Statistics Explained

Στατιστικές κατανομής εισοδήματος

Δεδομένα του Οκτώβριο του 2012. Πιο πρόσφατα δεδομένα: Περαιτέρω πληροφορίες της Eurostat, Βασικοί πίνακες και Βάση δεδομένων. Προγραμματισμένη επικαιροποίηση του άρθρου: Νοέμβριος του 2015. Η αγγλική έκδοση είναι πιο πρόσφατη.
Γράφημα 1: Ποσοστό κινδύνου φτώχειας και κατώτατο όριο, 2010 - Πηγή: Eurostat (ilc_li01) και (ilc_li02)
Πίνακας 1: Ποσοστό κινδύνου φτώχειας μετά τις κοινωνικές παροχές, 2008-2010
(%) - Πηγή: Eurostat (ilc_li02)
Πίνακας 2: Ποσοστό κινδύνου φτώχειας μετά τις κοινωνικές παροχές.ανά συχνότερη επαγγελματική κατάσταση, 2010 (1)
(%) - Πηγή: Eurostat (ilc_li04)
Γραφήμα 2: Ποσοστό κινδύνου φτώχειας πριν και μετά τις κοινωνικές παροχές, 2010 (1)
(%) - Πηγή: Eurostat (ilc_li02) και (ilc_li10)
Γραφήμα 3: Άνιση κατανομή του εισοδήματος, 2010
(λόγος πεμπτημορίων εισοδήματος) - Πηγή: Eurostat (ilc_di11)
Γραφήμα 4: Σχετικό ποσοστό διάμεσου εισοδήματος, 2010
(ποσοστό του διάμεσου ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος ατόμων ηλικίας άνω των 65 έτων προς το διάμεσο ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα των ατόμων ηλικίας κάτων των 65 ετών) - Πηγή: Eurostat (ilc_pnp2)
Γραφήμα 5: Σχετικό χάσμα διάμεσου εισοδήματος ατόμων σε κίνδυνο φτώχειας, 2010
(%) - Πηγή: Eurostat (ilc_li11)

Με το παρόν άρθρο αναλύονται πρόσφατες στατιστικές σχετικά με τη νομισματική φτώχεια και τις εισοδηματικές ανισότητες στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Οι συγκρίσεις μεταξύ χωρών όσον αφορά το βιοτικό επίπεδο βασίζονται συχνά στο κατά κεφαλή ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕγχΠ) – το οποίο αντικατοπτρίζει, σε νομισματικούς όρους, πόσο πλούσια είναι μια χώρα σε σύγκριση με μια άλλη. Ωστόσο, αυτός ο βασικός δείκτης δίνει ελάχιστες πληροφορίες σχετικά με την κατανομή του εισοδήματος στο εσωτερικό μιας χώρας και, επιπλέον, δεν παρέχει κανένα στοιχείο για τους μη νομισματικούς παράγοντες που μπορεί να καθορίσουν σε σημαντικό βαθμό την ποιότητα ζωής ενός συγκεκριμένου πληθυσμού. Αφενός, οι ανισότητες στην κατανομή του εισοδήματος μπορούν να δημιουργήσουν κίνητρα για τους πολίτες να βελτιώσουν την κατάστασή τους μέσω της εργασίας, της καινοτομίας ή να αποκτήσουν νέες δεξιότητες, ενώ, αφετέρου, αυτές οι εισοδηματικές ανισότητες θεωρείται συχνά ότι συνδέονται με το έγκλημα, τη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό.

Κύρια στατιστικά συμπεράσματα

Ποσοστό κινδύνου φτώχειας και κατώτατο όριο

Το 2010 το 16,4 % του πληθυσμού της ΕΕ-27 εκτιμήθηκε ότι είναι στο όριο της φτώχειας μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (βλ. γράφημα 1). Το ποσοστό αυτό, που υπολογίστηκε ως ο σταθμισμένος μέσος όρος των εθνικών αποτελεσμάτων, αποκρύπτει σημαντικές διαφορές μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ. Σε έξι χώρες –συγκεκριμένα, στη Λετονία (21,3 %), στη Ρουμανία (21,1 %), στη Βουλγαρία (20,7 %), στην Ισπανία (20,7 %), στη Λιθουανία (20,2 %) και στην Ελλάδα (20,1 %)– εκτιμήθηκε ότι περισσότερο από το ένα πέμπτο του πληθυσμού είναι εκτεθειμένο σε κίνδυνο φτώχειας. Το χαμηλότερο ποσοστό ατόμων που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας διαπιστώθηκε στις Κάτω Χώρες (10,3 %) και στην Τσεχική Δημοκρατία (9,0 %). Η Νορβηγία (11,2 %) και η Ισλανδία (9,8 %) ανέφεραν επίσης σχετικά χαμηλά ποσοστά του αντίστοιχου πληθυσμού τους που αντιμετωπίζουν κίνδυνο φτώχειας.

Το όριο κινδύνου φτώχειας (το οποίο εμφανίζεται και στο γραφήμα 1) καθορίζεται στο 60 % του εθνικού διάμεσου ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος. Αυτό συχνά εκφράζεται σε μονάδες αγοραστικής δύναμης (ΜΑΔ) για να ληφθούν υπόψη οι διαφορές του κόστους διαβίωσης από μια χώρα σε άλλη. Το συγκεκριμένο κατώτατο όριο παρουσίασε σημαντικές διακυμάνσεις το 2010 μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ: από 2 122 ΜΑΔ στη Ρουμανία και 3 528 ΜΑΔ στη Βουλγαρία σε επίπεδο μεταξύ 11 000 ΜΑΔ και 12 000 ΜΑΔ στις Κάτω Χώρες, την Κύπρο και την Αυστρία, με ανώτατη τιμή στο Λουξεμβούργο (16 049 ΜΑΔ). Το όριο της φτώχειας ήταν επίσης σχετικά υψηλό στη Νορβηγία και την Ελβετία (ξεπερνώντας τις 13 000 ΜΑΔ και στις δύο αυτές χώρες).

Γενικά, το ποσοστό κινδύνου φτώχειας (μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις) είναι σχετικά σταθερό από το ένα οικονομικό έτος στο άλλο (βλ. πίνακα 1). Μεταξύ 2009 και 2010, οι μόνες εξαιρέσεις σ’ αυτόν τον κανόνα ήταν η Λετονία (με μείωση κατά 4,4 ποσοστιαίες μονάδες από 25,7 % το 2009 σε 21,3 % το 2010) και η Εσθονία (με μείωση κατά 3,9 ποσοστιαίες μονάδες από 19,7 % το 2009 σε 15,8 % το 2010). Μεταξύ 2009 και 2010 το ποσοστό κινδύνου φτώχειας μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις αυξήθηκε κατά τουλάχιστον μία ποσοστιαία μονάδα στη Σλοβακία, την Ιρλανδία, την Ισπανία και τη Σλοβενία. Η Κροατία σημείωσε μεγαλύτερη αύξηση (2,6 ποσοστιαίες μονάδες), αν και αυτό θα μπορούσε να οφείλεται σε αλλαγή της πηγής δεδομένων το 2010.

Οι διάφορες κοινωνικές ομάδες είναι περισσότερο ή λιγότερο ευάλωτες στη νομισματική φτώχεια. Υπήρχε σχετικά μικρή διαφορά στο ποσοστό του κινδύνου φτώχειας (μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις) μεταξύ ανδρών και γυναικών στην ΕΕ-27 το 2010 (15,6 % έναντι 17,0 %). Η μεγαλύτερη διαφορά –3,3 ποσοστιαίων μονάδων (19,0 % για τους άνδρες και 22,3 % για τις γυναίκες) διαπιστώθηκε στη Βουλγαρία. Επιπλέον, η Σουηδία, η Κύπρος, η Αυστρία, η Σλοβενία και η Ιταλία ανέφεραν ότι τα ποσοστά του κινδύνου φτώχειας στις γυναίκες ήταν κατά τουλάχιστον 2,5 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερα από τα αντίστοιχα ποσοστά για τους άνδρες το 2010. Αντιθέτως, το ποσοστό του κινδύνου φτώχειας ήταν ελάφρώς υψηλότερο στους άνδρες απ’ ό,τι στις γυναίκες σε τέσσερα κράτη μέλη της ΕΕ: τη Λιθουανία, τη Λετονία, την Ουγγαρία και το Λουξεμβούργο.

Οι αποκλίσεις όσον αφορά τα ποσοστά του κινδύνου φτώχειας ήταν πιο σημαντικές όταν η ταξινόμηση του πληθυσμού γινόταν με βάση την επαγγελματική κατάσταση (βλ. πίνακα 2). Οι άνεργοι είναι ιδιαίτερα ευάλωτη ομάδα: σχεδόν το ήμισυ (45,0 %) των ανέργων αντιμετώπιζαν κίνδυνο φτώχειας στην ΕΕ-27 το 2010• τα υψηλότερα, με διαφορά, ποσοστά καταγράφονταν στη Γερμανία (70,3 %) και στη Λιθουανία (55,6 %), ενώ τέσσερα άλλα κράτη μέλη (η Βουλγαρία, η Λετονία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Εσθονία) ανέφεραν ότι το 2010 αντιμετώπιζαν το κίνδυνο φτώχειας ελαφρώς λιγότεροι από τους μισούς ανέργους. Περίπου ένας στους επτά από το σύνολο των συνταξιούχων στην ΕΕ-27 (13,9 %) αντιμετώπιζε κίνδυνο φτώχειας το 2010• τα ποσοστά ήταν πολύ υψηλότερα στην Κύπρο (41,1 %) και στη Βουλγαρία (30,0 %). Τα άτομα που έχουν απασχόληση κινδύνευαν πολύ λιγότερο να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο φτώχειας (κατά μέσο όρο, 8,4 % σ’ ολόκληρη την ΕΕ-27), αν και σημειώθηκαν σχετικά υψηλά ποσοστά απασχολουμένων που κινδύνευαν να αντιμετωπίσουν φτώχεια στη Ρουμανία (17,2 %) και στην Ελλάδα (13,8 %), ενώ η Ισπανία, η Λιθουανία, η Πολωνία και το Λουξεμβούργο ανέφεραν ότι περισσότεροι από ένας στους δέκα από το εργατικό τους δυναμικό αντιμετώπιζαν κίνδυνο φτώχειας το 2010.

Τα μέτρα κοινωνικής προστασίας μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως μέσο για τη μείωση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί, π.χ., με τη χορήγηση παροχών. Ένας τρόπος για την αξιολόγηση της επιτυχίας των μέτρων κοινωνικής προστασίας είναι η σύγκριση των δεικτών κινδύνου φτώχειας πριν και μετά τη χορήγηση κοινωνικών μεταβιβάσεων (βλ. γραφήμα 2). Το 2010 οι κοινωνικές παροχές μείωσαν το ποσοστό του κινδύνου φτώχειας μεταξύ του πληθυσμού της ΕΕ-27 από 25,9 % πριν από τις μεταβιβάσεις σε 16,4 % μετά τις μεταβιβάσεις και, κατά συνέπεια, βοήθησαν ένα ποσοστό περίπου 37 % των ατόμων που αντιμετώπιζαν κίνδυνο φτώχειας να υπερβεί το όριο της φτώχειας. Σε σχετικούς όρους, ο αντίκτυπος των κοινωνικών παροχών ήταν χαμηλότερος στην Ελλάδα, την Ιταλία, τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία. Αντίθετα, τουλάχιστον το ήμισυ όλων των ατόμων που αντιμετώπιζαν κίνδυνο φτώχειας στην Ιρλανδία, την Ουγγαρία, τη Δανία, τη Σουηδία, τη Φινλανδία, τις Κάτω Χώρες, την Τσεχική Δημοκρατία και το Λουξεμβούργο υπερέβη το όριο της φτώχειας μετά τη χορήγηση κοινωνικών μεταβιβάσεων• αυτό συνέβη επίσης στη Νορβηγία και στην Ισλανδία.

Εισοδηματικές ανισότητες

Οι κυβερνήσεις, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής και η κοινωνία γενικά δεν μπορούν να καταπολεμήσουν τη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό αν δεν αναλύσουν τις ανισότητες στην κοινωνία, είτε αυτές είναι οικονομικής είτε κοινωνικής φύσης. Τα δεδομένα σχετικά με τις οικονομικές ανισότητες αποκτούν ιδιαίτερη σημασία για την εκτίμηση της σχετικής φτώχειας, επειδή η κατανομή των οικονομικών πόρων μπορεί να έχει άμεση σχέση με την έκταση και το βάθος της φτώχειας (βλ. γραφήμα 3). Διαπιστώθηκαν ευρείες ανισότητες στην κατανομή του εισοδήματος μεταξύ του πληθυσμού της ΕΕ-27 το 2010: το 20 % του πληθυσμού με το υψηλότερο ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα λάμβανε πενταπλάσιο εισόδημα από ό,τι το 20 % του πληθυσμού με το χαμηλότερο ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα. Αυτό το ποσοστό ποίκιλλε σημαντικά μεταξύ των κρατών μελών, από 3,4 στη Σλοβενία και στην Ουγγαρία, και 3,5 στη Σουηδία και στην Τσεχική Δημοκρατία σε 5,9 στη Βουλγαρία, 6,0 στη Ρουμανία, 6,9 στη Λετονία και στην Ισπανία, φθάνοντας στη μέγιστη τιμή του –7,3– στη Λιθουανία.

Οι ανισότητες παρουσιάζουν ενδιαφέρον από την άποψη της πολιτικής, το οποίο γίνεται αντιληπτό από πολλές διαφορετικές κοινωνικές ομάδες. Μία ομάδα που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι οι ηλικιωμένοι, μια ομάδα που εν μέρει εκφράζει την αυξανόμενη αναλογία του πληθυσμού της ΕΕ ηλικίας άνω των 65 ετών. Τα συνταξιοδοτικά συστήματα μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπιση της φτώχειας μεταξύ των ηλικιωμένων. Από την άποψη αυτή, είναι ενδιαφέρον να γίνει σύγκριση των εισοδημάτων των ηλικιωμένων με τα εισοδήματα του υπόλοιπου πληθυσμού. Σε όλη την ΕΕ-27, τα άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω είχαν διάμεσο εισόδημα το οποίο το 2010 ήταν ίσο με το 88 % του διάμεσου εισοδήματος του πληθυσμού ηλικίας κάτω των 65 ετών (βλ. γράφημα 4). Η Ουγγαρία και το Λουξεμβούργο ήταν τα μόνα κράτη μέλη όπου το εισόδημα των ηλικιωμένων ήταν υψηλότερο από το εισόδημα των ατόμων κάτω των 65 ετών. Στη Γαλλία, τη Ρουμανία, την Πολωνία, την Ιταλία, τη Λιθουανία και την Αυστρία το διάμεσο εισόδημα των ηλικιωμένων ήταν περισσότερο από το 90 % εκείνου που καταγράφηκε για τα άτομα κάτω των 65 ετών• αυτό συνέβη επίσης και στην Ισλανδία. Αντίθετα, οι ηλικιωμένοι στην Κύπρο είχαν διάμεσο εισόδημα χαμηλότερο από το 65 % του εισοδήματος που καταγράφηκε για τα άτομα κάτω των 65 ετών, με ποσοστά μεταξύ 70 % και 80 % στη Δανία, την Εσθονία, τη Βουλγαρία, το Βέλγιο, τη Λετονία, τη Φινλανδία και τη Σουηδία• αυτά τα σχετικά χαμηλά ποσοστά μπορεί να αντικατοπτρίζουν, σε γενικές γραμμές, τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα. Ο βαθμός φτώχειας, που απλώς διευκολύνει τον προσδιορισμό τού πόσο φτωχοί είναι οι φτωχοί, μπορεί να μετρηθεί με το σχετικό χάσμα διάμεσου εισοδήματος ατόμων σε κίνδυνο φτώχειας. Το διάμεσο εισόδημα ατόμων σε κίνδυνο φτώχειας ήταν κατά μέσο όρο στην ΕΕ-27 κατά 23,2 % χαμηλότερο από το 60 % του ορίου της φτώχειας το 2010. Μεταξύ των χωρών που αναφέρονται στο γραφήμα 5, το σχετικό χάσμα εισοδήματος των ατόμων σε κίνδυνο φτώχειας ήταν μεγαλύτερο στη Λιθουανία (32,6 %), στην Ισπανία και στη Ρουμανία (αμφότερες 30,6 %), στη Βουλγαρία (29,6 %) και στη Λετονία (29,4 %)• η Κροατία ανέφερε επίσης σχετικά ευρύ χάσμα (28,6 %). Μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ, το μικρότερο χάσμα καταγράφηκε στη Φινλανδία (13,8 %), με αμέσως επόμενες χώρες την Ιρλανδία (15,2 %), τις Κάτω Χώρες (16,2 %) και την Ουγγαρία (16,5 %).

Πηγές και διαθεσιμότητα δεδομένων

Οι στατιστικές της ΕΕ για το εισόδημα και τις συνθήκες διαβίωσης (EU-SILC) άρχισαν να καταρτίζονται το 2003 βάσει μιας συμφωνίας κυρίων μεταξύ της Eurostat, έξι κρατών μελών (Αυστρία, Βέλγιο, Δανία, Ελλάδα, Ιρλανδία και Λουξεμβούργο) και της Νορβηγίας. Σκοπός των στατιστικών αυτών ήταν η παροχή βασικών δεδομένων για δείκτες σχετικά με το εισόδημα και τις συνθήκες διαβίωσης• η νομική βάση αυτής της συλλογής δεδομένων είναι ο κανονισμός 1177/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Η συλλογή αυτών των στατιστικών ξεκίνησε επίσημα το 2004 σε 15 χώρες και επεκτάθηκε το 2005 σε όλα τα υπόλοιπα κράτη μέλη της ΕΕ-25, καθώς και στην Ισλανδία και τη Νορβηγία. Η Βουλγαρία και η Τουρκία δρομολόγησαν τις EU-SILC το 2006, η Ρουμανία το 2007, η Ελβετία το 2008, ενώ η Κροατία εισήγαγε την έρευνα το 2010 (τα στοιχεία της Κροατίας για το 2008 και το 2009 βασίζονται σε διαφορετική πηγή δεδομένων – συγκεκριμένα την έρευνα οικογενειακού προϋπολογισμού (ΕΟΠ)). Οι στατιστικές EU-SILC περιλαμβάνουν τόσο μια εγκάρσια όσο και μια διαμήκη διάσταση.

Το διαθέσιμο εισόδημα ενός νοικοκυριού καθορίζεται με την άθροιση όλων των νομισματικών εσόδων που λαμβάνει κάθε μέλος του νοικοκυριού από οποιαδήποτε πηγή (συμπεριλαμβανομένων των εισοδημάτων από εργασία, επενδύσεις και κοινωνικές παροχές) – προσαυξανόμενο με τα έσοδα σε επίπεδο νοικοκυριού – με αφαίρεση των φόρων και των κοινωνικών εισφορών που καταβάλλονται. Για να ληφθούν υπόψη οι διαφορές του μεγέθους και της σύνθεσης των νοικοκυριών, το άθροισμα αυτό διαιρείται με τον αριθμό των «ισοδύναμων ενηλίκων» με μια πρότυπη κλίμακα (ισοδυναμία), αποκαλούμενη «τροποποιημένη κλίμακα του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης ΟΟΣΑ», η οποία αποδίδει συντελεστή στάθμισης 1 για τον πρώτο ενήλικα του νοικοκυριού, συντελεστή στάθμισης 0,5 για κάθε άλλο μέλος του νοικοκυριού ηλικίας άνω των 14 ετών και συντελεστή στάθμισης 0,3 για τα μέλη του νοικοκυριού ηλικίας κάτω των 14 ετών. Το μέγεθος που προκύπτει καλείται ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα και αποδίδεται σε κάθε μέλος του νοικοκυριού. Για τους σκοπούς των δεικτών της φτώχειας, το ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα υπολογίζεται από το συνολικό διαθέσιμο εισόδημα του κάθε νοικοκυριό διαιρούμενο διά του ισοδύναμου μεγέθους του νοικοκυριού• κατά συνέπεια, κάθε άτομο στο νοικοκυριό θεωρείται ότι έχει το ίδιο ισοδύναμο εισόδημα.

Η περίοδος αναφοράς του εισοδήματος είναι σταθερή δωδεκάμηνη περίοδος (όπως κατά το προηγούμενο ημερολογιακό ή φορολογικό έτος) για όλες τις χώρες, με εξαίρεση το Ηνωμένο Βασίλειο, στο οποίο η περίοδος αναφοράς του εισοδήματος είναι το τρέχον έτος της έρευνας, και την Ιρλανδία, στην οποία η έρευνα είναι συνεχής και τα δεδομένα για το εισόδημα συλλέγονται για τους 12 μήνες πριν από την έρευνα.

Το ποσοστό του κινδύνου φτώχειας ορίζεται ως το ποσοστό των ατόμων με ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα κάτω από το όριο κινδύνου φτώχειας (εκφραζόμενο σε μονάδες αγοραστικής δύναμης - ΜΑΔ), που καθορίζεται στο 60 % του εθνικού διάμεσου ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος. Σύμφωνα με αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, το ποσοστό του κινδύνου φτώχειας υπολογίζεται σε σχέση με την κατάσταση σε κάθε κράτος μέλος της ΕΕ παρά με την εφαρμογή κοινού κατώτατου ορίου. Το ποσοστό του κινδύνου φτώχειας μπορεί να εκφραστεί πριν ή μετά τη χορήγηση των κοινωνικών μεταβιβάσεων, καθώς η διαφορά εκφράζει τον υποθετικό αντίκτυπο των εθνικών κοινωνικών μεταβιβάσεων στη μείωση του κινδύνου φτώχειας. Η συνταξιοδότηση και οι συντάξεις επιζώντων υπολογίζονται ως εισόδημα πριν από τις μεταβιβάσεις και όχι ως κοινωνικές παροχές. Διάφορες αναλύσεις του εν λόγω δείκτη διατίθενται, για παράδειγμα, κατά ηλικία, φύλο, επαγγελματική κατάσταση, τύπο νοικοκυριού ή επίπεδο εκπαίδευσης. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο δείκτης δεν μετρά πλούτο, αλλά συνιστά σχετικό μέτρο του σημερινού χαμηλού εισοδήματος (σε σύγκριση με άλλα άτομα στην ίδια χώρα), που δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη χαμηλό βιοτικό επίπεδο. Το σύνολο για την ΕΕ-27 είναι ο μέσος όρος των επιμέρους εθνικών δεδομένων σταθμισμένος βάσει του πληθυσμού.

Πλαίσιο

Στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Λάκεν τον Δεκέμβριο του 2001, οι αρχηγοί των ευρωπαϊκών κρατών και κυβερνήσεων ενέκριναν μια πρώτη δέσμη κοινών στατιστικών δεικτών για τον κοινωνικό αποκλεισμό και τη φτώχεια που υπόκεινται σε συνεχή διαδικασία βελτίωσης από την υποομάδα για τους δείκτες (ΥΟΔ) της επιτροπής κοινωνικής προστασίας (ΕΚΠ). Οι δείκτες αυτοί αποτελούν θεμελιώδες στοιχείο στο πλαίσιο της ανοικτής μεθόδου συντονισμού για την παρακολούθηση της προόδου που σημειώνεται από τα κράτη μέλη της ΕΕ όσον αφορά την καταπολέμηση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού.

Οι στατιστικές EU-SILC είναι η πηγή αναφοράς για τις στατιστικές της ΕΕ όσον αφορά το εισόδημα και τις συνθήκες διαβίωσης και, ιδίως, για τους δείκτες της κοινωνικής ενσωμάτωσης. Στο πλαίσιο της στρατηγικής «Ευρώπη 2020», το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ενέκρινε τον Ιούνιο του 2010 έναν κυρίαρχο στόχο για την κοινωνική ενσωμάτωση: ότι μέχρι το 2020 τα άτομα στην ΕΕ που αντιμετωπίζουν κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού θα πρέπει να είναι λιγότερα κατά τουλάχιστον 20 εκατομμύρια. Οι στατιστικές EU-SILC είναι η πηγή που χρησιμοποιείται για την παρακολούθηση της προόδου προς την επίτευξη αυτού του κυρίαρχου στόχου, που υπολογίζεται με βάση έναν δείκτη που συνδυάζει το ποσοστό του κινδύνου φτώχειας, το ποσοστό σοβαρής υλικής στέρησης και την αναλογία των ατόμων με πολύ χαμηλή ένταση εργασίας που ζουν στα νοικοκυριά• για περισσότερες πληροφορίες, βλ. το άρθρο σχετικά με την κοινωνική ένταξη.

Βλέπε επίσης

Περαιτέρω πληροφορίες της Eurostat

Εκδόσεις

Βασικοί πίνακες

Living conditions (t_ilc_lv)

Βάση δεδομένων

Income distribution and monetary poverty (ilc_ip)
Monetary poverty (ilc_li)
Monetary poverty for elderly people (ilc_pn)
In-work poverty (ilc_iw)
Distribution of income (ilc_di)

Ειδική ενότητα

Μεθοδολογία / Μεταδεδομένα

Πηγή δεδομένων για γραφήματα, πίνακες και χάρτες (MS Excel)

Άλλες πληροφορίες

  • Κανονισμός 1177/2003 της 16ης Ιουνίου 2003 σχετικά με τις κοινοτικές στατιστικές για το εισόδημα και τις συνθήκες διαβίωσης (EU-SILC)
  • Κανονισμός 1553/2005 της 7ης Σεπτεμβρίου 2005, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1177/2003 σχετικά με τις κοινοτικές στατιστικές για το εισόδημα και τις συνθήκες διαβίωσης (EU-SILC)
  • Κανονισμός 1791/2006 της 20ής Νοεμβρίου 2006 , για την προσαρμογή ορισμένων κανονισμών και αποφάσεων στους τομείς ... των στατιστικών, ..., λόγω της προσχώρησης της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας

Εξωτερικοί σύνδεσμοι