Η εκτίμηση των κινδύνων για την ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον απαιτείται πλέον βάσει της νομοθεσίας για έναν όλο και μεγαλύτερο αριθμό χημικών ουσιών, προϊόντων και διαδικασιών.
Παρόλο που η χρησιμοποιούμενη μεθοδολογία έχει πλέον παγιωθεί, υπόκειται σε συνεχώς μεγαλύτερη αμφισβήτηση εξαιτίας των παρακάτω παραγόντων:
• πιέσεις για τη μη χρησιμοποίηση πειραματόζωων στις δοκιμές τοξικότητας
• ανάγκη για ταχύτερες, φθηνότερες και αποτελεσματικότερες δοκιμές
• ανάπτυξη νέων συστημάτων και μεθοδολογιών με αποτέλεσμα τη δημιουργία νέων δεδομένων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη
• απαίτηση για πλήρως διαφανείς και ανεξάρτητες εκτιμήσεις κινδύνου
• αναγνώριση ότι θα πρέπει να δίνεται μεγαλύτερη έμφαση στη συνεργασία με τα ενδιαφερόμενα μέρη
• έλλειψη έμπειρων και «ανεξάρτητων» εκτιμητών κινδύνου.
Για την αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης, οι επιστημονικές επιτροπές της ΕΕ άρχισαν πρόσφατα να εξετάζουν πώς θα μπορούσαν να γίνουν επιστημονικά αξιόπιστες βελτιώσεις όσον αφορά:
• την εφαρμογή νέων τεχνολογιών
• τη χρησιμότητα των εκτιμήσεων του κινδύνου για λόγους διαχείρισης, συμπεριλαμβανομένης της μεθοδολογίας σύγκρισης των κινδύνων και των οφελών
• τη διαφάνεια των διαδικασιών εργασίας.
Οι βελτιώσεις αυτές προϋποθέτουν την εύκολη πρόσβαση των εκτιμητών κινδύνου σε όλα τα σχετικά δεδομένα, την αποφυγή περιττών αλληλοεπικαλύψεων και τη χρήση της βέλτιστης διαθέσιμης εμπειρογνωσίας. Για τον σκοπό αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντική η αποτελεσματική διατομεακή και διεθνής συνεργασία.
Το δεύτερο διεθνές συνέδριο για την εκτίμηση του κινδύνου αποτελεί ένα πολύ σημαντικό βήμα για τον καθορισμό των προτεραιοτήτων όσον αφορά την ενίσχυση των διαδικασιών εκτίμησης του κινδύνου και τη λήψη μέτρων για να διασφαλιστεί η εφαρμογή τους. Θα χρησιμεύσει επίσης ως πλατφόρμα για τον εντοπισμό και την εξέταση οριζόντιων θεμάτων κατά τη διαδικασία ανάλυσης κινδύνου προκειμένου να βελτιωθεί η χρησιμότητά της στη διαμόρφωση πολιτικών.