Statistics Explained

Κατά κεφαλήν ΑΕΠ, κατά κεφαλήν κατανάλωση και δείκτες επιπέδου τιμών

Revision as of 12:32, 10 December 2012 by Peterle (talk | contribs)
Στοιχεία Δεκεμβρίου του 2011, πιο πρόσφατα στοιχεία: Περαιτέρω πληροφορίες της Eurostat, Βασικοί πίνακες και Βάση δεδομένων. Η αγγλική έκδοση είναι πιο πρόσφατη.

Το παρόν άρθρο εστιάζεται κυρίως στο κατά κεφαλήν ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) των 27 κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), αλλά εξετάζει και το επίπεδο της κατά κεφαλήν πραγματικής ατομικής κατανάλωσης (ΠΑΚ)και τους δείκτες επιπέδου τιμών των χωρών. Η ανάλυση αφορά τα 27 κράτη μέλη της ΕΕ, τα κράτη μέλη της ΕΖΕΣ (Ισλανδία, Νορβηγία και Ελβετία), τέσσερις υποψήφιες χώρες της ΕΕ (Κροατία, πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, Μαυροβούνιο και Τουρκία) και τρεις δυνάμει υποψήφιες χώρες των δυτικών Βαλκανίων (Αλβανία, Βοσνία-Ερζεγοβίνη και Σερβία).

Γράφημα 1: Δείκτες όγκου του κατά κεφαλήν ΑΕΠ, 2010 (ΕΕ-27=100) - Πηγή: Eurostat (tec00114)
Πίνακας 1: Δείκτες όγκου κατά κεφαλήν, 2008-10 (ΕΕ-27=100) - Πηγή: Eurostat (tec00114)
Πίνακας 2: Συναλλαγματικές ισοτιμίες και δείκτες επιπέδου τιμών για την ΠΑΚ, 2008-10 (ΕΕ-27=100) - Πηγή: Eurostat (prc_ppp_ind)

Κύρια στατιστικά στοιχεία

Το 2010 η Βουλγαρία είχε το χαμηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ, καταγράφοντας επίπεδα κάτω από το μισό του αντίστοιχου μέσου όρου της ΕΕ. Οι Κάτω Χώρες υπερέβαιναν τον μέσο όρο κατά 33 %, επίδοση την οποία ξεπερνούσε μόνο το Λουξεμβούργο. Τα επίπεδα της ΠΑΚ παρουσίαζαν κάπως μεγαλύτερη ομοιομορφία, αλλά εξακολουθούσαν να εμφανίζουν πολύ ουσιώδεις διαφορές μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ. Η Δανία είχε, όπως και τα προηγούμενα χρόνια, το υψηλότερο επίπεδο τιμών στην ΕΕ.

Όγκοι κατά κεφαλήν ΑΕΠ

Οι δείκτες όγκου του κατά κεφαλήν ΑΕΠ των χωρών εμφανίζονται στην αριστερή πλευρά του πίνακα 1 (Οι δείκτες όγκου κατά κεφαλήν εξηγούνται στην ενότητα Πηγές και διαθεσιμότητα δεδομένων).

Η διασπορά του κατά κεφαλήν ΑΕΠ στα κράτη μέλη της ΕΕ παραμένει εξαιρετικά εντυπωσιακή. Όπως και στα προηγούμενα έτη, το Λουξεμβούργο έχει με διαφορά το υψηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ απ’ όλες τις 37 χώρες που περιλαμβάνονται στην παρούσα ανάλυση και υπερβαίνει κατά περισσότερο από 2,5 φορές τον μέσο όρο της ΕΕ-27 και σχεδόν 6 φορές το ΑΕΠ της Βουλγαρίας, που είναι το φτωχότερο κράτος μέλος της ΕΕ σύμφωνα με τον συγκεκριμένο δείκτη. Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της λουξεμβουργιανής οικονομίας, που εξηγεί σε κάποιον βαθμό το πολύ υψηλό κατά κεφαλήν ΑΕΠ της χώρας, είναι ότι απασχολεί μεγάλο αριθμό κατοίκων εξωτερικού, οι οποίοι συμβάλλουν στο ΑΕΠ της, αλλά δεν περιλαμβάνονται στον μόνιμο πληθυσμό.

Οι Κάτω Χώρες καταλαμβάνουν τη δεύτερη θέση μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ, υπερβαίνοντας κατά 33 % τον μέσο όρο της ΕΕ-27, αλλά η επίδοση αυτή υποσκελίζεται από δύο κράτη μέλη της ΕΖΕΣ, τη Νορβηγία και την Ελβετία. Η Ιρλανδία διατηρεί τη θέση της μεταξύ των πλουσιότερων κρατών μελών της ΕΕ, αλλά καταγράφει σαφή πτωτική τάση την περίοδο 2008-2010. Αυτό μπορεί να εξηγηθεί πρωτίστως από την πορεία του ονομαστικού της ΑΕΠ, το οποίο υποχώρησε κατά περισσότερο από 13 % την εν λόγω περίοδο.

Άλλα κράτη μέλη της ΕΕ με κατά κεφαλήν ΑΕΠ που υπερέβαινε κατά τουλάχιστον 20 % το επίπεδο της ΕΕ το 2010 είναι η Δανία, η Αυστρία και η Σουηδία. Το Βέλγιο και η Γερμανία βρίσκονται περίπου στο ίδιο επίπεδο, ακολουθούμενες από τη Φινλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ η Γαλλία ξεπερνά με διαφορά την Ιταλία και την Ισπανία, με τις οποίες κυμαινόταν σε παρόμοια επίπεδα για αρκετά χρόνια.

Η Κύπρος, με κατά κεφαλήν ΑΕΠ οριακά κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ-27 το 2010, παραμένει πάνω από την Ελλάδα, η οποία, το 2010, αντιμετώπιζε τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης. Η Σλοβενία, η Μάλτα, η Πορτογαλία και η Τσεχική Δημοκρατία βρίσκονται όλες περίπου κατά 20 % κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ-27, πολύ πιο πάνω από τη Σλοβακία, την Ουγγαρία, την Εσθονία, την Πολωνία και την Κροατία (μία από τις υποψήφιες χώρες της ΕΕ), οι οποίες κυμαίνονται κατά περίπου 40 % κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ-27. Η Πολωνία εμφανίζει σημάδια σαφούς βελτίωσης της θέσης της, ενώ η Λιθουανία και η Λετονία παρουσίασαν πτώση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ μεταξύ 2008 και 2010.

Η Ρουμανία και η Βουλγαρία έχουν επίπεδα κατά κεφαλήν ΑΕΠ μόλις κάτω από το 50 % του μέσου όρου της ΕΕ-27. Η Τουρκία, υποψήφια χώρα της ΕΕ, ήταν πάνω από το επίπεδο της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας.

Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ πέντε χωρών υπολείπεται του μέσου όρου της ΕΕ-27 κατά 60 % ή και περισσότερο. Αυτές είναι δύο από τις υποψήφιες χώρες της ΕΕ, το Μαυροβούνιο και η πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, και οι τρεις χώρες των δυτικών Βαλκανίων, η Σερβία, η Βοσνία-Ερζεγοβίνη και η Αλβανία. Η θέση αυτών των τελευταίων χωρών δεν μεταβλήθηκε ουσιαστικά μεταξύ 2008 και 2010.

Σχετικοί όγκοι κατά κεφαλήν κατανάλωσης

Αν και το κατά κεφαλήν ΑΕΠ χρησιμοποιείται συχνά ως δείκτης του επιπέδου ευημερίας των χωρών, δεν είναι αναγκαστικά κατάλληλος δείκτης για το πραγματικό επίπεδο διαβίωσης των νοικοκυριών. Γι’ αυτό, ένας πιο αξιόπιστος δείκτης μπορεί να είναι η κατά κεφαλήν πραγματική ατομική κατανάλωση (ΠΑΚ).

Στους εθνικούς λογαριασμούς, οι δαπάνες τελικής κατανάλωσης των νοικοκυριών (ΔΤΚΝ) δηλώνουν τις δαπάνες που πραγματοποιούν τα ίδια τα νοικοκυριά για την αγορά αγαθών και υπηρεσιών. Αντίθετα, η πραγματική ατομική κατανάλωση αποτελείται από τα αγαθά και τις υπηρεσίες που πράγματι καταναλώνονται από τα νοικοκυριά, ανεξάρτητα από το κατά πόσον οι δαπάνες για την αγορά αυτών των αγαθών και υπηρεσιών πραγματοποιούνται από τα νοικοκυριά, το κράτοςμη κερδοσκοπικά ιδρύματα. Στις διεθνείς συγκρίσεις ως προς τον όγκο, η ΠΑΚ θεωρείται συχνά ως το προτιμώμενο μέτρο, επειδή δεν επηρεάζεται από το γεγονός ότι η οργάνωση ορισμένων σημαντικών υπηρεσιών που καταναλώνονται από τα νοικοκυριά, όπως η υγεία και η εκπαίδευση, διαφέρει σημαντικά μεταξύ των χωρών. Αν, π.χ., το κόστος των οδοντιατρικών υπηρεσιών σε μια χώρα καταβάλλεται από το κράτος και σε μια άλλη από τα νοικοκυριά, η διεθνής σύγκριση με βάση τις ΔΤΚΝ δεν θα γινόταν μεταξύ συγκρίσιμων στοιχείων, κάτι που θα ήταν εφικτό αν η σύγκριση γινόταν με βάση την ΠΑΚ.

Οι δείκτες όγκου της κατά κεφαλήν ΠΑΚ των χωρών παρατίθενται στη δεξιά πλευρά του πίνακα 1.

Κατά κανόνα, τα επίπεδα της κατά κεφαλήν ΠΑΚ είναι περισσότερο ομοιόμορφα από το ΑΕΠ, αλλά εξακολουθούν να υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ. Για παράδειγμα: το 2010 δεκατρείς χώρες κυμαίνονταν μεταξύ 95 και 121 % του μέσου όρου της ΕΕ, ενώ τα επίπεδα του κατά κεφαλήν ΑΕΠ τους κυμαίνονταν μεταξύ 90 και 133 %.

Το Λουξεμβούργο παραμένει η χώρα με την υψηλότερη κατά κεφαλήν ΠΑΚ στην ΕΕ, 50 % πάνω από τον μέσο όρο των 27 κρατών μελών της ΕΕ. Ωστόσο, ενώ μπορεί να υποστηριχθεί ότι το Λουξεμβούργο αποτελεί μία κατηγορία από μόνο του όσον αφορά το ΑΕΠ, αυτό ισχύει λιγότερο για την ΠΑΚ. Ένας από τους λόγους είναι ότι οι δαπάνες κατανάλωσης των κατοίκων εξωτερικού που εργάζονται στο Λουξεμβούργο καταγράφονται στους εθνικούς λογαριασμούς της χώρας κατοικίας.

Το κράτος μέλος της ΕΕ με τη δεύτερη μεγαλύτερη κατά κεφαλήν ΠΑΚ είναι το Ηνωμένο Βασίλειο, που υπερβαίνει τον μέσο όρο κατά 21 %, ενώ το κατά κεφαλήν ΑΕΠ του ήταν κατά 12 % μεγαλύτερο από το μέσο ΑΕΠ της ΕΕ. Αντιθέτως, η κατά κεφαλήν ΠΑΚ της Ιρλανδίας ήταν οριακά πάνω από το μέσο επίπεδο της ΕΕ, ενώ το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της ήταν κατά 28 % υψηλότερο από τον αντίστοιχο μέσο όρο. Η Ιρλανδία, οι τρεις βαλτικές χώρες και η Ισλανδία κατέγραψαν πολύ μεγάλη πτώση σε σχέση με τη θέση που κατείχαν την περίοδο 2008-2010.

Επίπεδα τιμών στην Ευρώπη

Οι συντελεστές προσαρμογής του επιπέδου τιμών που χρησιμοποιήθηκαν για να καταρτιστούν οι δείκτες όγκου του πίνακα 1 μπορούν επίσης να εφαρμοστούν στην ανάλυση του επιπέδου τιμών των χωρών. Στη δεξιά πλευρά του πίνακα 2 εμφανίζονται οι δείκτες επιπέδου τιμών των χωρών μόνο όσον αφορά την ΠΑΚ• ο μέσος όρος της ΕΕ-27 είναι 100. Στον πίνακα εμφανίζονται επίσης οι συναλλαγματικές ισοτιμίες που εφαρμόζονται κατά τον υπολογισμό των δεικτών επιπέδου τιμών. Στη συνέχεια, θα εξεταστούν μόνο οι δείκτες επιπέδου τιμών της ΠΑΚ, δεδομένου ότι είναι πλησιέστεροι προς την έννοια των επιπέδων τιμών, που είναι πιο οικεία για τους περισσότερους άνθρωπους από έναν δείκτη επιπέδου τιμών που θα βασίζεται στο ΑΕΠ.

Η Δανία έχει το υψηλότερο επίπεδο τιμών (47 % πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ) και παραμένει με διαφορά το ακριβότερο κράτος μέλος της ΕΕ. Ωστόσο, το 2010 δύο κράτη μέλη της ΕΖΕΣ, η Νορβηγία και η Ελβετία, ξεπέρασαν τη Δανία, καταγράφοντας επίπεδα τιμών που υπερέβαιναν το συνολικό επίπεδο της ΕΕ κατά περισσότερο από 50 %. Άλλες χώρες που εμφανίζουν επίπεδα τιμών κατά 20 % υψηλότερα από τον μέσο όρο της ΕΕ-27 είναι το Λουξεμβούργο, η Σουηδία, η Ιρλανδία και η Φινλανδία. Το Βέλγιο, η Γαλλία, η Αυστρία, οι Κάτω Χώρες, η Ιταλία, η Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο έχουν επίπεδα τιμών έως 20 % υψηλότερα από τον εν λόγω μέσο όρο.

Η περίπτωση της Ισλανδίας παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς αυτή η χώρα ήταν η ακριβότερη σ’ όλη την Ευρώπη. Ο κυριότερος παράγοντας που συνέβαλε σ’ αυτήν την εντυπωσιακή εξέλιξη ήταν η σημαντική υποτίμηση της ισλανδικής κορόνας έως και το 2009. Το 2010 τα επίπεδα τιμών αυξήθηκαν εκ νέου λόγω της ενίσχυσης της κορόνας.

Τα επίπεδα τιμών στην Ισπανία, την Ελλάδα και την Κύπρο είναι ελαφρώς χαμηλότερα από τον μέσο όρο της ΕΕ, ενώ ακολουθούν η Πορτογαλία και η Σλοβενία.

Στις τελευταίες θέσεις του πίνακα βρίσκονται αρκετές χώρες με επίπεδα τιμών μεταξύ 25 και 50 % χαμηλότερα από τον μέσο όρο της ΕΕ: η Μάλτα, η Τσεχική Δημοκρατία, η Εσθονία, η Σλοβακία, η Λετονία και δύο υποψήφιες χώρες – η Κροατία και η Τουρκία. Η Λιθουανία, η Ουγγαρία, η Πολωνία, το Μαυροβούνιο, η Βοσνία-Ερζεγοβίνη και η Ρουμανία εντάσσονται επίσης στην ίδια κατηγορία.

Τα χαμηλότερα επίπεδα τιμών – κάτω από το 50 % του μέσου όρου της ΕΕ – καταγράφονται στη Σερβία, τη Βουλγαρία, την Αλβανία και την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας.

Οι συναλλαγματικές ισοτιμίες είναι καθοριστικές για την κατάρτιση των δεικτών επιπέδου τιμών και, κατά συνέπεια, οι διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών συχνά επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό την πορεία των επιπέδων τιμών διαχρονικά, όπως φάνηκε στην περίπτωση της Ισλανδίας. Πράγματι, αρκετές από τις μεγαλύτερες μεταβολές του επιπέδου τιμών οι οποίες παρατηρήθηκαν μεταξύ 2008 και 2010 μπορούν τουλάχιστον εν μέρει να εξηγηθούν από τις διακυμάνσεις του νομίσματος της χώρας έναντι του ευρώ. Αυτές οι διακυμάνσεις ήταν πιο αισθητές μεταξύ 2008 και 2009 παρά μεταξύ 2009 και 2010. Μεταξύ 2008 και 2009, τα εθνικά νομίσματα της Ισλανδίας, της Πολωνίας, της Σερβίας, της Ρουμανίας, της Τουρκίας, του Ηνωμένου Βασιλείου, της Ουγγαρίας και της Σουηδίας υποτιμήθηκαν κατά περισσότερο από 10 %. Μεταξύ 2009 και 2010 τα νομίσματα όλων σχεδόν των χωρών εκτός ευρωζώνης ανατιμήθηκαν έναντι του ευρώ, ιδίως στη Σουηδία, την Ελβετία και τη Νορβηγία. Μόνη εξαίρεση ήταν η Σερβία: η υποτίμηση του δηναρίου συνεχίστηκε το 2010.

Στις τρεις τελευταίες σειρές του πίνακα 2 εμφανίζονται οι συντελεστές διακύμανσης των επιπέδων τιμών για τρεις ομάδες χωρών: την ευρωζώνη (ΕΖ-16), τα 27 κράτη μέλη της ΕΕ και το σύνολο των 37 χωρών. Η χρονολογική σειρά αυτών των συντελεστών μπορεί να ερμηνευτεί ως στοιχειώδης δείκτης σύγκλισης των τιμών.

Από αυτά τα αριθμητικά στοιχεία προκύπτουν δύο συμπεράσματα. Πρώτον, και αναμενόμενο, η διασπορά τιμών είναι πολύ περισσότερο αισθητή στο σύνολο της ΕΕ και στην ομάδα των 37 χωρών, παρά στην ευρωζώνη. Δεύτερον, ενώ τα επίπεδα τιμών πράγματι συγκλίνουν οριακά εντός της ευρωζώνης, αυτό δεν φαίνεται να ισχύει στο σύνολο της ΕΕ, ή στο σύνολο των 37 χωρών.

Πηγές και διαθεσιμότητα δεδομένων

Τα στοιχεία αυτού του άρθρου προέρχονται από το πρόγραμμα Eurostat-ΟΟΣΑ για τις ισοτιμίες αγοραστικής δύναμης (ΙΑΔ). Η πλήρης μεθοδολογία που εφαρμόζεται στο πλαίσιο του προγράμματος περιγράφεται στο Εγχειρίδιο μεθοδολογίας Eurostat-OΟΣΑ για τις ισοτιμίες αγοραστικής δύναμης.

Οι δείκτες όγκου του ΑΕΠ και της ΠΑΚ, οι οποίοι εμφανίζονται στον πίνακα 1 και στο γράφημα 1, αντικατοπτρίζουν τον πραγματικό όγκο του κατά κεφαλήν ΑΕΠ και της κατά κεφαλήν ΠΑΚ. Ο όρος «πραγματικοί όγκοι» δηλώνει ότι τα στοιχεία έχουν προσαρμοστεί στις αποκλίσεις ως προς το επίπεδο τιμών μεταξύ των χωρών, χρησιμοποιώντας ΙΑΔ, και εκφράζονται σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ-27=100). Αν ο δείκτης όγκου τού κατά κεφαλήν ΑΕΠ (ή της κατά κεφαλήν ΠΑΚ) είναι υψηλότερος από 100, το επίπεδο ΑΕΠ (ή ΠΑΚ) αυτής της χώρας σε κατά κεφαλήν όρους είναι υψηλότερο από το αντίστοιχο επίπεδο για το σύνολο της ΕΕ. Οι δείκτες θα πρέπει να ερμηνεύονται με κάποια επιφύλαξη και να αναγνωρίζεται το ενδεχόμενο περιθωρίων σφάλματος. Το 2010, π.χ., ο δείκτης όγκου του κατά κεφαλήν ΑΕΠ για τη Γερμανία ήταν 118, ενώ ο αντίστοιχος του Βελγίου ήταν 119. Στην πραγματικότητα, από αυτά τα στοιχεία προκύπτει ότι το μέγεθος του κατά κεφαλήν ΑΕΠ των δύο χωρών είναι παρόμοιο.

Οι δείκτες επιπέδου τιμών που παρουσιάζονται στο παρόν άρθρο είναι οι λόγοι των ΙΑΔ προς τις συναλλαγματικές ισοτιμίες. Τα στοιχεία αυτά παρέχουν ένα μέτρο σύγκρισης των επιπέδων τιμών μεταξύ των χωρών δίνοντας, για μια συγκεκριμένη ομάδα προϊόντων, τον αριθμό των μονάδων κοινού νομίσματος που απαιτούνται για την αγορά του ίδιου όγκου από την κατηγορία ή το σύνολο προϊόντων σε κάθε χώρα.

Οι δείκτες επιπέδου τιμών (ΔΕΤ) επιτρέπουν τη σύγκριση των επιπέδων τιμών των χωρών ως προς τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης• αν οι ΔΕΤ μιας χώρας είναι υψηλότεροι από 100, τότε η χώρα είναι σχετικά ακριβή σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ και αντιστρόφως. Ο μέσος όρος της ΕΕ είναι ο μέσος σταθμικός όρος των εθνικών ΔΕΤ, σταθμισμένος με βάση τις δαπάνες που έχουν προσαρμοστεί στις διαφορές των επιπέδων τιμών. Οι δείκτες επιπέδου τιμών δεν χρησιμοποιούνται για την αυστηρή ταξινόμηση των χωρών. Ουσιαστικά, απλώς παρέχουν μια ένδειξη του μεγέθους που έχει το επίπεδο τιμών σε μια χώρα σε σχέση με άλλες χώρες, ιδίως όταν οι χώρες κυμαίνονται σε ένα πολύ μικρό εύρος επιδόσεων. Ο βαθμός αβεβαιότητας που είναι συνυφασμένος με τα βασικά στοιχεία για τις τιμές και τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται για την κατάρτιση των ΙΑΔ μπορεί να επηρεάσει σ’ αυτήν την περίπτωση τις μικρές διαφορές μεταξύ των ΔΕΤ και να οδηγήσει σε διαφορές στην κατάταξη που δεν είναι σημαντικές από στατιστική ή οικονομική άποψη.

Πλαίσιο

Οι δείκτες όγκου του κατά κεφαλήν ΑΕΠ (σε περιφερειακό επίπεδο – βλ. GDP at regional level) χρησιμοποιούνται στη χορήγηση κονδυλίων από τα διαρθρωτικά ταμεία εντός της ΕΕ. Οι περιφέρειες στις οποίες το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ είναι χαμηλότερο από το 75 % του μέσου όρου της ΕΕ (σε διάστημα τριών ετών) είναι επιλέξιμες για στήριξη από τα διαρθρωτικά ταμεία. Επιπλέον, το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ, τα επίπεδα τιμών και η σύγκλιση τιμών είναι τρεις από τους βασικούς «διαρθρωτικούς δείκτες» που δημοσιεύει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Η Eurostat συνεργάζεται στενά με άλλους διεθνείς θεσμικούς φορείς για την παραγωγή και τη διάδοση των ΙΑΔ. Συνεργάζεται επίσης με τον ΟΟΣΑ για την παραγωγή στατιστικών σχετικά με τις ΙΑΔ για τις χώρες του ΟΟΣΑ και με την Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) για την παραγωγή διεθνών στοιχείων σχετικά με τις ΙΑΔ. Βλ. εξωτερικούς συνδέσμους παρακάτω.

Περαιτέρω πληροφορίες της Eurostat

Εκδόσεις

Βασικοί πίνακες

GDP per capita in Purchasing Power Standards (PPS)
Comparative price levels
Price convergence between EU Member States

Βάση δεδομένων

Purchasing power parities (PPPs), price level indices and real expenditures for ESA95 aggregates (prc_ppp_ind)
Price convergence indicator (coefficient of variation of comparative price level index for final household consumption in %) (prc_ppp_conv)

Ειδική ενότητα

Μεθοδολογία / Μεταδεδομένα

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Βλεπε επίσης