Archive:Μισθοί και κόστος εργασίας
- Δεδομένα από του Νοεμβρίου 2011. Πιο πρόσφατα δεδομένα: Περαιτέρω πληροφορίες της Eurostat, Βασικοί πίνακες και Βάση δεδομένων. Η αγγλική έκδοση είναι πιο πρόσφατη.
Το παρόν άρθρο συγκρίνει και αντιπαραθέτει τα στοιχεία για τους μισθούς και τοκόστος εργασίας στην the Eυρωπαϊκή Ένωση (EΕ), το οποίο γενικά ορίζεται ως δαπάνες των εργοδοτών για το προσωπικό.
Το επίπεδο και η δομή των μισθών και του κόστους εργασίας είναι σημαντικοί μακροοικονομικοί δείκτες που χρησιμοποιούνται από πολιτικούς ιθύνοντες, εργοδότες και συνδικαλιστικές οργανώσεις για την αξιολόγηση των όρων προσφοράς και ζήτησης της αγοράς εργασίας.
Κύρια στατιστικά στοιχεία
Ακαθάριστες αποδοχές
Ανάμεσα στα κράτη μέλη της ΕΕ, οι μέσες (μέσος όρος) ακαθάριστες ετήσιες αποδοχές των πλήρως απασχολούμενων εργαζομένων στις επιχειρήσεις με δέκα ή περισσότερους εργαζόμενους ήταν υψηλότερες στη Δανία (56 044 ευρώ) το 2009, ακολουθούμενη από το Λουξεμβούργο (το 2010), την Ιρλανδία, τις Κάτω Χώρες και τη Γερμανία (το 2010) – σε όλα τα κράτη άνω των 40 000 ευρώ – ενώ οι χαμηλότερες αποδοχές ήταν στη Ρουμανία (5 891 ευρώ το 2010) και στη Βουλγαρία (4 085 ευρώ) – βλέπε Πίνακα 1.
Το 2006, οι μέσες ετήσιες αποδοχές παρουσίαζαν σε μεγάλο βαθμό παρόμοια κατάταξη χωρών (βλέπε Γραφήμα 1), με μέσες αποδοχές υψηλότερες από τις μέσες αποδοχές όλων των χωρών εκτός της Μάλτας. Το ποσοστό των εργαζόμενων που θεωρούνταν χαμηλόμισθοι το 2006 ήταν υψηλότερο στη Λετονία, με 30,9 %, ενώ περισσότεροι από ένας στους τέσσερις εργαζομένους θεωρούνταν επίσης χαμηλόμισθοι στη Λιθουανία, στη Βουλγαρία και στη Ρουμανία (βλέπε Γραφήμα 2).
Διαφορά αμοιβών μεταξύ των δύο φύλων
Μολονότι σημειώθηκε κάποια πρόοδος, εξακολουθεί να υπάρχει σημαντική διαφορά αμοιβών μεταξύ των δύο φύλων: διαφορά των μέσων αποδοχών μεταξύ ανδρών και γυναικών στην EΕ των 27. Οι γυναίκες πληρώνονταν, κατά μέσο όρο, 17,1 % λιγότερο από τους άνδρες το 2009. Οι μικρότερες διαφορές του μέσου όρου πληρωμής μεταξύ των φύλων διαπιστώθηκαν στη Σλοβενία, την Ιταλία, τη Μάλτα, τη Ρουμανία, το Βέλγιο (το 2008), την Πολωνία και την Πορτογαλία (κατά 10 % ή λιγότερο), ενώ οι μεγαλύτερες στην Εσθονία (το 2007), την Τσεχική Δημοκρατία και την Αυστρία (άνω του 25 %). Διάφοροι λόγοι μπορεί να συμβάλλουν στις διαφορές αμοιβών μεταξύ των δύο φύλων, όπως: διαφορές στα ποσοστά συμμετοχής του εργατικού δυναμικού, διαφορές στα επαγγέλματα και στις δραστηριότητες που έχουν την τάση να είναι γυναικοκρατούμενα ή ανδροκρατούμενα, διαφορές στους βαθμούς στους οποίους οι άνδρες και οι γυναίκες εργάζονται με καθεστώς μερικής απασχόλησης, καθώς και στη νοοτροπία των υπηρεσιών προσωπικού στους ιδιωτικούς και δημόσιους φορείς απέναντι στην εξέλιξη των σταδιοδρομιών και στην άδεια άνευ αποδοχών/άδεια μητρότητας (βλέπε επίσης το άρθρο σχετικά με τις στατιστικές για τη διαφορά των αμοιβών μεταξύ των δύο φύλων).
Κατώτατοι μισθοί
Τον Ιούλιο του 2011, 20 από τα 27 κράτη μέλη της ΕΕ (όλα εκτός της Δανίας, της Γερμανίας, της Ιταλίας, της Κύπρου, της Αυστρίας, της Φινλανδίας και της Σουηδίας), καθώς και δύο υποψήφιες χώρες (Κροατία και Τουρκία) είχαν εθνική νομοθεσία που καθορίζει κατώτατο μισθό με συλλογική σύμβαση ή με εθνική διακλαδική συμφωνία.
Οι μηνιαίοι κατώτατοι μισθοί διέφεραν σημαντικά τον Ιούλιο 2011 (βλέπε Γραφήμα 4) σε κλίμακα από 1 758 ευρώ μηνιαίως στο Λουξεμβούργο έως 158 ευρώ και 123 ευρώ αντιστοίχως στη Ρουμανία και στη Βουλγαρία. Όταν προσαρμόστηκαν στις διαφορές αγοραστικής δύναμης, οι ανισότητες μεταξύ των κρατών μελών μειώθηκαν από την αναλογία του 14:1 (η μεγαλύτερη σε σύγκριση με τη χαμηλότερη) υπολογιζόμενη σε ευρώ στην αναλογία του 6:1 σε σχέση με τη μονάδα αγοραστικής δύναμης (ΜΑΔ). Οι ίδιες χώρες παρέμειναν είτε στο τέλος της κλίμακας, με υψηλή ΜΑΔ 1 466 το Λουξεμβούργο και με χαμηλή ΜΑΔ 243 η Βουλγαρία (βλέπε επίσης το άρθρο σχετικά με τις στατιστικές κατώτατων μισθών).
Καθαρές αποδοχές και φορολογικοί συντελεστές
Φορολογική επιβάρυνση στοιχεία που μετρούν τη σχετική φορολογική επιβάρυνση – στο Γραφήμα 5 η πληροφορία αυτή παρέχεται σε σχέση με τους χαμηλόμισθους. Η φορολογική επιβάρυνση για την ΕΕ των 27 ήταν 39,3 % το 2010, η οποία ήταν ελαφρώς χαμηλότερη από αυτή πριν μια πενταετία. Οι υψηλότεροι φορολογικοί συντελεστές σχετικά με τους χαμηλόμισθους το 2010 καταγράφηκαν στο Βέλγιο, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ουγγαρία, την Ιταλία, τη Λετονία, την Aυστρία και τη Ρουμανία.
Ανάμεσα στα κράτη μέλη της ΕΕ, συνηθίζονταν να μειώνονται οι φορολογικοί συντελεστές κατά τα πέντε τελευταία έτη για τα οποία διατίθενται στοιχεία μέχρι το 2010. Οι μεγαλύτερες μειώσεις καταγράφηκαν στις Κάτω Χώρες, στην Κύπρο (το 2007), στην Πολωνία, στη Σλοβενία, στη Φινλανδία και στην Τσεχική Δημοκρατία. Από την άλλη πλευρά, η φορολογική επιβάρυνση αυξήθηκε με σχετικά γρήγορο ρυθμό στη Γαλλία και στην Ιταλία.
Οι άλλοι δείκτες που παρουσιάζονται στον Πίνακα 2 παρέχουν πληροφορίες σχετικά με το ποσοστό των ακαθάριστων αποδοχών το οποίο «χάνεται από τη φορολογία» (υψηλότεροι φορολογικοί συντελεστές και εισφορές κοινωνικής ασφάλισης και/ή μείωση ή απώλεια επιδομάτων) όταν οι άνθρωποι επιστρέφουν στην απασχόληση ή όταν μετακινούνται από χαμηλότερα σε υψηλότερα εισοδήματα. Τα συνολικά στοιχεία για την ΕΕ των 27 δείχνουν ότι υπήρχαν σε γενικές γραμμές λιγότερα κίνητρα μεταξύ 2005 και 2010 για τους ανέργους ή τους χαμηλόμισθους για αναζήτηση πληρωμένης απασχόλησης, επειδή θα χανόταν από τη φορολογία μεγαλύτερο ποσοστό των αποδοχών τους (βλέπε επίσης το άρθρο σχετικά με τις στατιστικές αποδοχών).
Κόστος εργασίας
Το μέσο ωριαίο κόστος εργασίας (βλέπε Γραφήμα 6) και η δομή του κόστους εργασίας (βλέπε Γραφήμα 7) διέφεραν σε μεγάλο βαθμό ανάμεσα στα κράτη μέλη το 2009. Το ωριαίο κόστος εργασίας στην επιχειρηματική οικονομία (NACE αναθ. 2 τίτλοι Β έως ΙΔ) κυμάνθηκε από το υψηλό σημείο των 36,94 ευρώ στο Βέλγιο και 36,11 ευρώ στη Δανία, έως 4,00 ευρώ στη Ρουμανία και 2,88 ευρώ στη Βουλγαρία το 2009 (σημειωτέον ότι αυτοί οι αριθμοί δεν περιλαμβάνουν μόνο την αμοιβή των εργαζομένων, αλλά επίσης το κόστος επαγγελματικής κατάρτισης, άλλες δαπάνες, φόρους και επιδοτήσεις που υποβλήθηκαν ή ελήφθησαν από επιχειρήσεις στον τομέα της επιχειρηματικής οικονομίας). Το σχετικό μέγεθος μισθών και ημερομισθίων στο συνολικό κόστος εργασίας ήταν 66, 2 % στη Σουηδία (το 2007) και ήταν επίσης λιγότερο από 70 % στο Βέλγιο και στη Γαλλία, ενώ ανήλθε στο 85 % ή περισσότερο στο Ηνωμένο Βασίλειο, στη Σλοβενία, στο Λουξεμβούργο, στη Δανία και στη Μάλτα (βλέπε επίσης το άρθρο σχετικά με τιςστατιστικές για το κόστος εργασίας).
Πηγές και διαθεσιμότητα στοιχείων
Μικτές αποδοχές
Οι μικτές αποδοχές αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος του κόστους εργασίας – διατίθενται πληροφορίες σχετικά με τον μέσο όρο ετήσιων μικτών αποδοχών. Οι κύριοι ορισμοί σχετικά με τις αποδοχές διατίθενται στον Κανονισμό 1738/2005, της 21ης Οκτωβρίου 2005. Οι μικτές αποδοχές καλύπτουν την αμοιβή που καταβάλλεται σε ρευστό απευθείας από τον εργοδότη, πριν από τις εκπτώσεις φόρων και τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης που είναι πληρωτέες από τους μισθωτούς και κρατούνται από τον εργοδότη. Όλες οι παροχές, ανεξάρτητα από το αν πληρώνονται τακτικά, περιλαμβάνονται (13ος ή 14ος μισθός, επίδομα άδειας, συμμετοχή στα κέρδη, επιδόματα ημερών άδειας που δεν χρησιμοποιήθηκαν, περιστασιακές προμήθειες, κ.λπ.). Τα στοιχεία παρουσιάζονται για τους εργαζόμενους με πλήρες ωράριο απασχόλησης στην επιχειρηματική οικονομία (όπως καλύπτονται από την NACE Rev. 1.1 τίτλοι Γ έως ΙΑ και περιλαμβάνοντας το 2007, και από την NACE Rev. 2 τίτλοι B έως ΙΔ από το 2008 και μετά). Η στατιστική μονάδα είναι η επιχείρηση ή τοπική μονάδα. Ο πληθυσμός περιλαμβάνει όλες τις μονάδες, μολονότι περιορίζεται στις επιχειρήσεις με τουλάχιστον δέκα εργαζομένους για τις περισσότερες χώρες.
Τα στοιχεία σχετικά με τις μέσες αποδοχές βασίζονται στις μικτές ετήσιες αποδοχές, και αντιπροσωπεύουν τις μέσες αποδοχές των εργαζομένων με πλήρες ωράριο απασχόλησης σε επιχειρήσεις με δέκα ή περισσότερους εργαζομένους. Οι χαμηλόμισθοι είναι εργαζόμενοι με πλήρες ωράριο απασχόλησης που κερδίζουν λιγότερο από τα δύο τρίτα των μέσων μικτών ετήσιων αποδοχών.
Διαφορά αμοιβών μεταξύ των δύο φύλων
Η διαφορά αμοιβών μεταξύ των δύο φύλων (GPG), στη μη διορθωμένη μορφή της, ορίζεται ως η διαφορά μεταξύ των μέσων ακαθάριστων ωριαίων αποδοχών των ανδρών και των μέσων ακαθάριστων ωριαίων αποδοχών των γυναικών ως εκατοστιαίο ποσοστό των μέσων ακαθάριστων ωριαίων αποδοχών των ανδρών. Η μεθοδολογία για την κατάρτιση αυτού του δείκτη έχει αλλάξει πρόσφατα και βασίζεται πλέον στα στοιχεία που συλλέγονται από την έρευνα για τη διάρθρωση των αποδοχών (SES), και όχι σε μη εναρμονισμένες πηγές (όπως συνέβαινε προγενέστερα).
Σύμφωνα με τη νέα μεθοδολογία, ο δείκτης της μη διορθωμένης διαφοράς των αμοιβών μεταξύ των φύλων καλύπτει όλους τους εργαζομένους (δεν υπάρχουν περιορισμοί ηλικίας και ωρών εργασίας) των επιχειρήσεων (με τουλάχιστον δέκα εργαζομένους) στον τομέα του κλάδου παραγωγής, των δομικών κατασκευών και των υπηρεσιών (όπως προβλέπεται από την NACE Rev. 2 τίτλοι B έως ΙΔ και ΙΣΤ έως ΙΗ).
Κατώτατοι μισθοί
Οι στατιστικές κατώτατων μισθών αναφέρονται στους ελάχιστους εθνικούς μηνιαίους μισθούς• τα στοιχεία που δημοσιεύονται παρουσιάζουν τον μισθό την 1η Ιανουαρίου και την 1η Ιουλίου κάθε έτους. Ο εθνικός ελάχιστος μισθός επιβάλλεται από τον νόμο, συχνά κατόπιν διαβουλεύσεων με τους κοινωνικούς εταίρους, ή απευθείας από εθνικές διακλαδικές συμφωνίες (όπως συμβαίνει στο Βέλγιο και στην Ελλάδα). Ο εθνικός ελάχιστος μισθός εφαρμόζεται συνήθως για όλους τους εργαζομένους ή τουλάχιστον για τη συντριπτική πλειονότητα των εργαζομένων στη χώρα. Οι ελάχιστοι μισθοί είναι μικτά ποσά, δηλαδή, πριν από την κράτηση του φόρου εισοδήματος και των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης• αυτού του είδους κρατήσεις διαφέρουν από χώρα σε χώρα. Σε μερικές χώρες ο βασικός εθνικός ελάχιστος μισθός δεν καθορίζεται με μηνιαία τιμή αλλά με ωριαία ή εβδομαδιαία τιμή. Για τις χώρες αυτές οι ωριαίες ή εβδομαδιαίες τιμές μετατρέπονται σε μηνιαίους συντελεστές, σύμφωνα με τους συντελεστές μετατροπής που υποβάλλονται απευθείας από τις χώρες:
- Iρλανδία: ωρομίσθιο x 39 ώρες x 52 εβδομάδες / 12 μήνες•
- Γαλλία για στοιχεία από τον Ιανουάριο του1999 έως τον Ιανουάριο του 2005: ωρομίσθιο x 39 ώρες x 52 εβδομάδες / 12 μήνες• για στοιχεία από τον Ιούλιο του 2005: ωρομίσθιο x 35 ώρες x 52 εβδομάδες / 12 μήνες•
- Mάλτα: εβδομαδιαία τιμή x 52 εβδομάδες / 12 μήνες•
- Ηνωμένο Βασίλειο: (ωρομίσθιο x μέσο όρο βασικών πληρωμένων ωρών ανά εβδομάδα πλήρως απασχολουμένων σε όλους τους τομείς x 52.18 εβδομάδες) / 12 μήνες•
- Ηνωμένες Πολιτείες: ωρομίσθιο x 40 ώρες x 52 εβδομάδες / 12 μήνες.
Επιπλέον, όταν ο ελάχιστος μισθός καταβάλλεται για περισσότερο από 12 μήνες ετησίως (όπως στην Ελλάδα, την Ισπανία και την Πορτογαλία, όπου καταβάλλονται 14 μήνες ετησίως), τα στοιχεία έχουν διορθωθεί ώστε να ληφθούν υπόψη οι πληρωμές αυτές.
Καθαρές αποδοχές και φορολογικοί συντελεστές
Οι καθαρές αποδοχές απορρέουν από μικτές αποδοχές και αποτελούν το μέρος της αμοιβής το οποίο ο εργαζόμενος μπορεί πραγματικά να κρατήσει για δαπανήσει ή να κάνει οικονομία. Σε σύγκριση με τις μικτές αποδοχές, οι καθαρές αποδοχές δεν περιλαμβάνουν εισφορές κοινωνικής ασφάλισης και φόρους αλλά συμπεριλαμβάνουν οικογενειακά επιδόματα.
Οι δείκτες φορολογικού συντελεστή (φορολογική επιβάρυνση στο κόστος εργασίας, παγίδα ανεργίας και παγίδα χαμηλού μισθού) αποσκοπούν στην παρακολούθηση της ελκυστικότητας της εργασίας. Η φορολογική επιβάρυνση στο κόστος εργασίας ορίζεται ως ο φόρος εισοδήματος στις μικτές μηνιαίες αποδοχές συν τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης από τον εργαζόμενο και τον εργοδότη, που εκφράζεται ως ποσοστό του συνολικού κόστους εργασίας. Ο εν λόγω δείκτης καταρτίζεται για ανύπανδρους χωρίς παιδιά με αποδοχές 67 % των μέσων αποδοχών εργαζόμενου στην επιχειρηματική οικονομία (NACE Rev. 2 Τίτλοι B έως ΙΔ). Η παγίδα ανεργίας μετρά το ποσοστό των μικτών αποδοχών που αφαιρούνται από τη φορολογία λόγω υψηλότερων φόρων και εισφορών κοινωνικής ασφάλισης και ενδεχομένως της ανάκλησης του επιδόματος ανεργίας και άλλων παροχών όταν ένας άνεργος επιστρέφει στην απασχόληση• ορίζεται ως η διαφορά μεταξύ των μικτών αποδοχών και της αύξησης του καθαρού εισοδήματος κατά τη μετάβαση από την ανεργία στην απασχόληση, εκφραζόμενη ως ποσοστό των μικτών αποδοχών. Ο δείκτης αυτός συλλέγεται για ανύπανδρους χωρίς παιδιά με αποδοχές 67 % των μέσων αποδοχών εργαζομένου στην επιχειρηματική οικονομία (NACE Rev. 2 Τίτλοι B έως ΙΔ). Η παγίδα χαμηλού μισθού μετρά την αναλογία (ως ποσοστό) των μικτών αποδοχών που αφαιρούνται από τη φορολογία λόγω των συνδυασμένων επιπτώσεων των φόρων εισοδήματος, των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης και της τυχόν ανάκλησης παροχών όταν οι αποδοχές αυξηθούν από 33 % έως 67 % των μέσων αποδοχών εργαζομένου σε επιχειρηματική οικονομία (NACE Rev. 2 Τίτλοι B έως ΙΔ. Ο δείκτης αυτός καταρτίζεται για ανύπανδρους χωρίς παιδιά καθώς επίσης για ζευγάρια με ένα εισόδημα και δύο παιδιά ηλικίας μεταξύ 6 και 11 ετών.
Κόστος εργασίας
Ως κόστος εργασίας ορίζονται οι δαπάνες του εργοδότη που συνδέονται με την απασχόληση προσωπικού. Περιλαμβάνουν την ανταμοιβή του εργαζόμενου (συμπεριλαμβανομένων των μισθών, αποδοχών σε χρήμα και είδος, εισφορών κοινωνικής ασφάλειας των εργοδοτών)• το κόστος επαγγελματικής κατάρτισης• και άλλες δαπάνες (όπως το κόστος πρόσληψης, δαπάνες για ενδύματα εργασίας και οι φόροι απασχόλησης όσον αφορά το κόστος εργασίας μείον τυχόν επιδοτήσεις που έλαβαν). Αυτά τα συστατικά του κόστους εργασίας και των στοιχείων τους ορίζονται στον κανονισμό αριθ. 1737/2005 της 21ης Oκτωβρίου 2005. Τα στοιχεία αφορούν τρεις κύριους δείκτες:
- μέσο μηνιαίο κόστος εργασίας, που ορίζεται ως το συνολικό κόστος εργασίας ανά μήνα διαιρούμενο με τον αντίστοιχο αριθμό εργαζομένων, εκφραζόμενο σε ισοδύναμα πλήρους απασχόλησης•
- μέσο ωριαίο κόστος εργασίας, που ορίζεται ως το συνολικό κόστος εργασίας διαιρούμενο δια του αντίστοιχου αριθμού των ωρών εργασίας που πραγματοποιήθηκαν•
- δομή του κόστους εργασίας (μισθοί και ημερομίσθια• εισφορές κοινωνικής ασφάλισης που καταβάλλονται από τους εργοδότες• άλλο κόστος εργασίας), εκφραζόμενο ως ποσοστό του συνολικού κόστους εργασίας.
Πλαίσιο
Η δομή και η εξέλιξη του κόστους εργασίας και των αποδοχών αποτελούν σημαντικά χαρακτηριστικά κάθε αγοράς εργασίας, που αντανακλούν την προσφορά εργασίας από άτομα και τη ζήτηση εργασίας από επιχειρήσεις.
Ορισμένοι βασικοί παράγοντες που μπορούν, τουλάχιστον εν μέρει, να εξηγήσουν τη διαφορά των αμοιβών μεταξύ των δύο φύλων είναι μεταξύ άλλων ο κλαδικός και επαγγελματικός διαχωρισμός, η εκπαίδευση και η κατάρτιση, η ευαισθητοποίηση και η διαφάνεια, καθώς και η άμεση διακριτική μεταχείριση. Η διαφορά των αμοιβών μεταξύ των δύο φύλων αντανακλά και άλλες ανισότητες – ιδίως, το δυσανάλογο μερίδιο των γυναικών στις οικογενειακές ευθύνες και τις συναφείς δυσκολίες συνδυασμού της επαγγελματικής με την ιδιωτική ζωή. Πολλές γυναίκες εργάζονται με καθεστώς μερικής απασχόλησης ή με βάση άτυπες συμβάσεις: μολονότι αυτό τους επιτρέπει να παραμείνουν στην αγορά εργασίας ανταποκρινόμενες ταυτόχρονα στις οικογενειακές υποχρεώσεις τους, μπορεί να έχει αρνητικό αντίκτυπο στην πληρωμή τους, στην εξέλιξη των σταδιοδρομίας τους, στις προοπτικές προαγωγής τους και στις συντάξεις τους.
Η ΕΕ προσπαθεί να προωθήσει τις ίσες ευκαιρίες, πράγμα που συνεπάγεται τη σταδιακή εξάλειψη της διαφοράς των αμοιβών μεταξύ των δύο φύλων. Το άρθρο 157 παράγραφος 1 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) ορίζει την αρχή της ισότητας της αμοιβής μεταξύ ανδρών και γυναικών για όμοια εργασία ή για εργασία της αυτής αξίας και το άρθρο 157 παράγραφος 3 παρέχει τη νομική βάση για νομοθεσία σχετικά με την ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών σε θέματα απασχόλησης. Η στρατηγική ισότητας μεταξύ γυναικών και ανδρών (2010-2015) εγκρίθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή τον Σεπτέμβριο του 2010. Βασίζεται στην εμπειρία ενός χάρτη πορείας (COM(2006) 0092) που εκδόθηκε για την περίοδο 2006-2010 και αποσκοπεί στο να αποτελέσει ένα ενιαίο πλαίσιο το οποίο θα υποχρεώσει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να προωθήσει την ισότητα των φύλων σε όλες τις πολιτικές της. Η στρατηγική προβάλλει τη συμβολή της ισότητας των φύλων στην οικονομική ανάπτυξη και στη βιώσιμη εξέλιξη και υποστηρίζει την εφαρμογή της διάστασης της ισότητας των φύλων της στρατηγικής «Ευρώπη 2020».
Περισσότερες πληροφορίες από την Eurostat
Εκδόσεις
- Labour market statistics - Pocketbook 2010 edition
Βασικοί πίνακες
- Average gross annual earnings in industry and services, by gender (tps00175)
- Tax wedge on labour cost (tsiem050)
- Tax rate on low wage earners by marginal effective tax rates on employment incomes (tsiem060)
- Gender pay gap in unadjusted form (tsiem040)
- Minimum wages (tps00155)
- Labour cost index (teilm100)
- Total wages and salaries (tps00113)
- Social security and other labour costs paid by employer (tps00114)
- Labour costs annual data - Nace Rev. 2 (tps00173)
Βάση δεδομένων
Ειδική ενότητα
Mεθοδολογία / Μεταδεδομένα
- Gross earnings - annual data (ESMS metadata file - earn_gross_esms)
- Labour cost index (ESMS metadata file - lci_esms)
- Labour cost survey (ESMS metadata file - lcs_esms)
- Labour costs annual data (ESMS metadata file - lcan_esms)
- Net earnings and tax rates (ESMS metadata file - earn_net_esms)