Statistics Explained

Archive:Από το αγρόκτημα στο πιάτο — ένα στατιστικό ταξίδι

Revision as of 10:44, 28 July 2021 by Piirtju (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)


Στοιχεία Απριλίου του 2020.

Προγραμματισμένη ενημέρωση: Ιούλιος του 2022.


This Statistics Explained article has been archived on 28 July 2021.

Highlights

10,3 εκατομμύρια γεωργικές εκμεταλλεύσεις στην ΕΕ καλλιεργούν 156,7 εκατομμύρια εκτάρια γης.

Περίπου 280 000 επιχειρήσεις σε όλη την ΕΕ παρασκευάζουν τρόφιμα και ποτά.

Περίπου 920 000 επιχειρήσεις στην ΕΕ δραστηριοποιούνται στο χονδρεμπόριο και στο λιανεμπόριο τροφίμων και ποτών.

Διάρθρωση της τροφικής αλυσίδας, επιλεγμένοι δείκτες, ΕΕ-27, 2017
(%)
Πηγή: Eurostat


Το άρθρο αυτό παρέχει στατιστική ενημέρωση για τα διάφορα στάδια που διέρχονται τα ακατέργαστα προϊόντα από τα αγροκτήματα και τη θάλασσα και μέσω της μεταποίησης και, στη συνέχεια, της διανομής των τροφίμων και ποτών στο τραπέζι μας. Αυτά είναι τα βασικά μέρη της αλυσίδας που συνδέονται στενότερα με την πιο μακροπρόθεσμη στρατηγική «από το αγρόκτημα στο πιάτο» της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η παρουσίαση των τεσσάρων βασικών σταδίων στην αλυσίδα «από το αγρόκτημα στο πιάτο» είναι απλουστευμένη, ώστε να επιτευχθεί μια γενική επισκόπηση και να δοθεί έμφαση στα κύρια στάδια της αλυσίδας που συνδέονται με τη στρατηγική «από το αγρόκτημα στο πιάτο». Οι σημαντικές ανάντη δραστηριότητες και οι επιχειρήσεις που είναι θεμελιώδεις για τα αγροκτήματα δεν καλύπτονται: σε αυτές περιλαμβάνονται οι μεταποιητές και οι προμηθευτές γεωργικών εργαλείων, μηχανημάτων και εισροών όπως οι ζωοτροφές, τα λιπάσματα και τα φυτοφάρμακα.

Η ανάλυση υπογραμμίζει, επίσης, πόσο ευάλωτη είναι η αλυσίδα στις διαταραχές, όπως η πανδημία COVID-19. Η συλλογή και η παράδοση εμπορευμάτων μεταξύ των σταδίων είναι ζωτικής σημασίας για τη λειτουργία της αλυσίδας στο σύνολό της. Μπορεί να υπάρξει διακοπή σε οποιοδήποτε ή σε όλα τα βασικά στάδια της αλυσίδας, όπως: έλλειψη εποχικά εργαζόμενων κατά την περίοδο συγκομιδής· διαταραχές στο δίκτυο μεταφορών που πραγματοποιεί παραδόσεις από τα αγροκτήματα στους μεταποιητές (συμπεριλαμβανομένων των σφαγείων και των γαλακτοκομικών μονάδων) ή από τους μεταποιητές στους εμπόρους λιανικής πώλησης· και, κλείσιμο εστιατορίων και κυλικείων. Ο αντίκτυπος της νόσου COVID-19 δεν είναι κάτι που μπορεί να εξεταστεί στο άρθρο αυτό, ενώ μεμονωμένες ειδήσεις θα εξετάζονται για πιθανές επιπτώσεις σε συγκεκριμένους τομείς.

Full article

Στάδιο γεωργικής παραγωγής

Η γεωργία είναι μια δραστηριότητα που αφορά τις καλλιέργειες και την εκτροφή ζώων. Βασίζεται σε ποικίλες φυσικές και βιολογικές διεργασίες, ιδίως όσον αφορά το έδαφος. Είναι η δραστηριότητα της παροχής βασικών πρωτογενών συστατικών για τα τρόφιμα που τρώμε και πολλά από αυτά που πίνουμε. Η γεωργία βασίζεται σε ένα σύνολο πόρων για την παραγωγή των εν λόγω γεωργικών προϊόντων, καθώς και την παροχή γεωργικών υπηρεσιών.

Πολλές από αυτές τις εισροές και τους πόρους προέρχονται από ανάντη δραστηριότητες και επιχειρήσεις που δεν αναλύονται ρητά εδώ. Ο γεωργικός τομέας αγοράζει μηχανήματα, σπόρους, λιπάσματα, φυτοφάρμακα και άλλες εισροές για την παραγωγή ακατέργαστων γεωργικών πρώτων υλών. Αυτές οι ανάντη επιχειρήσεις εξαρτώνται από τη γεωργία, όπως η γεωργία εξαρτάται από αυτές.

Η κατανόηση του βαθμού στον οποίο χρησιμοποιούνται οι εν λόγω πόροι και το τι παράγεται με δεδομένο σύνολο πόρων παρέχει μια σημαντική εικόνα του τρόπου με τον οποίο η γεωργία στην ΕΕ θα ανταποκριθεί στις προκλήσεις της ευρωπαϊκής πράσινης συμφωνίας.

Αγροκτήματα και γεωργικές εκτάσεις

Το 2016 υπήρχαν 10,3 εκατομμύρια γεωργικές εκμεταλλεύσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) των 27 κρατών μελών — το τελευταίο έτος για το οποίο είναι διαθέσιμα διαρθρωτικά στοιχεία — που καλλιεργούσαν 156,7 εκατομμύρια εκτάρια γης. Το ένα τρίτο (33,3 %) των γεωργικών εκμεταλλεύσεων της ΕΕ (που αναφέρονται ως «αγροκτήματα») βρισκόταν στη Ρουμανία, ενώ ένα ακόμη τέταρτο βρισκόταν συνολικά στην Πολωνία (13,7 %) και στην Ιταλία (11,1 %).

Η συντριπτική πλειονότητα (96,3 %) των αγροκτημάτων της ΕΕ είναι οικογενειακές εκμεταλλεύσεις — για περισσότερες πληροφορίες βλ. αυτό το άρθρο. Τα περισσότερα από τα αγροκτήματα της ΕΕ είναι επίσης μικρού μεγέθους· τα δύο τρίτα (66,6 %) ήταν το 2016 μεγέθους μικρότερου από 5 εκτάρια (ha). Μολονότι η μέση έκταση ενός αγροκτήματος στην ΕΕ το 2016 ήταν 15.2 εκτάρια, μόνο περίπου το 17 % των αγροκτημάτων ήταν αυτού του μεγέθους ή μεγαλύτερα.

Σχήμα 1: Αγροκτήματα και γεωργικές εκτάσεις κατά τάξη μεγέθους αγροκτήματος, ΕΕ-27, 2016
(%)
Πηγή: Eurostat (ef_m_farmleg)

Τα αγροκτήματα της ΕΕ μπορούν να χαρακτηριστούν γενικά ως i) συνδεδεμένα με τα νοικοκυριά ημιεπιβίωσης ii) μικρομεσαία αγροκτήματα ή iii) μεγάλες γεωργικές επιχειρήσεις. Τα μικρότερα 7,0 εκατομμύρια αγροκτήματα στην ΕΕ (το 68,3 % του συνόλου των αγροκτημάτων), με οικονομικό μέγεθος όσον αφορά την τυπική απόδοση κάτω των 8 000 EUR ετησίως, ευθύνονταν για ελαφρώς λιγότερο από το 5 % της συνολικής γεωργικής οικονομικής παραγωγής της ΕΕ. Αντίθετα, τα μεγαλύτερα 278 000 αγροκτήματα στην ΕΕ (μόλις 2,7 % του συνόλου), καθένα από τα οποία είχε ετήσια τυπική απόδοση άνω των 250 000 EUR για το 2016, ευθύνονταν για το μεγαλύτερο μέρος (54,4 %) της συνολικής γεωργικής οικονομικής παραγωγής.

Τα αγροκτήματα της ΕΕ εξακολουθούν να παρουσιάζουν ποικιλομορφία ως προς τα είδη που καλλιεργούνται ή τα ζώα που εκτρέφονται σ’ αυτά. Περίπου το μισό (52,9 %) όλων των αγροκτημάτων το 2016 θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν αγροκτήματα ειδικευμένα στις καλλιέργειες. Ειδικότερα, μόλις λιγότερα από το ένα τρίτο (31,7 %) όλων των αγροκτημάτων ήταν ειδικευμένα στις υπαίθριες καλλιέργειες, περίπου το ένα πέμπτο (19,3 %) ήταν ειδικευμένα στις μόνιμες καλλιέργειες, ενώ το υπόλοιπο (1,8 %) ήταν ειδικευμένα στην καλλιέργεια κηπευτικών. Για περισσότερες πληροφορίες, βλ. αυτό το άρθρο.

Άλλο ένα τέταρτο (24,5 %) των αγροκτημάτων της ΕΕ ήταν αγροκτήματα ειδικευμένα στην κτηνοτροφία, με αγροκτήματα εκτροφής προβάτων, αιγών και άλλων ζώων βοσκής (5,7 %), καθώς και αγροκτήματα εκτροφής ζώων γαλακτοπαραγωγής (5,4 %), που ήταν τα επικρατέστερες σ’ αυτή την ομάδα. Τα μεικτά αγροκτήματα αντιπροσώπευαν τους περισσότερους άλλους τύπους αγροκτημάτων (21,4 %). Παρατηρήθηκε ένα μικρό ποσοστό αγροκτημάτων που δεν μπορούσαν να ταξινομηθούν.

Σχήμα 2: Αγροκτήματα ανά είδος εξειδίκευσης, ΕΕ-27, 2016
(μερίδιο όλων των εκμεταλλεύσεων, %)
Πηγή: Eurostat (ef_m_farmleg)

Το 2016 τα αγροκτήματα της ΕΕ χρησιμοποίησαν 156,7 εκατομμύρια εκτάρια γης για γεωργική παραγωγή. Λίγο περισότερο από τα δύο τρίτα (68,5 %) της χρησιμοποιούμενης γεωργικής έκτασης της ΕΕ βρίσκονταν σε μόλις έξι κράτη μέλη· το 2016, η Γαλλία χρησιμοποίησε 27,8 εκατομμύρια εκτάρια για γεωργικούς σκοπούς, η Ισπανία 23,2 εκατομμύρια εκτάρια, η Γερμανία 16,7 εκατομμύρια εκτάρια, η Πολωνία 14,4 εκατομμύρια εκτάρια, η Ιταλία άλλα 12,6 εκατομμύρια εκτάρια και η Ρουμανία 12,5 εκατομμύρια εκτάρια.

Τα αγροκτήματα διαχειρίστηκαν το 2016 το 37,2 % της συνολικής χερσαίας έκτασης της ΕΕ-27 και, επίσης, διαχειρίστηκαν το 6,4 % των δασικών εκτάσεων. Από τις εκτάσεις που χρησιμοποιήθηκαν για γεωργική παραγωγή στην ΕΕ, η συντριπτική πλειονότητα (62,0 % το 2016) ήταν αρόσιμες εκτάσεις που χρησιμοποιήθηκαν κυρίως για την παραγωγή ειδών προοριζόμενων για κατανάλωση από τον άνθρωπο και τα ζώα. Οι μόνιμοι βοσκότοποι αντιπροσώπευαν ακόμη ένα τρίτο (31,2 %) της χρησιμοποιούμενης γεωργικής έκτασης και χρησιμοποιήθηκαν κυρίως για την παροχή περισσότερων ζωοτροφών και χορτονομής για τα ζώα. Η υπόλοιπη έκταση (5,5 %) χρησιμοποιήθηκε για μόνιμες καλλιέργειες, π.χ. για την παραγωγή φρούτων, ελιών και σταφυλιών.

Βιολογική γεωργία

Η βιολογική γεωργία είναι μια γεωργική μέθοδος που αποσκοπεί στην παραγωγή τροφίμων με τη χρήση φυσικών ουσιών και διεργασιών. Οι κανονισμοί της ΕΕ για τη βιολογική γεωργία έχουν σχεδιαστεί έτσι ώστε να παρέχουν μια σαφή δομή για την παραγωγή βιολογικών προϊόντων σε ολόκληρη την ΕΕ.

Περίπου το ένα τέταρτο ενός εκατομμυρίου εκμεταλλεύσεων στην ΕΕ έχουν κάποιες εκτάσεις βιολογικής καλλιέργειας· ο αριθμός αυτός αυξάνεται. Για περισσότερες πληροφορίες βλ. αυτό το άρθρο. Το 2016 υπήρχαν περίπου 244 000 γεωργικές εκμεταλλεύσεις (που αναφέρονται εδώ ως «αγροκτήματα») στην ΕΕ που είχαν κάποια έκταση βιολογικής καλλιέργειας. Ο αριθμός αυτός ήταν περίπου κατά ένα πέμπτο μεγαλύτερος σε σχέση με το 2013. Το 2016, τα δύο τρίτα (68,2 %) των αγροκτημάτων στην ΕΕ με κάποια έκταση βιολογικής καλλιέργειας ήταν εξ ολοκλήρου εκμεταλλεύσεις βιολογικής γεωργίας, ενώ το υπόλοιπο ένα τρίτο είχε ένα μείγμα βιολογικής και μη βιολογικής παραγωγής.

Το 2018, η βιολογική γεωργία κάλυπτε προσωρινά 13,0 εκατομμύρια εκτάρια γεωργικής έκτασης στην ΕΕ, που αντιστοιχούσαν περίπου στο 8,3 % της συνολικής χρησιμοποιούμενης γεωργικής έκτασης. Η συνολική έκταση βιολογικής καλλιέργειας είναι το άθροισμα της «έκτασης υπό μετατροπή» και της «πιστοποιημένης έκτασης». Για να πιστοποιηθείμια έκταση ως «βιολογικής καλλιέργειας» πρέπει να υποβληθεί σε διαδικασία μετατροπής, η οποία μπορεί να διαρκέσει 2-3 έτη, ανάλογα με την καλλιέργεια.

Η μικρή πλειονότητα της συνολικής βιολογικής έκτασης της ΕΕ βρισκόταν σε τέσσερα μόλις κράτη μέλη: Ισπανία (17,3 %), Γαλλία (15,7 %), Ιταλία (15,1 %) και Γερμανία (9,4 %). Πρόκειται για συλλογικό ποσοστό (57,5 %) υψηλότερο από το μερίδιο των τεσσάρων κρατών μελών (51,3 % in 2016) της συνολικής χρησιμοποιούμενης γεωργικής έκτασης.

Σχήμα 3: Συνολική έκταση βιολογικής καλλιέργειας (πλήρως μετατραπείσα και υπό μετατροπή), 2012 και 2018
(εκατομμύρια εκτάρια)
Πηγή: Eurostat (org_cropar)

Γεωργοί

Η γεωργία παραμένει μεγάλος εργοδότης στην ΕΕ· το ισοδύναμο περίπου 8,8 εκατομμυρίων ανθρώπων εργαζόταν με πλήρη απασχόληση το 2019 στον τομέα της γεωργίας. Οι εργαζόμενοι στον τομέα της γεωργίας (και της θήρας) αντιπροσώπευαν το 2017 περίπου το 4,5 % της συνολικής απασχόλησης στην ΕΕ. Η γεωργία είναι ιδιαίτερα μεγάλος εργοδότης στη Ρουμανία, όπου αντιπροσωπεύει ελαφρώς λιγότερο από ένα στα τέσσερα άτομα (22,8 %).

Οι διαχειριστές των αγροκτημάτων είναι κατά κανόνα άνδρες και σχετικά μεγάλης ηλικίας. Το 2016, επτά στους δέκα (71.2 %) διαχειριστές αγροκτημάτων στην ΕΕ ήταν άνδρες και οι περισσότεροι (57,8 %) ήταν ηλικίας 55 ετών και άνω. Μόνο περίπου ένας στους δέκα (10,7 %) διαχειριστές αγροκτημάτων ήταν νέοι ηλικίας κάτω των 40 ετών. Αυτή η ηλικιακή διάρθρωση υπογραμμίζει το ενδιαφέρον της πολιτικής για τη διαδοχή στα αγροκτήματα και την ανάγκη ενθάρρυνσης μιας νέας γενιάς γεωργών.

Σχήμα 4: Διαχειριστές αγροκτημάτων ανά ηλικιακή κατηγορία και φύλο, ΕΕ-27, 2016
(%)
Πηγή: Eurostat (ef_m_farmang)

Οι μεγαλύτερης ηλικίας διαχειριστές γεωργικών εκμεταλλεύσεων τείνουν να εργάζονται σα μικρότερα αγροκτήματα (που έχουν μετρηθεί σε οικονομικούς όρους)· Το 2016, τα τέσσερα πέμπτα (82,7 %) των διαχειριστών αγροκτημάτων της ΕΕ που ήταν 65 ετών ή μεγαλύτερης ηλικίας εργάζονταν σε αυτοσυντηρούμενα αγροκτήματα και σε πολύ μικρά αγροκτήματα με τυπική απόδοση κάτω των 8 000 EUR ετησίως.

Πολύ λίγοι διαχειριστές αγροκτημάτων στην ΕΕ διαθέτουν πλήρη γεωργική κατάρτιση. Οι περισσότεροι διαχειριστές αγροκτημάτων στην ΕΕ διαθέτουν μόνο πρακτική εμπειρία· Αυτό ίσχυε για επτά στους δέκα (68,3 %) διαχειριστές αγροκτημάτων το 2016. Λιγότεροι από ένας στους δέκα (8,9 %) διαχειριστές αγροκτημάτων διέθεταν πλήρη γεωργική κατάρτιση και οι υπόλοιποι (22,7 %) διέθεταν βασική γεωργική κατάρτιση.

Γεωργική παραγωγή

Τι παράγουν τα αγροκτήματα της ΕΕ;

Παρά τις συνθήκες ξηρασίας στην Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη και τις υγρές συνθήκες που επικρατούσαν σε μεγάλο μέρος της νότιας Ευρώπης κατά το έτος συγκομιδής 2018, η ΕΕ παρέμεινε βασικός παγκόσμιος παραγωγός καλλιεργειών. Τα αγροκτήματα της ΕΕ-27 παρήγαγαν 274,3 εκατομμύρια τόνους δημητριακών, περίπου 13 % της παγκόσμιας παραγωγής, μολονότι η εν λόγω παραγωγή ήταν κατά 34,0 εκατομμύρια τόνους μικρότερη από το σχετικό ανώτατο επίπεδο του 2014. Τα κύρια δημητριακά είναι μαλακό σιτάρι και όλυρα (115,6 εκατομμύρια τόνοι το 2018), ο αραβόσιτος σε κόκκους και το μείγμα αραβοσίτου (69,0 εκατομμύρια τόνοι), το κριθάρι (50.2 εκατομμύρια τόνοι), η βρώμη (7,0 εκατομμύρια τόνοι) και η σίκαλη και το σμιγάδι (6,5 εκατομμύρια τόνοι). Τα εν λόγω σιτηρά μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την παραγωγή τροφίμων τα οποία καταναλώνονται άμεσα ή μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την εκτροφή ζώων ή για την παρασκευή ευρέος φάσματος προϊόντων, από αλκοολούχα ποτά έως καλλυντικά.

Η ΕΕ είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός ζαχαρότευτλων παγκοσμίως, οι δε 111,9 εκατομμύρια τόνοι που παρήχθησαν το 2018 αντιπροσωπεύουν περίπου το μισό της παγκόσμιας παραγωγής. Ωστόσο, μόνο το ένα πέμπτο περίπου της παγκόσμιας ζάχαρης προέρχεται από ζαχαρότευτλα, ενώ το υπόλοιπο προέρχεται από το σακχαροκάλαμο. Η ΕΕ παρήγαγε επίσης 46,8 εκατομμύρια τόνους πατάτας. Τα σάκχαρα χρησιμοποιούνται σε ευρύ φάσμα τροφίμων ως συντηρητικά, γλυκαντικά, επικαλυπτικά, διογκωτικά και ως ουσίες που προσδίδουν υφή. Χρησιμοποιούνται επίσης σε ευρύ φάσμα προϊόντων υγείας και ομορφιάς, ειδών σπιτιού και κήπου, καθώς και βιομηχανικών προϊόντων. Οι πατάτες χρησιμοποιούνται επίσης σε ευρύ φάσμα ειδών διατροφής, καθώς και σε αλκοολούχα ποτά, ως ζωοτροφές για το ζωικό κεφάλαιο και ως πυκνωτικό μέσο και συνδετικό υλικό σε σάλτσες, μεταξύ άλλων.

Τα αγροκτήματα της ΕΕ παρήγαγαν, επίσης, το 2018 ευρύ φάσμα άλλων καλλιεργειών, συμπεριλαμβανομένων 32,0 εκατομμυρίων τόνων ελαιούχων σπόρων, 61,0 εκατομμυρίων τόνων φρέσκων λαχανικών (συμπεριλαμβανομένων πεπονιών και φραουλών), 11,1 εκατομμυρίων τόνων εσπεριδοειδών, 26,2 εκατομμυρίων τόνων σταφυλιών, 13,7 εκατομμυρίων τόνων ελιών και 27,6 εκατομμυρίων τόνων άλλων φρούτων, καρπών και ραγών.

Εκτός από τις καλλιέργειες, τα αγροκτήματα της ΕΕ εξέθρεψαν ζώα για το κρέας και τα γαλακτοκομικά προϊόντα. Μεταξύ των κύριων κρεάτων, τα αγροκτήματα της ΕΕ παρήγαγαν το 2018 22,9 εκατομμύρια τόνους χοιρινού κρέατος, 13,2 εκατομμύρια τόνους κοτόπουλου και 6,0 εκατομμύρια τόνους βοδινού κρέατος. Επιπλέον,τα αγροκτήματα της ΕΕ παρήγαγαν 156,6 εκατομμύρια τόνους γάλακτος, εκ των οποίων 144,8 εκατομμύρια τόνοι γάλακτος αγοράστηκαν από γαλακτοκομεία και 11,8 εκατομμύρια τόνοι χρησιμοποιήθηκαν άμεσα στα αγροκτήματα.

Τι αξίζει όλη αυτή η παραγωγή για την οικονομία; Η αξία όλων όσων παρήχθησαν από τον γεωργικό τομέα της ΕΕ-27 το 2018 ήταν περίπου 404,7 δισ. EUR· στο ποσό αυτό περιλαμβάνονται η αξία των καλλιεργειών, των ζώων, των γεωργικών υπηρεσιών, καθώς και ορισμένων αγαθών και υπηρεσιών που δεν είχαν αυστηρά γεωργικό χαρακτήρα αλλά δεν ήταν δυνατόν να μετρηθούν χωριστά.

Περίπου το μισό (53,0 %) της αξίας της συνολικής παραγωγής της γεωργικής βιομηχανίας της ΕΕ[1]. το 2018 που προήλθαν από καλλιέργειες (214,4 δισ. EUR), μεταξύ των οποίων τα λαχανικά και τα κηπευτικά φυτά καθώς και τα δημητριακά ήταν αυτά που είχαν τη μεγαλύτερη αξία. Άλλα δύο πέμπτα (38,5 %) προήλθαν από ζώα και ζωικά προϊόντα (155.8 δισ. EUR), τα περισσότερα από τα οποία προήλθαν μόνο από το γάλα και τους χοίρους. Οι γεωργικές υπηρεσίες (19,5 δισ. EUR) και οι μη διαχωρίσιμες μη γεωργικές δραστηριότητες (15,1 δισ. EUR) συνεισέφεραν το υπόλοιπο (8,5 %).

Οι συνεισφορές των κρατών μελών διέφεραν σημαντικά, αντικατοπτρίζοντας τις διαφορές στους όγκους παραγωγής, στις τιμές που έλαβαν, καθώς και στο μείγμα των καλλιεργειών, στα ζώα που εξέθρεψαν, στα προϊόντα που συνέλεξαν και στις υπηρεσίες που προσέφεραν. Περισσότερο από το μισό (59,0 %) της συνολικής αξίας της παραγωγής της γεωργικής βιομηχανίας της ΕΕ προήλθε από τις «μεγάλες τέσσερις χώρες», δηλ. τη Γαλλία (77,2 δισ. EUR), την Ιταλία (56,9 δισ. EUR), τη Γερμανία (52,7 δισ. EUR) και την Ισπανία (52,2 δισ. EUR).

Αγαθά και υπηρεσίες ενδιάμεσης ανάλωσης

Ποιες εισροές χρησιμοποιούν οι γεωργοί; Η επίτευξη όλης αυτής της παραγωγής απαιτούσε δαπάνες. Οι γεωργοί έπρεπε να προβούν σε αγορές αγαθών και υπηρεσιών που χρησιμοποιούνται ως εισροές στην παραγωγική διαδικασία· αγόρασαν, μεταξύ άλλων, σπόρους, λιπάσματα, ζωοτροφές και καύσιμα για τους ελκυστήρες τους, καθώς και κτηνιατρικές υπηρεσίες. Οι εν λόγω δαπάνες εισροών ονομάζονται «ενδιάμεση ανάλωση» σε λογιστικό πλαίσιο. Το 2018, η συνολικές δαπάνες ενδιάμεσης ανάλωσης για τη γεωργική βιομηχανία ανερχόταν συνολικά σε (233,2 δισ. EUR) για ολόκληρη την ΕΕ.

Ορισμένες δαπάνες σχετίζονται με την εκτροφή ζώων· απαιτούνταν ζωοτροφές, οι οποίες αντιπροσώπευαν πάνω από το ένα τρίτο (37,7 %) των συνολικών δαπανών ενδιάμεσης ανάλωσης, και κτηνιατρικές υπηρεσίες (επιπλέον 2,6 %). Ομοίως, ορισμένες δαπάνες σχετίζονται με τη γεωργική καλλιέργεια· Οι γεωργοί χρειάζονταν σπόρους για σπορά και φυτά (5,1 % των συνολικών δαπανών), πολλά προϊόντα φυτοπροστασίας, όπως ζιζανιοκτόνα, εντομοκτόνα και φυτοφάρμακα (4,8 %), καθώς και λιπάσματα και βελτιωτικά εδάφους (6,6 %). Οι λοιπές δαπάνες είναι κοινές για όλους τους τύπους αγροκτημάτων, ανεξάρτητα από το αν είναι ειδικευμένα ή μεικτά.

Σχετικά σύνολα στοιχείων: Cereals, sugar beet and potatoes, meat, milk, values and output of the agriculture industry.

Φυτοφάρμακα και ανόργανα λιπάσματα

Υπάρχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για χρήση φυτοφαρμάκων και ανόργανων λιπασμάτων στη γεωργία. Το 2018 οι πωλήσεις φυτοφαρμάκων στην ΕΕ-27 ήταν περίπου 360 000 τόνοι και η ποσότητα αυτή ήταν σχεδόν αμετάβλητη από το 2011. Για περισσότερες πληροφορίες, βλ. αυτό το άρθρο. Την περίοδο 2007-2018 ο όγκος ανάλωσης ανόργανων λιπασμάτων, αζώτου (N) και φωσφόρου (P) από τη γεωργία παρέμεινε σε υψηλά επίπεδα· το 2018 χρησιμοποιήθηκαν περίπου 11,3 εκατομμύρια τόνοι. Για περισσότερες πληροφορίες, βλ. αυτό το άρθρο.

Σχήμα 5: Πωλήσεις φυτοφαρμάκων, ΕΕ-27, 2011-2018
(χιλιάδες τόνοι)
Πηγή: Eurostat (aei_fm_salpest09)

Όταν τα θρεπτικά συστατικά που χρησιμοποιούνται στη γεωργία δεν απορροφώνται από καλλιέργειες, η χρήση τους θεωρείται υπερβολική και συνδέεται με περιβαλλοντικά ζητήματα που αφορούν τη ρύπανση των υδάτων, το κλίμα[2] και τη μείωση της βιοποικιλότητας. Το ακαθάριστο ισοζύγιο αζώτου (GNB) παρέχει μια ένδειξη του δυνητικού πλεονάσματος αζώτου (N) στη γεωργική έκταση (kg N ανά εκτάριο ετησίως). Το ακαθάριστο ισοζύγιο αζώτου για την ΕΕ-27 μειώθηκε από εκτιμώμενο μέσο όρο 51 kg N ανά εκτάριο ετησίως κατά την περίοδο 2004-2006 σε 47 kg N ανά εκτάριο ετησίως κατά την περίοδο 2013-2015. Για περισσότερες πληροφορίες, βλ. αυτό το άρθρο. Τα ανόργανα λιπάσματα αντιπροσώπευαν το 45 % της εισροής αζώτου στην ΕΕ το 2014, η δε κοπριά το 38 %.

Το ακαθάριστο ισοζύγιο φωσφόρου παρέχει πληροφορίες σχετικά με τους δεσμούς μεταξύ της χρήσης του φωσφόρου στον αγροτικό τομέα, των απωλειών φωσφόρου στο περιβάλλον και της βιώσιμης χρήσης των θρεπτικών πόρων του εδάφους. Το επίμονο πλεόνασμα υποδεικνύει δυνητικά περιβαλλοντικά προβλήματα, όπως την έκπλυση φωσφόρου που προκαλεί ρύπανση του πόσιμου νερού και ευτροφισμό των επιφανειακών υδάτων. Το επίμονο έλλειμμα μπορεί να βλάψει τη βιωσιμότητα των πόρων της γεωργικού εδάφους μέσω της υποβάθμισης του εδάφους ή της εξόρυξης του εδάφους, με αποτέλεσμα τη μείωση της γονιμότητας στις καλλιεργούμενες εκτάσεις ή στην παραγωγή χορτονομής. Το ακαθάριστο ισοζύγιο φωσφόρου για την ΕΕ μειώθηκε σε 1,2 kg ανά εκτάριο ετησίως κατά την περίοδο 2013-2015 από 3,9 kg ανά εκτάριο ετησίως κατά την περίοδο 2004-2006. Αυτό σημαίνει ότι, αν και εξακολουθεί να υπάρχει ετήσιο πλεόνασμα, το μέγεθος του εν λόγω ετήσιου πλεονάσματος έχει μειωθεί· Κατά την περίοδο 2013-2015 ήταν περίπου το 30 % συγκριτικά με τις αρχές της δεκαετίας του 2000. Για περισσότερες πληροφορίες, βλ. αυτό το άρθρο.

Οικονομικές επιδόσεις

Πώς αυτό μεταφράζεται στις οικονομικές επιδόσεις της γεωργίας στην ΕΕ; Το 2018, η ακαθάριστη προστιθέμενη αξία της γεωργικής βιομηχανίας της ΕΕ, που είναι η διαφορά μεταξύ της αξίας όλων όσων παρήγαγε ο πρωτογενής γεωργικός τομέας της ΕΕ το 2018 και του κόστους των υπηρεσιών και αγαθών που χρησιμοποιήθηκαν στην παραγωγική διαδικασία, ανερχόταν σε περίπου 171,5 δισ. EUR. Ένας τρόπος θεώρησης αυτής της κατάστασης είναι ότι για κάθε 1 ευρώ που δαπανάται για αγαθά και υπηρεσίες που χρησιμοποιούνται στην παραγωγική διαδικασία (ενδιάμεση ανάλωση), η γεωργική βιομηχανία δημιούργησε προστιθέμενη αξία 0,74 EUR.

Η γεωργική παραγωγή στην ΕΕ από τα εκατομμύρια των κυρίως μικρών αγροκτημάτων καταλήγει αθροιστικά να είναι μια μεγάλη επιχείρηση, ακόμη και χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η σημασία της ως βασικού στοιχείου για την κατάντη βιομηχανία τροφίμων και ποτών. Το 2018 ο γεωργικός τομέας συνεισέφερε 1,2 % στο ΑΕΠ της ΕΕ-27. Για να γίνει εμπράκτως πιο κατανοητό, το 2018 η συνεισφορά της γεωργίας στην οικονομία της ΕΕ ήταν ελαφρώς χαμηλότερη από το ΑΕΠ της Ελλάδας, τη δέκατη έβδομη μεγαλύτερη οικονομία μεταξύ των κρατών μελών.

Ένας τρόπος με τον οποίο μπορούν να μετρηθούν οι επιδόσεις της γεωργικής βιομηχανίας είναι η καθαρή προστιθέμενη αξία σε κόστος συντελεστών παραγωγής για το ισοδύναμο κάθε εργαζόμενου πλήρους απασχόλησης [που μετράται σε ετήσιες μονάδες εργασίας (ΕΜΕ)] στη γεωργική βιομηχανία. Το γεωργικό εισόδημα ανά ΕΜΕ για την ΕΕ στο σύνολό της το 2018 μειώθηκε (3,5 %) από το υψηλό επίπεδο που καταγράφηκε το 2017. Παρέμεινε, ωστόσο, περίπου κατά ένα πέμπτο υψηλότερο (+21,5 %) από το επίπεδο του 2010.

Σχήμα 6: Γεωργικό εισόδημα ανά ετήσια μονάδα εργασίας (Δείκτης Α), 2017-2018
(2010 = 100)
Πηγή: Eurostat (aact_eaa06)

Ιχθυοπαραγωγή

Εκτός από τα τρόφιμα που καλλιεργούνται ή εκτρέφονται σε αγροκτήματα, ψάρια και άλλοι υδρόβιοι οργανισμοί αλιεύονται στη θάλασσα ή παράγονται σε ιχθυοτροφεία. Οι στατιστικοί κανονισμοί της ΕΕ σχετικά με την αλίευση ψαριών καλύπτουν επτά θαλάσσιες περιοχές[3]· οι εν λόγω περιοχές είναι: ο βορειοανατολικός Ατλαντικός· ο βορειοδυτικός Ατλαντικός· η Μεσόγειος Θάλασσα και ο Εύξεινος Πόντος· ο κεντροανατολικός Ατλαντικός· ο νοτιοανατολικός Ατλαντικός· ο νοτιοδυτικός Ατλαντικός· και ο δυτικός Ινδικός Ωκεανός, σε καθεμία από τις οποίες υπάρχει μια σειρά θαλασσών.

Κατά γενικό κανόνα, τα αλιευτικά σκάφη που είναι νηολογημένα στο μητρώο αλιευτικού στόλου της ΕΕ έχουν ισότιμη πρόσβαση σε όλα τα ύδατα και τους πόρους της ΕΕ που υπόκεινται σε διαχείριση στο πλαίσιο της κοινής αλιευτικής πολιτικής (ΚΑΠ). Η πρόσβαση στην αλιεία επιτρέπεται κανονικά μέσω άδειας αλιείας. Ωστόσο, οι θαλάσσιοι πόροι για τα περισσότερα είδη εμπορικών ψαριών περιορίζονται από τα συνολικά επιτρεπόμενα αλιεύματα (TAC) που καθορίζονται ετησίως για διάφορες θαλάσσιες περιοχές βάσει της επιστημονικής γνωμοδότησης που παρέχουν συμβουλευτικά όργανα όπως το Διεθνές Συμβούλιο Εξερεύνησης της Θάλασσας (ICES) και η Επιστημονική, Τεχνική και Οικονομική Επιτροπή Αλιείας (ΕΤΟΕΑ)[4]. Για το 2018, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συμφώνησε να αυξηθούν ή να διατηρηθούν τα όρια αλιευμάτων του προηγούμενου έτους για 53 ιχθυαποθέματα και να μειωθούν για 25 ιχθυαποθέματα.

Αλιευτικός στόλος και απασχόληση

Ο αλιευτικός στόλος της ΕΕ-27 εξακολουθεί να συρρικνώνεται. Ο αριθμός των ενεργών νηολογημένων σκαφών το 2018 ήταν 75 800, τα οποία είχαν συνδυασμένη δυναμικότητα 1,4 εκατομμύρια τόνους και συνολική ισχύ κινητήρα 5,4 εκατομμύρια kW. Σε σύγκριση με το 2008, ο αριθμός των σκαφών μειώθηκε κατά 3,8 %, η συνολική ολική χωρητικότητα μειώθηκε κατά 18,4 % και η ισχύς κινητήρα μειώθηκε κατά 9,8 %.

Ο στόλος της ΕΕ έχει μεγάλη ποικιλομορφία, ενώ η συντριπτική πλειονότητα των σκαφών δεν είναι μήκους άνω των 10 μέτρων, και ένας μικρός αριθμός σκαφών είναι μήκους άνω των 40 μέτρων. Το μέσο αλιευτικό σκάφος της ΕΕ το 2018 ήταν μεγέθους 18 κόρων με μέση ισχύ κινητήρα 71,2 kW.

Με βάση την ολική χωρητικότητα, η Ισπανία είχε μακράν τον μεγαλύτερο αλιευτικό στόλο μεταξύ των κρατών μελών (24,4 % του συνόλου της ΕΕ). Ωστόσο, με βάση την ισχύ κινητήρα, ο μεγαλύτερος στόλος ήταν της Γαλλίας (17,9 % του συνόλου της ΕΕ) και κατόπιν, με μικρή διαφορά, της Ιταλίας (17,2 %). Με βάση τον αριθμό των σκαφών, ο μεγαλύτερος στόλος στην ΕΕ ήταν της Ελλάδας (19,7 % όλων των σκαφών), και κατόπιν της Ιταλίας (15,9 %). Το 2018 τα ελληνικά σκάφη ήταν κατά μέσο όρο μικρά· ωστόσο, είχαν μέσο μέγεθος 4,8 κόρους και μέση ισχύ κινητήρα 28,6 kW.

Το 2017 απασχολούνταν στην πρωτογενή αλιευτική βιομηχανία της ΕΕ 600 περίπου 166 600 άτομα, εκ των οποίων περίπου το ένα τρίτο απασχολούνταν στον υποτομέα της υδατοκαλλιέργειας. Το 2017, περίπου 41 000 άτομα στην Ισπανία, 29 000 άτομα στην Ιταλία, 21 000 άτομα στην Ελλάδα και 20 000 άτομα στη Γαλλία εργάζονταν στην αλιευτική βιομηχανία.

Σχετικά σύνολα στοιχείων: Fishing fleet and employment in fishing and aquaculture.

Αλιεύματα και υδατοκαλλιέργεια

Η παρακολούθηση των αλιευμάτων και της παραγωγής της υδατοκαλλιέργειας αποτελεί απαραίτητο εργαλείο για την εξασφάλιση των ιχθυαποθεμάτων και τη διατήρηση των κοινών πόρων που είναι διαθέσιμοι στις μεγάλες και πλούσιες αλιευτικές περιοχές της Ευρώπης.

Η συνολική παραγωγή αλιευτικών προϊόντων της ΕΕ-27 το 2017 εκτιμήθηκε σε 5,7 εκατομμύρια τόνους ισοδύναμου βάρους ζωντανών αλιευμάτων (η μάζα ή το βάρος μετά την απομάκρυνση από το νερό). Τέσσερα πέμπτα (80,1 %) της συνολικής αλιευτικής παραγωγής προέρχονταν από αλιεύματα (4.6 εκατομμύρια τόνοι), ενώ το υπόλοιπο ένα πέμπτο πρερχόταν από υδατοκαλλιέργειες (1,1 εκατομμύρια).

Το 2017, περίπου το μισό (48,8 %) της συνολικής αλιευτικής παραγωγής της ΕΕ από αλιεύματα και υδατοκαλλιέργεια προερχόταν από τρία μόλις κράτη μέλη· πρόκειται για την Ισπανία (17,9 %), τη Δανία (16,1 %) και τη Γαλλία (14,7 %). Ως εκ τούτου, είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι η συνολική αλιευτική παραγωγή της Νορβηγίας (3,5 εκατομμύρια τόνοι βάρους ζωντανών αλιευμάτων το 2017) ήταν περίπου το 60 % της εν λόγω παραγωγής της ΕΕ συνολικά, ενώ της Ισλανδίας (1,2 εκατομμύρια τόνοι το 2017) ήταν σχεδόν εξίσου μεγάλη με της Ισπανίας, που είναι ο μεγαλύτερος αλιευτικός παραγωγός της ΕΕ.

Το 2018 το σύνολο των αλιευμάτων της ΕΕ-27 εκτιμήθηκε σε 4,6 εκατομμύρια τόνους βάρους ζωντανών αλιευμάτων, επίπεδο παρόμοιο με αυτό του 2017. Ωστόσο, παρέμεινε πολύ χαμηλότερο από εκείνο που είχε σημειωθεί στην αλλαγή της χιλιετίας (1,3 εκατομμύρια τόνοι λιγότερο από τα αλιεύματα το 2001), αν και 0,8 εκατομμύρια τόνοι περισσότερο από τη χαμηλή ποσότητα του 2012.

Παρά το γεγονός ότι ο ευρωπαϊκός αλιευτικός στόλος δραστηριοποιείται παγκοσμίως, περίπου τα τρία τέταρτα όλων των αλιευμάτων της ΕΕ αλιεύτηκαν στον βορειοανατολικό Ατλαντικό. Τα βασικά είδη που αλιεύονται στον βορειοανατολικό Ατλαντικό είναι η ρέγγα του Ατλαντικού, το σκουμπρί, η ευρωπαϊκή παπαλίνα και το προσφυγάκι.

Στη Μεσόγειο και στον Εύξεινο Πόντο, περίπου το ένα πέμπτο του συνολικού βάρους ζωντανών αλιευμάτων που αλίευσε ο αλιευτικός στόλος της ΕΕ ήταν σαρδέλα, ενώ άλλο ένα πέμπτο ήταν γαύρος. Στον κεντροανατολικό Ατλαντικό, τα κυριότερα αλιεύματα ήταν η παλαμίδα και ο κίτρινος τόνος, η σαρδέλα και το σκουμπρί. Στον δυτικό Ινδικό Ωκεανό, τα κυριότερα αλιεύματα ήταν ο τόνος, ειδικότερα δε η παλαμίδα, ο κίτρινος τόνος ή ο μεγαλόφθαλμος τόνος. Για να ολοκληρωθεί η επισκόπηση των ειδών κατά περιοχή, τα κυριότερα είδη που αλιεύτηκαν στον νοτιοδυτικό Ατλαντικό ήταν ο μπακαλιάρος μερλούκιος, άλλα ψάρια βυθού και το καλαμάρι, στον νοτιοανατολικό Ατλαντικό ήταν το σκουμπρί και η παλαμίδα, ενώ στον βορειοδυτικό Ατλαντικό ήταν το κοκκινόψαρο, το χάλιμπατ και ο γάδος.

Το 2017 η ΕΕ παρήγαγε περίπου 1,1 εκατομμύρια τόνους υδρόβιων οργανισμών (όπως τα μαλάκια και τα καρκινοειδή), που αντιστοιχούσαν στο ένα πέμπτο της συνολικής ευρωπαϊκής αλιευτικής παραγωγής. Από πλευράς απόδοσης, ο τομέας της υδατοκαλλιέργειας της ΕΕ ήταν ο όγδοος μεγαλύτερος παγκοσμίως, με μερίδιο 1,6 % του όγκου της παγκόσμιας παραγωγής το 2016. Η αξία της παραγωγής της υδατοκαλλιέργειας της ΕΕ εκτιμήθηκε σε περίπου 5,1 δισ. EUR το 2017, δηλαδή περίπου δύο πέμπτα της συνολικής αξίας της συνολικής παραγωγής αλιευτικών προϊόντων της ΕΕ.

Σχετικά σύνολα στοιχείων: Catches and aquaculture.

Παραγωγή αποβλήτων

Οι δραστηριότητες της γεωργίας, της δασοκομίας και της αλιείας παράγουν ένα ευρύ φάσμα αποβλήτων, ιδίως ζωικών και φυτικών αποβλήτων. Σ’ αυτά περιλαμβάνονται η υδαρής κοπριά και η κοπριά, καθώς και διάφορα πράσινα απόβλητα, συμπεριλαμβανομένων των βιοδιασπώμενων αποβλήτων.

Η γεωργία, η δασοκομία και η αλιεία στην ΕΕ-27 παρήγαγαν το 2016 20,3 εκατομμύρια τόνους αποβλήτων, ποσότητα που αντιπροσώπευε το 0,9 % του συνόλου των αποβλήτων που παρήχθησαν από τις οικονομικές δραστηριότητες και τα νοικοκυριά στην ΕΕ. Η συντριπτική πλειονότητα των εν λόγω αποβλήτων (17,0 εκατομμύρια τόνοι) ήταν ζωικά και φυτικά απόβλητα.

Η ποσότητα των ζωικών και φυτικών αποβλήτων το 2016 ήταν σημαντικά μικρότερη από την ποσότητα των 57,3 εκατομμυρίων τόνων που παρήχθη το 2004. Ωστόσο, η ποσότητα του 2016 δείχνει μια μικρή ανάκαμψη από τη σχετικά μικρή ποσότητα των 14,5 εκατομμυρίων τόνων που παρήχθη το 2012.

Το κύριο συστατικό των ζωικών και φυτικών αποβλήτων που παρήχθησαν από τον εν λόγω τομέα της οικονομίας ήταν περιττώματα, ούρα και κοπριά ζώων. Τα αγροκτήματα παρήγαγαν 12,0 εκατομμύρια τόνους αυτού του είδους απόβλητα το 2016, σημειώνοντας απότομη μείωση από τα 30,9 εκατομμύρια τόνους που παρήχθησαν το 2004, αν και 2,3 εκατομμύρια τόνοι περισσότερο από τη σχετικά χαμηλή ποσότητα του 2012.

Κατά βάρος, τα δύο τρίτα των αποβλήτων της ΕΕ υπό μορφή περιττωμάτων, ούρων και κοπριάς παρήχθησαν στην Ισπανία (39,4 %) και στις Κάτω Χώρες (27,5 % του συνόλου της ΕΕ). Ωστόσο, ενώ το επίπεδο αυτού του τύπου αποβλήτων μειώθηκε κατά 11,8 εκατομμύρια τόνους μεταξύ 2004 και 2016 στην Ισπανία, αυξήθηκε κατά 2,7 εκατομμύρια τόνους στις Κάτω Χώρες κατά την ίδια περίοδο.

Σχετικό σύνολο στοιχείων: Generation of waste.

Στάδιο μεταποίησης

Το σύστημα τροφίμων είναι πολύ ευρύτερο από την πρωτογενή γεωργική παραγωγή· καλύπτει επίσης την παρασκευή και τις πωλήσεις τροφίμων. Η γεωργία είναι η δραστηριότητα της καλλιέργειας, της εκτροφής και της συγκομιδής των πρωτογενών προϊόντων. Ωστόσο, προτού τα τρόφιμα και τα ποτά φτάσουν στο τραπέζι, συχνά έχουν μεταποιηθεί, συσκευαστεί, μεταφερθεί, διανεμηθεί και διατεθεί στην αγορά.

Η κοινή γεωργική πολιτική (ΚΓΠ) της ΕΕ αναγνωρίζει αυτούς τους δεσμούς με τους στόχους της για «εξασφάλιση σταθερού εφοδιασμού σε οικονομικά προσιτά τρόφιμα», για «διατήρηση της αγροτικής οικονομίας ζωντανής με την προώθηση της απασχόλησης στη γεωργία, τις βιομηχανίες γεωργικών τροφίμων και τους συναφείς τομείς» και για «προστασία της ποιότητας των τροφίμων και της υγείας».

Πολλά από τα προϊόντα που παράγονται από τα 10,3 εκατομμύρια αγροκτήματα της ΕΕ πωλούνται στη βιομηχανία τροφίμων και ποτών για μεταποίηση τόσο εντός όσο και εκτός της ΕΕ, ενώ ορισμένα μόνο προϊόντα, όπως το κρασί, το ελαιόλαδο και το τυρί, υποβάλλονται μερικές φορές σε μεταποίηση απευθείας από τα αγροκτήματα ή τους γεωργικούς συνεταιρισμούς.

Με τη σειρά της, η βιομηχανία τροφίμων και ποτών παράγει μια σειρά προϊόντων για τελική κατανάλωση ή για χρήση ως ενδιάμεσα προϊόντα (όπως έλαια, λίπη και σάκχαρα) για περαιτέρω μεταποίηση ή μετατροπή σε άλλες κατάντη μεταποιητικές βιομηχανίες, πριν διατεθούν στους καταναλωτές.

Γαλακτοκομεία και σφαγεία

Για τα προϊόντα διατροφής των ζώων, το πρώτο στάδιο μεταποίησης είναι στα γαλακτοκομεία ή στα σφαγεία. Οι γαλακτοκομικές επιχειρήσεις είτε αγοράζουν από τα κέντρα συλλογής γάλακτος είτε, συνηθέστερα, απευθείας από τα αγροκτήματα με σκοπό τη μετατροπή του γάλακτος σε γαλακτοκομικά προϊόντα. Τα σφαγεία στην ΕΕ είναι επίσημα καταχωρισμένες και εγκεκριμένες μονάδες που χρησιμοποιείται για τη σφαγή και τον καθαρισμό ζώων, των οποίων το κρέας προορίζεται για κατανάλωση από τον άνθρωπο. Η δραστηριότητά τους κανονικά δεν θεωρείται μεταποίηση αλλά, για μια ισορροπημένη εικόνα, περιλαμβάνονται στην ανάλυση.

Το 2018 υπήρχαν στην ΕΕ-27 4 900 γαλακτοκομικές επιχειρήσεις. Μεγάλο ποσοστό τους ήταν στα κράτη μέλη της νότιας Ευρώπης· Μόνο η Ιταλία είχε περίπου 1 200 γαλακτοκομεία και η Ελλάδα περίπου 800 γαλακτοκομεία.

Στα περισσότερα κράτη μέλη, τα εν λόγω γαλακτοκομεία ήταν σχετικά μικρά, συγκεντρώνοντας λιγότερο από 5 000 τόνους γάλακτος ετησίως. Για παράδειγμα, σχεδόν τα τρία τέταρτα των γαλακτοκομείων στην Ιταλία συγκέντρωσαν λιγότερο από 5 000 τόνους γάλακτος ετησίως και περίπου το 94 % όλων των γαλακτοκομείων στην Ελλάδα. Ωστόσο, υπάρχουν ορισμένες εξαιρέσεις. Ορισμένα κράτη μέλη είχαν μικρό αριθμό σχετικά μεγάλων γαλακτοκομείων που συγκέντρωσαν πάνω από 100 000 τόνους γάλακτος ετησίως· σ’ αυτά περιλαμβάνονταν περίπου το ένα τρίτο των 38 γαλακτοκομείων στην Ιρλανδία, περίπου το 40 % των 30 γαλακτοκομείων στις Κάτω Χώρες και των 14 γαλακτοκομείων στη Λιθουανία και το 46 % των 115 γαλακτοκομείων στη Γερμανία.

Υπήρξε σημαντική ενοποίηση της αγοράς γαλακτοκομικών προϊόντων με στην ΕΕ. Για παράδειγμα, ο αριθμός των γαλακτοκομικών επιχειρήσεων στην Ιταλία, τη Γαλλία και τη Γερμανία μειώθηκε κατά το ήμισυ ή και περισσότερο κατά την περίοδο μεταξύ 1994 και 2018.

Σχετικό σύνολο στοιχείων: Dairies.

Βιομηχανία τροφίμων και ποτών

Το 2017 υπήρχαν περίπου 280 000 επιχειρήσεις στην ΕΕ-27 που παρασκεύαζαν τρόφιμα και ποτά. Περίπου οι μισές (51,4 %) από τις επιχειρήσεις αυτές δραστηριοποιούνταν στην παραγωγή ειδών αρτοποιίας και αλευρωδών προϊόντων, όπως ψωμιά, κέικ, μπισκότα, ζυμαρικά και νούγιες. Οι επιχειρήσεις που παράγουν κρέας και προϊόντα κρέατος, ποτά και άλλα προϊόντα διατροφής, όπως τα σάκχαρα και τα είδη ζαχαροπλαστικής, καθώς και τα έτοιμα γεύματα και τα τσάγια αντιπροσώπευαν από κοινού το ένα τρίτο περίπου των επιχειρήσεων τροφίμων και ποτών το 2017.

Σχήμα 7: Επιχειρήσεις τροφίμων και ποτών κατά τύπο προϊόντος, ΕΕ-27, 2017
(%)
Πηγή: Eurostat (sbs_sc_sca_r2)

Οι επιχειρήσεις τροφίμων και ποτών παρείχαν απασχόληση, το 2017, σε 4,4 εκατομμύρια ανθρώπους. Ο εκτιμώμενος κύκλος εργασιών των επιχειρήσεων παρασκευής τροφίμων ήταν 930 δισ. EUR το 2017 και των επιχειρήσεων ποτών, για τα 26 κράτη μέλη για τα οποία υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία, ήταν άλλα 151 δισ. EUR.

Η Γαλλία και η Ιταλία είχαν τον μεγαλύτερο αριθμό επιχειρήσεων τροφίμων και ποτών, καθεμία από τις οποίες αντιπροσώπευε περίπου το 20 % του συνόλου της ΕΕ. Ωστόσο, η Γερμανία απασχολούσε τα περισσότερα άτομα στον εν λόγω τομέα (20,3 % του συνόλου της ΕΕ), ενώ ακολουθούσαν η Γαλλία (16,1 %) και η Ιταλία (10,4 %).

Η συντριπτική πλειονότητα (περίπου 95 %) όλων των επιχειρήσεων τροφίμων και ποτών στην ΕΕ ήταν μικρές επιχειρήσεις και απασχολούσαν λιγότερα από 50 άτομα. Πράγματι, οι πολύ μικρές επιχειρήσεις που απασχολούσαν λιγότερα από δέκα άτομα αντιπροσώπευαν περίπου το 80 % του συνόλου των επιχειρήσεων τροφίμων και ποτών το 2017.

Οι μεσαίες επιχειρήσεις που απασχολούν από 50 έως 249 άτομα και οι μεγάλες επιχειρήσεις που απασχολούν περισσότερα από 250 άτομα αντιπροσώπευαν μαζί μια μειονότητα επιχειρήσεων σε όλα τα κράτη μέλη· τα υψηλότερα ποσοστά σημειώθηκαν στο Λουξεμβούργο (14,6 %), στη Γερμανία (13,0 %) και στη Λιθουανία (9,8 %), με πολύ χαμηλότερα ποσοστά στα περισσότερα από τα υπόλοιπα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένων της Ισπανίας (4,4 %), της Γαλλίας (1,8 %) και της Ιταλίας (1,8 %).

Η παραγωγή τροφίμων και ποτών στην ΕΕ εκτιμήθηκε σε περίπου 860 δισ. EUR το 2018. Το εν λόγω ποσό ήταν ελαφρώς υψηλότερο από το διπλάσιο της αξίας των πρωτογενών γεωργικών προϊόντων της γεωργικής βιομηχανίας της ΕΕ.

Συλλέγονται στοιχεία για 372 κατηγορίες τροφίμων και ποτών, συμπεριλαμβανομένων εννέα για ζωοτροφές για εκτρεφόμενα ζώα και ζωοτροφές για ζώα συντροφιάς. Η αξία των τροφίμων και ποτών που παρήχθησαν στη Γερμανία το 2018 ήταν η υψηλότερη μεταξύ των κρατών μελών (149,5 δισ. EUR), ενώ ακολουθούσαν η Γαλλία (135,5 δισ. EUR) και η Ιταλία (124,0 δισ. EUR).

Το πιο πολύτιμο προϊόν τροφίμων και ποτών που παρασκευάστηκε στην ΕΕ το 2018 ήταν η μπίρα (από βύνη, αλλά μη συμπεριλαμβανομένης της μη αλκοολούχας μπίρας), η οποία αποτιμήθηκε σε 29,0 δισ. EUR. Ως εκ τούτου, η εν λόγω αγορά έχει ιδιαίτερη σημασία για τους γεωργούς που καλλιεργούν κριθάρι ζυθοποιίας (αλλά και άλλους σπόρους) και λυκίσκο. Τα κύρια κράτη μέλη παραγωγής αυτής της μπίρας ήταν η Γερμανία (20,6 % του συνόλου της ΕΕ) και η Ισπανία (12,6 %), αν και υπήρχε επίσης κάποια εξειδίκευση στο Βέλγιο (10,2 % του συνόλου της ΕΕ το 2017) και στις Κάτω Χώρες (7,6 %).

Άλλα βασικά τρόφιμα και ποτά που παρασκευάζονται στην ΕΕ ήταν το φρέσκο ψωμί (26,7 δισ. EUR το 2018), το τριμμένο, κονιοποιημένο ή με πράσινα στίγματα τυρί και άλλα μη μεταποιημένα τυριά (26,5 δισ. EUR), τα γλυκίσματα και προϊόντα ζαχαροπλαστικής (22,1 δισ. EUR) και τα λουκάνικα και παρόμοια προϊόντα (21,0 δισ. EUR).

Παραγωγή αποβλήτων

Η παρασκευή και η παραγωγή τροφίμων στην ΕΕ-27 παρήγαγαν το 2016 36,1 εκατομμύρια τόνους αποβλήτων, ποσότητα που αντιπροσώπευε το 1,4 % όλων των αποβλήτων που παρήχθησαν από τις οικονομικές δραστηριότητες και τα νοικοκυριά στην ΕΕ. Ένα μεγάλο μέρος αυτού του συνόλου ήταν ζωικά και φυτικά απόβλητα (επικίνδυνα και μη επικίνδυνα). Σ’ αυτά περιλαμβάνονται τα ζωικά και φυτικά απόβλητα, η λάσπη, τα απόβλητα από υλικά συντήρησης, τα λίπη και έλαια και τα βιοδιασπώμενα απόβλητα.

Η παραγωγή τροφίμων, ποτών και προϊόντων καπνού στην ΕΕ-27 παρήγαγε το 2016 21,4 εκατομμύρια τόνους ζωικών και φυτικών αποβλήτων (επικίνδυνων και μη επικίνδυνων). Η ποσότητα αυτή ήταν πολύ μικρότερη από τα 36,3 εκατομμύρια τόνους που παρήχθησαν το 2004.

Οι Κάτω Χώρες (30,3 % του συνόλου της ΕΕ) παρήγαγαν τη μεγαλύτερη ποσότητα αυτών των ζωικών και φυτικών αποβλήτων. Η ποσότητα των αποβλήτων παρασκευής και παραγωγής τροφίμων παρέμεινε σχετικά σταθερή κατά τη διάρκεια των ετών 2004-2016, σε αντίθεση με την τάση της ΕΕ. Αντίθετα, μειώθηκε απότομα σε πολλά κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένης της Πολωνίας (όπου από 7,0 εκατομμύρια τόνους μειώθηκε σε μόλις 1,4 εκατομμύρια τόνους το 2016).

Σχετικό σύνολο στοιχείων: Generation of waste.

Εμπόριο γεωργικών προϊόντων, τροφίμων και ποτών

Το εμπόριο γεωργικών προϊόντων συνίσταται στην αγορά και πώληση γεωργικών προϊόντων και υπηρεσιών. Όταν οι χώρες μπορούν να παράγουν πλεόνασμα, αυτό μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο συναλλαγής για άλλα αγαθά και υπηρεσίες. Γιατί γίνεται το εμπόριο γεωργικών προϊόντων; Υπάρχουν πολλοί πιθανοί λόγοι που αντικατοπτρίζουν το γεγονός ότι δεν υπάρχουν τοπικές εναλλακτικές λύσεις (για παράδειγμα, κάποιες καλλιέργειες ευδοκιμούν μόνο σε ορισμένα κλίματα) ή ότι ορισμένες χώρες και περιφέρειες μπορούν να προσφέρουν προϊόντα που είναι φθηνότερα, καλύτερης ποιότητας, ασφαλή, βιώσιμης παραγωγής και με θρεπτική αξία. Με τη σειρά του, το εμπόριο μπορεί να συμβάλει στην εξασφάλιση συναλλάγματος, τη στήριξη της απασχόλησης στις εξαγωγικές επιχειρήσεις, τη στήριξη των εισοδημάτων του κλάδου και την παροχή στους καταναλωτές ποιοτικών προϊόντων σε ανταγωνιστικές τιμές καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους.

Στις ταξινομήσεις των εμπορικών συναλλαγών, τα γεωργικά προϊόντα μπορούν να καλύψουν τρεις βασικές ομάδες: τα ζώα και τα ζωικά προϊόντα, τα φυτικά προϊόντα και τα τρόφιμα.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) είναι ο μεγαλύτερος εταίρος στο διεθνές εμπόριο γεωργικών προϊόντων. Ενώ η ΕΕ-27 εισάγει ως επί το πλείστον απλά, μη μεταποιημένα γεωργικά προϊόντα, οι εξαγωγές από την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι κυρίως μεταποιημένα τρόφιμα. Για περισσότερες πληροφορίες, βλ. αυτό το άρθρο. Στις εξαγωγές γεωργικών προϊόντων από την ΕΕ, η μεγαλύτερη ομάδα ήταν τα τρόφιμα και ποτά (54 %), ενώ ακολουθούσαν τα φυτικά και τα ζωικά προϊόντα (και τα δύο από 23 %). Στις εισαγωγές, η μεγαλύτερη ομάδα ήταν τα φυτικά προϊόντα (44 %), ενώ ακολουθούσαν τα τρόφιμα (34 %) και τα ζωικά προϊόντα (22 %).

Το 2019, η αξία του συνολικού εμπορίου (εισαγωγές και εξαγωγές) γεωργικών προϊόντων μεταξύ της ΕΕ-27 και του υπόλοιπου κόσμου ήταν 325 δισ. EUR. Δεδομένου ότι οι εξαγωγές (182 δισ. EUR) ήταν μεγαλύτερες από τις εισαγωγές (143 δισ. EUR), υπήρχε εμπορικό πλεόνασμα 39 δισ. EUR. Μεταξύ 2002 και 2019 το εμπόριο γεωργικών προϊόντων της ΕΕ υπερδιπλασιάστηκε, το οποίο ισοδυναμεί με μέση ετήσια αύξηση 5,0 %.

Η κατηγορία των ζωικών προϊόντων περιλαμβάνει τα ζώντα ζώα, το κρέας, τα ψάρια, τα καρκινοειδή και τα υδρόβια ασπόνδυλα, τα γαλακτοκομικά προϊόντα, τα αβγά, το μέλι, και άλλα προϊόντα ζωικής προέλευσης. Η ΕΕ είχε το 2019 εμπορικό πλεόνασμα 7,3 δισ. EUR στην εν λόγω κατηγορία προϊόντων. Τα εμπορικά πλεονάσματα για τα «γαλακτοκομικά προϊόντα (στα οποία περιλαμβάνονται τα τυριά, το γάλα και τα γιαούρτια) και αβγά πτηνών» (12,5 δισ. EUR), τα «κρέατα και βρώσιμα παραπροϊόντα σφαγίων» (9,9 δισ. EUR) και τα «ζώντα ζώα» (2,8 δισ. EUR) υπεραντιστάθμισαν το έλλειμμα (17,7 δισ. EUR) στα ψάρια, καρκινοειδή και υδρόβια ασπόνδυλα.

Σχήμα 8: Εξαγωγές και εισαγωγές γεωργικών προϊόντων ανά κατηγορία προϊόντων, ΕΕ-27, 2019
(εκατ. EUR)
Πηγή: Eurostat (Κωδικός στοιχείων Comext: DS-016894)

Τα φυτικά προϊόντα περιλαμβάνουν τα δημητριακά, τα λαχανικά, τα κηπευτικά προϊόντα, τα φρούτα, τον καφέ και τα λίπη και έλαια. Το 2019 η ΕΕ είχε εμπορικό έλλειμμα 25,3 δισ. EUR σ’ αυτή την κατηγορία φυτικών προϊόντων, το οποίο οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό σε ελλείμματα στο εμπόριο «βρώσιμων καρπών και φρούτων» (13,9 δισ. EUR), «καφέ, τσαγιού, ματέ και μπαχαρικών» (7,6 δισ. EUR) και «ελαιούχων σπόρων και ελαιωδών καρπών» (7,1 δισ. EUR).

Τα τρόφιμα αποτελούνται από διάφορα είδη μεταποιημένων προϊόντων που προέρχονται από φυτικά και ζωικά προϊόντα, όπως είναι η ζάχαρη, τα ποτά, ο καπνός και οι παρασκευασμένες ζωοτροφές. Το 2019 η ΕΕ είχε εμπορικό πλεόνασμα 51,1 δισ. ευρώ στην εν λόγω κατηγορία ειδών διατροφής. Το εμπορικό πλεόνασμα οφειλόταν στα εμπορικά πλεονάσματα στα «ποτά, αλκοολούχα υγρά και ξίδι» (25,7 δισ. EUR) και στα «σκευάσματα δημητριακών, αλεύρων, αμύλου ή γάλακτος» (13,7 δισ. EUR).

Ποιοι είναι οι κύριοι εμπορικοί εταίροι της ΕΕ για τα γεωργικά προϊόντα;

Το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν ο κύριος εμπορικός εταίρος της ΕΕ-27 στα γεωργικά προϊόντα, όταν ήταν ακόμη κράτος μέλος. Τα άλλα κράτη μέλη της ΕΕ εξήγαγαν το 2019 στο Ηνωμένο Βασίλειο γεωργικά προϊόντα αξίας 46,7 δισ. EUR, που αντιπροσώπευε το 25,1 % της συνολικής αξίας των εξαγωγών γεωργικών προϊόντων της ΕΕ-27, και εισήγαγαν γεωργικά προϊόντα αξίας 19,7 δισ. EUR, περίπου το 12,9 % της εν λόγω αξίας εισαγωγών.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν η δεύτερη κύρια εξαγωγική αγορά για τα γεωργικά προϊόντα της ΕΕ, αντιπροσωπεύοντας το 11,6 % ή 12,6 δισ. EUR, και τρίτη ήταν η Κίνα (5,8 % ή 10,8 δισ. EUR). Η Βραζιλία και οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν, το 2019, ο δεύτερος και ο τρίτος, αντίστοιχα, κύριος εταίρος για τις εισαγωγές γεωργικών προϊόντων στην ΕΕ.

Σχήμα 9: Εμπόριο γεωργικών προϊόντων εκτός ΕΕ ανά κύριο εταίρο, ΕΕ-27, 2019
(ποσοστό % των εξαγωγών/εισαγωγών της ΕΕ-27)
Πηγή: Eurostat (Κωδικός στοιχείων Comext: DS-016894)

Στάδιο διανομής

Οι διανομείς τροφίμων και ποτών δραστηριοποιούνται μεταξύ παραγωγών και καταναλωτών· περιλαμβάνουν τους χονδρεμπόρους και τους εμπόρους λιανικής πώλησης. Σε απλουστευμένη μορφή, οι χονδρέμποροι μπορούν να θεωρηθούν ως μεσάζοντες που δραστηριοποιούνται μεταξύ παραγωγών και εμπόρων λιανικής πώλησης ή μεταξύ δύο παραγωγών.

Χονδρέμποροι, έμποροι λιανικής πώλησης και πάροχοι υπηρεσιών στον τομέα των τροφίμων και ποτών

Το 2017 υπήρχαν 203 000 επιχειρήσεις στην ΕΕ που ειδικεύονταν στη χονδρική πώληση τροφίμων και ποτών και ακόμη 719 000 επιχειρήσεις είτε που ειδικεύονταν στα τρόφιμα και ποτά είτε στις οποίες τα εν λόγω προϊόντα ήταν τα επικρατέστερα. Υπήρχαν επίσης περίπου 1,5 εκατομμύρια επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών στον τομέα των τροφίμων και των ποτών, όπως εστιατόρια, μπαρ, καφενεία και υπηρεσίες τροφοδοσίας σε ολόκληρη την ΕΕ.

Οι επιχειρήσεις διανομής τροφίμων και ποτών είναι σημαντικοί εργοδότες στην ΕΕ. Το 2017 υπήρχαν 10,6 εκατομμύρια άτομα που εργάζονταν στη χονδρική και ειδικευμένη λιανική πώληση τροφίμων και ποτών, καθώς και σε εστιατόρια, μπαρ, καφενεία και υπηρεσίες τροφοδοσίας. Επιπλέον, υπήρχαν ακόμη 5,0 εκατομμύρια άτομα που εργάζονταν σε μη ειδικευμένα καταστήματα στα οποία επικρατούσε η λιανική πώληση τροφίμων και ποτών.

Η κουλτούρα των καφενείων και εστιατορίων, όπως επίσης και ο τουρισμός, βοηθούν να εξηγηθεί η σχετική συγκέντρωση στα νότια κράτη μέλη· για παράδειγμα, υπήρχε μια επιχείρηση που σέρβιρε ποτά, όπως ένα μπαρ ή ένα καφενείο, ανά 234 κατοίκους στην Πορτογαλία, 255 κατοίκους στην Ισπανία και 291 κατοίκους στην Ελλάδα.

Σχετικά σύνολα στοιχείων: Wholesalers and retailers.

Μεταφορά

Φυσικά, η αλυσίδα «από το αγρόκτημα στο πιάτο» βασίζεται στη μεταφορά, προκειμένου να φτάσουν τα γεωργικά προϊόντα και τα τρόφιμα από τους παραγωγούς μέχρι τους καταναλωτές. Η διάρκεια του ταξιδιού αυτού και το δίκτυο των διαφόρων τρόπων μεταφοράς που χρειάζονται τα τρόφιμα μπορεί να ποικίλλουν σε μεγάλο βαθμό· μεταξύ πολλών άλλων παραγόντων, εξαρτώνται από τον αλλοιώσιμο χαρακτήρα των προϊόντων και τις απαιτήσεις διατήρησής τους σε νωπή και καλή κατάσταση. Για παράδειγμα, ορισμένα γεωργικά προϊόντα και τρόφιμα θα πρέπει να διατηρούνται στην κατάψυξη, άλλα στην ψύξη ή σε ελεγχόμενη ατμόσφαιρα, ενώ άλλα μεταφέρονται σε ξηρό ή κλιματιζόμενο περιβάλλον.

Δισεκατομμύρια τόνοι γεωργικών προϊόντων και τροφίμων μεταφέρονται οδικώς με τα φορτηγά της ΕΕ κάθε χρόνο. Περίπου 1,2 δισεκατομμύρια τόνοι προϊόντων πρωτογενούς γεωργίας, θήρας, δασοκομίας και αλιείας μεταφέρθηκαν οδικώς το 2017 και το 2018 με φορτηγά ταξινομημένα στην ΕΕ-27 (ικανότητα φόρτωσης άνω των 3,5 τόνων). Πρόκειται τόσο για προϊόντα που παρήχθησαν στην ΕΕ όσο και για προϊόντα που εισήχθησαν από τρίτες χώρες. Ακόμη 1,5 δισεκατομμύρια τόνοι τροφίμων, ποτών και καπνού μεταφέρθηκαν οδικώς το 2017 με φορτηγά ταξινομημένα στην ΕΕ-27.

Σχήμα 10: Οδική μεταφορά γεωργικών προϊόντων και τροφίμων, ΕΕ-27, 2010-2018
Πηγή: Eurostat (road_go_ta_tg) και (road_go_ta_dctg)

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στα στοιχεία αυτά δεν λαμβάνεται υπόψη το βάρος των προϊόντων που μεταφέρθηκαν στο οδικό δίκτυο της ΕΕ με φορτηγά που δεν ήταν ταξινομημένα στην ΕΕ ούτε με φορτηγά με ικανότητα φόρτωσης μικρότερη των 3,5 τόνων. Αυτό είναι σημαντικό όσον αφορά τις χώρες που βρίσκονται στα σύνορα της ΕΕ, δεδομένου ότι μέρος των διεθνών μεταφορών δεν καλύπτεται από αυτές τις στατιστικές.

Μια μονάδα μέτρησης των εμπορευματικών μεταφορών είναι το τονοχιλιόμετρο (tkm). Αντιπροσωπεύει τη μεταφορά ενός τόνου εμπορευμάτων με συγκεκριμένο τρόπο μεταφοράς σε απόσταση ενός χιλιομέτρου. Για τους σκοπούς της παρούσας ανάλυσης, η εν λόγω μέτρηση αναφέρεται ως «απόσταση ωφέλιμου φορτίου». Τα προϊόντα γεωργίας, θήρας, δασοκομίας και αλιείας μεταφέρθηκαν με φορτηγά ταξινομημένα στην ΕΕ, με ικανότητα φόρτωσης μεγαλύτερη των 3,5 τόνων, για απόσταση ωφέλιμου φορτίου 195 δισ. τονοχιλιομέτρων το 2017 και 191 δισ. τονοχιλιομέτρων το 2018. Τα τρόφιμα, τα ποτά και ο καπνός μεταφέρθηκαν για επιπλέον απόσταση 288 τονοχιλιομέτρων το 2017. Για να τεθούν τα ανωτέρω σε κάποιο πλαίσιο, η απόσταση αυτή ήταν το ισοδύναμο μιας μέσης απόστασης 176 km ανά τόνο των εν λόγω συνδυασμένων μεταφερόμενων οδικώς εμπορευμάτων.

Ένα ευρύ φάσμα προϊόντων μεταφέρονται με φορτηγά που είναι ταξινομημένα στην ΕΕ, αλλά η οδική απόσταση ωφέλιμου φορτίου των συνδυασμένων προϊόντων γεωργίας, θήρας, δασοκομίας και αλιείας, καθώς και ποτών και καπνού, ήταν μεγαλύτερη από την απόσταση οποιασδήποτε άλλης ομάδας προϊόντων το 2017. Οι εν λόγω συνδυασμένες ομάδες προϊόντων αντιπροσώπευαν το 27,5 % της απόστασης ωφέλιμου φορτίου όλων των οδικών εμπορευματικών μεταφορών με φορτηγά ταξινομημένα στην ΕΕ και το 20,8 % όλων των οδικών εμπορευματικών μεταφορών το 2017.

Η μεγάλη πλειονότητα (85,4 % των εμπορευμάτων σε τόνους, 2017) των προϊόντων γεωργίας, θήρας, δασοκομίας και αλιείας που μεταφέρθηκαν με φορτηγά ταξινομημένα στην ΕΕ μεταφέρθηκαν σε αποστάσεις μικρότερες των 300 km. Αυτό συνέβη επίσης (79,8 %) για τα τρόφιμα, τα ποτά και τα προϊόντα καπνού. Πράγματι, και στις δύο περιπτώσεις, τα περισσότερα (68,1 % και 58,9 % αντίστοιχα) από τα εν λόγω προϊόντα μεταφέρθηκαν σε αποστάσεις μικρότερες των 150 km. Σε μεγάλο βαθμό αυτό αντικατοπτρίζει τον αλλοιώσιμο χαρακτήρα πολλών (ιδιαίτερα φρέσκων) γεωργικών προϊόντων και τροφίμων, καθώς και την ευρεία διαθεσιμότητά τους από τους περιφερειακούς παραγωγούς.

Οι εθνικές οδικές εμπορευματικές μεταφορές, που πραγματοποιούνται μεταξύ δύο τόπων που βρίσκονται στην ίδια χώρα με όχημα ταξινομημένο στη χώρα αυτή, ήταν το μεγαλύτερο μέρος των οδικών εμπορευματικών μεταφορών προϊόντων γεωργίας, θήρας, δασοκομίας και αλιείας και ειδών διατροφής στην ΕΕ, όπως και για άλλα προϊόντα. Οι εθνικές μεταφορές κυριαρχούσαν στις οδικές εμπορευματικές μεταφορές προϊόντων γεωργίας, θήρας, δασοκομίας και αλιείας σε όλα τα κράτη μέλη. Τα υψηλότερα ποσοστά (άνω του 99 %) σημειώθηκαν σε νησιωτικά κράτη μέλη, όπως η Κύπρος και η Ιρλανδία, και σε κράτη με ισχυρούς διεθνείς ακτοπλοϊκούς δεσμούς όπως η Φινλανδία και η Σουηδία. Μόνο σε ορισμένα κράτη μέλη, όπως οι Κάτω Χώρες και το Βέλγιο, όπου υπάρχουν σημαντικές φορτοθυρίδες, καθώς και στο Λουξεμβούργο, τη Σλοβενία, την Ουγγαρία και τη Σλοβακία, το ποσοστό των διεθνών εμπορευματικών μεταφορών προϊόντων γεωργίας, θήρας, δασοκομίας και αλιείας ήταν μεγαλύτερο του 15 %.

Στάδιο κατανάλωσης

Υπάρχει μεγάλη ποικιλία τροφίμων και ποτών που είναι διαθέσιμα στους πολίτες της ΕΕ. Οι αγορές συχνά αντικατοπτρίζουν την τοπική, περιφερειακή και εθνική κουζίνα και αποτελούν μέρος της εθνικής πολιτιστικής ταυτότητας ενός κράτους μέλους. Υπάρχουν επίσης σημαντικές διαφορές στο ποσοστό του εισοδήματος των νοικοκυριών που δαπανάται σε τρόφιμα και ποτά.

Το 2018 τα τρόφιμα και ποτά (συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών τροφοδοσίας) αντιπροσώπευαν συνδυασμένο ποσοστό 21,5 % της τελικής καταναλωτικής δαπάνης των νοικοκυριών, κατά μέσο όρο, στην ΕΕ-27. Από το σύνολο αυτό, ένα μέσο ποσοστό 11,8 % δαπανήθηκε για τρόφιμα, 6,8 % για υπηρεσίες τροφοδοσίας, 1.6 % για αλκοολούχα ποτά και 1,2 % για μη αλκοολούχα ποτά. Ωστόσο, τα ποσοστά αυτά διέφεραν σημαντικά μεταξύ των κρατών μελών. Τα υψηλότερα συνολικά ποσοστά ήταν στη Ρουμανία και στην Εσθονία (30,9 % σε καθεμία) και τα χαμηλότερα ποσοστά στο Λουξεμβούργο (17,3 %) και στη Γερμανία (16,6 %).

Για τους περισσότερους ανθρώπους, τα τρόφιμα και ποτά είναι βασικά στοιχεία των δαπανών, αν και πολλοί βιώνουν επισιτιστική ένδεια. Περίπου ένας στους δέκα (περίπου 11,9 %) άτομα ηλικίας άνω των 16 ετών είχαν το 2018 κάποια ή σοβαρή αδυναμία να εξασφαλίσουν ένα γεύμα με κρέας, κοτόπουλο, ψάρι ή το χορτοφαγικό ισοδύναμο. Το ποσοστό ήταν υψηλότερο (13,8 %) στην ηλικιακή ομάδα 55 έως 64 ετών.

Η φτώχεια στην ΕΕ εμποδίζει πολλούς ανθρώπους να έχουν θρεπτικά γεύματα. Ωστόσο, λόγω της αύξησης των μέσων εισοδημάτων, υπάρχει συχνά υποκατάσταση των προϊόντων με προϊόντα καλύτερης ποιότητας και μεγαλύτερη κατανάλωση υπηρεσιών τροφοδοσίας. Η μέση δαπάνη για τρόφιμα και ποτά ως ποσοστό του εισοδήματος τείνει να μειώνεται καθώς το μέσο εισόδημα αυξάνεται.

Μεταξύ των κοινωνικοοικονομικών ομάδων σε ολόκληρη την ΕΕ, το μεγαλύτερο ποσοστό δαπάνης των νοικοκυριών για τρόφιμα ήταν μεταξύ των ανέργων (17,2 %) και των συνταξιούχων (15,9 %) και το χαμηλότερο μεταξύ των μη χειρωνακτικά εργαζομένων (12,6 %). Το μεγαλύτερο ποσοστό δαπάνης των νοικοκυριών για υπηρεσίες τροφοδοσίας ήταν μεταξύ των μη χειρωνακτικά εργαζομένων (5,4 %). Σημειώθηκε σχετικά μικρή διακύμανση στο ποσοστό της καταναλωτικής δαπάνης των νοικοκυριών για αλκοολούχα ποτά μεταξύ των διαφόρων κοινωνικοοικονομικών ομάδων (μεταξύ 0,9 and 1,1 εκατοστιαίων μονάδων).

Για ποια τρόφιμα και ποτά δαπανούν οι άνθρωποι χρήματα; Μεταξύ των κατηγοριών τροφίμων, το κρέας αντιπροσώπευε το μεγαλύτερο μέρος της καταναλωτικής δαπάνης των νοικοκυριών σε καθένα από τα κράτη μέλη (3,3 % κατά μέσο όρο στην ΕΕ το 2015, με υψηλότερο ποσοστό το 7,8 % στη Ρουμανία).

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει αναλάβει σειρά πρωτοβουλιών για την προώθηση της υγιεινής και βιώσιμης διατροφής. Μεταξύ αυτών ήταν και η πρωτοβουλία του 2007 για θέματα υγείας που σχετίζονται με τη διατροφή, το υπερβολικό βάρος και την παχυσαρκία[5] που περιελάμβανε πρωτοβουλίες για την επισήμανση των τροφίμων, την προώθηση της κατανάλωσης φρούτων και γάλακτος στα σχολεία, τον αθλητισμό και τα ερευνητικά σχέδια. Μεταξύ άλλων, οι στόχοι ήταν: η αποφυγή διατροφικών ελλείψεων και άμεσων προβλημάτων υγείας λόγω υπερβολικού βάρους· η προώθηση ασφαλών και βιώσιμων τροφίμων· η μείωση της σπατάλης τροφίμων· και η βελτίωση της ευημερίας των ζώων. Τα άμεσα προβλήματα υγείας που σχετίζονται με το υπερβολικό βάρος ή την παχυσαρκία έχουν επίσης οικονομικό αντίκτυπο με τη μορφή κόστους που αφορά τις θεραπείες ασθενειών που σχετίζονται με το βάρος. Η παχυσαρκία προκαλεί μια σειρά χρόνιων ασθενειών, όπως ο διαβήτης, ο καρκίνος και οι καρδιοπάθεια. Ο δείκτης μάζας σώματος (ΔΜΣ) ορίζεται ως το βάρος ενός ατόμου σε χιλιόγραμμα διαιρούμενο με το τετράγωνο του ύψους του.

Ο μισός πληθυσμός της ΕΕ-27 (51,8 %) χαρακτηρίστηκε το 2017 ως υπέρβαρος. Το 2017, λίγο περισσότεροι από το ένα τρίτο (36,9 %) του πληθυσμού της ΕΕ ήταν στα πρόθυρα της παχυσαρκίας (με ΔΜΣ ίσο ή μεγαλύτερο του 25 αλλά μικρότερο του 30) και ακόμη ένα 14,9 % ήταν παχύσαρκοι (με ΔΜΣ μεγαλύτερο του 30). Τα ποσοστά αυτά φαίνεται να αυξάνονται. Αυτό συνέβη στην περίπτωση της συντριπτικής πλειονότητας των κρατών μελών για τα οποία υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία από το 2008. Σε ορισμένα κράτη μέλη, το πληθυσμιακό ποσοστό των υπέρβαρων αυξήθηκε σημαντικά· Για παράδειγμα, στη Βουλγαρία αυξήθηκε από 50,8 % το 2008 σε περίπου 59,5 % και στη Ρουμανία από 50,3 % το 2008 σε περίπου 62,9 % το 2017 (το υψηλότερο ποσοστό μεταξύ των κρατών μελών).

Το ποσοστό των παχύσαρκων και των ατόμων στα πρόθυρα της παχυσαρκίας ποικίλλει κατά κανόνα με την ηλικία και κορυφώνεται μεταξύ των ηλικιών 55 και 74 ετών, πριν να μειωθεί και πάλι. Λίγο περισσότερο από το ένα πέμπτο (22,1 % το 2014) των νέων ενηλίκων σε όλη την ΕΕ ηλικίας 18 έως 24 ετών ήταν στα πρόθυρα της παχυσαρκίας ή παχύσαρκοι. Ωστόσο, σχεδόν τα δύο τρίτα (66,4 % το 2014) των ενηλίκων ηλικίας μεταξύ 65 και 74 ετών ήταν στα πρόθυρα της παχυσαρκίας ή παχύσαρκοι.

Πίνακας 1: Ποσοστό υπέρβαρου πληθυσμού κατά φύλο και ηλικία, 2014
(%)
Πηγή: Eurostat (hlth_ehis_bm1e)

Τα στοιχεία αυτά υπογραμμίζουν το ενδιαφέρον για πολιτική προώθησης της υγιεινής, βιώσιμης διατροφής από γενιά σε γενιά και της βιώσιμης κατανάλωσης τροφίμων.

Σχετικά σύνολα στοιχείων: Consumtion expenditure,socio-economic structure and obesity.

Παραγωγή αποβλήτων

Τα νοικοκυριά της ΕΕ-27 παρήγαγαν 187,4 εκατομμύρια τόνους αποβλήτων το 2016, που ισοδυναμούσαν με το 8,3 % όλων των αποβλήτων που παρήχθησαν από οικονομικές δραστηριότητες και νοικοκυριά. Τα απόβλητα αυτά περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, πλαστικά, μέταλλα και είδη ένδυσης. Μεταξύ όλων των οικιακών αποβλήτων, το 2016 παρήχθησαν 28,3 εκατομμύρια τόνοι ζωικών και μεικτών αποβλήτων τροφίμων και αποβλήτων φυτικής προέλευσης.

Σχήμα 11: Παραγωγή αποβλήτων κατά οικονομικές δραστηριότητες και νοικοκυριά, ΕΕ-27, 2016
(%)
Πηγή: Eurostat (env_wasgen)

Η ποσότητα των ζωικών και μεικτών αποβλήτων τροφίμων και αποβλήτων φυτικής προέλευσης που παρήχθησαν από τα νοικοκυριά διπλασιάστηκε (+104,1 %) κατά την περίοδο μεταξύ 2004 και 2016. Το γεγονός αυτό υπογραμμίζει την ανάγκη μείωσης της σπατάλης τροφίμων στην ΕΕ.

Σχετικό σύνολο στοιχείων: Generation of waste.

Συμπέρασμα

Οι προσπάθειες για την αντιμετώπιση του ζητήματος των αποβλήτων και των ζητημάτων βάρους και υγείας των πολιτών, με παράλληλη επίτευξη επισιτιστικής ασφάλειας και μετριασμού της κλιματικής αλλαγής, θα έχουν αντίκτυπο σε ολόκληρη την τροφική αλυσίδα. Έχουν επιπτώσεις στα είδη της γεωργικής και αλιευτικής παραγωγής και στον τρόπο της εν λόγω παραγωγής. Έχουν επιπτώσεις στον τρόπο συσκευασίας, επισήμανσης και μεταφοράς των τροφίμων. Έχουν επιπτώσεις σε ό,τι αποτελεί αντικείμενο εμπορικών συναλλαγών με εταίρους σε ολόκληρο τον κόσμο. Επίσης, έχουν επιπτώσεις στα τρόφιμα που τρώμε και σε ό,τι πίνουμε. Το πρώτο βήμα στη νέα αυτή στρατηγική είναι η διακοπή της τρέχουσας κατάστασης στην αλυσίδα.

Πρωτογενή στοιχεία για τους πίνακες και τα γραφήματα

Πηγές στοιχείων

Έρευνα για τη διάρθρωση των γεωργικών εκμεταλλεύσεων

Σχεδόν όλες οι στατιστικές για τις γεωργικές εκμεταλλεύσεις και τους γεωργούς αντλήθηκαν από την έρευνα για τη διάρθρωση των γεωργικών εκμεταλλεύσεων για το 2016. Η έρευνα για τη διάρθρωση των γεωργικών εκμεταλλεύσεων (FSS) παρέχει ευρύ φάσμα πληροφοριών σχετικά με τις γεωργικές εκμεταλλεύσεις, συμπεριλαμβανομένων λεπτομερών στοιχείων σχετικά με τα χαρακτηριστικά του εργατικού δυναμικού των γεωργικών εκμεταλλεύσεων. Η FSS πραγματοποιείται με τη μορφή γεωργικής απογραφής κάθε 10 έτη και ως δειγματοληπτική έρευνα ανά 3ετία.

Βιολογική γεωργία

Τα στοιχεία συλλέγονται ετησίως και παρέχονται από τα κράτη μέλη της ΕΕ και την Ισλανδία, τη Νορβηγία, την Ελβετία, την Τουρκία, τη Βόρεια Μακεδονία, το Μαυροβούνιο και τη Σερβία βάσει εναρμονισμένου ερωτηματολογίου. Τα στοιχεία που περιέχονται σ’ αυτή την ετήσια συλλογή προέρχονται από τα διοικητικά στοιχεία των εθνικών φορέων που είναι αρμόδιοι για την πιστοποίηση των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον τομέα των βιολογικών προϊόντων. Μέχρι το έτος αναφοράς 2007, η παροχή στοιχείων ήταν προαιρετική. Από το έτος αναφοράς 2008 και μετά έπρεπε να υποβάλλονται στοιχεία σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 889/2008 της Επιτροπής για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007 του Συμβουλίου.

Στατιστικές για τα φυτικά προϊόντα

Τα στατιστικά στοιχεία σχετικά με τα φυτικά προϊόντα συλλέγονται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 543/2009 και λαμβάνονται από δειγματοληπτικές έρευνες, συμπληρώνονται δε από διοικητικά στοιχεία και εκτιμήσεις βάσει παρατηρήσεων εμπειρογνωμόνων. Οι πηγές διαφέρουν από το ένα κράτος μέλος στο άλλο λόγω των εθνικών συνθηκών και των στατιστικών πρακτικών. Οι εθνικές στατιστικές υπηρεσίες ή τα υπουργεία Γεωργίας είναι αρμόδια για τη συλλογή των στοιχείων σύμφωνα με τους κανονισμούς της ΕΕ. Τα οριστικά στοιχεία που διαβιβάζονται στην Eurostat είναι όσο το δυνατόν πιο εναρμονισμένα. Η Eurostat είναι αρμόδια για την κατάρτιση των συγκεντρωτικών μεγεθών σε επίπεδο ΕΕ. Τα στατιστικά στοιχεία που συλλέγονται για τα γεωργικά προϊόντα αφορούν περισσότερα από 100 επιμέρους φυτικά προϊόντα.

Στατιστικές για το ζωικό κεφάλαιο και το κρέας

Οι στατιστικές για το ζωικό κεφάλαιο και το κρέας συλλέγονται από τα κράτη μέλη της ΕΕ σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1165/2008, ο οποίος καλύπτει το ζωικό κεφάλαιο βοοειδών, χοίρων και αιγοπροβάτων· στατιστικές για τη σφαγή βοοειδών, χοίρων, αιγοπροβάτων και πουλερικών· και προβλέψεις παραγωγής για το βοδινό, χοιρινό, πρόβειο και αίγειο κρέας. Οι έρευνες για το ζωικό κεφάλαιο καλύπτουν επαρκείς γεωργικές εκμεταλλεύσεις ώστε να αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον το 95 % του εθνικού ζωικού κεφαλαίου, όπως καθορίζεται στην τελευταία έρευνα για τη διάρθρωση των γεωργικών εκμεταλλεύσεων. Οι στατιστικές για το ζωικό κεφάλαιο των βοοειδών και των χοίρων παράγονται δύο φορές κάθε έτος, με αναφορά σε μια συγκεκριμένη ημέρα τον Μάιο/Ιούνιο και μια συγκεκριμένη ημέρα τον Νοέμβριο/Δεκέμβριο.

Στατιστικές για το γάλα και τα γαλακτοκομικά προϊόντα

Τα στατιστικά στοιχεία για το γάλα και τα γαλακτοκομικά προϊόντα συλλέγονται σύμφωνα με την απόφαση 1997/80/ΕΚ και την εκτελεστική οδηγία 1996/16/ΕΚ. Καλύπτουν τη γεωργική παραγωγή και τη χρησιμοποίηση του γάλακτος, καθώς και την περιγραφή (διάρθρωση) και τη δραστηριότητα συλλογής και παραγωγής των γαλακτοκομείων. Λόγω του μικρού αριθμού γαλακτοκομικών επιχειρήσεων, τα εθνικά στοιχεία υπόκεινται συχνά στο στατιστικό απόρρητο. Ως εκ τούτου, η παροχή συνόλων σε επίπεδο ΕΕ σ’ αυτό το πλαίσιο αποτελεί πρόκληση και ορισμένες από τις πληροφορίες που παρουσιάζονται στην ανάλυση βασίζονται σε αποσπασματικά στοιχεία για τα κράτη μέλη (τα οποία ενδέχεται να μην περιλαμβάνουν κάποιες χώρες). Από τη μία πλευρά, οι στατιστικές από τις λίγες αυτές επιχειρήσεις παρέχουν έγκαιρες εκτιμήσεις για τις τάσεις. Από την άλλη πλευρά, η πλήρης επισκόπηση του γαλακτοκομικού τομέα απαιτεί λεπτομερείς πληροφορίες από τα αγροκτήματα και αυτό σημαίνει ότι τα τελικά στοιχεία για την παραγωγή γάλακτος είναι διαθέσιμα σε επίπεδο ΕΕ μόνο περίπου ένα έτος μετά το έτος αναφοράς. Τα γαλακτοκομικά προϊόντα καταγράφονται ως προς το βάρος. Επομένως, είναι δύσκολο να συγκριθούν τα διάφορα προϊόντα (για παράδειγμα, το νωπό γάλα και το γάλα σε σκόνη). Ο όγκος του πλήρους ή του αποκορυφωμένου γάλακτος που χρησιμοποιείται στις γαλακτοκομικές διαδικασίες παρέχει πιο συγκρίσιμα στοιχεία.

Οικονομικοί λογαριασμοί της γεωργίας

Οι οικονομικοί λογαριασμοί της γεωργίας (ΟΛΓ) αποτελούν δορυφορικό λογαριασμό του ευρωπαϊκού συστήματος λογαριασμών (ΕΣΛ 2010). Καλύπτουν τα γεωργικά προϊόντα και υπηρεσίες που παράγονται κατά τη διάρκεια της λογιστικής περιόδου και τα οποία πωλούνται από γεωργικές μονάδες, διατηρούνται σε αποθέματα στα αγροκτήματα ή χρησιμοποιούνται για περαιτέρω μεταποίηση από τους παραγωγούς γεωργικών προϊόντων. Οι έννοιες των ΟΛΓ είναι προσαρμοσμένες στην ιδιαίτερη φύση της γεωργικής βιομηχανίας: για παράδειγμα, οι ΟΛΓ περιλαμβάνουν όχι μόνο την παραγωγή σταφυλιών και ελιών, αλλά και την παραγωγή κρασιού και ελαιολάδου από τους παραγωγούς γεωργικών προϊόντων, αν παράγονται από δικά τους σταφύλια και ελιές. Περιλαμβάνουν πληροφορίες για την εντός της μονάδας κατανάλωση των φυτικών προϊόντων που χρησιμοποιούνται στις ζωοτροφές, καθώς και για την παραγωγή αγαθών παγίου κεφαλαίου και την τελική κατανάλωση από τις ίδιες τις γεωργικές μονάδες. Οι ΟΛΓ περιλαμβάνουν λογαριασμό παραγωγής, λογαριασμό δημιουργίας εισοδήματος, λογαριασμό επιχειρηματικού εισοδήματος και ορισμένα στοιχεία λογαριασμού κεφαλαίου. Για τα είδη παραγωγής, τα κράτη μέλη της ΕΕ διαβιβάζουν στην Eurostat τις αξίες σε βασικές τιμές, καθώς και τις συνιστώσες τους (αξίες σε τιμές παραγωγού, επιδοτήσεις προϊόντων και φόρους επί των προϊόντων).

Κατανάλωση φυτοφαρμάκων

Η συλλογή στοιχείων από το έτος αναφοράς 2011 και μετά βασίζεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1185/2009 σχετικά με τις στατιστικές για τα φυτοφάρμακα, ο οποίος θέσπισε ένα κοινό πλαίσιο για τη συστηματική παραγωγή κοινοτικών στατιστικών σχετικά με τις πωλήσεις και τη χρήση των φυτοφαρμάκων που είναι φυτοπροστατευτικά προϊόντα. Η «εναρμονισμένη ταξινόμηση των ουσιών ταξινομεί κάθε δραστική ουσία σε μια κύρια ομάδα, κατηγορία προϊόντος και χημική κλάση. Η Eurostat επιτρέπεται να δημοσιεύει τα μη εμπιστευτικά στοιχεία των χωρών στο επίπεδο της κύριας ομάδας και της κατηγορίας προϊόντος.

Τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα είναι σκευάσματα που αποτελούνται από ή περιέχουν μία ή περισσότερες δραστικές ουσίες, στη μορφή με την οποία παραδίδονται στον χρήστη, με σκοπό:

  • να προστατεύουν τα φυτά ή τα φυτικά προϊόντα από κάθε είδους επιβλαβείς οργανισμούς ή να προλαμβάνουν τη δράση τους, εφόσον οι ουσίες ή τα σκευάσματα αυτά δεν ορίζονται διαφορετικά κατωτέρω·
  • να επηρεάζουν τις βιολογικές διεργασίες των φυτών, εκτός αν πρόκειται για θρεπτικές ουσίες (π.χ. ρυθμιστές αύξησης)·
  • να διατηρούν τα φυτικά προϊόντα, εφόσον αυτές οι ουσίες ή τα προϊόντα δεν υπόκεινται σε ειδικές διατάξεις του Συμβουλίου ή της Επιτροπής σχετικά με τα συντηρητικά·
  • να καταστρέφουν τα ανεπιθύμητα φυτά· ή
  • να ελέγχουν ή να προλαμβάνουν την ανεπιθύμητη ανάπτυξη των φυτών.

Ωστόσο, δεν υπάρχει κοινός ορισμός από όλα τα κράτη μέλη και μπορεί να υπάρχουν σημαντικές διαφορές στο φάσμα των προϊόντων που χρησιμοποιούνται στις διάφορες χώρες και, ως εκ τούτου, η συγκρισιμότητα είναι περιορισμένη. Για λεπτομερή αξιολόγηση απαιτούνται περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση σε συγκεκριμένες χώρες. Τα στοιχεία αναφέρονται σε ποσότητες δραστικών ουσιών, που είναι οι ουσίες σε ένα εμπορικό προϊόν οι οποίες προκαλούν το επιθυμητό αποτέλεσμα στους οργανισμούς-στόχους (μύκητες, ζιζάνια, επιβλαβείς οργανισμούς κ.λπ.). Τα βασικά στοιχεία συνήθως εκφράζονται σε kg δραστικής ουσίας που πωλείται ετησίως για καθεμία από τις κύριες λειτουργικές κατηγορίες προϊόντων («ζιζανιοκτόνα, καταστροφείς υπολειμμάτων θερισμού και καταστροφείς βρύων», «μυκητοκτόνα και βακτηριοκτόνα», «εντομοκτόνα και ακαρεοκτόνα» κ.ά.).

Τα στοιχεία σχετικά με τις πωλήσεις φυτοφαρμάκων καλύπτουν τόσο τις γεωργικές όσο και τις μη γεωργικές χρήσεις.

Οι στατιστικές πωλήσεων φυτοφαρμάκων επηρεάζονται από περιορισμούς όσον αφορά την τήρηση του απορρήτου. Ο αντίκτυπος αυτών των περιορισμών στα στοιχεία ποικίλλει ανάλογα με τα κράτη μέλη, τον τύπο των φυτοφαρμάκων και το έτος. Όσον αφορά τις συνολικές πωλήσεις φυτοφαρμάκων στην ΕΕ κατά την περίοδο 2011-2017, < 3 % του όγκου είναι απόρρητα στοιχεία.

Κατανάλωση ανόργανων λιπασμάτων

Η Eurostat δημοσιεύει δύο σύνολα στοιχείων σχετικά με τα ανόργανα λιπάσματα: (aei_fm_usefert) και (aei_fm_manfert). Το πρώτο συλλέγεται από τα κράτη μέλη και αποτελεί εκτίμηση της χρήσης αζώτου (N) και φωσφόρου (P) στη γεωργία. Το άλλο σύνολο στοιχείων αποτελεί εκτίμηση της κατανάλωσης με βάση τις πωλήσεις ανόργανων λιπασμάτων στην ΕΕ από την Fertilizers Europe. Τα αριθμητικά στοιχεία που εκτιμώνται από την εμπορική ένωση Fertilizers Europe με βάση τις πωλήσεις ανόργανων λιπασμάτων αντιστοιχούν ως επί το πλείστον στις εκτιμήσεις της χρήσης αζώτου και φωσφόρου που υποβάλλονται από τις χώρες, παρόλο που δεν μπορούν να συγκριθούν άμεσα λόγω μεθοδολογικών διαφορών.

Ακαθάριστο ισοζύγιο αζώτου

Η μεθοδολογία των ισοζυγίων αζώτου περιγράφεται στο εγχειρίδιο Eurostat/ΟΟΣΑ σχετικά με to ισοζύγιο θρεπτικών συστατικών. Το ακαθάριστο ισοζύγιο αζώτου περιλαμβάνει όλες τις εισροές και εκροές προς και από το έδαφος και υπολογίζει το ακαθάριστο πλεόνασμα αζώτου ως τη διαφορά μεταξύ των συνολικών εισροών και των συνολικών εκροών. Το ακαθάριστο πλεόνασμα αζώτου ανά εκτάριο προκύπτει διαιρώντας το συνολικό ακαθάριστο πλεόνασμα αζώτου με την έκταση αναφοράς. Η έκταση αναφοράς της τρέχουσας έκδοσης των ισοζυγίων που τηλεφορτώθηκαν στη βάση δεδομένων της Eurostat είναι η χρησιμοποιούμενη γεωργική έκταση (ΧΓΕ). Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ορισμένες χώρες χρησιμοποιούν ελαφρώς διαφορετικές μεθοδολογίες· η Αυστρία και η Ισπανία ανήκουν στην ομάδα αυτή. Αυτό σημαίνει ότι οι χρονοσειρές είναι συγκρίσιμες εντός των χωρών, αλλά οι επιμέρους τιμές δεν θα πρέπει να συγκρίνονται με τις επιμέρους τιμές άλλων χωρών.

Στατιστικές για την αλιεία

Τα στατιστικά στοιχεία για την αλιεία συλλέγονται από την Eurostat από επίσημες εθνικές πηγές για τα κράτη μέλη της ΕΕ και τα μέλη του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ). Τα στατιστικά στοιχεία συλλέγονται με τη χρήση διεθνώς συμφωνημένων εννοιών και ορισμών που έχει αναπτύξει η συντονιστική ομάδα εργασίας (CWP), η οποία αποτελείται από την Eurostat και άλλους διεθνείς οργανισμούς με αρμοδιότητες στον τομέα των στατιστικών για την αλιεία.

Οι στατιστικές για την ευρωπαϊκή αλιευτική παραγωγή περιλαμβάνουν την παραγωγή από τα αλιεύματα και την υδατοκαλλιέργεια. Τα αλιεύματα αναφέρονται στα αλιευτικά προϊόντα που λαμβάνονται για όλους τους σκοπούς (εμπορικούς, βιομηχανικούς, ψυχαγωγικούς και διαβίωσης) από όλους τους τύπους και κατηγορίες των αλιευτικών μονάδων (συμπεριλαμβανομένων των αλιέων, των σκαφών, του εξοπλισμού κ.λπ.). Η σημαία του αλιευτικού σκάφους χρησιμοποιείται ως η κύρια ένδειξη της εθνικότητας των αλιευμάτων. Εκτός από τα αλιεύματα, η Eurostat συλλέγει επίσης στατιστικά στοιχεία για τις εκφορτώσεις που αφορούν όλα τα αλιευτικά προϊόντα (εκφραζόμενα ως βάρος προϊόντος) που εκφορτώνονται στη χώρα αναφοράς, ανεξάρτητα από την εθνικότητα του σκάφους που πραγματοποιεί τις εκφορτώσεις. Πρέπει επίσης να περιλαμβάνονται και οι εκφορτώσεις από σκάφη της δηλούσας χώρας σε λιμένες εκτός ΕΕ και εισάγονται στην ΕΕ. Η παραγωγή προϊόντων υδατοκαλλιέργειας αναφέρεται στην εκτροφή υδρόβιων οργανισμών (γλυκού ή αλμυρού νερού), υπό ελεγχόμενες συνθήκες. Η υδατοκαλλιέργεια συνεπάγεται κάποια μορφή παρέμβασης στη φυσική διαδικασία αναπαραγωγής, όπως τακτικός εμπλουτισμός αποθεμάτων, σίτιση και προστασία από θηρευτές. Η γεωργία συνεπάγεται επίσης την ατομική ή εταιρική κυριότητα του καλλιεργούμενου αποθέματος.

Οι στατιστικές αλιευμάτων υποβάλλονται στην Eurostat από τα κράτη μέλη του ΕΟΧ σύμφωνα με την ακόλουθη νομοθεσία της ΕΕ:

  • κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 218/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2009, σχετικά με την υποβολή στατιστικών για τις ονομαστικές αλιεύσεις από τα κράτη μέλη που αλιεύουν στο Βορειοανατολικό Ατλαντικό (ΕΕ L 87 της 31.3.2009)·
  • κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 217/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2009, σχετικά με την υποβολή στατιστικών για τις αλιεύσεις και την αλιευτική δραστηριότητα των κρατών μελών που αλιεύουν στο Βορειοδυτικό Ατλαντικό (ΕΕ L 87 της 31.3.2009)·
  • κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 216/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2009, σχετικά με την υποβολή στατιστικών για τις ονομαστικές αλιεύσεις από τα κράτη μέλη που αλιεύουν σε ορισμένες ζώνες εκτός του Βόρειου Ατλαντικού (ΕΕ L 87 της 31.3.2009).

Οι στατιστικές αναφέρονται ως το ισοδύναμο ζωντανού βάρους των εκφορτώσεων (με άλλα λόγια, το εκφορτωθέν βάρος του προϊόντος στο οποίο εφαρμόζεται κατάλληλος συντελεστής μετατροπής). Ως εκ τούτου, δεν περιλαμβάνονται οι ποσότητες αλιευτικών προϊόντων που αλιεύονται αλλά δεν εκφορτώνονται. Όσον αφορά τις στατιστικές για τις εκφορτώσεις, κάθε χώρα υποβάλλει ετήσια στοιχεία σχετικά με τις ποσότητες και τις αξίες των αλιευτικών προϊόντων που εκφορτώνονται στους λιμένες της σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1921/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με την υποβολή στατιστικών στοιχείων για τις εκφορτώσεις αλιευτικών προϊόντων στα κράτη μέλη και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1382/91 του Συμβουλίου (ΕΕ L 403 της 30ής Δεκεμβρίου 2006). Όσον αφορά τις στατιστικές για την υδατοκαλλιέργεια, οι εθνικές αρχές υποβάλλουν στην Eurostat στατιστικά στοιχεία για την παραγωγή προϊόντων υδατοκαλλιέργειας, σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 762/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Ιουλίου 2008, περί των στατιστικών στοιχείων που πρέπει να υποβάλλουν τα κράτη μέλη σχετικά με την υδατοκαλλιέργεια και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 788/96 του Συμβουλίου (ΕΕ L 218 της 13.08.2008).

Όσον αφορά τον αλιευτικό στόλο, τα στατιστικά στοιχεία για τα κράτη μέλη της ΕΕ προέρχονται από το κοινοτικό μητρώο του αλιευτικού στόλου που τηρείται από τη Γενική Διεύθυνση Θαλάσσιας Πολιτικής και Αλιείας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Τα στατιστικά στοιχεία για την Ισλανδία και τη Νορβηγία συλλέγονται από τους φακέλους των στόλων που υποβάλλονται από τις εθνικές αρχές.

Παραγωγή αποβλήτων

Για την παρακολούθηση της εφαρμογής της πολιτικής για τα απόβλητα, ιδίως της συμμόρφωσης με τις αρχές της ανάκτησης και της ασφαλούς διάθεσης, απαιτούνται αξιόπιστες στατιστικές για την παραγωγή και τη διαχείριση των αποβλήτων από τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Το 2002 εκδόθηκε ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2150/2002 για τις στατιστικές των αποβλήτων, ο οποίος διαμόρφωσε το πλαίσιο για εναρμονισμένες κοινοτικές στατιστικές στον εν λόγω τομέα. Ξεκινώντας από το έτος αναφοράς 2004, ο κανονισμός απαιτεί από τα κράτη μέλη της ΕΕ να παρέχουν στοιχεία σχετικά με την παραγωγή, την ανάκτηση και τη διάθεση αποβλήτων κάθε δύο έτη. Σήμερα υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία για την παραγωγή και επεξεργασία αποβλήτων για τα ζυγά έτη αναφοράς από το 2004 έως το 2016.

Στατιστικές διάρθρωσης των επιχειρήσεων (ΣΔΕ)

Οι στατιστικές διάρθρωσης των επιχειρήσεων περιγράφουν τη διάρθρωση, τη διεξαγωγή και τις επιδόσεις των οικονομικών δραστηριοτήτων, έως το λεπτομερέστερο επίπεδο δραστηριότητας (αρκετές εκατοντάδες οικονομικών τομέων). Οι ΣΔΕ διαβιβάζονται ετησίως από τα κράτη μέλη της ΕΕ βάσει νομικής υποχρέωσης ήδη από το 1995. Οι ΣΔΕ καλύπτουν όλες τις δραστηριότητες της επιχειρηματικής οικονομίας, με εξαίρεση τις γεωργικές δραστηριότητες και τις προσωπικές υπηρεσίες, και τα στοιχεία παρέχονται από όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ, τη Νορβηγία και την Ελβετία, καθώς και από ορισμένες υποψήφιες και δυνάμει υποψήφιες χώρες. Τα στοιχεία συλλέγονται κατά τομέα δραστηριότητας: Παράρτημα I — Υπηρεσίες, παράρτημα II — Βιομηχανία, παράρτημα III — Εμπόριο και παράρτημα IV — Κατασκευές και κατά σύνολα στοιχείων. Κάθε παράρτημα περιλαμβάνει διάφορα σύνολα στοιχείων, όπως αναφέρεται στον κανονισμό ΣΔΕ. Τα περισσότερα στοιχεία συλλέγονται από τις εθνικές στατιστικές υπηρεσίες (ΕΣΥ) μέσω στατιστικών ερευνών, μητρώων επιχειρήσεων ή από διάφορες διοικητικές πηγές. Τα εθνικά γραφεία ρύθμισης ή ελέγχου για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ή τις κεντρικές τράπεζες παρέχουν συχνά τις πληροφορίες που απαιτούνται για τον χρηματοπιστωτικό τομέα (NACE αναθ. 2, τομέας Κ / NACE αναθ. 1.1, τομέας Ι). Τα κράτη μέλη εφαρμόζουν διάφορες στατιστικές μεθόδους, ανάλογα με την πηγή των στοιχείων, όπως αναγωγή, εκτιμήσεις βάσει μοντέλων ή διάφορες μορφές τεκμαρτού υπολογισμού, για να εξασφαλιστεί η ποιότητα των παραγόμενων ΣΔΕ.

Στατιστικές PRODCOM

Οι στατιστικές Prodcom παρέχουν λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό όγκο της πωληθείσας παραγωγής κατά την περίοδο της έρευνας, την αξία της πωληθείσας παραγωγής κατά την περίοδο της έρευνας και, για ορισμένα προϊόντα, τον όγκο της συνολικής παραγωγής κατά την περίοδο της έρευνας. Η έρευνα PRODCOM βασίζεται στον κατάλογο PRODCOM, που αποτελείται από περίπου 3 900 προϊόντα. Οι 8ψήφιοι κωδικοί που χρησιμοποιούνται στον κατάλογο βασίζονται στους 6ψήφιους τίτλους της CPA και, ως εκ τούτου, στην 4ψήφια NACE αναθ. 1.1. Από το 2008 και μετά, ο κωδικός PRODCOM συνδέεται με τη CPA 2008 και τη NACE αναθ. 2. Η σύνδεση με τη NACE δίνει στις ΕΣΥ τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν το μητρώο επιχειρήσεων για να προσδιορίζουν τις επιχειρήσεις που ενδέχεται να παράγουν το προϊόν. Ο κατάλογος PRODCOM αναθεωρείται κάθε έτος.

Στατιστικές μεταφορών

Τα στοιχεία για τις οδικές εμπορευματικές μεταφορές προέρχονται από τα μικροδεδομένα που συλλέγονται στο πλαίσιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 70/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις στατιστικές καταγραφές των οδικών μεταφορών εμπορευμάτων. Τα στοιχεία συγκεντρώνονται με βάση δειγματοληπτικές έρευνες που διενεργούνται από τις χώρες που υποβάλλουν στοιχεία. Τα στοιχεία καλύπτουν τόνους, τονοχιλιόμετρα, οχηματοχιλιόμετρα και αριθμούς διαδρομών. Οι στατιστικές για τις οδικές εμπορευματικές μεταφορές υποβάλλονται από τα κράτη μέλη για τα οχήματα που είναι ταξινομημένα στη χώρα τους. Οι στατιστικές για τις εσωτερικές πλωτές μεταφορές παρέχουν πληροφορίες σχετικά με τον όγκο και τις επιδόσεις των εμπορευματικών μεταφορών στο δίκτυο εσωτερικής ναυσιπλοΐας της ΕΕ. Υποβάλλονται με βάση την «αρχή της εδαφικότητας», η οποία σημαίνει ότι κάθε χώρα αναφέρει τη φόρτωση, την εκφόρτωση και την κυκλοφορία εμπορευμάτων που πραγματοποιούνται στην εθνική του επικράτεια, ανεξαρτήτως της χώρας καταγωγής των επιχειρήσεων ή του τόπου πρώτης φόρτωσης και τελικής εκφόρτωσης.

Στατιστικές εμπορίου

Τα στοιχεία της ΕΕ προέρχονται από τη βάση δεδομένων COMEXT της Eurostat. Η COMEXT είναι η βάση δεδομένων αναφοράς της Eurostat για το διεθνές εμπόριο αγαθών. Παρέχει πρόσβαση όχι μόνο στα πρόσφατα και στα ιστορικά στοιχεία των κρατών μελών της ΕΕ, αλλά και σε στατιστικά στοιχεία για σημαντικό αριθμό τρίτων χωρών. Οι συγκεντρωτικές και λεπτομερείς στατιστικές για το διεθνές εμπόριο που παρέχονται από τον ιστότοπο της Eurostat καταρτίζονται με βάση τα στοιχεία COMEXT σύμφωνα με μια μηνιαία διαδικασία. Δεδομένου ότι η COMEXT επικαιροποιείται καθημερινά, τα στοιχεία που δημοσιεύονται στον ιστότοπο ενδέχεται να διαφέρουν από τα στοιχεία που διατίθενται στην COMEXT σε περίπτωση πρόσφατων αναθεωρήσεων.

Στο παρόν άρθρο, τα γεωργικά προϊόντα ταξινομούνται σύμφωνα με τις διακρίσεις της Συνδυασμένης Ονοματολογίας (ΣΟ), με βάση τη διεθνή ταξινόμηση που είναι γνωστή ως το εναρμονισμένο σύστημα περιγραφής και κωδικοποίησης εμπορευμάτων (ΕΣ), το οποίο διαχειρίζεται ο Παγκόσμιος Οργανισμός Τελωνείων. Τα 24 κεφάλαια (2ψήφιοι κωδικοί) των γεωργικών προϊόντων στη Συνδυασμένη Ονοματολογία ομαδοποιούνται σε 3 βασικούς τύπους: ζωικά προϊόντα, φυτικά προϊόντα και είδη διατροφής. Το κεφάλαιο 15 (λίπη και έλαια ζωικά ή φυτικά και προϊόντα της διάσπασης αυτών· λίπη βρώσιμα επεξεργασμένα· κεριά ζωικής ή φυτικής προέλευσης) περιλαμβάνεται στα λαχανικά.

Τελική καταναλωτική δαπάνη

Η Eurostat συλλέγει στοιχεία σχετικά με την τελική καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών σύμφωνα με τη διεθνή ταξινόμηση της ατομικής κατανάλωσης με βάση τον σκοπό (COICOP) στο πλαίσιο του ΕΣΛ 2010. Οι απαιτήσεις διαβίβασης για κάθε σύνολο στοιχείων ορίζονται στο πρόγραμμα διαβίβασης του ΕΣΛ 2010. Για τα στοιχεία COICOP είναι το t+9 μήνες μετά την περίοδο αναφοράς.

Οι δαπάνες κατανάλωσης των νοικοκυριών ταξινομούνται με βάση τον σκοπό της κατανάλωσης σύμφωνα με την ταξινόμηση COICOP (ταξινόμηση της ατομικής κατανάλωσης με βάση τον σκοπό, βλ. επίσης τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 113/2002 της Επιτροπής, της 23ης Ιανουαρίου 2002). Οι σχετικές κατηγορίες COICOP σε τριψήφιο επίπεδο είναι οι ακόλουθες:

  • P010 — Τρόφιμα και μη αλκοολούχα ποτά
  • P011 — Τρόφιμα
  • P012 — Μη αλκοολούχα ποτά
  • P020 — Αλκοολούχα ποτά, καπνός και ναρκωτικά
  • P021 — Αλκοολούχα ποτά
  • P111 — Υπηρεσίες τροφοδοσίας

Στατιστικές δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ)

Η ευρωπαϊκή έρευνα υγείας με συνεντεύξεις (EHIS) είναι η πηγή πληροφοριών για τις στατιστικές ΔΜΣ. Στόχος της είναι η παροχή εναρμονισμένων στατιστικών σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ σε σχέση με την κατάσταση της υγείας των ερωτηθέντων, τον τρόπο ζωής τους (καθοριστικοί παράγοντες για την υγεία) και τη χρήση των υπηρεσιών υγειονομικής περίθαλψης την οποία κάνουν. Ο δείκτης μάζας σώματος (ΔΜΣ) είναι μέτρο του βάρους ενός ατόμου σε σχέση με το ύψος του που συσχετίζεται αρκετά με το λίπος του σώματος. Ο ΔΜΣ είναι αποδεκτός ως το πιο χρήσιμο μέτρο παχυσαρκίας των ενηλίκων (άτομα ηλικίας 18 ετών και άνω), όταν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία μόνο για το βάρος και το ύψος. Υπολογίζεται ως το βάρος ενός ατόμου (σε χιλιόγραμμα) διαιρούμενο με το τετράγωνο του ύψους του (σε μέτρα). ΔΜΣ = βάρος (kg) / ύψος (m²)

Η ακόλουθη υποδιαίρεση (σύμφωνα με τον ΠΟΥ) χρησιμοποιείται για την ταξινόμηση των αποτελεσμάτων για τον ΔΜΣ:

< 18.50: ελλιποβαρής:
18,50 – < 25,00: κανονικό εύρος·
>=25,00: υπέρβαρος·
>= 30,00: παχύσαρκος.

Πλαίσιο

Η στρατηγική «Από το αγρόκτημα στο πιάτο» για ένα δίκαιο, υγιές και φιλικό προς το περιβάλλον σύστημα τροφίμων αποτελεί βασική συνιστώσα της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας.

Έχει πέντε βασικούς στρατηγικούς στόχους:

i) Διασφάλιση βιώσιμης παραγωγής τροφίμων
Αυτή περιλαμβάνει προσπάθειες για: ενίσχυση των προσπαθειών των γεωργών και των αλιέων για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, την προστασία του περιβάλλοντος και τη διατήρηση της βιοποικιλότητας· σημαντική μείωση της χρήσης χημικών φυτοφαρμάκων, λιπασμάτων και αντιβιοτικών και της εξάρτησης από αυτά· περαιτέρω ανάπτυξη της βιολογικής γεωργίας· περαιτέρω στήριξη των μέσων διαβίωσης των γεωργών και των αλιέων που βρίσκονται σε μεταβατικό στάδιο.
ii) Ενθάρρυνση της βιώσιμης μεταποίησης των τροφίμων και των πρακτικών επόμενου σταδίου
Αυτή περιλαμβάνει προσπάθειες για: εξορθολογισμό των διατροφικών επιλογών των καταναλωτών· αναθεώρηση των προτύπων εμπορίας· κατάρτιση θρεπτικών προφίλ· βελτίωση της συσκευασίας των τροφίμων.
iii) Προώθηση της βιώσιμης κατανάλωσης τροφίμων
Αυτή περιλαμβάνει προσπάθειες για: αντιστροφή της αύξησης των ποσοστών υπερβολικού βάρους και παχυσαρκίας σε ολόκληρη την ΕΕ· ενίσχυση της θέσης των καταναλωτών με καλύτερη επισήμανση των τροφίμων· καθορισμός ελάχιστων υποχρεωτικών κριτηρίων για βιώσιμες δημόσιες συμβάσεις στον τομέα των τροφίμων.
iv) Μείωση των απωλειών και της σπατάλης τροφίμων
Αυτή περιλαμβάνει προσπάθειες για: μείωση των απωλειών τροφίμων σε ολόκληρη την αλυσίδα εφοδιασμού· βελτίωση της ανάκτησης θρεπτικών στοιχείων και δευτερογενών πρώτων υλών· ενίσχυση της βιοοικονομίας, της διαχείρισης των αποβλήτων και της ανανεώσιμης ενέργειας.
v) Καταπολέμηση της απάτης στον τομέα των τροφίμων σε ολόκληρη την αλυσίδα εφοδιασμού
Αυτή περιλαμβάνει προσπάθειες για: βελτίωση της ιχνηλασιμότητας των τροφίμων και των προειδοποιήσεων.

Direct access to

Other articles
Tables
Database
Dedicated section
Publications
Methodology
Visualisations




Μεθοδολογία

Σημειώσεις

  1. σε λογιστικό πλαίσιο· μια βιομηχανία αποτελεί κλάδο οικονομικής δραστηριότητας. Ο όρος «γεωργική βιομηχανία» χρησιμοποιείται για την περιγραφή του κλάδου της γεωργικής παραγωγής, αλλά δεν θα πρέπει να νοείται ότι η γεωργία είναι βιομηχανοποιημένη ή ότι αφορά τη μεταποίηση πρώτων υλών
  2. ΟΟΣΑ (2019), Accelerating Climate Action: Refocusing policies through a Well-being lens (Επιτάχυνση της κλιματικής δράσης: επανεστίαση των πολιτικών μέσα από τον φακό της ευημερίας).
  3. μείζονες αλιευτικές ζώνες 21, 27, 34, 37, 41, 47, 51 του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών (FAO).
  4. Για περισσότερες πληροφορίες, βλ. τον ιστότοπο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Common Fisheries Policy (CFP).
  5. Για περισσότερες πληροφορίες βλ. εδώ.