Statistics Explained

Archive:Μισθοί και κόστος εργασίας

Revision as of 12:16, 9 August 2013 by EXT-S-Allen (talk | contribs)
Δεδομένα από του Αυγούστου 2012. Πιο πρόσφατα στοιχεία: Περισσότερες πληροφορίες Eurostat, Βασικοί πίνακες και βάση δεδομένων.
Πίνακας 1: Αποδοχές στην επιχειρηματική οικονομία
( Μέσες ακαθάριστες ετήσιες αποδοχές των εργαζόμενων πλήρους απασχόλησης), 2008-2010 (1)
(ευρώ) – Πηγή: Eurostat (earn_gr_nace2)
Γράφημα 1: Μέσες ακαθάριστες ετήσιες αποδοχές των εργαζόμενων πλήρους απασχόλησης, 2006 (1)
(ευρώ) - Πηγή: Eurostat (earn_ses_adeci)
Γράφημα 2: Χαμηλόμισθοι εργαζόμενοι – εργαζόμενοι πλήρους απασχόλησης που κερδίζουν λιγότερα από τα δύο τρίτα των μέσων ακαθάριστων ετήσιων αποδοχών, 2006 (1)
(% των εργαζομένων) - Πηγή: Eurostat (earn_ses_adeci)
Γράφημα 3: Μισθολογική διαφορά μεταξύ των δύο φύλων, 2010 (1)
(% διαφορά μεταξύ των μέσων ακαθάριστων ωριαίων αποδοχών των ανδρών και γυναικών εργαζόμενων, ως % των ακαθάριστων αποδοχών των ανδρών, σε μη διορθωμένη μορφή) - Πηγή: Eurostat (tsdsc340)
Γράφημα 4: Κατώτατος μισθός, 1η Ιουλίου 2012 (1)
(ευρώ μηνιαίως) – Πηγή: Eurostat (tps00155)
Γράφημα 5: Φορολογικός συντελεστής για τους χαμηλόμισθους εργαζόμενους - φορολογική επιβάρυνση στο κόστος εργασίας, 2010
(%) - Πηγή: Eurostat (earn_nt_taxwedge)
Πίνακας 2: Δείκτες φορολογικού συντελεστή για τους χαμηλόμισθους, 2005 και 2010
(%) - Πηγή: Eurostat (earn_nt_taxwedge), (earn_nt_unemtrp) και (earn_nt_lowwtrp)
Γράφημα 6: Μέσο ωριαίο κόστος εργασίας στην επιχειρηματική οικονομία, 2010 (1)
(ευρώ) - Πηγή: Eurostat (lc_an_cost_r2)
Γράφημα 7: Σύνθεση του κόστους εργασίας στην επιχειρηματική οικονομία, 2010 (1)
(% ποσοστό του συνολικού κόστους εργασίας) - Πηγή: Eurostat (lc_an_struc_r2) και (lc_an_struc)

Το άρθρο αυτό συγκρίνει και αντιπαραθέτει τα στοιχεία για τους μισθούς και το κόστος εργασίας (δαπάνες του εργοδότη για το προσωπικό) στα κράτη μέλη της Eυρωπαϊκής Ένωσης (EΕ) και στις υποψήφιες για την ΕΕ χώρες και στις χώρες της Eυρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών (ΕΖΕΣ).

Το επίπεδο και η δομή των μισθών και του κόστους εργασίας είναι σημαντικοί μακροοικονομικοί δείκτες που χρησιμοποιούνται από πολιτικούς ιθύνοντες, εργοδότες και συνδικαλιστικές οργανώσεις για την αξιολόγηση των όρων προσφοράς και ζήτησης της αγοράς εργασίας.

Κύρια στατιστικά στοιχεία

Ακαθάριστες αποδοχές

Ανάμεσα στα κράτη μέλη της ΕΕ, το 2010 οι μέσες (μέσος όρος) ακαθάριστες ετήσιες αποδοχές των πλήρως απασχολούμενων εργαζομένων στις επιχειρήσεις με 10 ή περισσότερους εργαζόμενους ήταν υψηλότερες στη Δανία (58 840 ευρώ), ακολουθούμενη από το Λουξεμβούργο (49 316 ευρώ), τις Κάτω Χώρες (45 215 ευρώ), την Ιρλανδία (45 207 ευρώ, το 2009), το Βέλγιο (43 423 ευρώ) και τη Γερμανία (42 400 ευρώ). Αφετέρου, οι κατώτατες μέσες ακαθάριστες ετήσιες αποδοχές καταγράφηκαν στη Ρουμανία (5 891 ευρώ) και τη Βουλγαρία (4 396 ευρώ) – βλέπε πίνακα 1.

Το 2006, οι μέσες ετήσιες αποδοχές παρουσίαζαν σε μεγάλο βαθμό παρόμοια κατάταξη σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ (βλέπε γράφημα 1), με μέσες αποδοχές υψηλότερες από τις μέσες αποδοχές το 2006 για όλες τις χώρες (αφού οι πολύ υψηλές αποδοχές ασκούν επίδραση στον μέσο όρο παρά στον διάμεσο). Το ποσοστό των εργαζομένων που θεωρούνταν χαμηλόμισθοι το 2006 ήταν υψηλότερο στη Λετονία, με 30,9 %, ενώ περισσότεροι από ένας στους τέσσερις εργαζόμενους θεωρούνταν επίσης χαμηλόμισθοι στη Λιθουανία, Βουλγαρία και Ρουμανία (βλέπε γράφημα 2).

Διαφορά αμοιβών μεταξύ των δύο φύλων

Μολονότι σημειώθηκε κάποια πρόοδος, εξακολουθεί να υπάρχει σημαντική διαφορά αμοιβών μεταξύ των δύο φύλων, διαφορά των μέσων αποδοχών μεταξύ ανδρών και γυναικών στην EΕ των 27. Για την EΕ των 27 συνολικά, οι γυναίκες πληρώνονταν, κατά μέσο όρο, 16,4 % λιγότερο από τους άνδρες το 2010. Οι μικρότερες διαφορές του μέσου όρου πληρωμής μεταξύ των φύλων διαπιστώθηκαν στη Σλοβενία, την Πολωνία, την Ιταλία, τη Μάλτα και το Βέλγιο (λιγότερο από 9 %). Οι μεγαλύτερες διαφορές πληρωμής μεταξύ των φύλων εντοπίστηκαν στην Εσθονία (το 2008), την Τσεχική Δημοκρατία και την Αυστρία (όλες άνω του 25 %). Διάφοροι λόγοι μπορεί να συμβάλλουν στις διαφορές αμοιβών μεταξύ των δύο φύλων, όπως: διαφορές στα ποσοστά συμμετοχής του εργατικού δυναμικού, διαφορές στα επαγγέλματα και στις δραστηριότητες που έχουν την τάση να είναι γυναικοκρατούμενα ή ανδροκρατούμενα, διαφορές στους βαθμούς στους οποίους οι άνδρες και οι γυναίκες εργάζονται με καθεστώς μερικής απασχόλησης, καθώς και στη νοοτροπία των υπηρεσιών προσωπικού στους ιδιωτικούς και δημόσιους φορείς απέναντι στην εξέλιξη των σταδιοδρομιών και στην άδεια άνευ αποδοχών/άδεια μητρότητας.

Κατώτατοι μισθοί

Από την 1η Ιουλίου 2012, 20 από τα κράτη μέλη της ΕΕ (όλα εκτός της Δανίας, Γερμανίας, Ιταλίας, Κύπρου, Aυστρίας, Φινλανδίας και Σουηδίας) είχαν εθνική νομοθεσία που καθορίζει κατώτατο μισθό με συλλογική σύμβαση ή με εθνική διακλαδική συμφωνία, όπως έκανε και η Κροατία και η Τουρκία.

Οι μηνιαίοι κατώτατοι μισθοί διέφεραν σημαντικά τον Ιούλιο του 2012 (βλέπε γράφημα 4), σε κλίμακα από 1 801 ευρώ μηνιαίως στο Λουξεμβούργο έως 148 ευρώ στη Βουλγαρία. Όταν προσαρμόστηκαν στις διαφορές αγοραστικής δύναμης, οι ανισότητες μεταξύ των κρατών μελών μειώθηκαν από την αναλογία του 12:1 (η μεγαλύτερη σε σύγκριση με τη χαμηλότερη) σε ευρώ στην αναλογία του 5:1 σε μονάδες αγοραστικής δύναμης (ΜΑΔ)• το υψηλότερο επίπεδο κατώτατου μισθού στο Λουξεμβούργο (ΜΑΔ 1 478) και το χαμηλότερο στη Ρουμανία (ΜΑΔ 272).

Καθαρές αποδοχές και φορολογικοί συντελεστές

Τα στοιχεία σχετικά με την φορολογική επιβάρυνση μετρούν την επιβάρυνση των φόρων και των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης σε σχέση με το κόστος εργασίας – στο γράφημα 5 η πληροφορία αυτή παρέχεται σε σχέση με τους χαμηλόμισθους. Η φορολογική επιβάρυνση για την ΕΕ των 27 ήταν 39,3 % το 2010, οποία ήταν ελαφρώς χαμηλότερη απ' ότι πριν από μια πενταετία. Η υψηλότερη φορολογική επιβάρυνση για τους χαμηλόμισθους στο 2010 σημειώθηκε στο Βέλγιο, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ουγγαρία, την Ιταλία, τη Λετονία, την Αυστρία, τη Ρουμανία και τη Σουηδία (όλες άνω του 40 %). Αφετέρου, η χαμηλότερη φορολογική επιβάρυνση για τους χαμηλόμισθους σημειώθηκε στην Κύπρο (11,9 %, το 2007) και στην Μάλτα (18,1 %)• το Ηνωμένο Βασίλειο, το Λουξεμβούργο και η Ιρλανδία ήταν τα μόνα κράτη μέλη που δήλωσαν φορολογική επιβάρυνση για χαμηλόμισθους μεταξύ 20 % και 30 %.

Μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ, δεν υπήρχε διαφορετικό σχήμα στην εξέλιξη της φορολογικής επιβάρυνσης για τους χαμηλόμισθους, κατά την πενταετή περίοδο από το 2005 έως το 2010 (βλέπε πίνακα 2) – ενώ η φορολογική επιβάρυνση αυξάνεται για 13 κράτη μέλη, μειώνεται για 12 και παραμένει αμετάβλητη για δύο. Οι μεγαλύτερες μειώσεις σημειώθηκαν στις Κάτω Χώρες και στη Σουηδία, με μια μείωση κατά 7,6 ποσοστιαίες μονάδες και 6,0 ποσοστιαίες μονάδες αντιστοίχως. Από την άλλη πλευρά, η φορολογική επιβάρυνση αυξήθηκε με σχετικά ταχύ ρυθμό στη Γαλλία (έως 4,1 εκατοστιαίες μονάδες), ενώ υπήρχαν αυξήσεις μεταξύ 1 και 2 εκατοστιαίες μονάδες στην Ιρλανδία, την Ιταλία και τη Λετονία.

Οι άλλοι τρεις δείκτες που παρουσιάζονται στον πίνακα 2 παρέχουν πληροφορίες σχετικά με το ποσοστό των ακαθάριστων εσόδων που «χάνεται από τη φορολογία» (υψηλότεροι φορολογικοί συντελεστές και εισφορές κοινωνικής ασφάλισης και/ή μείωση ή απώλεια επιδομάτων) όταν οι άνθρωποι επιστρέφουν στην απασχόληση ή όταν μετακινούνται από χαμηλότερα σε υψηλότερα εισοδήματα. Τα συνολικά στοιχεία για την ΕΕ των 27 δείχνουν ότι μεταξύ του 2005 και του 2010 μειώθηκαν ελαφρώς τα κίνητρα για τους χαμηλόμισθους για αναζήτηση πληρωμένης απασχόλησης, επειδή θα χανόταν από τη φορολογία μεγαλύτερο ποσοστό των αποδοχών τους• δεν υπήρξε καμία αλλαγή μεταξύ του 2005 και του 2010 στο ποσοστό των αποδοχών που θα «χανόταν από τη φορολογία» όταν ένας άνεργος ενταχθεί στην απασχόληση.

Κόστος εργασίας

To μέσο ωριαίο κόστος εργασίας (βλέπε γράφημα 6) και η διάρθρωση του κόστους εργασίας (βλέπε γράφημα 7) ποίκιλλαν σημαντικά σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ το 2010. Το ωριαίο κόστος εργασίας στην επιχειρηματική οικονομία κυμάνθηκε από 38,44 ευρώ στη Δανία, 37,70 ευρώ στο Βέλγιο και 35,99 ευρώ στη Σουηδία, έως 3,10 ευρώ στη Βουλγαρία και 4,20 ευρώ στη Ρουμανία. Πρέπει να σημειωθεί ότι τα αριθμητικά αυτά στοιχεία δεν καλύπτουν μόνον τις αποδοχές των εργαζομένων (έσοδα) αλλά επίσης το κόστος επαγγελματικής κατάρτισης, άλλες δαπάνες, καθώς και φόρους και επιδοτήσεις που προέκυψαν ή έλαβε η επιχείρηση.

Όπως φαίνεται στο γράφημα 7, υπήρξαν επίσης σημαντικές διαφορές στην κατανομή του κόστους εργασίας (μισθοί και ημερομίσθια έναντι των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, καθώς και λοιπών στοιχείων κόστους της εργασίας που καταβάλλεται από τον εργοδότη). Η Μάλτα σημείωσε το υψηλότερο ποσοστό του κόστους εργασίας που καταλογίζεται στους μισθούς και τα ημερομίσθια (92,1  %), πολύ πιο πάνω από το επόμενο υψηλότερο ποσοστό στην Δανία (87,2  %). Στο άλλο άκρο της κατάταξης, η Σουηδία, η Γαλλία και το Βέλγιο ανέφεραν ότι μόλις άνω των δύο τρίτων του συνολικού κόστους εργασίας καταλογίστηκε στους μισθούς και τα ημερομίσθια. Επομένως, οι τρεις αυτές χώρες σημείωσαν το υψηλότερο ποσοστό (του συνολικού) κόστους εργασίας που αναλογεί σε εισφορές κοινωνικής ασφάλισης και σε άλλα στοιχεία του κόστους εργασίας που καταβάλλεται από τον εργοδότη, σε περίπου ένα τρίτο (33  %).

Πηγές και διαθεσιμότητα δεδομένων

Ακαθάριστες αποδοχές

Οι ακαθάριστες αποδοχές είναι το μεγαλύτερο μέρος του κόστους εργασίας – στοιχεία παρέχονται με βάση τις κατά μέσο όρο (διάμεσες) ετήσιες μικτές αποδοχές. Οι κύριοι ορισμοί για τις αποδοχές διατίθενται στον δικτυακό τόπο κανονισμός 1738/2005 της 21ης Oκτωβρίου 2005. Οι ακαθάριστες αποδοχές καλύπτουν τις απολαβές σε μετρητά που καταβάλλονται απευθείας από τον εργοδότη, πριν από τις κρατήσεις φόρων και εισφορών κοινωνικής ασφάλισης που πρέπει να καταβάλλονται από τους μισθωτούς και παρακρατούνται από τον εργοδότη. Περιλαμβάνονται όλα τα επιμίσθια, ανεξάρτητα από το αν είναι τακτική καταβολή (όπως τα επιδόματα 13ου ή 14ου μήνα, επιδόματα διακοπών, συμμετοχή στα κέρδη, τις αποζημιώσεις άδειας που δεν χρησιμοποιήθηκαν, περιστασιακές προμήθειες κ.λπ.). Οι πληροφορίες παρουσιάζονται για τους μισθωτούς πλήρους απασχόλησης που εργάζονται στην επιχειρηματική οικονομία (NACE αναθ. 2, τίτλοι Β έως ΙΔ). Η στατιστική μονάδα είναι η επιχείρηση ή η τοπική μονάδα. Ο πληθυσμός αποτελείται από όλες τις μονάδες, μολονότι γενικά περιορίζεται σε επιχειρήσεις με τουλάχιστον δέκα μισθωτούς για τις περισσότερες χώρες.

Τα στοιχεία σχετικά τον διάμεσο των αποδοχών βασίζονται στις ακαθάριστες ετήσιες αποδοχές, και αντιστοιχούν στον διάμεσο των αποδοχών των εργαζόμενων με πλήρες ωράριο εργασίας σε επιχειρήσεις με δέκα ή περισσότερους υπαλλήλους. Οι χαμηλόμισθοι εργαζόμενοι είναι μισθωτοί πλήρους απασχόλησης που κερδίζουν λιγότερα από τα δύο τρίτα του διάμεσου των ακαθάριστων ετήσιων αποδοχών.

Μισθολογική διαφορά μεταξύ των δύο φύλων

Η μισθολογική διαφορά μεταξύ των δύο φύλων, στη μη προσαρμοσμένη μορφή, ορίζεται ως η διαφορά μεταξύ των μέσων ακαθάριστων ωριαίων αποδοχών των μισθωτών ανδρών και των γυναικών, εκφρασμένη ως ποσοστό των μέσων ακαθάριστων ωριαίων αποδοχών των μισθωτών ανδρών. Η μεθοδολογία για την κατάρτιση του δείκτη αυτού άλλαξε πρόσφατα και βασίζεται πλέον σε στοιχεία που συνελέγησαν από την Έρευνα για τη διάρθρωση των αποδοχών (SES), και όχι σε μη εναρμονισμένες πηγές (όπως συνέβαινε προγενέστερα).

Σύμφωνα με τη νέα μεθοδολογία, ο δείκτης που αφορά τη μη προσαρμοσμένη μισθολογική διαφορά μεταξύ των δύο φύλων καλύπτει όλους τους μισθωτούς (δεν υπάρχουν περιορισμοί όσον αφορά την ηλικία και τις πραγματικές ώρες εργασίας) των επιχειρήσεων (με τουλάχιστον δέκα μισθωτούς) στη βιομηχανία, τον κατασκευαστικό τομέα και τις υπηρεσίες (όπως καλύπτονται από την NACE αναθ. 2, τίτλοι Β έως ΙΘ εκτός από ΙΕ). Ορισμένες χώρες παρέχουν επίσης πληροφορίες για την NACE αναθ. 2, τίτλος ΙΕ (δημόσια διοίκηση και άμυνα υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση) μολονότι δεν είναι υποχρεωτικό. Πληροφορίες διατίθενται επίσης με μια ανάλυση σύμφωνα με τον οικονομικό τομέα (τον δημόσιο ή τον ιδιωτικό τομέα), τη διάρκεια εργασίας (πλήρης ή μερική απασχόληση) και την ηλικία των εργαζομένων.

Κατώτατοι μισθοί

Τα στατιστικά στοιχεία για τον κατώτατο μισθό αφορούν τους μηνιαίους εθνικούς κατώτατους μισθούς•δημοσιεύονται στοιχεία με τη μισθολογική κλίμακα την 1η Ιανουαρίου και την 1η Ιουλίου κάθε έτους. Ο εθνικός κατώτατος μισθός επιβάλλεται από τη νομοθεσία, συχνά μετά από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους, ή απευθείας μέσω εθνικής διακλαδικής συμφωνίας. Ο εθνικός κατώτατος μισθός συνήθως ισχύει για όλους τους εργαζομένους, ή τουλάχιστον για τη μεγάλη πλειονότητα των εργαζομένων στη χώρα. Οι κατώτατες αποδοχές αντιπροσωπεύουν ακαθάριστα ποσά, δηλαδή, πριν από την παρακράτηση του φόρου εισοδήματος και των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης. Τα εν λόγω παρακρατούμενα ποσά διαφέρουν από χώρα σε χώρα. Σε ορισμένες χώρες ο βασικός εθνικός κατώτατος μισθός δεν καθορίζεται σε μηνιαία δόση αλλά σε ωριαίο ή εβδομαδιαίο τέλος. Για τις χώρες αυτές η ωριαίες ή εβδομαδιαίες αποζημιώσεις μετατρέπονται σε μηνιαίες τιμές σύμφωνα με συντελεστές μετατροπής που υποβάλλονται απευθείας από τις χώρες:

  • Ιρλανδία: ωρομίσθιο x 39 ώρες x 52 εβδομάδες / 12 μήνες•
  • Γαλλία για δεδομένα από τον Ιανουάριο του 1999 έως τον Ιανουάριο 2005: ωρομίσθιο x 39 ώρες x 52 εβδομάδες / 12 μήνες• δεδομένα από Ιούλιο 2005: ωρομίσθιο x 35 ώρες x 52 εβδομάδες / 12 μήνες•
  • Μάλτα: εβδομαδιαία αμοιβή x 52 εβδομάδες / 12 μήνες•
  • Ηνωμένο Βασίλειο: (ωρομίσθιο x μέσος όρος βασικών αμειβόμενων ωρών ανά εβδομάδα για εργαζομένους πλήρους απασχόλησης σε όλους τους κλάδους x 52,18 εβδομάδες) / 12 μήνες•
  • Ηνωμένες Πολιτείες: ωρομίσθιο x 40 ώρες x 52 εβδομάδες / 12 μήνες.

Επιπλέον, όταν οι κατώτατες αποδοχές καταβάλλονται για περισσότερους από 12 μήνες ανά έτος (όπως συμβαίνει στην Ελλάδα, την Ισπανία και την Πορτογαλία, όπου καταβάλλονται για 14 μήνες το χρόνο), τα δεδομένα έχουν αναπροσαρμοστεί, ώστε να λαμβάνονται υπόψη αυτές οι πληρωμές.

Καθαρές αποδοχές και φορολογικοί συντελεστές

Οι [[Glossary:Net earnings|καθαρές αποδοχές προέρχονται από τις ακαθάριστες αποδοχές και αντιπροσωπεύουν το μέρος των αποδοχών το οποίο μπορούν να κρατήσουν πραγματικά οι εργαζόμενοι για να δαπανήσουν ή να αποταμιεύσουν. Σε σύγκριση με τις μικτές αποδοχές, οι καθαρές αποδοχές δεν περιλαμβάνουν εισφορές κοινωνικής ασφάλισης και φόρους, αλλά περιλαμβάνουν τα οικογενειακά επιδόματα.

Οι δείκτες φορολογικού συντελεστή (φορολόγηση του κόστους εργασίας, παγίδα της ανεργίας και παγίδα σε εργασία με χαμηλή αμοιβή) στοχεύουν στην παρακολούθηση της ελκυστικότητας της εργασίας. Το φορολογικό κόστος εργασίας ορίζεται ως φόρος εισοδήματος επί των ακαθάριστων αποδοχών συν τις εργατικές και εργοδοτικές εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, που εκφράζονται ως ποσοστό του συνολικού κόστους εργασίας. Ο εν λόγω δείκτης καταρτίζεται για άγαμους χωρίς παιδιά που κερδίζουν το 67  % του µέσου ποσού αποδοχών του εργαζομένου στην επιχειρηματική οικονομία (NACE αναθ. 2, τίτλοι Β έως ΙΔ). Με την παγίδα ανεργίας μετράται το ποσοστό των μικτών αποδοχών που «αφαιρείται από τη φορολογία» με την αύξηση των φόρων και των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης και την αναστολή των επιδομάτων ανεργίας και άλλων παροχών όταν ο άνεργος ενταχθεί και πάλι στην αγορά εργασίας• ορίζεται ως η διαφορά μεταξύ των ακαθάριστων αποδοχών και της αύξησης του καθαρού εισοδήματος κατά τη μετάβαση από την ανεργία στην απασχόληση, εκφρασμένη ως ποσοστό των ακαθάριστων αποδοχών. Ο εν λόγω δείκτης καταρτίζεται για μεμονωμένα άτομα χωρίς παιδιά που κερδίζουν το 67  % του µέσου ποσού αποδοχών του εργαζομένου στην επιχειρηματική οικονομία (NACE αναθ. 2, τίτλοι Β έως ΙΔ). Η παγίδευση σε εργασία με χαμηλή αμοιβή μετρά την αναλογία (ως ποσοστό) των ακαθάριστων αποδοχών που «αφαιρείται από τη φορολογία» μέσω των συνδυασμένων επιπτώσεων των φόρων εισοδήματος, των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, καθώς και κάθε αναστολής των παροχών, όταν οι ακαθάριστες αποδοχές αυξηθούν από 33  % σε 67 % των μέσων αποδοχών του εργαζομένου στην επιχειρηματική οικονομία (NACE αναθ. 2, τίτλοι Β έως ΙΔ). Ο εν λόγω δείκτης καταρτίζεται για άγαμο χωρίς παιδιά και επίσης για ζευγάρια με ένα μόνο εισόδημα με δύο παιδιά ηλικίας μεταξύ 6 και 11 ετών.

Κόστος εργασίας

Ως κόστος εργασίας ορίζονται οι δαπάνες του εργοδότη που συνδέονται με την απασχόληση προσωπικού. Περιλαμβάνουν την ανταμοιβή του εργαζόμενου (συμπεριλαμβανομένων των μισθών, των αποδοχών σε χρήμα και είδος, των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης των εργοδοτών), το κόστος επαγγελματικής κατάρτισης και άλλες δαπάνες (όπως τα έξοδα πρόσληψης, τις δαπάνες για ρούχα εργασίας και τους φόρους απασχόλησης που θεωρούνται κόστος εργασίας μείον τυχόν επιδοτήσεις). Οι συνιστώσες του κόστους εργασίας και τα στοιχεία τους ορίζονται στον κανονισμό 1737/2005, της 21ης Οκτωβρίου 2005. Τα δεδομένα αφορούν τρεις βασικούς δείκτες:

  • το μέσο μηνιαίο κόστος εργασίας, το οποίο ορίζεται ως συνολικό κόστος εργασίας ανά μήνα διαιρούμενο διά του αντίστοιχου αριθμού των εργαζομένων, εκφραζόμενο ως μονάδες ισοδύναμου πλήρους απασχόλησης
  • το μέσο ωριαίο κόστος εργασίας, το οποίο ορίζεται ως συνολικό κόστος εργασίας διαιρούμενο διά του αντίστοιχου αριθμού δεδουλευμένων ωρών
  • τη δομή του κόστους εργασίας (μισθοί και ημερομίσθια• εισφορές κοινωνικής ασφάλισης του εργοδότη• λοιπό κόστος εργασίας), εκφραζόμενο ως ποσοστό του συνολικού κόστους εργασίας.

Πλαίσιο

Η δομή και η ανάπτυξη του κόστους εργασίας και των αποδοχών αποτελούν σημαντικά χαρακτηριστικά κάθε αγοράς εργασίας, αντικατοπτρίζοντας την προσφορά εργασίας από ιδιώτες και τη ζήτηση εργασίας από επιχειρήσεις.

Οι υπεύθυνοι για τη χάραξη πολιτικής επικεντρώνονταν στην καταπολέμηση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού ενθαρρύνοντας τα άτομα να στραφούν εκ νέου προς την εργασία. Ωστόσο, η ομάδα των «χαμηλόμισθων εργαζόμενων» ή των «φτωχών εργαζόμενων» έχει εισέλθει στις πολιτικές συζητήσεις: πράγματι, η μεγάλη ανισότητα αποδοχών εντός της ΕΕ έχει οδηγήσει περίπου το 12,1  % των απασχολούμενων στον κίνδυνο της φτώχειας ή του κοινωνικού αποκλεισμού και, έτσι ώστε να αντιμετωπίζουν μεγάλες δυσκολίες προκειμένου να διατηρήσουν τις ελάχιστες απαιτήσεις του βιοτικού επιπέδου.

Ορισμένοι βασικοί παράγοντες που μπορούν, τουλάχιστον εν μέρει, να εξηγήσουν τις διαφορές στις αμοιβές μεταξύ των φύλων περιλαμβάνουν τον τομεακό και επαγγελματικό διαχωρισμό, την εκπαίδευση και την κατάρτιση, την ευαισθητοποίηση και τη διαφάνεια, καθώς και τις άμεσες διακρίσεις. Οι διαφορές στις αποδοχές μεταξύ των φύλων επίσης αντικατοπτρίζουν άλλες ανισότητες – ιδίως, το δυσανάλογο μερίδιο των γυναικών στις οικογενειακές ευθύνες και τις συναφείς δυσκολίες στον συνδυασμό της επαγγελματικής με την ιδιωτική ζωή. Πολλές γυναίκες εργάζονται με καθεστώς μερικής απασχόλησης ή βάσει άτυπων συμβάσεων: μολονότι αυτό τους επιτρέπει να παραμείνουν στην αγορά εργασίας ενώ διαχειρίζονται τις οικογενειακές ευθύνες, το γεγονός αυτό μπορεί να έχει αρνητικό αντίκτυπο στην αμοιβή τους, στη σταδιοδρομία τους, στις προοπτικές τους προαγωγής και στις συντάξεις.

Η ΕΕ επιδιώκει να προωθήσει την ισότητα των ευκαιριών που συνεπάγεται η προοδευτική εξάλειψη των διαφορών στις αμοιβές των δύο φύλων. Το άρθρο 157 παράγραφος 1 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) θεσπίζει την αρχή της ίσης αμοιβής για άνδρες και γυναίκες για όμοια εργασία ή για εργασία ίσης αξίας, και το άρθρο 157, παράγραφος 3, παρέχει τη νομική βάση για τη νομοθεσία σχετικά με την ίση μεταχείριση γυναικών και ανδρών στον τομέα της απασχόλησης. Η στρατηγική για την ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών (2010-2015) εγκρίθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή τον Σεπτέμβριο του 2010. Αυτή βασίζεται στην εμπειρία που αποκομίστηκε από τον χάρτη πορείας [COM (2006) 92 τελικό] που αναπτύχθηκε για την περίοδο 2006-2010 και έχει ως στόχο να αποτελέσει ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο που θα δεσμεύει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να προωθήσει την ισότητα των φύλων σε όλες τις πολιτικές της. Η στρατηγική υπογραμμίζει τον ρόλο της ισότητας των φύλων για την οικονομική μεγέθυνση και τη βιώσιμη ανάπτυξη, και υποστηρίζει την υλοποίηση της διάστασης της ισότητας των φύλων της [1] στρατηγικής «Ευρώπη 2020»]. Με αυτό κατά νου, η ΕΕ καθιέρωσε την ημέρα ισότητας των μισθών στις 5 Μαρτίου 2011. Η ημερομηνία αυτή επιλέχθηκε για έναν συγκεκριμένο λόγο, επειδή, προκειμένου να καλυφτούν οι μέσες ετήσιες αποδοχές ενός άντρα, μια γυναίκα θα πρέπει να εργάζεται κάτι περισσότερο από δύο επιπλέον μήνες (έως τις 5 Μαρτίου του επόμενου έτους), προκειμένου να λάβει το ίδιο ποσό της αμοιβής όπως ο άνδρας.

Περαιτέρω πληροφορίες της Eurostat

Εκδόσεις

Κύριοι πίνακες

Μέσες ακαθάριστες ετήσιες αποδοχές στη βιομηχανία και τις υπηρεσίες, κατά φύλο (tps00175)
Μη προσαρμοσμένες διαφορές των αποδοχών μεταξύ των φύλων (tsdsc340)

Κατώτατοι μισθοί (tps00155):

Δείκτης κόστους εργασίας (teilm100)
Συνολικοί μισθοί και ημερομίσθια (tps00113)
Κοινωνική ασφάλιση και λοιπά στοιχεία κόστους εργασίας που καταβάλλονται από τον εργοδότη (tps00114)
Ετήσια στοιχεία για το κόστος εργασίας - Nace αναθ. 2 (tps00173)

Βάση δεδομένων

Ειδική ενότητα

Mεθοδολογία / Mεταδεδομένα

Πηγή δεδομένων για τους πίνακες και τα αριθμητικά στοιχεία (MS Excel)

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Βλέπε επίσης