωποι επιχειρήσεων (π.χ., εμπορικές ενώσεις) ή οι εκπρόσωποι εργαζομένων (π.χ., συνδικαλιστικές ενώσεις), ενδιαφέρονται επίσης για τους εθνικούς λογαριασμούς στο πλαίσιο της ανάλυσης των εξελίξεων που επηρεάζουν τις εργασιακές σχέσεις. Οι ερευνητές και οι αναλυτές χρησιμοποιούν τους εθνικούς λογαριασμούς, μεταξύ άλλων, για την ανάλυση του οικονομικού κύκλου και την ανάλυση μακροχρόνιων οικονομικών κύκλων, καθώς και τη σύνδεσή τους με τις οικονομικές, πολιτικές ή τεχνολογικές εξελίξεις.

Περαιτέρω πληροφορίες της Eurostat

Εκδόσεις

Βασικοί πίνακες

Annual national accounts (t_nama)
Quarterly national accounts (t_namq)

Βάση δεδομένων

Annual national accounts (nama)
Quarterly national accounts (namq)
Supply, use and Input-output tables (naio)

Ειδική ενότητα

Μεθοδολογία / Μεταδεδομένα

Πηγή δεδομένων για γραφήματα, πίνακες και χάρτες (MS Excel)

Άλλες πληροφορίες

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Βλέπε επίσης