Statistics Explained

Στατιστικές κατανομής εισοδήματος

Revision as of 10:45, 29 May 2012 by Debusmc (talk | contribs) (Created page with '=Στατιστικές κατανομής εισοδήματος = :''Δεδομένα από του Σεπτεμβρίου 2011. Πιο πρόσφατα δεδομένα: [[#...')
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)
Δεδομένα από του Σεπτεμβρίου 2011. Πιο πρόσφατα δεδομένα: Περαιτέρω πληροφορίες της Eurostat, Βασικοί πίνακες και Βάση δεδομένων.

Με το παρόν άρθρο αναλύονται πρόσφατες στατιστικές σχετικά με τη νομισματική φτώχεια και τις εισοδηματικές ανισότητες στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Οι ευνοϊκές συνθήκες διαβίωσης εξαρτώνται από ένα ευρύ φάσμα παραγόντων, οι οποίοι μπορούν να υποδιαιρεθούν σύμφωνα με το εάν αποτελούν συνάρτηση του εισoδήματος ή όχι. Η κατανομή του εισοδήματος στο εσωτερικό μιας χώρας παρουσιάζει μια εικόνα ανισοτήτων: αφενός, οι ανισότητες μπορούν να δημιουργήσουν κίνητρα για τους πολίτες να βελτιώσουν την κατάστασή τους μέσω της εργασίας, της καινοτομίας ή να αποκτήσουν νέες δεξιότητες, ενώ αφετέρου, συχνά θεωρείται ότι συνδέονται με το έγκλημα, τη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό.

Γραφήμα 1: Ποσοστό κινδύνου φτώχειας και κατώτατο όριο, 2009
- Πηγή: Eurostat (ilc_li01) και (ilc_li02)
Πίνακας 1: Ποσοστό κινδύνου φτώχειας μετά τις κοινωνικές παροχές, 2007-2009
(%) - Πηγή: Eurostat (ilc_li02)
Πίνακας 2: Ποσοστό κινδύνου φτώχειας μετά τις κοινωνικές παροχές.ανά συχνότερη επαγγελματική κατάσταση, 2009 (1)
(%) - Πηγή:Eurostat (ilc_li04)
File:At-risk-of-poverty rate after social transfers, 20091 (%).png
Γραφήμα 2: Ποσοστό κινδύνου φτώχειας μετά τις κοινωνικές παροχές., 2009-2009
(%) - Πηγή: Eurostat (ilc_li02) και (ilc_li10)
Γραφήμα 3: Άνιση κατανομή του εισοδήματος, 2009
(λόγος πεμπτημορίων εισοδήματος) - Πηγή: Eurostat (ilc_di11)
Γραφήμα 4: Σχετικό ποσοστό διάμεσου εισοδήματος , 2009
(ποσοστό) - Πηγή: Eurostat (ilc_pnp2)
Γραφήμα 5: Σχετικό χάσμα διάμεσου εισοδήματος ατόμων σε κίνδυνο φτώχειας, 2009
(%) - Πηγή: Eurostat (ilc_li11)


Κύρια στατιστικά πορίσματα

Ποσοστό κινδύνου φτώχειας και κατώτατο όριο

Το 2009, ένα ποσοστό 16,3 % του πληθυσμού της ΕΕ-27 εκτιμήθηκε ότι είναι εκτεθειμένο σε κίνδυνο φτώχειας (Γραφήμα 1). Το εν λόγω μερίδιο, που υπολογίστηκε ως ο σταθμισμένος μέσος όρος των εθνικών αποτελεσμάτων, αποκρύπτει σημαντικές διαφορές μεταξύ των χωρών. Σε τέσσερα κράτη μέλη της ΕΕ, συγκεκριμένα τη Λετονία (25,7 %), τη Ρουμανία (22,4 %), τη Βουλγαρία (21,8 %) και τη Λιθουανία (20,6 %), εκτιμήθηκε ότι περισσότερο από το ένα πέμπτο του πληθυσμού είναι εκτεθειμένο σε κίνδυνο φτώχειας. Το χαμηλότερο ποσοστό ατόμων που είναι εκτεθειμένο σε κίνδυνο φτώχειας σημειώθηκε στην Τσεχική Δημοκρατία (8,6 %), τη Σλοβακία (11,0 %), τις Κάτω Χώρες (11,1 %) και τη Σλοβενία (11,3 %)• η Ισλανδία (10,2 %) και η Νορβηγία (11,7 %) ανέφεραν επίσης σχετικά χαμηλά μερίδια του αντίστοιχου πληθυσμού τους που αντιμετωπίζουν κίνδυνο φτώχειας.

Το όριο κινδύνου φτώχειας (το οποίο εμφαίνεται επίσης στο Γραφήμα 1) καθορίζεται σε 60 % του εθνικού διάμεσου ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος. Αυτό συχνά εκφράζεται σε μονάδες αγοραστικής δύναμης (ΜΑΔ) για να ληφθούν υπόψη οι διαφορές του κόστους διαβίωσης από μια χώρα σε άλλη. Παρουσίασε σημαντικές διακυμάνσεις το 2009 σε όλα τα κράτη μέλη από 2 066 ΜΑΔ στη Ρουμανία και 3 452 ΜΑΔ στη Βουλγαρία σε επίπεδο μεταξύ 11 000 ΜΑΔ και 12 000 ΜΑΔ σε τέσσερα κράτη μέλη (Σουηδία, Αυστρία, Κάτω Χώρες και Κύπρο), με ανώτατη τιμή στο Λουξεμβούργο που υπερέβη το όριο αυτό και ανήλθε σε 16 226 ΜΑΔ• το όριο της φτώχειας ήταν σχετικά υψηλό επίσης στην Ισλανδία, τη Νορβηγία και την Ελβετία (πάνω από 12 000 ΜΑΔ σε κάθε μία από τις χώρες αυτές).

Γενικά, το ποσοστό κινδύνου φτώχειας (μετά τις κοινωνικές παροχές) είναι σταθερό από το ένα οικονομικό έτος στο άλλο (Πίνακας 1). Μεταξύ 2008 και 2009, οι ήσσονος σημασίας εξαιρέσεις στον κανόνα αυτό ήταν το Λουξεμβούργο (με αύξηση κατά 1,5 ποσοστιαίες μονάδες, δηλαδή από 13,4 % το 2008 σε 14,9 % το 2009) και το Ηνωμένο Βασίλειο (με μείωση κατά 1,5 ποσοστιαίες μονάδες, δηλαδή από 18,7 % το 2008 σε 17,2 % το 2009).

Οι διάφορες κοινωνικές ομάδες είναι περισσότερο ή λιγότερο ευάλωτες στη νομισματική φτώχεια. Υπήρχε σχετικά μικρή διαφορά στο ποσοστό του κινδύνου φτώχειας (μετά τις κοινωνικές παροχές) μεταξύ ανδρών και γυναικών στην ΕΕ-27 το 2009 (15,4 % έναντι 17,1 % αντίστοιχα). Ωστόσο, οι διαφορές ήταν πιο σημαντικές όταν ο πληθυσμός ταξινομήθηκε σύμφωνα με την επαγγελματική κατάσταση (Πίνακας 2). Οι άνεργοι είναι ιδιαίτερα ευάλωτη ομάδα: σχεδόν το ήμισυ (45,3 %) των ανέργων αντιμετώπιζαν κίνδυνο φτώχειας στην ΕΕ-27 το 2009, με τα υψηλότερα ποσοστά στη Γερμανία (62,0 %), τη Λετονία 56,7 %) και την Εσθονία (55,1 %), ενώ τέσσερα άλλα κράτη μέλη ανέφεραν ότι περισσότερο από το ήμισυ των ανέργων αντιμετώπιζαν κίνδυνο φτώχειας. Περίπου ένας στους έξι από το σύνολο των συνταξιούχων στην ΕΕ-27 (15,4 %) που αντιμετώπιζε κίνδυνο φτώχειας το 2009• τα ποσοστά ήταν πολύ υψηλότερα στη Λετονία, την Κύπρο, την Εσθονία και τη Βουλγαρία – όπου περισσότερο από το ένα τρίτο του πληθυσμού των συνταξιούχων αντιμετώπιζε κίνδυνο φτώχειας. Τα άτομα που έχουν απασχόληση κινδύνευαν πολύ λιγότερο να περιπέσουν σε φτώχεια (8,4 % στην ΕΕ-27), παρά το ότι σημειώθηκαν σχετικά υψηλά ποσοστά στη Ρουμανία (17,6 %) και την Ελλάδα (13,8 %).

Μπορούν να εφαρμόζονται μέτρα κοινωνικής προστασίας ως μέσο για τη μείωση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί, για παράδειγμα, με τη χορήγηση παροχών. Ένας τρόπος για την αξιολόγηση της επιτυχίας των μέτρων κοινωνικής προστασίας είναι η σύγκριση των δεικτών κινδύνου φτώχειας πριν και μετά τη χορήγηση κοινωνικών παροχών (Γραφήμα 2). Το 2009, οι κοινωνικές παροχές μείωσαν το ποσοστό του κινδύνου φτώχειας μεταξύ του πληθυσμού της ΕΕ-27 από 25,1 % πριν από τις παροχές σε 16,3 % μετά τις παροχές και, κατά συνέπεια, βοήθησαν ένα ποσοστό 35 % των ατόμων που αντιμετώπιζαν κίνδυνο φτώχειας να υπερβεί το όριο της φτώχειας. Σε σχετικούς όρους, ο αντίκτυπος των κοινωνικών παροχών ήταν χαμηλότερος στην Ελλάδα, τη Λετονία, τη Βουλγαρία, την Ισπανία και την Ιταλία. Αντίθετα, τουλάχιστον το ήμισυ όλων των ατόμων που αντιμετώπιζαν κίνδυνο φτώχειας στην Ιρλανδία, τη Δανία, την Ουγγαρία, την Τσεχική Δημοκρατία, την Αυστρία και τη Σουηδία υπερέβη το όριο της φτώχειας μετά τη χορήγηση κοινωνικών παροχών• αυτό συνέβη επίσης και στη Νορβηγία.

Εισοδηματικές ανισότητες

Οι κυβερνήσεις, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής και η κοινωνία γενικά δεν μπορούν να καταπολεμήσουν τη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό χωρίς ανάλυση των ανισοτήτων στην κοινωνία, είτε είναι οικονομικής είτε κοινωνικής φύσης. Τα δεδομένα σχετικά με τις οικονομικές ανισότητες αποκτούν ιδιαίτερη σημασία για την εκτίμηση της σχετικής φτώχειας, δεδομένου ότι η κατανομή των οικονομικών πόρων μπορεί να έχει άμεση σχέση με την έκταση και το βάθος της φτώχειας (Γραφήμα 3). Υπήρχαν ανισότητες σε ευρεία κλίμακα στην κατανομή του εισοδήματος μεταξύ του πληθυσμού της ΕΕ-27 το 2009: το 20 % του πληθυσμού με το υψηλότερο ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα λάμβανε 4,9 φορές μεγαλύτερο εισόδημα από ό,τι το 20 % του πληθυσμού με το χαμηλότερο ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα. Αυτό το ποσοστό ποίκιλλε σημαντικά μεταξύ των κρατών μελών, από 3,2 στη Σλοβενία και 3,5 στην Τσεχική Δημοκρατία και την Ουγγαρία, σε 5,8 στην Ελλάδα, 5,9 στη Βουλγαρία, 6,0 στην Ισπανία και την Πορτογαλία, 6,3 στη Λιθουανία, 6,7 στη Ρουμανία και έφθασε στη μέγιστη τιμή του 7,3 στη Λετονία.

Οι ανισότητες παρουσιάζουν ενδιαφέρον πολιτικής το οποίο βλέπουν πολλές διαφορετικές κοινωνικές ομάδες. Μία ομάδα που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι εκείνη των ηλικιωμένων, η οποία εν μέρει εκφράζει την αυξανόμενη αναλογία του πληθυσμού της ΕΕ ηλικίας άνω των 65 ετών. Τα συνταξιοδοτικά συστήματα μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπιση της φτώχειας μεταξύ των ηλικιωμένων. Στο πλαίσιο αυτό, είναι ενδιαφέρον να πραγματοποιηθεί σύγκριση του εισοδήματος των ηλικιωμένων με εκείνο του υπόλοιπου πληθυσμού. Σε όλη την ΕΕ-27 ως σύνολο, τα άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω είχαν διάμεσο εισόδημα το οποίο το 2009 ήταν περίπου 86 % του διάμεσου εισοδήματος του πληθυσμού ηλικίας κάτω των 65 ετών (Γραφήμα 4). Η Ουγγαρία και το Λουξεμβούργο ήταν τα μόνα κράτη μέλη όπου το εισόδημα των ηλικιωμένων ήταν υψηλότερο από το εισόδημα των ατόμων κάτω των 65 ετών. Στη Γαλλία, τη Ρουμανία, την Πολωνία και την Αυστρία το διάμεσο εισόδημα των ηλικιωμένων ήταν περισσότερο από το 90 % εκείνου που καταγράφηκε για τα άτομα κάτω των 65 ετών• αυτό συνέβη επίσης και στην Ισλανδία. Αντίθετα, οι ηλικιωμένοι στη Λετονία και την Κύπρο είχαν διάμεσο εισόδημα λιγότερο από το 60 % εκείνου που καταγράφηκε για τα άτομα κάτω των 65 ετών, με ποσοστά μεταξύ 60 % και 70 % στη Βουλγαρία και την Εσθονία· τα εν λόγω σχετικά χαμηλά ποσοστά μπορεί να εκφράζουν, σε γενικές γραμμές, τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα.

Ο βαθμός φτώχειας, που απλώς διευκολύνει τον ποσοτικό προσδιορισμό του πόσο φτωχοί είναι οι φτωχοί, μπορεί να μετρηθεί με το σχετικό χάσμα διάμεσου εισοδήματος ατόμων σε κίνδυνο φτώχειας. Το διάμεσο εισόδημα ατόμων σε κίνδυνο φτώχειας ήταν κατά μέσο όρο στην ΕΕ-27 κατά 22,4 % κατώτερο του 60 % του ορίου της φτώχειας το 2009. Μεταξύ των χωρών που αναφέρονται στο Γραφήμα 5, το χάσμα εισοδήματος των ατόμων σε κίνδυνο φτώχειας ήταν μεγαλύτερο στη Ρουμανία (32,0 %), τη Λετονία (28,9 %), την Ισπανία (27,7 %) και τη Βουλγαρία (27,4 %), αλλά επίσης σχετικά μεγάλο στην Ελλάδα (24,1%) και την Πορτογαλία (23,6%). Το χαμηλότερο χάσμα μεταξύ των κρατών μελών παρατηρήθηκε στη Φινλανδία (15,1 %), ακολουθούμενο από εκείνο της Ιρλανδίας και της Μάλτας (και στις δύο 16,3 %), της Ουγγαρίας (16,3 %) και των Κάτω Χωρών (16,5 %)• σχετικά χαμηλό χάσμα υπήρχε επίσης στην Ισλανδία (16,4 %).

Πηγές και διαθεσιμότητα δεδομένων

στατιστικές της ΕΕ για το εισόδημα και τις συνθήκες διαβίωσης (EU-SILC), που άρχισαν το 2003 βάσει μιας συμφωνίας κυρίων μεταξύ Eurostat, έξι κρατών μελών (Αυστρία, Βέλγιο, Δανία, Ελλάδα, Ιρλανδία και Λουξεμβούργο) και της Νορβηγίας. Άρχισαν επίσημα το 2004 σε 15 χώρες και επεκτάθηκαν το 2005, ώστε να καλύψουν όλα τα τότε κράτη μέλη της EΕ-25, καθώς και την Ισλανδία και τη Νορβηγία. Η Βουλγαρία δρομολόγησε το EU-SILC το 2006, ενώ η Ρουμανία, η Ελβετία και η Τουρκία άρχισαν την έρευνα το 2007. Τα δεδομένα για την Κροατία βασίζονται σε μια διαφορετική πηγή δεδομένων – συγκεκριμένα την έρευνα προϋπολογισμού των νοικοκυριών(ΕΠΝ).

Η έρευνα EU-SILC περιλαμβάνει τόσο μια εγκάρσια όσο και μια διαμήκη διάσταση. Οι συγκρίσεις του βιοτικού επιπέδου μεταξύ των χωρών γίνονται συχνά με βάση το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕγχΠ) κατά κεφαλή. Ωστόσο, τα μεγέθη αυτά παρέχουν λίγες πληροφορίες σχετικά με την κατανομή του εισοδήματος στο εσωτερικό μιας χώρας• το παρόν άρθρο παρέχει πληροφορίες σχετικά με την κατανομή του εισοδήματος και τη σχετική φτώχεια.

Το διαθέσιμο εισόδημα ενός νοικοκυριού καθορίζεται με την άθροιση όλων των νομισματικών εσόδων από οποιαδήποτε πηγή του κάθε μέλος του νοικοκυριού (συμπεριλαμβανομένων των εισοδημάτων από εργασία, επενδύσεις και κοινωνικές παροχές) - προσαυξανόμενο με τα έσοδα σε επίπεδο νοικοκυριού – με αφαίρεση των φόρων και των κοινωνικών εισφορών που καταβάλλονται. Προκειμένου για να ληφθούν υπόψη οι διαφορές του μεγέθους και της σύνθεσης των νοικοκυριών, το άθροισμα αυτό διαιρείται με τον αριθμό των «ισοδύναμων ενηλίκων» χρησιμοποιώντας μια πρότυπη κλίμακα (ισοδυναμία), αποκαλούμενη «τροποποιημένη κλίμακα του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης ΟΟΣΑ», η οποία αποδίδει συντελεστή στάθμισης 1 για τον πρώτο ενήλικα του νοικοκυριού, συντελεστή στάθμισης 0,5 για κάθε άλλο μέλος του νοικοκυριού ηλικίας άνω των 14 ετών και συντελεστή στάθμισης 0,3 για τα μέλη του νοικοκυριού ηλικίας κάτω των 14 ετών. Το μέγεθος που προκύπτει καλείται ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα και αποδίδεται σε κάθε μέλος του νοικοκυριού. Για τους σκοπούς των δεικτών της φτώχειας, το ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα υπολογίζεται από το συνολικό διαθέσιμο εισόδημα του κάθε νοικοκυριό διαιρούμενο διά του ισοδύναμου μεγέθους του νοικοκυριού• κατά συνέπεια, κάθε άτομο στο νοικοκυριό θεωρείται ότι έχει το ίδιο ισοδύναμο εισόδημα.

Η περίοδος αναφοράς του εισοδήματος είναι σταθερή δωδεκάμηνη περίοδος (όπως κατά το προηγούμενο ημερολογιακό ή φορολογικό έτος) για όλες τις χώρες, με εξαίρεση το Ηνωμένο Βασίλειο, στο οποίο η περίοδος αναφοράς του εισοδήματος είναι το τρέχον έτος της έρευνας, και την Ιρλανδία, στην οποία η έρευνα είναι συνεχής και τα δεδομένα για το εισόδημα συλλέγονται για τους 12 μήνες πριν από την έρευνα.

Το ποσοστό του κινδύνου φτώχειας ορίζεται ως το ποσοστό των ατόμων με ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα κάτω από το όριο κινδύνου φτώχειας (εκφραζόμενο σε μονάδες αγοραστικής δύναμης - ΜΑΔ), που καθορίζεται στο 60 % του εθνικού διάμεσου ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος. Το ποσοστό αυτό μπορεί να δηλωθεί πριν ή μετά τη χορήγηση των κοινωνικών παροχών, καθώς η διαφορά εκφράζει το θεωρητικό αντίκτυπο των εθνικών κοινωνικών παροχών στη μείωση του κινδύνου φτώχειας. Η συνταξιοδότηση και οι συντάξεις επιζώντων που υπολογίζονται ως εισόδημα πριν τις παροχές και όχι ως κοινωνικές παροχές. Διάφορες αναλύσεις του εν λόγω δείκτη διατίθενται, για παράδειγμα, κατά ηλικία, φύλο, επαγγελματική κατάσταση, τύπο νοικοκυριού ή επίπεδο εκπαίδευσης. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο δείκτης δεν μετρά πλούτο, αλλά συνιστά μέτρο του σημερινού χαμηλού εισοδήματος (σε σύγκριση με άλλα άτομα στην ίδια χώρα), που δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη χαμηλό βιοτικό επίπεδο. Το σύνολο για την ΕΕ-27 είναι μέσος όρος των επιμέρους εθνικών δεδομένων σταθμισμένος βάσει του πληθυσμού. Σύμφωνα με τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, το ποσοστό του κινδύνου φτώχειας υπολογίζεται σε σχέση με την κατάσταση που επικρατεί σε κάθε χώρα και όχι σε όλες τις χώρες.

Πλαίσιο

Στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Λάκεν τον Δεκέμβριο του 2001, οι αρχηγοί των ευρωπαϊκών κρατών και κυβερνήσεων ενέκριναν μια πρώτη σειρά κοινών στατιστικών δεικτών για τον κοινωνικό αποκλεισμό και τη φτώχεια που υπόκεινται σε μια συνεχή διαδικασία βελτίωσης από την υπο-ομάδα για τους δείκτες (ΥΟΔ) της επιτροπής κοινωνικής προστασίας (ΕΚΠ). Οι δείκτες αυτοί αποτελούν θεμελιώδες στοιχείο στο πλαίσιο της ανοικτής μεθόδου συντονισμού για την παρακολούθηση της προόδου που σημειώνεται από τα κράτη μέλη της ΕΕ για την καταπολέμηση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού.

Οι στατιστικές EU-SILC αποσκοπούν να παράσχουν βασικά δεδομένα για τους εν λόγω δείκτες. Οι στατιστικές EU-SILC οργανώνονται στο πλαίσιο Regulation 1177/2003 και αποτελούν πλέον πηγή αναφοράς για τις στατιστικές σχετικά με το εισόδημα και τις συνθήκες διαβίωσης και, ιδίως, για τους δείκτες που αφορούν την κοινωνική ένταξη. Στο πλαίσιο του στρατηγική «Ευρώπη 2020», το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ενέκρινε τον Ιούνιο του 2010 έναν κυρίαρχο στόχο για την κοινωνική ένταξη και συγκεκριμένα ότι μέχρι το 2020 θα πρέπει να είναι λιγότερα τουλάχιστον κατά 20 εκατομμύρια τα άτομα στην ΕΕ που αντιμετωπίζουν κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού. Οι στατιστικές EU-SILC αποτελούν πηγή που χρησιμοποιείται για την παρακολούθηση της προόδου για την επίτευξη αυτού του γενικού στόχου, που υπολογίζεται με βάση ένα δείκτη που συνδυάζει το ποσοστό του κινδύνου φτώχειας, το ποσοστό σοβαρής υλικής στέρησης και την αναλογία των ατόμων με πολύ χαμηλή ένταση εργασίας που ζουν στα νοικοκυριά.

Περαιτέρω πληροφορίες από τη Eurostat

Εκδόσεις

Κύριοι πίνακες

Living conditions (t_ilc_lv)
Population structure (t_ilc_lvps)

Βάση δεδομένων

Income distribution and monetary poverty (ilc_ip)
Monetary poverty (ilc_li)
Monetary poverty for elderly people (ilc_pn)
Distribution of income (ilc_di)

Ειδική ενότητα

Πηγή δεδομένων για πίνακες και γραφήματα (MS Excel)

Μεθοδολογία / Μεταδεδομένα

Άλλες πληροφορίες

  • Regulation 1177/2003 of 16 June 2003 concerning Community statistics on income and living conditions (EU-SILC)
  • Regulation 1553/2005 of 7 September 2005 amending Regulation 1177/2003 concerning Community statistics on income and living conditions (EU-SILC)
  • Regulation 1791/2006 of 20 November 2006 adapting certain Regulations and Decisions in the fields of ... statistics, ..., by reason of the accession of Bulgaria and Romania

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Βλέπε επίσης